Μενού Κλείσιμο

Κουνουπίτσα, Χανιά

Ο οικισμός ανήκει στο δήμο Καστελίου, βρίσκεται 2χιλ. νότια από την κωμόπολη και είναι χωρισμένος σε Πάνω Κουνουπίτσα και Κάτω Κουνουπίτσα. Είναι κτισμένος πάνω σ’ ένα λόφο ο οποίος δεσπόζει του κόλπου της Κισάμου. Πάνω στο λόφο οι Τούρκοι είχαν παρατηρητήριο γιατί πραγματικά πρόκειται για ιδιαίτερα στρατηγική τοποθεσία. Στην απογραφή του 1961 οι κάτοικοι ήταν 57. Ο οικισμός παράγει άφθονο λάδι και κρασί.

Το όνομα του οικισμού όπως λένε οι ντόπιοι δόθηκε από το ναύαρχο Τομπάζη ο οποίος είχε τοποθετήσει τα κανόνια του πάνω στο λόφο για να ελέγχει από εκεί τον κόλπο της Κισάμου. Όταν ο Τομπάζης ρώτησε πώς λένε τον οικισμό του απάντησαν «δεν ξέρομε». Τότε εκείνος είπε «Ας τον ονομάσουμε Κουνουπίτσα» δηλ. έδωσε το όνομα του χωριού του στην Ύδρα.

Προφανώς και τα δυο τοπωνύμια προέρχονται από την αλβανική ονομασία του φυτού vitexagnuscastus «Κουνουηίτσα».

Ίχνη της ρωμαϊκής κατάκτησης βρίσκονται ακόμη και σήμερα. Κατά την καλλιέργεια αγρών έχουν βρεθεί νομίσματα ρωμαϊκά της εποχής του αυτοκράτορα Γορδιανού, τα γνωστά στους αρχαιολόγους σαν «Γορδιανοί», τα οποία φέρουν την κεφαλή του αυτοκράτορα. Από την ελληνιστική εποχή πιθανολογείται ότι προέρχονται οι τάφοι που έχουν βρεθεί λίγο έξω από το χωριό στην τοποθεσία «ελληνικό σπηλιάρι» και οι οποίοι στη Γερμανική Κατοχή χρησίμευσαν σαν καταφύγια για τους κατοίκους. Ακριβώς πότε κτίστηκε ο οικισμός είναι άγνωστο, πιθανόν να ήταν μετόχι κάποιου Τούρκου προύχοντα, όπως μαρτυρούν τα άφθονα τουρκικής προέλευσης τοπωνύμια. Το χωριό συνδεόταν με δρόμο με την Πολυρρήνια και από εκεί κατέβαιναν μέχρι τα τελευταία χρόνια οι κάτοικοί της στο Καστέλι. Τώρα έχει γίνει νέα οδική σύνδεση με το Καστέλι και ο παλιός δρόμος έχει αχρηστευτεί.

Σήμερα στην Κάτω Κουνουπίτσα κατοικούν οι οικογένειες των Ανδρουλάκηδων, οι Χαριτάκηδες, οι Καρτσωνάκηδες, οι Τουλουπάκηδες, οι Χριστοφοράκηδες, από την Γραμπούσα, οι Κουνελάκηδες και οι Βλαχάκηδες. Στην Πάνω Κουνουπίτσα κατοικούν οι Γιακουμάκηδες οι οποίοι κατάγονται από τα Τσισκιανά Σελίνου και λεγόταν Τσισκάκηδες, απόγονοι του Τσισκάκη Φραγκιά ή Καπετάν Φραγκιά που γεννήθηκε το 1792.

