Μενού Κλείσιμο

Κολυμπάρι, Χανίων

Το Κολυμπάρι είναι χωριό και κοινότητα της επαρχίας Κισάμου. Βρίσκεται 23χμ. δυτικά των Χανίων και σε υψόμετρο 20μ. Το Κολυμπάρι είναι ένα γραφικό παραθαλάσσιο χωριό με μεγάλη τουριστική κίνηση. Διαθέτει σύγχρονα ξενοδοχεία και πολλά νοικιασμένα δωμάτια. Ένα μέρος μάλιστα των εσόδων των κατοίκων της κοινότητας, καλύπτει η αυξημένη τουριστική κίνηση.

Στο Κολυμπάρι κατοικούν σήμερα 624 περίπου άτομα, που ασχολούνται κυρίως με τη γεωργία. Τα σπουδαιότερα προϊόντα της περιοχής είναι το λάδι, το κρασί, τα καρπούζια, τα πεπόνια, τα εσπεριδοειδή, τα ψάρια, οι πατάτες, οι κτηνοτροφικές τροφές, όπως σανό και τριφύλλι και διάφορα κηπευτικά, κτηνοτροφικά και γαλακτοκομικά προϊόντα.

Στην κοινότητα Κολυμπαρίου υπάγονται και οι συνοικισμοί Σκουτελώνας, Μινωθιανά, Κλαδουριανά, Γριμπιλιανά κα ιη Ιερά Μονή Γωνιάς.Τα Γριμπιλιανά είναι ένας πολύ παλιός συνοικισμός, που σήμερα έχει σχεδόν ενωθεί με το Κολυμπάρι και αποτελεί μια γραφική συνοικία του.

Ο συνοικισμός Γριμπιλιανά είναι ένας συνοικισμός που υπήρχε από πολύ παλιά. Οι βοσκοί που έμεναν εδώ κατέβαιναν μαζί με τα πρόβατά τους προς τη θάλασσα, τα έλουζαν και κολυμπούσαν και οι ίδιοι στα δροσερά νερά της. Έτσι όλη η περιοχή και προτού ακόμα κτιστεί το χωριό ονομάστηκε κολυμπάρι από το κολύμπι των βοσκών. Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς άρχισε να δημιουργείται το χωριό. Πάντως γνωρίζουμε ότι εδώ, στο σημείο αυτό του κόλπου Χανίων, υπήρχε ένα μικρό αγκυροβόλιο όπου αγκυροβολούσαν μικρά πλοία που έκαναν το εισαγωγικό και εξαγωγικό εμπόριο της περιοχής.

Στα 1645 όταν οι Τούρκοι ξεκίνησαν να υποδουλώσουν την Κρήτη αποβίβασαν τα στρατεύματά τους σ’ αυτό εδώ το σημείο.

Μετά από δυόμισι αιώνες, στα 1897, και στο ίδιο ακριβώς σημείο, έγινε η πρώτη αποβίβαση του ελληνικού στρατού στο έδαφος της Κρήτης, που είχε σταλεί από την τότε ελληνική κυβέρνηση για να βοηθήσει στην απελευθέρωσή της από τους Τούρκους.

Ο ελληνικός στρατός με αρχηγό το συνταγματάρχη Τιμολέοντα Βάσσο αποβιβάστηκε στην Κρήτη παρά τη θέληση των «προστάτιδων δυνάμεων». Ο συνταγματάρχης Βάσσος όμως με διάγγελμά του δήλωσε ότι καταλάμβανε την Κρήτη «εν ονόματι του βασιλέως των Ελλήνων».

Ακολούθησε δοξολογία και υψώθηκε η ελληνική σημαία στη Μονή Γωνιάς, όπου και εκφώνησε πύρινο λόγο κατά των Τούρκων ο Παρθένιος Περίδης. Μετά τη δοξολογία ο συνταγματάρχης Βάσσος μίλησε στο στρατό και στο λαό της Κρήτης από τον εξώστη του σπιτιού του Γεωργίου Σκαράκη στο Κολυμπάρι.

