Μενού Κλείσιμο

Λαμπινή Αγ.Βασιλείου Ρεθύμνης

Χωριό και κοινότητα της επαρχίας Αγίου Βασιλείου. Βρίσκεται κτισμένο σε υψόμ. 450 μ. περίπου, στις πλαγιές της Λόφιας, σε απόσταση 27 χμ. από το Ρέθυμνο και έχει220 κατοίκους. Στο χωριό της Λαμπινής ανήκει και ο οικισμός της Λόφιας ή Λοφιάς.

Σχετικά με το όνομα της Λαμπινής, μέχρι τα τελευταία χρόνια υπήρχαν διάφορες απόψεις. Μερικοί συγγραφείς τοποθετούν εδώ την αρχαία πόλη της Κρήτης Λάμπη, η οποία κτίστηκε από τον Αγαμέμνονα και καταστράφηκε από το Ρωμαίο Μέτελλο. Υπάρχει όμως και η άποψη που ταυτίζει τη Λάμπη με την αρχαία Λάππα, το σημερινό χωριό Αργυρού πόλη. Την πρώτη βυζαντινή περίοδο είχε εδώ την έδρα της μια από τις αρχαιότερες επισκοπές της Κρήτης που εξακολουθεί να διατηρεί τον τίτλο και σήμερα με έδρα το Σπήλι. Λάμπης και Σφακίων.

Στο χωριό υπάρχει βυζαντινός ναός του ΙΑ’ ή ΙΒ’ αιώνα. Ο ναός αναστηλώθηκε μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, με τη μέριμνα του κράτους. Μετά τις εργασίες φάνηκε και διακρίνεται πολύ καθαρά, ότι η τοιχογραφία που είναι ζωγραφισμένη στην κόγχη του Αγίου Βήματος φέρει την επιγραφή: Παναγία η Λαμπινή. Αν αυτή η προσωνυμία σημαίνει Λαμπερή, τότε η Λαμπινή πήρε το όνομα της από την ομώνυμη εκκλησία. Ίσως όμως και να δηλώνει την Παναγία, που τιμάται στη Λάμπη. Επειδή όμως αυτή την εποχή δεν υπάρχει η Λάμπη, καταλήγουμε στην υπόθεση πως κατά την Αραβοκρατία είχε διατηρηθεί στην περιοχή ναός αφιερωμένος στην Παναγία, του οποίου την παράδοση συνεχίζουν ο Βυζαντινός ναός που αναφέρεται πιο πάνω, καθώς και δυο μεταγενέστεροι ναοί της περιοχής, αφιερωμένοι στην «Παναγία τη Λαμπινή».

Το χωριό πιθανόν να ιδρύθηκε τον ΙΑ’ αιώνα. Οι κάτοικοι του είναι Κρήτες. Παλιότερες οικογένειες είναι οι: Περάκηδες, Φουράκηδες, Σηφάκηδες, Μουζουράκηδες, Γλαμπεδάκηδες, Περδικάκηδες. Κύρια ασχολία των κατοίκων της Λαμπινής είναι η γεωργία – παράγουν λάδι και άφθονα λαχανικά – και η κτηνοτροφία. Όταν η Επισκοπή της Λάμπης ιδρύθηκε ξανά στα χρόνια της Τουρκοκρατίας η έδρα της τοποθετήθηκε στο χωριό. Εγκαταστάθηκαν όμως εδώ και πολλές τούρκικες οικογένειες οι οποίες πήραν τα καλύτερα σπίτια και τα ευφορότερα κτήματα. Οι Ενετοί παραχώρησαν τη θέση τους στα καινούργια αφεντικά. Εκτός από μερικούς που προτίμησαν να τουρκέψουν προκειμένου να διατηρήσουν τα προνόμια τους.

Ένας απ’ αυτούς ήταν και ο φεουδάρχης Αλμπάνης. Οι απόγονοι του καταπιέζοντας τους Λαμπιθιανούς μεγάλωσαν την επικράτεια και τη δύναμη τους. Πέρασαν έτσι περίπου δυο αιώνες και ήρθε ο καιρός να ξεσηκωθούν οι δούλοι ενάντια στα αφεντικά τους. Ο απόγονος εκείνου του πρώτου τσιφλικά αναγκάστηκε να παρατήσει τα κτήματα του και να καταφύγει στο Ρέθυμνο.

Με την επέμβαση του Σουλτάνου της Αιγύπτου, η επανάσταση βρέθηκε σε δύσκολη θέση. Οι Λαμπιθιανοί περιμένοντας την επίθεση των Τούρκων, τοποθέτησαν φρουρούς σε βίγλες ( σημεία που μπορούσαν να ελέγξουν τους δρόμους που οδηγούσαν στο χωριό).

