Μενού Κλείσιμο

Κάμπος Κισσάμου

Ο Κάμπος είναι χωριό και κοινότητα της επαρχίας Κισάμου και βρίσκεται σε απόσταση 68χμ. νοτιοδυτικά των Χανίων. Είναι κτισμένο σε υψόμετρο 300μ. περίπου και κατοικείται από 300 άτομα περίπου. Στην κοινότητα υπάγεται και ο οικισμός Μελισσιά.

Ο Κάμπος βρίσκεται σε μια κατάφυτη περιοχή, όπου τα γύρω υψώματα είναι γεμάτα από κουμαριές. Από τα κούμαρα οι κάτοικοι βγάζουν ένα εξαιρετικό είδος ρακιού. Τα εδάφη της περιοχής είναι πλούσια και τα προϊόντα της γης άφθονα. Εδώ παράγονται λάδι, κάστανα, κρασί, καθώς και διάφορα οπωροκηπευτικά και κτηνοτροφικά προϊόντα.

Ο Κάμπος είναι το σπουδαιότερο από τα χωριά που αποτελούσαν, παλιά, το δήμο των Εννέα Χωριών.

Ο Pashley το αναφέρει με το όνομα Κάμπος Σελόρραχος. Ακόμα, ο Pashley αναφέρει ότι στην περιοχή του χωριού είδε το μοναδικό καταρράκτη στην Κρήτη. Λέγεται ότι παλιότερα το χωριό ονομαζόταν Κάβος, γιατί ένα κομμάτι του έφτανε μέχρι τη θάλασσα και σχημάτιζε έναν κάβο. Αργότερα, εξαιτίας κάποιας παράφρασης ίσως, το κάβος έγινε κάμπος.

Το χωριό πρέπει να κατοικήθηκε για πρώτη φορά γύρω στον 9ο με 11ο αιώνα. Το συμπέρασμα αυτό βγαίνει από τις βυζαντινές εκκλησίες που υπάρχουν στη γύρω περιοχή και, χρονικά, ανήκουν στην περίοδο εκείνη. Επίσης, στον Κάμπο έχουν αφήσει τα ίχνη τους και οι Ενετοί. Σε διάφορα σημεία του χωριού συναντάμε ερείπια ενετικών κτισμάτων.

Επί Τουρκοκρατίας, στο χωριό κατοικούσαν Τούρκοι, που είχαν πολλά τσιφλίκια. Οι ονομασίες αυτών των τσιφλικιών έχουν διατηρηθεί μέχρι σήμερα. Ιστορικές πηγές μας βεβαιώνουν ότι το 1834 το χωριό είχε 40 σπίτια.

Σήμερα, στον Κάμπο κατοικούν γνήσιοι Κρητικοί, άποικοι από τα κοντινά χωριά. Στη Μάχη της Κρήτης πολέμησαν ηρωικά, περίπου, 10 άνδρες από το χωριό. Οι παλιότερες οικογένειες που συναντάμε εδώ είναι οι Χαρτζουλάκηδες, οι Χαμηλίδες, οι Κλωστράκηδες, οι Χατζάκηδες, οι Χαιρετάκηδες, οι Μαρκάκηδες, οι Βεστάκηδες, οι Στημαδωράκηδες, οι Μαντραμπαζάκηδες και οι Λιουδάκηδες.

Οι γεροντότεροι κάτοικοι του χωριού διηγούνται σήμερα παράξενες ιστορίες, που τις άκουσαν από τους πατέρες τους και τους παππούδες τους. Λένε, λοιπόν, ότι στη συνοικία του χωριού Μπερμπαθιανά βρίσκονται παλιά ερειπωμένα σπίτια, σ’ ένα δε απ’ αυτά τα σπίτια λέγεται ότι είναι θαμμένα πολλά χρήματα και μια χρυσή καμπάνα. Η λαϊκή παράδοση λέει ότι το σπίτι ήταν στοιχειωμένο και γι’ αυτό κανείς δεν μπορεί να βρει τους θησαυρούς, παρόλο που κατά καιρούς επιχείρησαν πολλοί να ψάξουν.

