Μενού Κλείσιμο

Λυκόσουρα Αρκαδίας

Η Λυκόσουρα είναι μικρό ορεινό χωριό που υπάγεται διοικητικά στον Δήμο Μεγαλόπολης. Είναι χτισμένο σε όμορφη και κατάφυτη τοποθεσία στον ορεινό όγκο του Λυκαίου όρους, σε υψόμετρο 540 μέτρων. Οι λίγοι κάτοικοί του ασχολούνται με τη γεωργία και την κτηνοτροφία.

Η παλιότερη ονομασία του χωριού ήταν Αστάλα ή Στάλα. Οι Σλάβοι ποιμένες χρησιμοποιούσαν την περιοχή ως σταθμό κατά τους καλοκαιρινούς μήνες για να σταλίζουν τα ποίμνιά τους και έτσι από το στάλισμα των ζώων προέκυψε το όνομά του. Ο οικισμός εμφανίζεται στις απογραφές των Βενετών του 1700 από το αρχείο Grimani, όπου καταγράφονται 19 οικογένειες και συνολικά 71 άτομα.

Στην είσοδο του χωριού, σε ένα ειδυλλιακό τοπίο από πλατάνια βρίσκεται η εκκλησία Αγία Μαρίνα, οι πηγές με το παλιό νεροτριβείο που έπλεναν οι γυναίκες του χωριού κάποτε τα ρούχα και το κεφαλάρι του χωριού που κινούσε τον παλιό νερόμυλο. Στην πλατεία του χωριού υπάρχει το δημοτικό σχολείο, τα παλιά καταστήματα και  η Κοίμηση της Θεοτόκου που στην κεντρική θύρα της στο επάνω μέρος έχει εντοιχισθεί ένα ανθέμιο από τον ναό της Δέσποινας της αρχαίας Λυκόσουρας.

Ο αρχαιολογικός χώρος της αρχαίας πόλης της Λυκόσουρας βρίσκεται σε κοντινή απόσταση από το σημερινό χωριό. Ήταν η ιερή πόλη των Αρκάδων και θεωρείται από τις αρχαιότερες πόλεις στον κόσμο (10.000 – 8.000 π.Χ.). Ιδρύθηκε από το μυθικό βασιλιά Λυκάωνα, γιο του Πελασγού. Την πόλη επισκέφτηκε ο Παυσανίας, ο οποίος έγραψε ότι είναι πόλη υπόδειγμα για τη δημιουργία άλλων πόλεων, η πρώτη πόλη που είδε ο ήλιος. Άλλωστε βρίσκεται στο όρος Λύκαιο, που σημαίνει φωτεινό, και δεσπόζει στον Πελοποννησιακό χώρο προσφέροντας μοναδική θέα.

Η θέση της πόλης ήταν πραγματικά προνομιακή, παρέχοντας στους κατοίκους της ένα πολύ καλό κλίμα και προστασία από τον βοριά. Ήταν κοντά στον κάμπο που προσφερόταν να θρέψει τους κατοίκους της, σε σημείο όπου μπορούσε να οργανωθεί άριστη άμυνα λόγω του ανάγλυφου του εδάφους της περιοχής και με θέα προς το λεκανοπέδιο της Μεγαλόπολης, απ’ όπου θα έρχονταν τυχόν εχθρός. Μέχρι σήμερα έχουν έρθει στο φως ελάχιστα λείψανα του τείχους της ακρόπολης του 4ου-5ου αιώνα π.Χ., το ιερό της Δέσποινας, λείψανα λουτρών και πολλών κτιρίων. Οι πρώτες ανασκαφές έγιναν τον 19ο αιώνα και από τότε έχουν σταματήσει. Να σημειωθεί ότι η Δέσποινα ήταν από τις αρχέγονες χθόνιες θεότητες, προς τιμήν της οποίας γίνονταν μυστηριακές λατρευτικές τελετές.  Πιθανολογείται ότι  η θεά που προσφωνούσαν ως Δέσποινα θα πρέπει να ήταν η Περσεφόνη, κόρη του Ποσειδώνα και της Δήμητρας. Η θεά ήταν άρρηκτα δεμένη με την Αρκαδική λατρεία και κατείχε ξεχωριστή θέση μεταξύ των Αρκάδων θεών. Για το λόγο αυτό υπήρχε συνέχεια από τη μια εποχή στην άλλη, γεγονός που διαφαίνεται ανάγλυφα τόσο στα διάφορα ευρήματα που αντιπροσωπεύουν διαφορετικές εποχές, όσο και στο τεραστίου μεγέθους σύμπλεγμα του Δαμοφώντα, όπου συνδέεται η σύγχρονη τέχνη του με την αρκαδική παράδοση.