Ήταν 20 Ιανουαρίου του 1827, ημέρα Κυριακή, όταν ο μπέης Αλμπάνης ξεκίνησε με το στρατό του για το παλιό του τσιφλίκι. Διάλεξε την ημέρα και την ώρα για να κάνει την επίθεση του – γνώριζε καλά τις συνήθειες των Χριστιανών – έτσι ώστε να πετύχει όλους τους κατοίκους μέσα στην εκκλησία του χωριού.

Ο φύλακας της θίγλας που έλεγχε το δρόμο Ρεθύμνου – Λαμπινής εγκατέλειψε τη θέση του νωρίτερα απ’ ότι έπρεπε, υπολογίζοντας πως είχε περάσει η ώρα του κινδύνου της επίθεσης. Εξάλλου έκανε πολύ άσχημο καιρό, και ακόμα τυχαία είχε πιάσει ένα λαγό που βιαζόταν να τον ετοιμάσει, για το κυριακάτικο γεύμα. Σύμφωνα με τη παράδοση το όνομα του φύλακα που εγκατέλειψε τη σκοπιά του ήταν Φυρογιάννης.

Από το αφύλακτο σημείο, πέρασε ο στρατός του Αλμπάνη που είχε ενισχυθεί και με τούρκικες δυνάμεις. Μόλις μπήκαν στο χωριό έτρεξαν αμέσως στην εκκλησία και προσπάθησαν να μπουν μέσα, χωρίς όμως επιτυχία. Έτσι βάλανε φωτιά και περίμεναν λίγο πιο κάτω. Επειδή η φωτιά δεν μπορούσε να κάψει τους πέτρινους τοίχους της εκκλησίας, άρχισαν να πετάνε από τους φεγγίτες του τρούλου υφαντά, βουτηγμένα στο λάδι και αναμμένα

Όταν πια δεν μπορούσαν να σβήσουν τη φωτιά και η εκκλησία είχε γεμίσει καπνό, με αποτέλεσμα άλλοι να λιποθυμούν και άλλοι να πεθαίνουν από ασφυξία, ακούστηκε η φωνή του Αλμπάνη: «Χωριανοί παραδοθείτε. Εγώ είμαι ο Αλμπάνης, ο χωριανός σας και δεν αφήνω να χαλαστεί κανένας». Ο παπα – Παναγιώτης μαζί με άλλους του απάντησε: «Οι καλλιά να ποθάνομεν ούλοι παέ!··. Τελικά ο Περδικογιάννης, που ήταν φίλος του Αλμπάνη, και μερικοί άλλοι που τον πίστεψαν, συγκέντρωσαν τα όπλα και τα πέταξαν έξω από την εκκλησία.

Αυτή τη στιγμή περίμεναν οι Τούρκοι για να δείξουν όλη τους την αγριότητα. Μπήκαν στην εκκλησία, έσφαξαν όλους τους άντρες, εκτός από το γέροντα παπά, έκαναν τους βανδαλισμούς τους κι αφού λεηλάτησαν το χωριό, πήραν τις χήρες και τα ορφανά για να τους πουλήσουν στο Ρέθυμνο. Τον παπά ντυμένο ακόμα με τα ιερά του άμφια, τον έφεραν στην Πόλη και τον παρέδωσαν σε αλήτες για να τον βασανίσουν και να τον ταπεινώσουν. Από τον εξευτελισμό και το μαρτύριο τον έσωσε ένας Τούρκος Χότζας. Παρά τα γιατροσόφια του όμως δεν κατάφερε να του σώσει τη ζωή. Πέθανε την επόμενη μέρα το πρωί. Από τους υπόλοιπους γλύτωσε τη σκλαβιά μόνο μια γυναίκα με το παιδί της, η Μουζούραινα (Μηλιά Μουζουράκη). Αυτή σώθηκε από μια μαύρη χριστιανή ενός πλούσιου Τούρκου του Ρεθύμνου, την ώρα που περνούσε έξω από το σπίτι του στη συνοικία Αρβανιτιά.

Από εκείνους που πουλήθηκαν μόνο μια γυναίκα επέστρεψε στο χωριό, η Θοδωρά-καινα, χήρα του Θεοδωράκη που είχε μαρτυρήσει στην εκκλησία. Αργότερα παντρεύτηκε έναν Σφακιανό, που επειδή ερχόταν από τις ρίζες των Μαδάρων- τα «πάνω μέρη» δηλαδή του έμεινε το επίθετο Απανωμεριτάκης, που σώζεται μέχρι σήμερα.