Στο χωριό, επίσης, υπάρχουν δύο σπήλαια. Το ένα βρίσκεται στην περιοχή Αφρατολάκους, πάνω ακριβώς από τη λίμνη και ονομάζεται «Ξωτικόσπηλιος». Ο θρύλος λέει, ότι σ’ αυτό κατοικούσαν ξωτικά, τα οποία, έκοβαν τ’ αυτιά και έσπαζαν τα κέρατα από τα κοπάδια των βοσκών. Το δεύτερο σπήλαιο ονομάζεται «Τρυπητή» και μέσα σ’ αυτό υπάρχει ένα μικρό εκκλησάκι, οι Άγιοι Πάντες.

Σύμφωνα με μιαν άλλη λαϊκή παράδοση, στην τοποθεσία Καλύβια, στην κορφή του βουνού Καστρούλης, που λέγεται Ουρανοκόβη, τα πολύ παλιά χρόνια έβγαιναν ξωτικά ή φαντάσματα και νεράιδες. Κάποτε, περνούσε από ’κει μια γυναίκα, γύρω στις 12 τα μεσάνυχτα. Μόλις τα ξωτικά μυρίστηκαν άνθρωπο, έτρεξαν, την περικύκλωσαν κι άρχισαν να χορεύουν γύρω της. Τότε, η γυναίκα, δίχως να τα χάσει, γδύθηκε για να μην της κάνουν κακό κι άρχισε να χορεύει κι αυτή μαζί τους. Όταν χάραξε, τα ξωτικά σταμάτησαν το χορό τους και την άφησαν να φύγει.

Στα βορειοδυτικά του χωριού και κοντά στη θάλασσα, βρίσκονται τα ερείπια κάποιου κελιού, που λέγεται του Γιαννά το Κελί. Λέγεται ότι αυτός ο άνθρωπος, ο Ιωάννης, ήταν ένας από τους 99 θεοφόρους πατέρες, που πέρασαν από την Αίγυπτο στη Γαύδο και από ‘κει στην Παλαιοχώρα.

Οι 98 πατέρες έφυγαν για το Αζωγυρέ Σελίνου, ο Ιωάννης όμως έμεινε εδώ κι έζησε σ’ αυτό το κελί κοντά στη θάλασσα.

Ο Ιωάννης ζούσε σαν ασκητής, τρεφόταν με ψάρια, φρούτα, ρίζες και ό,τι άλλο έβρισκε στη φύση και συγχρόνως προσευχόταν. Τις προσευχές του όμως τις έλεγε ανάποδα, γιατί δεν ήξερε γράμματα, έλεγε δηλαδή: «Θεέ μου, μη με ελεήσεις…» κλπ. Κάποτε, πλησίασε το κελί με τη βάρκα του ένας ψαράς. Αυτός, μόλις τον άκουσε να λέει την προσευχή ανάποδα, τον διόρθωσε και του υπέδειξε το σωστό τρόπο. Όταν έφυγε ο ψαράς, ο Γιαννάς άρχισε πάλι να λέει την προσευχή του ανάποδα, γιατί είχε ξεχάσει τις υποδείξεις του ψαρά. Θέλησε τότε να τον βρει και πάλι, για να του πει πώς να λέει τις προσευχές. Άρχισε, λοιπόν, να φωνάζει τους ψαράδες που βρίσκονταν λίγο πιο πέρα. Αυτοί όμως τρόμαξαν πάρα πολύ, έτσι που τον είδαν να τους φωνάζει παραπατώντας μέσα στη θάλασσα και να τους ρωτάει πώς να πει την προσευχή. Κι έτσι, του είπαν: «Πήγαινε στα εφτά καλά του Θεού, παππούλη, και όπως σε φωτίσει ο Θεός λέγε την προσευχή σου».

Αργότερα, ο Άγιος αυτός έφυγε για το Γουβερνέτο του Ακρωτηρίου Χανίων, όπου και γιορτάζεται η μνήμη του, στις 7 Οκτωβρίου. Στο σημείο που βρίσκονται σήμερα τα ερείπια από το κελί του Γιαννά, κυλάει ένα υπόγειο ποτάμι, που αναβλύζει στη θάλασσα. Δυστυχώς, το ποτάμι αυτό έχει παραμείνει ανεκμετάλλευτο.

