Μενού Κλείσιμο

Μαργαρίτες Μυλοποτάμου

Οι Μαργαρίτες είναι χωριό και κοινότητα της επαρχίας Μυλοποτάμου που βρίσκεται στα βορειοδυτικά της. Απέχει 27 χμ. από το Ρέθυμνο, σε υψόμ. 300 μ. Έχει 400 κατοίκους σαν χωριό και σαν κοινότητα 950 κατοίκους. Στην κοινότητα υπάγονται και οι οικισμοί Πηγουνιανά. Βεργιανά, Λαγκά, Πλευριανά, Άνω Τρίποδο, Κάτω Τρίποδο, Κυνήγιανά, Τζανακιανά, Πυθαρουλιανάκαι Σταυρωμένος.

Για την προέλευση του ονόματος του υπάρχουν αρκετές εκδοχές. Μια πρώτη εκδοχή δέχεται ότι το χωριό πήρε το όνομα του από τις πολλές μαργαρίτες που υπάρχουν στο χωριό.

Μια δεύτερη εκδοχή σχετίζεται με μια ιστορία που έχει διασώσει η παράδοση. Όταν κτίστηκε η εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου, τα αρχοντόπουλα Καλλέργης και Βαρούχας, που κατοικούσαν στο χωριό, πήγαν στην Κων/πολη και έφεραν μια υφαντή θύρα για την Ωραία Πύλη της εκκλησίας. Στη θύρα αυτή είχαν κεντηθεί υπόλευκες μαργαρίτες και κρίνα. Από αυτή τη θύρα οι ξομπλιάοτρες του χωριού έκαναν τα περίφημα Μαργαασιανά υφαντά που είναι περιζήτητα.

Μια τρίτη εκδοχή σχετίζεται με μια άλλη ιστορία που διασώζει η παράδοση. Η βασίλισσα της Ελεύθερνας Μαργαρίτα, πήγε κάποτε στο Λιβάδι και γοητεύτηκε τόσο πολύ από την ομορφιά του τοπίου, ώστε έδωσε όλα τα κοσμήματα της και κτίστηκε το χωριό. Οι χωριανοί για να την τιμήσουν έδωσαν το όνομα της στο χωριό. Ο αρχαιολόγος Ξανθουδίδης υποστηρίζει σε μελέτες του ότι το σωστό όνομα του χωριού είναι Μαγαρίτες όπως αναφέρεται στις βενετσιάνικες απογραφές και στα τουρκικά έγγραφα αργότερα.

Το χωριό πρέπει να υπήρχε και επί Ενετοκρατίας, γιατί διασώζεται το όνομα του δόγη Δάνδαλου. Υπάρχουν μάλιστα αρκετά ερείπια οικοδομημάτων που ανήκουν σ’ αυτή την οικογένεια. Το χωριό αναφέρεται σ’ όλες τις ενετικές απογραφές και σε τουρκικά έγγραφα. Αποτελούσε έδρα του δήμου Μαργαριτών της Κρητικής Πολιτείας.

Οι κάτοικοι ασχολούνται κυρίως με την αγγειοπλαστική, όπου η παράδοση της τέχνης αυτής φθάνει μέχρι την μινωική εποχή. Αργότερα το χωριό τροφοδοτούσε με τους φημισμένους του αγγειοπλάστες όλη την Κρήτη. Γνωστός καλλιτέχνης αγγειοπλάστης ήταν ο Τζανακάκης. Μέχρι το 1950 δούλευαν στο χωριό 40 τεχνίτες, ενώ πολλοί ντόπιοι δούλευαν σε άλλες περιοχές της Κρήτης. Και σήμερα γίνονται εξαγωγές αγγειοπλαστικών ειδών όπως και παλαιότερα αν και η παραγωγή είναι περισσότερο τουριστική. Από τις παλαιότερες οικογένειες του χωριού είναι οι Καλλέργηδες, οι Γιάννο υσάκη δες, οι Φασουλή δες, οι Μπραγκουδάκηδες.

Το χωριό κάηκε από τους Σαρακηνούς πειρατές, για να τιμωρηθούν οι κάτοικοι που δεν ήθελαν να υποδουλωθούν. Όταν η Κρήτη ανακτήθηκε από τους Βυζαντινούς (961) το χωριό άρχισε πάλι να κτίζεται με τη βοήθεια των Καλλέργη και Βαρούχα και πραγματικά αυτή την περίοδο το χωριό ξαναγεννήθηκε. Τότε κτίστηκε και ο ναός του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου. Όμως δεν έμελλε να μείνει για πολύ ελεύθερο. Μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης, η Κρήτη πουλήθηκε στους Ενετούς το 1312.