Στη πρόσοψη της Παναγίας της Λαμπινής έχει τοποθετηθεί μαρμάρινη πλάκα που επιγραμματικά εξιστορεί τη σφαγή των κατοίκων. Για τους Λαμπιθιανούς η 20η Ιανουαρίου είναι ιερή μέρα. Συγκεντρώνονται κάθε χρόνο εδώ για να τιμήσουν και να κάνουν μνημόσυνο στους μάρτυρες προγόνους τους.

Η προσφορά των Λαμπιθιανών στην υπόθεση της ελευθερίας συνεχίστηκε σ’ όλες τις επαναστάσεις που ακολούθησαν όπως και μετά την κατάληψη της Κρήτης από τους Γερμανούς. Όλοι, άνδρες, γυναίκες και παιδιά φρόντισαν μέσα από χίλιους κινδύνους να προσφέρουν καταφύγιο στους στρατιώτες των συμμάχων και να τους φυγαδεύσουν από το μικρό κόλπο Λίμνη. Οι Γερμανοί σε αντίποινα εκτέλεσαν, στο χωριό Μεσηλά, μια ομάδα των κατοίκων που συνέλαβαν μετά από έρευνα το χωριό.

Αν τώρα γυρίσουμε πολύ πίσω, στην πιο μακρινή αρχαιότητα, θα δούμε ότι το χωριό άκμασε τη νεολιθική εποχή όπως μαρτυρούν οι τάφοι εκείνης της εποχής, με πήλινα λυχνάρια και διάφορα άλλα κτερίσματα,που βρέθηκαν στην τοποθεσία Λοφιά στη θέση Φυρογιάννη Χαράκους. Υπάρχουν ακόμα μέσα στο χωριό ερείπια παλιού ενετικού οικοδομήματος.

Στο χωριό της Λαμπινής, εκτός της εκκλησίας της Κοίμησης της Θεοτόκου – του ΙΑ’ ή ΙΒ’ αιώνα, στην οποία κάηκαν ζωντανοί το 1827, οι Λιμπιαθιανοί- υπάρχουν και οι εκκλησίες της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα, τις Αγίας Μεγαλομάρτυρας Κυριακής, του Αγίου Μεγαλομάρτυρα Γεωργίου, του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου. Επίσης γύρω από το χωριό της Λαμπινής υπάρχουν τέσσερα ξωκλήσια που σχηματίζουν σταυρό, με κέντρο την εκκλησία της Κοίμησης της Θεοτόκου.

Στο ναό της Παναγίας υπάρχουν κάτω από τις πλάκες του δαπέδου πολλοί τάφοι ανώτερων κληρικών της Εκκλησίας και όπως λέγεται και Αγίων. Τάφοι ανακαλύφθηκαν ακόμα και στον περίβολο του ναού.

Στην τοποθεσία Πλακωτό, που τη διασχίζει ένας ξεροπόταμος, στην πλευρά ενός βράχου, σώζονται πατημασιές αλόγου και σκυλιού. Όπως αναφέρει η παράδοση, ένας σαραντάπηχος (άνθρωπος τεραστίων διαστάσεων), θέλησε να περάσει από τη μια όχθη του ποταμού, που είχε τότε άφθονο νερό, στην άλλη. Πήδησε λοιπόν με πολύ φόρα αφήνοντας για πάντα τ’ αποτυπώματα τ’ αλόγου και του σκύλου του στο βράχο.

Σύμφωνα με λαϊκές διηγήσεις, στη θέση Περιβόλια, την περίοδο της Τουρκοκρατίας ο παπάς Μανόλης Καραθελλάκης, βρήκε στο χωράφι του, καθώς έσκαβε, θαμμένη μια καμπάνα, η οποία σήμερα βρίσκεται στην εκκλησία της Αγίας Τριάδας.

Στη βόρεια άκρη του χωριού βρίσκεται ο μεγαλόπρεπος ναός της Αγίας Τριάδας που κτίστηκε το 1883-1885. Είναι δ (κλίτος (το άλλο κλίτος είναι αφιερωμένο στους Αγίους Πάντες).

Άλλη εκκλησία είναι η δίκλιτη Μεταμόρφωση του Χριστού – Κοίμηση της Θεοτόκου. Υπάρχουν ακόμα ο Άγιος Χαράλαμπος, ο Άγιος Γεώργιος, η πιο παλιά βυζαντινή εκκλησία του χωριού με τοιχογραφίες καταστραμμένες.