Το 1821 ο καπετάν Φραγκιάς με δικές του δυνάμεις Κρητικών έλαβε μέρος στην υπεράσπιση της Σάμου όπου και τραυματίστηκε. Με σώμα Κρητικών έλαβε μέρος στις επιχειρήσεις εναντίον του Δράμαλη το 1822, και σ’ αυτές τις επιχειρήσεις τραυματίστηκε για δεύτερη φορά στο χέρι, Κατά το τέλος του 1822 κατέβηκε στην Κρήτη όπου έγινε καπετάνιος στην περιοχή του μέχρι το 1824, όταν οι αιγυπτιακές ορδές κατάκλυσαν την Κρήτη, έφυγε για την Κάσο επί κεφαλής ισχυρού σώματος Κρητικών και έλαβε μέρος στην άμυνα του νησιού. Μετά την καταστροφή της Κάσου πήγε στα Ψαρά κι από’ κει στην Πελοπόννησο όπου έλαβε μέρος στις μάχες κατά του Ιμπραήμ Πασά. Το 1825 κατέβηκε εκ νέου στην Κρήτη όπου έμεινε μέχρι την επανάσταση του 1830. Τότε έφυγε στην Πάρο κι από’ κει στο Ναύπλιο όπου πέθανε το 1855 πολύ φτωχός.

Ένας από τους γιούς του με το όνομα Ιάκωβος Τσισκάκης καταδιωγμένος από τους Τούρκους του Σελίνου παντρεύτηκε στην Πολυρρήνια και από το μικρό του όνομα Ιάκωβος – Γιακουμής προήλθε η σημερινή οικογένεια.

Άλλες οικογένειες είναι οι Κουμπράκηδες, οι Γοναλάκηδες, από τη Μελισσιά, οι Ζαμπρακάκηδες, οι Κουνελάκηδες και οι Τζανακάδηδες.

Σήμερα ο οικισμός έχει σχεδόν εγκαταλειφθεί γιατί οι περισσότεροι νέοι έχουν φύγει.

Εντύπωση προξενεί ο οικισμός από άποψη αρχιτεκτονικής. Όλα τα σπίτια επικοινωνούν μεταξύ τους και είναι συγκεντρωμένα και κτισμένα πάνω σ’ ένα βράχο. Οι κάτοικοι λένε ότι αυτό διευκόλυνε στη διαφυγή των καταδιωγμένων από τους Τούρκους και των κοριτσιών για v’ αποφύγουν την ατίμωση.

Κατά τη Γερμανική Κατοχή οι κάτοικοι του οικισμού πρόσφεραν τις δυνάμεις τους στον κοινό αγώνα κρύβοντας Έλληνες αξιωματικούς για να τους φυγαδεύσουν στη Μέση Ανατολή. Στο βιβλίο του συνταγματάρχη Αλέξανδρου Γρ. Ρέντη, «Ο δρόμος προς τον Γολγοθά» αναφέρονται πολλά τέτοια περιστατικά. Ο ίδιος ο συνταγματάρχης κρύφτηκε στην Κάτω Κουνουπίτσα για πολύ διάστημα, και τον ένωσε στενή φιλία με τον Νικόλαο Ε. Γιακουμάκη, που σήμερα είναι ο γεροντότερος του οικισμού, ηλικίας (84) χρόνων.

Παραθέτομε απόσπασμα από το βιβλίο του συνταγματάρχη Αλ. Ρέντη δείγμα της φιλίας του που συνεχίστηκε στενή και μετά τη Γερμανική Κατοχή με τον Κουνουπιτσιανό Νικόλαο Σ. Γιακουμάκη.

«Αλλά το κορύφωμα του αλτρουϊσμού και αλληλεγγύης, εξεδηλώθη στο πρόσωπο ενός πτωχού αγροφύλακος, της απάνω Κουνουπίτσας, και είμαι υποχρεωμένος να το αναφέρω διά να επαναπαύσω και την συνείδησίν μου.

Μεταξύ των συλληφθέντων υπό των Γερμανών, ήτο και ο Νικόλαος Γιακουμάκης, τον οποίον θα εξετέλουν οι Γερμανοί μαζί με τους Βλαχάκην, Βερυθάκην, κ.λ.π., εάν δεν ετιενέθαινεν ο γενικός Διοικητής Κρήτης τον οποίον είχαν διορίσει οι Γερμανοί, και ο οποίος εζήτησε ως χάριν να του χαρίσουν τον Γιακουμάκη. Το τι υπέστη ο άνθρωπος αυτός όπως μου διηγείτο αργότερα, μπορεί ν’ αποτελέσουν ιδιαίτερον βιβλίον.

Αφεθείς ελεύθερος ήλθε στο χωριό, γενόμενος δεκτός με εκδηλώσεις χαράς γιατί ηγαπάτο παρά πάντων.