Το 1332 Σφακιανοί και Σελινιώτες πρωτοστατούν σε εξέγερση εναντίον των Ενετών. Μαζί τους και οι Μαργαρίτες που τότε είχαν γίνει μια αρκετά ισχυρή κωμόπολη. Ο Βάρδας Καλλέργης ορίζεται αρχηγός της επανάστασης ενώ ο Νικόλαος Πισκουρίδης εκλέχτηκε υπαρχηγός. Ο Πισκουρίδης μάλιστα είχε το χαρακτηρισμό από τους Ενετούς «απάντων των ανθρώπων κάκουργότατος». Η επανάσταση όμως απέτυχε. Οι Ενετοί όπως ήταν φυσικό συγκέντρωσαν όλες τις δυνάμεις τους για να συλλάβουν τον Πισκουρίδη, πράγμα που τελικά έγινε. Τον συνέλαβαν και τον σκότωσαν υποβάλλοντας τον σ’ ένα μαρτυρικό θάνατο. Μετά προχώρησαν προς το χωριό. Οι κάτοικοι μόλις το έμαθαν, κρύφτηκαν στα γύρω βουνά. Όσοι παρέμειναν κατασφάχτηκαν από τους Ενετούς και το χωριό παραδόθηκε για δεύτερη φορά στις φλόγες. Αργότερα οι κάτοικοι ξανάκτισαν το χωριό τους. Την εποχή αυτή γίνονται επαναστάσεις όπου οι Μαργαρίτες δίνουν πάντοτε το παρόν.

Όταν το 1646 καταλήφθηκε και ο νομός Ρεθύμνης, οι Μαργαρίτες πέρασαν μαζί με όλους τους Έλληνες μια φοβερή, σκληρή και επικίνδυνη ζωή. Στις Μαργαρίτες οι Τούρκοι μπήκαν με τη βία και κατέσφαξαν τους κατοίκους, τους ιερείς και τις μοναχές. Η παράδοση μάλιστα μας διέσωσε και την εξής ιστορία: Οι Τούρκοι άρπαξαν τις δυο κόρες του ιερέα του χωριού και μαζί με άλλα κορίτσια τις ανάγκασαν να χορεύουν στην κεντρική πλατεία, όπου υποχρέωσαν τον ιερέα να σύρει το χορό και τους κατοίκους να χαιρετήσουν και να πανηγυρίσουν την κατάληψη του τόπου τους. Ο ιερέας λυπημένος για την αρπαγή των κοριτσιών του αλλά και για το μαρτύριο του λαού του είπε: «χόρευε καλά παπά, μα δεν θάναι πάντα τσα (έτσι)». Τα λόγια αυτά του παπά έφεραν τόση οργή στους Τούρκους που κατέσφαξαν όλους όσους βρίσκονταν εκεί και πυρπόλησαν το χωριό. Ο Μαρίνος Τζάνε Μπουνιαλής σε ανάμνηση των γεγονότων αυτών γράφει μεταξύ άλλων:

«Και με μεγάλη ντω χαρά στα τριγύρα σιμώνει στα όρη τα Κονλοκιανά κι εις τ’ άξιο Μελιδόνι ‘ς τσι Μαργαρίτες έπιασαν άνδρες, γυνναίκες, όλονς παπάδες, νέους, καλογρές και άρχας τσι Δανδόλους»

Στην πολιορκία του Χάνδακα πήρε μέρος και ο Μαργαριτσιανός Ανδρέας Μηλιώ-της. Ο Μηλιώτης ήταν και δραγουμάνος του Μεχμέτ Κιουπριλί. Αργότερα όμως έπεσε σε δυσμένεια, γιατί τον υποψιάζονταν ότι είχε μυστικές επαφές με τους Ενετούς, τον συνέλαβαν στις Μαργαρίτες, όπου έμενε προσωρινά και τον καταδίκασαν σε θάνατο. Τον κρέμασαν σ’ ένα δικό του ελαιόδενδρο κοντά στο δρόμο Χανίων – Ηρακλείου όπου πήρε η τοποθεσία αυτή το όνομα του, Μηλιώτη.