Η παρουσία του ελληνικού στρατού στην Κρήτη θεωρήθηκε τότε πρόκληση από τους Τούρκους και έδωσε την αφορμή να κηρυχθεί ο ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897, που είχε σαν αποτέλεσμα την ολοκληρωτική ήττα του ελληνικού στρατού και την προέλαση των Τούρκων μέχρι το Δομοκό.

Γύρω στα 1897 οι εγγυήτριες δυνάμεις έχουν χωρίσει την Κρήτη σε περιοχές και το Κολυμπάρι ανήκε στην περιοχή των Ιταλών. Γι’ αυτό και το σχέδιο του χωριού έχει ρυμοτομηθεί απ’ αυτούς. Αναφέρεται μάλιστα, ότι η καραμπινιερία των Ιταλών στεγάζονταν σ’ ένα τούρκικο κονάκι.

Οι σημερινοί κάτοικοι του χωριού είναι ντόπιοι, γνήσιοι Κρητικοί και μερικοί απ’ αυτούς έχουν έρθει εδώ από τα γύρω χωριά. Οι παλιότερες οικογένειες του χωριού είναι οι Σκαράκηδες, οι Πετραντωνάκηδες, οι Σημαντηράκηδες, οι Φρυδάκηδες, οι Ντουσάκηδες, οι Τζεράκηδες,οι Πατεράκηδες,οι Γεωργακάκηδες, οι Θωμαδάκηδες, οι Μαουρομμάτηδες, οι Τερεζάκηδες από τα Αφράτα και οι Τσεπαππαδάκηδες.

Πολλοί από τους κατοίκους πολέμησαν με μεγάλο ηρωισμό κατά των Γερμανών κατακτητών στη Μάχη της Κρήτης.

Στα χρόνια της Κατοχής μάλιστα λέγεται ότι ο Γερμανός διοικητής του Κολυμπαρίου ήταν ένας νεαρός αξιωματικός που παρά τα θαυμάσια ελληνικά του και την αγάπη του για τη μουσική, ήταν απάνθρωπος και υπερβολικά σκληρός. Αποστρεφόταν τους κατοίκους και παρ’όλο που καταβάθος τους θαύμαζε για την παλικαριά που έδειξαν στη Μάχη της Κρήτης, τους κακομεταχειριζόταν και τους βασάνιζε πολλές φορές χωρίς λόγο. Παρ’ όλα αυτά όμως οι κάτοικοι του Κολυμπαρίου έδειξα μεγάλο θάρρος και αντιστάθηκαν με όλες τους τις δυνάμεις στους κατακτητές.

Στο Κολυμπάρι βρίσκονται σήμερα γραφικές και όμορφες εκκλησίες, όπως ο Άγιος Αντώνιος, ο Άγιος Κυπριανός και τα ξωκλήσια Αγία Ειρήνη και Άγιος Θεόδωρος.

Στην κοινότητα Κολυμπαρίου υπάγεται και το περίφημο και ξακουστό μοναστήρι του 16ου αιώνα η Ιερά Μονή Γωνιάς.

Η Μονή Γωνιάς είναι ένα περίφημο σταυροπηγιακό μοναστήρι, που υπάγεται στην κοινότητα Κολυμπαρίου και απέχει 24χμ. από τα Χανιά. Βρίσκεται κτισμένο σε μια θαυμάσια παραθαλάσσια τοποθεσία στη δυτική γωνιά του κόλπου Χανίων, στο ακρωτήριο Σπάθα. Εξαιτίας αυτής της θέσης πήρε και το όνομα Γωνιά.

Σήμερα τα έσοδα της μονής προέρχονται κυρίως από τα καλλιεργήσιμα στρέμματά της και από διάφορες δωρεές. Η μονή διαθέτει στη δικαιοδοσία της περίπου 200 στρέμματα κατάφυτα από ελιές και αμπέλια καθώς και 1000 ακαλλιέργητα στρέμματα από τα οποία πολλά έχουν δωρηθεί στη Μητρόπολη αλλά και στην κοινότητα Κολυμπαρίου.

