Μενού Κλείσιμο

Καμισιανά Χανίων

Τα Καμισιανά είναι χωριό και κοινότητα της επαρχίας Κισάμου. Βρίσκεται στη βορειοανατολική πλευρά του νομού Χανίων και απέχει 22χλμ. από τα Χανιά. Στην κοινότητα υπάγεται επίσης και ο συνοικισμός Ραπανιανά.

Οι 300 περίπου κάτοικοι της περιοχής ασχολούνται κυρίως με τη γεωργία και τα προϊόντα τους είναι οι ελιές, το κρασί, τα πορτοκάλια και τα κηπευτικά. Επίσης είναι αρκετά αναπτυγμένη και η οικόσιτη κτηνοτροφία.

Λέγεται ότι ο πρώτος κάτοικος του χωριού που ονομαζόταν Καμισάκης, έδωσε τ’ όνομά του στο χωριό. Σύμφωνα όμως με μια άλλη εκδοχή, τ’ όνομα του χωριού προέρχεται από την τούρκικη λέξη καμήζ που σημαίνει καλάμι κι αυτό γιατί το χωριό έχει πολλά καλάμια. Σήμερα το χωριό έχει αλλάξει τ’ όνομά του και λέγεται Ελαιώνας.

Δε μας είναι γνωστό πότε εμφανίζεται το χωριό. Το πιο πιθανό είναι ότι άρχισε να κατοικείται τον καιρό της Ενετοκρατίας. Πάντως, σήμερα υπάρχουν εδώ ίχνη και Ενετών και Τούρκων.

Σύμφωνα με μαρτυρίες των κατοίκων, το χωριό ήταν πρώτα παραλιακό, από το φόβο όμως των Σαρακηνών πειρατών, που έκαναν επιδρομές την εποχή εκείνη, σιγά σιγά άρχισαν οι κάτοικοι να εγκαταλείπουν την παραλία και να κτίζουν τα σπίτια τους σε ψηλότερα μέρη για ασφάλεια.

Τον καιρό της Τουρκοκρατίας, το χωριό υπέφερε πολλά από τους Τούρκους. Οι ατιμασμοί, οι διώξεις, οι εξευτελισμοί στάθηκαν αιτία για συγκρούσεις ανάμεσα στους Χριστιανούς και Τούρκους κατοίκους του.

Ονομαστοί οπλαρχηγοί της περιοχής ήταν ο καπετάν Στυλιανός Μπατάκης και ο καπετάν Γιάννης, που κατόρθωσε να ανατινάξει έναν τούρκικο πύργο.

Χαρακτηριστικό είναι ότι τον καιρό εκείνο τα σπίτια των κατοίκων επικοινωνούσαν μεταξύ τους κι έτσι μπορούσαν να διαφεύγουν από το ένα στο άλλο. Σήμερα μερικά απ’ αυτά τα σπίτια χρησιμοποιούνται σαν αποθήκες και άλλα κατοικούνται ακόμα.

Οι ντόπιοι κάτοικοι του χωριού διηγούνται πολλές ιστορίες για τους αγώνες των προγόνων τους εναντίον των Τούρκων κατακτητών. Μια απ’ αυτές μιλάει για το θάρρος και το μαρτύριο κάποιου συγχωριανού τους με το όνομα Κωνσταντίνος Λουλαδάκης, που ζούσε τότε στο χωριό. Κάποτε, ο Λουλαδάκης σκότωσε μέσα στο καφενείο του χωριού έναν Τούρκο αγά, γιατί εκείνο το ίδιο βράδυ είχε έρθει η σειρά της κόρης του να ατιμαστεί απ’ αυτόν, κι ο Λουλαδάκης στην απελπισία του τον σκότωσε. Μετά απ’ αυτό κατόρθωσε να ξεφύγει από τους Τούρκους και αφού κρύφτηκε μαζί με τ’ άλογό του στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, αργότερα κατέφυγε στα Αφράτα. Μετά από τρία χρόνια όμως γύρισε και πάλι στο χωριό. Οι Τούρκοι, μετά από προδοσία τον συνέλαβαν, τον έδεσαν σ’ ένα άλογο και τον έσυραν στο Πολεμάρχι, που απέχει 2χμ. από τα Καμισιανά. Εκεί τον άφησαν κρεμασμένο επί τρεις μέρες και τελικά τον έθαψαν σ’ ένα πηγάδι, που βρίσκεται στην κοινότητα Καμισιανών, όπου και βρέθηκαν αργότερα τα οστά του.

Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, στο χωριό ζούσε κάποτε ένας Τούρκος που κρατούσε στο σπίτι του ένα μικρό παιδί. Λέγεται λοιπόν ότι ο Τούρκος σκότωσε κάποτε το παιδί και αφού το φόρτωσε στο άλογό του, ξεκίνησε για κάποιο μακρινό μέρος όπου θα έκαιγε το πτώμα του. Μάλιστα, για να μην τον ακούσει η γειτονιά, έβαλε πανιά κάτω από τα πέταλα του αλόγου του. Μετά από λίγο, αφού βγήκε από το χωριό, έφθασε σε μια τοποθεσία, όπου βρισκόταν τότε το εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου. Μάταια όμως προσπαθούσε ν’ ανάψει φωτιά, η εικόνα του Άι Γιώργη δεν τον άφηνε. Έτσι, ο Άγιος ανέτρεψε τα κακόβουλα σχέδια του Τούρκου και αποκάλυψε την αλήθεια.

Οι αγώνες των Καμισιανών για ελευθερία και ανεξαρτησία συνεχίστηκαν και μετά την απελευθέρωση της Κρήτης απ’ τους Τούρκους. Συμμετείχαν σ’ όλους τους απελευθερωτικούς αγώνες του ελληνισμού και πολλοί απ’ αυτούς θυσιάστηκαν για την πατρίδα τους.

Σχεδόν όλοι οι κάτοικοι των Καμισιανών πολέμησαν ηρωικά κατά των Γερμανών κατακτητών στη Μάχη της Κρήτης και αργότερα, κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής, αντιστάθηκαν με πείσμα στους κατακτητές. Οργανωμένοι οι περισσότεροι σε αντιστασιακές οργανώσεις, πολεμούσαν με κάθε τρόπο και φυγάδευαν Ιταλούς και Άγγλους στρατιώτες. Ένας μάλιστα χωριανός, ο Ανδρεαδάκης Εμμανουήλ, κατόρθωσε, με κίνδυνο της ζωής του και κάτω από τα μάτια των Γερμανών, να περάσει δυο πολυβόλα, τυλιγμένα μέσα σε άχυρα, από το κέντρο του χωριού, όπου βρισκόταν το πολυβολείο των Γερμανών και να τα μεταφέρει στα Ραπανιανά, όπου είχαν καταφύγει οι άντρες του. Αργότερα οι Γερμανοί τον συνέλαβαν και τον βασάνιζαν, επί τρεις μήνες, για να τους αποκαλύψει, πού βρίσκονταν τα πολυβόλα και αυτό γιατί ανακάλυψαν στο σπίτι του τ’ ανταλλακτικά.

Οι κάτοικοι του χωριού όμως πλήρωσαν ακριβά τη δράση τους αυτή. Στις 3 Ιουλίου του 1941, οι Γερμανοί εκτέλεσαν τα καλύτερα παλικάρια του χωριού, όπως τον Ιωάννη Ανδρεαδάκη, το Νικόλαο Κερατζιμπασάκη, τον Ιωάννη και Νικόλαο Κωσταριδάκη, το Μιχαήλ Μαρκουλάκη, το Νικόλαο Μπατάκη και τον «Ιωάννη Φουτάκη.

Σήμερα οι κάτοικοι των Καμισιανών είναι ντόπιοι οι περισσότεροι και άλλοι έχουν έλθει από τα γύρω χωριά. Οι παλιότερες οικογένειες του χωριού είναι οι Κωνσταντακάκηδες, οι Σκορδίληδες, οι Φουτάκηδες, οι Μπατάκηδες, οι Λουλαδάκηδες, οι Σταματάκηδες, οι Κωσταριδάκηδες, οι Μαρκουλάκηδες, οι Γοναλάκηδες, οι Ανθούσηδες, οι Σκουλούδηδες, οι Ανδρεαδάκηδες, οι Βουράκηδες, οι Ελωρεζάκηδες, οι Αρχοντάκηδες, οι Ψητάκηδες, οι Ηλιάκηδες, οι Τσακάκηδες και οι Καμηλάκηδες.

Στο χωριό συναντάμε πολλές εκκλησίες μια απ’ αυτές είναι η εκκλησία της Παναγίας, που κάηκε το 1896 και αργότερα ανοικοδομήθηκε, και ο Άγιος Νικόλαος, που την εποχή της Ενετοκρατίας υπήρξε και μοναστήρι.

*Στοιχεία από 15ετή έρευνα 1980-1995.

Φωτογραφία: https://www.tripadvisor.com.gr