Οι Τούρκοι έμειναν στο χωριό μέχρι το 1821 όπου ο Αντώνης Παγκιανός με ένα σώμα γενναίων πολεμιστών κατόρθωσε να τους τρέψει σε φυγή.

Στον αγώνα του 1821 οι Μαργαρίτες παίρνουν ενεργά μέρος, και η επαναστατική επιτροπή φεύγει από τον Άγιο Κωνσταντίνο και μεταφέρεται στις Μαργαρίτες. Αργότερα διαλύθηκε με απόφαση των Μεγάλων Δυνάμεων. Τον Απρίλιο του 1830 συγκαλείται στις Μαργαρίτες και η Γενική Συνέλευση όλων των καπεταναίων της Κρήτης.

Το 1829-30 στις Μαργαρίτες είχε την έδρα του το Κρητικό Συμβούλιο και εδώ ήρθε ο αντιπρόσωπος του Καποδίστρια Ν. Ρενιέρης. Με το πρωτόκολλο του Λονδίνου (3 Φεβρουαρίου 1830) η Κρήτη δόθηκε και πάλι στο σουλτάνο. Τότε οι καπεταναίοι αποφάσισαν να συνεχίσουν τον αγώνα μόνοι τους.

Στην επανάσταση του 1866 οι Μαργαρίτες πάλι δίνουν το παρόν. Ο Επιμενίδης Μα-ρούλης επικεφαλής ομάδας Μαργαριτιανών κλείνεται στο Αρκάδι. Μετά το ολοκαύτωμα του Αρκαδίου και καθώς η επανάσταση συνεχίζεται οι Μαργαρίτες είναι και πάλι κέντρο των επιχειρήσεων. Ο συνταγματάρχης Πάνος Κορωναίος, με έδρα τις Μαργαρίτες, έχει συγκεντρώσει αρκετούς οπλοφόρους και αναμένει τον Ομέρ Πασά που έρ-χεται από τα Χανιά. Ο Μιχαήλ Σκουλάς έχει συγκεντρώσει ένα αρκετό αριθμό αντρών στο Μελιδό νι. Ο τόπος που πρόκειται να γίνει η μάχη είναι μεταξύ Μαργαριτών και Αγγελιανών. Όταν ο Ομέρ φθάνει, η συντονισμένη επίθεση που δέχθηκε δεν τον άφησε να προχωρήσει προς το Ηράκλειο και ο Ρεσίτ Πασάς που ερχόταν σε βοήθεια εμποδίστηκε στον Κρουσώνα από τους Ανώγειανούς.

Στον πόλεμο του 1912-13 πάλι οι Μαργαρίτες στέλναν μεγάλο αριθμό αντρών στα πεδία της μάχης.

Όμως και στον πόλεμο του 1940 αρκετοί Μαργαριτιανοί με επικεφαλή τον Χρήστο Βεργάκη από την Πάνορμο έδωσαν το παρόν τους. Το χωριό κατελήφθηκε από τους Γερμανούς και σαν από θαύμα γλίτωσε την καταστροφή. Στα δύσκολα χρόνια της κατοχής οι χωρικοί αγωνίστηκαν με γενναιότητα ενάντια στον κατακτητή. Μάλιστα όταν κάποιοι αντάρτες αιχμαλώτισαν Γερμανούς αξιωματικούς και τους πέρασαν μέσα από το χωριό, κινδύνεψε να καεί, γλίτωσε όμως χάρη στις ενέργειες του προέδρου του χωριού που κατόρθωσε να πείσει τους Γερμανούς να μην το κάψουν.

Σ” ένα γκρεμό λίγο έξω από το χωριό υπάρχει μια σπηλιά για την οποία οι κάτοικοι διηγούνται ότι ο Διγενής πέταξε την αμάδα του, μια θεόρατη πέτρα, και έκανε αυτή τη σπηλιά να μείνει ακέραιη στο πέρασμα των αιώνων. Φαίνεται πως ο Διγενής την ώρα που πέταγε την πέτρα, πεινούσε και μ’ αυτό τον τρόπο ειδοποίησε τη γυναίκα του που μάζευε χόρτα στο βουνό. Αμέσως η γυναίκα του φρόντισε να του φέρει φαγητό κι όταν έφαγε και χόρτασε, πάτησε τα πόδια του στους απέναντι γκρεμούς όπου ακόμα στο λιβάδι λέγεται πως φαίνεται η πατημασιά του. Μετά ήπιε νερό και ο ποταμός στέρεψε. Η σπηλιά ονομάζεται του Διγενή το Σπηλιάρι.