Μίαν ημέραν καθήμενος με την Βάσω κάτω από την κληματαριά, εδέχθημεν την επίσκεψιν ενός λεβέντη ηλικίας 35 περίπου ετών, τελείως αγνώστου, ο οποίος αποτεινόμενος σε με, μου λέγει «κ.Συνταγματάρχα ονομάζομαι Γιακουμάκης Νικόλαος, και ήθελα να σας γνωρίσω, και να σας μιλήσω ιδιαιτέρως. Παρά την ειλικρινή φυσιογνωμίαν του, εδίστασα προς στιγμήν και του υπέδειξα κάθισμα να καθίσει και να μου ειπή τι θέλει. – Όχι Κ. Συν/χα θα σου ειπώ πρώτα και έπειτα θα καθίσω. Επήγαμε στον παρακείμενο φούρνο και αμέσως, με μιαν χαρακτηριστικήν χειρονομίαν βγάζει δυο χιλιάρικα, και μου λέγει… κ. Συν/χα όλη η περιουσία μου είναι αυτά τα δυο χιλιάρικα, θα πάρεις συ το ένα, και το άλλο τα παιδιά μου. Εις διαμαρτυρίαν μου ότι επί του παρόντος τουλάχιστον δεν έχω ανάγκη χρημάτων, μου απάντησε, και με την ιδιάζουσαν προφοράν του, ότι όσα χρήματα και αν έχεις Συν/χα μου το χιλιάρικο του Γιακουμάκη θα σου χρησιμεύση και θα σου φέρει γούρι… Πώς ήτο δυνατόν ν’ αρνηθώ; Εδέχθην ευχαριστών και εκαθίσαμε τώρα πλέον ήσυχος κοντά στη Βάσω. Ο Γιακουμάκης δεν παύει να μας ενισχύει, και να μας βεβαιοί ότι δέν έχουμε τίποτα να σκεφθούμε, εφ’ όσον βρισκόμεθα στην Κουνουπίτσα…

Το αποτέλεσμα της πρώτης αυτής γνωριμίας, ήτο ότι ο λεβέντης Γιακουμάκης κατέστη η σκιά μου. Με την αποτυχίαν και της δευτέρας αποπείρας, δεν βλέπουμε πουθενά την λύσιν, είμεθα καταδικασμένοι να μείνουμε αιχμάλωτοι των Γερμανών. Δεν είναι δυνατόν ν’ αντιδράσουμε, ως μη διαθέτοντες ουδέν άλλο μέσον, παρά μόνον την συμπαράστασιν των καλών αυτών ανθρώπων. Ο Γιακουμάκης. ο οποίος εμυήθη εις την απόφασίν μου, φροντίζει, τρέχει, ερευνά. Είναι Αύγουστος, δυο μηνών αγωνία – απογοήτευσις – ελπίδες. Τώρα πλέον είναι πολλοί, οι μεμυημένοι, και μεταξύ αυτών ο Σχετάκης. Μίαν ημέραν με καλεί και μου λέγει, ότι στα 9 χωριά, είναι ένας ανθυπολοχαγός Μπιπλής, ο οποίος κινείται προς την αυτήν κατεύθυνσιν και μ’ «αυτόν έπρεπε να συνεννοηθώ: Αμ’ έπος – αμ’ έργον, αυθημερόν πηγαίνω στα 9 χωρία, και γνωρίζω τον ανθ/γόν. Έχει υπ’όψιν του ορισμένον πλοίαρχον με τον οποίον συνεννοείται, αλλ’ ουδέν θετικόν, υπόσχεται ότι θα με ειδοποιήσει, ως θα είχε θετικήν είδησιν, και αυθημερόν επιστρέφω στην Κουνουπίτσα».

Η Κάτω Κουνουπίτσα έχει την εκκλησία των Αγίων Θεοδώρων. Εδώ γίνεται πανηγύρι στις 8 Φεβρουαρίου. Η Πάνω Κουνουπίτσα έχει την εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου και εορτάζει στις 26 Σεπτεμβρίου. ΟΙ κάτοικοι του οικισμού διακρίνονται για την αφιλόκερδη φιλοξενία που προσφέρουν απλόχερα και για την αγάπη τους στα γράμματα.

*Στοιχεία από 15ετή έρευνα, 1980-1995.