Στη θέση Σφακιά βρίσκεται το ξωκλήσι του Αγίου Νικολάου, ενετικής περιόδου. Σώζεται επίσης και ένα δίπατο κελί. Η νότια πόρτα μάλιστα του ξωκλησιού επικοινωνεί με το κελί αυτό, στο οποίο κατέφευγαν οι Χριστιανοί όταν ξεσπούσε κακοκαιρία. Σύμφωνα με ντόπιες μαρτυρίες, στο δεξιό τοίχο της εκκλησίας υπήρχε ο χάσκας, δηλ. ένα χέρι ξύλινο, καρφωμένο στον τοίχο με κλειστή την παλάμη του και επάνω του ένα ξύλινο ομοίωμα ανθρώπινου προσώπου με ανοιχτό το στόμα του. Κάποτε, όπως λέγεται, τιμωρήθηκε ένας βλάσφημος στον ιερό χώρο και σε ανάμνηση της τιμωρίας κατασκευάστηκε το ομοίωμα αυτό.

Νοτιοδυτικά του χωριού θα συναντήσουμε τον Άγιο Νικήτα. Άλλες εκκλησίες είναι ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος στη θέση Περβόλια, ο Τίμιος Σταυρός, το Άγιον Πνεύμα, ο Άγιος Νικόλαος, ο Άγιος Παντελεήμονας και η Γέννηση της Θεοτόκου. Η τελευταία ήταν παλιά Μονή με πολλά κελιά των οποίων ερείπια σώζονται μέχρι σήμερα. Σε κάποιο από τα κελιά αυτά κατέφυγαν οι κάτοικοι, όταν βομβαρδιζόταν η περιοχή το 1940. Τότε η θεία λειτουργία γινόταν στην εκκλησία αυτή. Τον Μάη του ίδιου χρόνου έγινε απόβαση Ιταλών στη Σητεία, οι οποίοι πέρασαν πρώτα από το χωριό κι έπειτα από την εκκλησία της Παναγίας. Ευτυχώς οι κάτοικοι είχαν εγκαταλείψει το χωριό και είχαν κατευθυνθεί, σύμφωνα με υπόδειξη – όπως πιστεύουν – της Παναγίας, ψηλά στα βουνά.

Πάνω στην κεντρική κορυφή του βουνού Καψάς, δυτικά του χωριού βρίσκεται η εκκλησία του Τιμίου Προδρόμου. Κατά την ανέγερση της αναφέρονται τα παρακάτω γεγονότα: «όταν άνοιγαν τα θεμέλια, παρουσιάστηκε πέτρινος σταυρός εκεί ακριβώς που στήθηκε η Αγία Τράπεζα». Ακόμα; «όταν έριχναν το μπετόν της οροφής, το βράδυ ξαφνικά έπεσε από το μέρος που κρεμόταν, για να φωτίζει τους εκεί εργάτες. Το αμίαντο, έκανε επάνω οτο βραχώδες έδαφος τρεις τούμπες και, σαν από θαύμα, στάθηκε αναμμένο πάνω στο ίδιο μέρος της Αγίας Τράπεζας». (Μαρτυρίες του Πρωτοπρεσβύτερου Εμμ. Ν. Μοσχολιδάκη).

Υπάρχει επίσης και το ξωκλήσι της Αγίας Μαρίνας, ανατολικά του χωριού.

Μέσα σ’ ένα τοπίο που λέγεται Συγκομάλια βρίσκεται η εκκλησία της Παναγίας της Μυρτιδιώτισσας η οποία, όπως πιστεύουν οι κάτοικοι, χρονολογείται πριν την Τουρκοκρατία. Κατά την παράδοση, εκεί κοντά

ζούσε μια μοναχή, γριά τότε (την περίοδο της Τουρκοκρατίας), που έγνεθε τη ρόκα της. Καθώς έγνεθε άκουσε τη ρόκα να λέει: «Τούρκοι, Τούρκοι…». Αυτό έγινε αιτία να σωθούν όλοι οι κάτοικοι της περιοχής ενώ η άτυχη γριά σφάχτηκε από τους Τούρκους.

Παλιότερες οικογένειες θεωρούνται οι Ρουσελάκηδες, οι Σακαδάκηδες, οι Φιορά-κηδες, οι Δανδουλάκηδες, οι Φραγγούληδες, οι Καραβελάκηδες, οι Γαλετάκηδες, οι Μοσχολιδάκη δες κ.ά.

*Στοιχεία από 15ετή έρευνα 1980-1995.