Το μοναστήρι, όπου σήμερα ζουν 10 περίπου μοναχοί, είναι αφιερωμένο στη Θεοτόκο την Οδηγήτρια και στις 15 Αυγούστου, που γιορτάζει, γίνεται μεγάλο πανηγύρι, που συγκεντρώνει το ενδιαφέρον πολλών κατοίκων από τη γύρω περιοχή.

Στο ακρωτήριο Σπάθα και κοντά στη Μονή Γωνιάς σώζονται τα ερείπια αρχαίου ναού που ήταν αφιερωμένος στην Κρητική θεά Δίκτυννα ή Βριτόμαρτις. Η τοποθεσία αυτή διατήρησε τη θρησκευτικότητά της και αργότερα, κατά τους χριστιανικούς χρόνους. Στα ερείπια αυτού του ναού και κατά τον 9ο αιώνα κτίστηκε ο ναός του Αγίου Γεωργίου, που τα ερείπιά του σώζονται ακόμα και σήμερα. Επειδή όμως οι κουρσάροι λήστεψαν τον Άγιο Γεώργιο, οι καλόγεροι έφυγαν από κει και έκτισαν σε μια κοντινή περιοχή νέα κελιά και καινούργιο ναό αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Σήμερα η εκκλησία είναι γνωστή με το όνομα Καθολικό. Στην καινούρια αυτή μονή ήλθε να ασκητεύσει και ο Όσιος Βλάσιος από την Αμάσεια της Κύπρου.

Το 1618 ο Βλάσιος είδε ένα βράδυ που προσευχόταν στο σημείο, όπου κτίστηκε έπειτα η σημερινή μονή, ένα παράξενο φως. Το φαινόμενο αυτό επαναλήφθηκε πολλές φορές και τελικά ο Βλάσιος το τρίτο βράδυ πήγε στο σημείο εκείνο και βρήκε μέσα σ’ ένα σκίνο την εικόνα της Κοίμησης της Παναγίας και δίπλα της ένα καντήλι αναμμένο.

Πήρε τότε την εικόνα και την πήγε στο Καθολικό, αλλά το άλλο βράδυ η εικόνα είχε γυρίσει στο ίδιο σκίνο και ο Βλάσιος είδε το φως πάλι στο ίδιο μέρος. Την μετέφερε και πάλι στην εκκλησία και προσευχόταν κοντά της. Τότε είδε την Παναγία μπροστά του και του είπε: «Τέκνον Βλάσιε, εγώ είμαι η Θεοτόκος και θέλω στον τόπο που βρέθηκε η εικόνα μου να οικοδομήσεις εκκλησία». Η ίδια η Παναγία τον «οδήγησε» στο σημείο που ήθελε η ίδια να κτιστεί η εκκλησία και γι’ αυτό ονομάστηκε «οδηγήτρια».

Η οικοδόμηση της μονής άρχισε το 1618 και ο Βλάσιος καλλιέργησε και δενδροφύτευσε το μέρος. Μετά από λίγο καιρό όμως πέθανε και τον διαδέχτηκε ο σοφός ιερομόναχος Βενέδικος Τζαγκαρόλος, που τελείωσε το έργο στα 1634. Γι’ αυτό και αρχικά η μονή λεγόταν Κυρία του Τζαγκαρόλου στη Γωνιά.

Τη μονή προίκησε με την κολοσσιαία περιουσία του ο Γεώργιος Μούρμουρης και γι’ αυτό θεωρείται κι εκείνος ιδρυτής. Μετά από 10 χρόνια, στις 13 Ιουνίου του 1645, αποβιβάζονται ακριβώς στην παραλία, που βρισκόταν η μονή, αμέτρητες ορδές Τούρκων, που την έκαψαν και την ερήμωσαν. Ο Βενέδικος καταφεύγει στα Επτάνησα, όπου και αργότερα πέθανε. Έτσι το μοναστήρι δοκίμασε πρώτο την αγριότητα του καινούργιου κατακτητή της Κρήτης. Ύστερα από μερικά χρόνια, το 1651, μερικοί μοναχοί ξαναγύρισαν και ανοικοδόμησαν ό,τι μπόρεσαν.