Για την τοποθεσία Καλής ή Πλάκα διασώζεται ως τις μέρες μας σχετική παράδοση. Η Κυρά Καλή, η φημισμένη αρχοντοπούλα, μαγείρευε το ξινόχορτο την ώρα που ο Αγάς έφθανε έξω από το σπίτι της για να το βεβηλώσει. Η Κυρά Καλή λοιπόν με την κουτάλα γεμάτη καυτό χόντρο με μια αστραπιαία κίνηση έριξε τον χόντρο στον Αγά και εξαφανίστηκε. Ο Αγάς μετά από αυτό τυφλώθηκε και αργότερα πέθανε με από φοβερούς πόνους. Στην τοποθεσία αυτή υπάρχουν ακόμα τα ερείπια του κρητικού αρχοντικού.

Στις Μαργαρίτες υπάρχουν και αρκετές εκκλησίες όπως του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου, του Αγίου Βασιλείου, του Αγίου Παντελεήμονα, του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, της Αγίας Παρασκευής. Υπάρχει και μια δεύτερη εκκλησία του Αγίου Ιωάννη, παλιά, αγιογραφημένη, που σε πολλά σημεία διακρίνονται εικόνες και συμβολισμοί της μεταβυζαντινής εποχής.

Στο Κατωχώρι υπάρχουν οι εκκλησίες του Αγίου Νικολάου, παλιά υπήρχε εκεί το νεκροταφείο και της Παναγίας της Κεροπούλας αφιερωμένης στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου.

Στο Πανωχώρι βρίσκεται η παλιά εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου, με αγιογραφίες και πέτρινο σκαλιστό τέμπλο. Η εκκλησία έχει καταστραφεί από το πέρασμα του χρόνου. Σημαντικές φθορές έπαθε επί Γερμανικής Κατοχής, όταν οι Γερμανοί πήραν πέτρες από την εκκλησία για να κτίσουν το ηρώο τους. Σύμφωνα με τα λεγόμενα των κατοίκων ο ναός θα είχε τελείως καταστραφεί αν εκείνο το θράδυ δεν πέθαιναν τρεις από εκείνους που έπαιρναν τις πέτρες της εκκλησίας του Αγίου.

Στο Πανωχώρι βρίσκονται επίσης η εκκλησία των Αρχαγγέλων, του Αγίου Φανουρίου και ο καθεδρικός ναός που είναι αφιερωμένος στην Κοίμηση της Θεοτόκου.

Στο νεκροταφείο του χωριού υπάρχει και η εκκλησία του Σωτήρα και μερικά ερειπωμένα κελιά. Επίσης υπάρχουν οι εκκλησίες Άγιος Δημήτριος που είναι ιδιωτικός ναός της οικογένειας των Δανδόλων, η Αγία Κυριακή και ο Ναός των Αρχαγγέλων, που αποκαλείται τ” Αστράτηγου.

Στο χωριό διατηρούνται πολλά έθιμα που έχουν στενή σχέση με τις αρχαίες παραδόσεις μας όπως το μαντήλι της νύφης, το μελοκάρυδο για τους νεόνυμφους, το ξύλο του γαμπρού με τον άρδακτο, η φύλαξη των κεριών του επιταφίου για φυλακτά και θυμίαμα κ.ά.

Ανέκαθεν το χωριό έβγαζε καλούς λυράρηδες. Λέγεται ότι παλαιότερα ο λυράρης για να μάθει καλά λύρα πήγαινε έξω από το χωριό εκεί που δεν ακούγονταν η καμπάνα, χάραζε κύκλο και έμπαινε μέσα. Τότε εκεί έρχονταν τα νεραϊδικά, εκείνος τους έδινε τη λύρα και φρόντιζε να μη βγει κανένα σημείο του σώματος του από τον κύκλο για να μη τον αρπάξουν οι νεράιδες που με τον τρόπο αυτό του δίδασκαν τη λύρα.

*Στοιχεία από 15ετή έρευνα 1980-1995.

Οι «πολύχρωμες» Μαργαρίτες, το χωριό των κεραμοποιών στον Ψηλορείτη Φωτογραφία : https://www.newsbeast.gr