Στα βορειοδυτικά της κοινότητας του Κάμπου και προς τη μεριά της θάλασσας, βρίσκεται ένα φαράγγι με πολλές σπηλιές, που έχει μήκος 1.000 με 1.500μ. Το φαράγγι αυτό είναι αρκετά άγριο και απότομο και στις αρχές του το βάθος του φτάνει τουλάχιστον τα 300μ. Στο τέλος του φαραγγιού υπάρχει μια πολύ παλιά και γραφική εκκλησία, η Αγία Αικατερίνη. Λέγεται ότι το φαράγγι είναι τόσο απότομο κι άγριο, που όταν το σκαρφαλώσουν γίδια, μετά δεν μπορούν να κατέβουν. Μια φορά, ένας τσοπάνης προσπάθησε να πιάσει ένα γίδι που είχε σκαρφαλώσει στην απότομη πλαγιά. Σαν είδε ότι δεν μπορούσε να το πιάσει μόνος του, έταξε στην Αγία Αικατερίνη έναν τράγο, για να τον βοηθήσει. Μόλις όμως έπιασε τη γίδα, ξέχασε το τάμα του και δε θυσίασε τον τράγο. Την άλλη μέρα, το ίδιο γίδι σκαρφάλωσε και πάλι στο ίδιο σημείο, μα αυτή τη φορά γκρεμίστηκε. Λέγεται ότι ο τσοπάνης αυτός ζει ακόμα στο χωριό κι ονομάζεται Μανόλης Κατάκης.

Στο ίδιο φαράγγι και σε βάθος 100 με 150 περίπουμ. φυτρώνει δίκταμο, που στη ντόπια διάλεκτο λέγεται σταματόχορτο. Η ντόπια λαϊκή παράδοση, λέει ότι κάποτε ένας πατέρας κρεμούσε τα παιδιά του με σκοινί στο φαράγγι, για να πιάσουν το δίκταμο. Λέγεται ότι ένα απ’ αυτά τα παιδιά ζει σήμερα στο χωριό και ονομάζεται Γιάννης Σκουνάκης.

Στο χωριό του Κάμπου συναντάμε πολλές αξιόλογες εκκλησίες. Η Αγία Παρασκευή είναι μια παλιά εκκλησία, που χρονολογείται γύρω στον 9ο με 11ο αιώνα. Είναι αγιογραφημένη και έχει εξαιρετικές τοιχογραφίες. Σήμερα, ο ναός αυτός λειτουργείται. Επίσης, ο ιερός ναός Μιχαήλ και Γαβριήλ, των Αστρατήγων, ανήκει στην ίδια χρονική περίοδο και έχει πολλές καταστραμμένες αγιογραφίες. Σήμερα η εκκλησία λειτουργείται. Ο πολιούχος του χωριού είναι ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος, εκκλησία που κτίστηκε γύρω στα 1880. Η εκκλησία αυτή έχει ένα θαυμάσιο, σκαλιστό τέμπλο, εξαιρετικής τέχνης. Ισάξιο είναι και το τέμπλο του Αγίου Γεωργίου, δημιούργημα του ίδιου τεχνίτη, του Γεωργίου Πολάκη, από το Κεφάλι Κισάμου. Το τέμπλο του Αγίου Γεωργίου υπολογίζεται ότι κατασκευάστηκε γύρω στα 1890. Πολύ παλιά είναι επίσης και η εκκλησία της Αγίας Αικατερίνης, που καταστράφηκε από τους Τούρκους και κτίστηκε και πάλι το 1965.

Ο Άγιος Νεκτάριος είναι μια καινούρια εκκλησία, που κτίστηκε το 1974 με 1975. Από τον Κάμπο κατάγεται ο γνωστός συνθέτης Μίκης Θεοδωράκης, που τα τραγούδια του είναι ιδιαίτερα αγαπητά στην Ελλάδα και πολύ γνωστά στο εξωτερικό.

*Στοιχεία από 15ετή έρευνα 1980-1995.

Φωτογραφία: https://www.youtube.com