Κατά την Επανάσταση του 1821 η μονή χρησιμοποιήθηκε σαν νοσοκομείο για τους πολεμιστές. Εδώ πέθαναν και ετάφησαν οι πολεμιστές Ιωσ. Κωσταντουδάκης ή Σήφακας και Μαν. Πρωτοπαπαδάκης το 1823. Αργότερα οι Τούρκοι έπιασαν τον ηγούμενο Παρθένιο Περίδη και η μονή καταστράφηκε και ερημώθηκε για μια ακόμα φορά. Τον Ιούνιο του 1867 την κανονιοβόλησαν δυο τουρκικά πολεμικά, που αποβίβασαν τμήματα στρατού και λεηλάτησαν τη μονή. Τότε κάηκε η πολύτιμη βιβλιοθήκη της και σφηνώθηκε ένα βλήμα στον τοίχο προς τη θάλασσα, που φαίνεται ακόμα και σήμερα και αποδεικνύει τις φρικτές στιγμές που πέρασε. Ακόμα αυτός ο κανονιοβολισμός δημιούργησε καταστροφές και στο θόλο του ναού.

Η Μονή Γωνιάς είχε όμως την τύχη να χαιρετήσει πρώτη το φως της ελευθερίας, μετά από τα τόσα χρόνια τούρκικης σκλαβιάς. Το 1827 ύστερα από 222 χρόνια από την αποβίβαση των τούρκικων ορδών, αποβιβάζεται εδώ ο ελληνικός στρατός με τον Τιμολέοντα Βάσσο, που έστησε το αρχηγείο του στη μονή.

Αργότερα, και κατά τη Γερμανική Κατοχή, η μονή δεν ξέχασε τους αγώνες της και την προσφορά της για την ελευθερία. Εκείνα τα σκοτεινά χρόνια υπήρξε το κέντρο της Εθνικής Αντίστασης και διέθετε τους πόρους της στον Εθνικό αγώνα. Γι’ αυτό το λόγο πολλές φορές βομβαρδίστηκε, πυρπολήθηκε και ερημώθηκε. Παρόλα αυτά όμως η μονή στέκει ακόμα εδώ, δίπλα στη θάλασσα και μας θυμίζει τους αγώνες και τη δόξα της.

Το μοναστήρι σήμερα συμμετέχει ενεργά σε κάθε κοινωνική και πνευματική κίνηση του τόπου και συνεργάζεται στενά με τη Μητρόπολη Κισάμου και Σελίνου. Το μοναστήρι εξυπηρετεί τις θρησκευτικές ανάγκες των κατοίκων της κοινότητας Κολυμπαρίου, που από σεβασμό προς αυτό δεν θέλησαν ποτέ να ιδρύσουν άλλο ενοριακό ναό.

Εδώ στεγάζεται και η ορθόδοξη Ακαδημία Κρήτης στο διοικητικό συμβούλιο της οποίας συμμετέχει και η μονή με έναν αδελφό σαν αντιπρόσωπό της.

Σήμερα φυλάσσονται εδώ ιερά κειμήλια και λείψανα, σπάνια βιβλία και αρχεία, που σώθηκαν μετά την επιδρομή των Τούρκων, καθώς και μια πλούσια συλλογή μεταβυζαντινών εικόνων, που αποτελούν εξαιρετικά μνημεία Κρητικής τέχνης.

Πολλά ακόμα στρέμματα από την περιουσία της μονής έχουν δωρηθεί στην κοινότητα Κολυμπαρίου, όπου έχουν κτιστεί το νέο κτίριο Γυμνασίου και Λυκείου, το στάδιο της κοινότητας, το ειρηνοδικείο, το αγρονομείο και το οικοτροφείο Κολυμπαρίου. Η σταυροπηγιακή Μονή Γωνιάς υπάγεται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης, αλλά τώρα τελευταία η πνευματική της επιτήρηση έχει παραχωρηθεί στη Μητρόπολη Κισσάμου και Σελίνου.

*Στοιχεία από 15ετή έρευνα, 1980-1995.

Φώτο: https://static.openit.gr/cretanbeaches.com/images/stories/beaches/chania/kolimbari/DSC_0216.JPG