Μενού Κλείσιμο

Καλάμι Χανίων

Το Καλάμι είναι χωριό και κοινότητα της επαρχίας Αποκορώνου. Βρίσκεται νότια των Χανίων, σε απόσταση 14χλμ. Είναι κτισμένο σε υψόμ. 80μ. και κατοικείται από 230 άτομα. Οι κάτοικοι ασχολούνται κυρίως με την κτηνοτροφία και τη γεωργία. Το χωριό μετά την Τουρκοκρατία ονομάστηκε Καλάμι, γιατί το χτυπάνε πολύ οι άνεμοι σαν καλαμιά. Το Καλάμι δεν αναφέρεται ούτε στους ενετικούς καταλόγους, ούτε στις απογραφές του 1834 και 1881. Στην απογραφή του 1928 πρωτοαναφέρεται με 458 κατοίκους. Στο σχεδιάγραμμα της Σούδας του F. Basilicata το βρίσκουμε σαν φρούριο CaIami F(ortezz)a, όπου και είναι σχεδιασμένο.

Περιλαμβάνει τους οικισμούς:

Μεγάλα χωράφια (Καφές), Ζαχαρίας, Μετόχι με έδρα το Καλάμι. Σύμφωνα με την απογραφή έχει 230 κατοίκους. Η κοινότητα βρίσκεται στο 120 χλμ. της εθνικής οδού Χανίων-Ρεθύμνης. Βόρεια, συνορεύει με το λιμάνι της Σούδας, νότια με την Κοινότητα Στύλου, ανατολικά με την Κοινότητα Καλυβών και δυτικά με την επαρχία Κυδωνίας. Η έκτασή της είναι περίπου 6.000 στρέμματα, από τα οποία το 80% είναι βοσκότοποι. Επειδή το έδαφος είναι άγονο και πετρώδες μόνο το 20% προσφέρεται για καλλιέργειες. Ο συνδυασμός βουνού και θάλασσας προσφέρει ένα πολύ καλό κλίμα, με μηδέν υγρασία. Οι οικισμοί της Κοινότητας είναι χτισμένοι σε υψώματα, τα οποία έχουν πανοραμική θέα της γύρω περιοχής (λιμάνι Σούδας, Χανιά, Αποκόρωνας).

Η Κοινότητα ιδρύθηκε το 1825. Παλαιότερα μαζί με άλλα χωριά του Αποκόρωνα υπάγονταν στο Δήμο Αρμένων, που είχε συσταθεί το έτος 1867, με τη νέα διοικητική διαίρεση της Κρήτης και τη δημιουργία της διοίκησης Σφακίων, που περιελάμβανε τις επαρχίες Αποκορώνου, Σφακίων και Αγ. Βασιλείου.

Το 1645 είχαν στρατοπεδεύσει εδώ Βενετοί και Κρητικοί, για να βοηθήσουν τους πολιορκημένους από τους Τούρκους Χανιώτες.

Το 1646, ένα χρόνο μετά, οι Τούρκοι έκτισαν στη θέση αυτή πύργο, που αποπεράτωσε ο Ρεούφ Πασάς και τον ονόμασε Ιτζεντίν, που ήταν και το όνομα του πρωτότοκου γιου του ΑμπντούλΑζίζ. Το φρούριο αυτό δεσπόζει στην είσοδο του Κόλπου της Σούδας. Όταν η Κρήτη ελευθερώθηκε από τους Τούρκους, η Κρητική Πολιτεία το χρησιμοποίησε σαν φυλακές. Από το 1970 χρησιμοποιείται από το Πολεμικό Ναυτικό. Το φρούριο Ιτζεντίν είναι κτισμένο δίπλα στη θέση Άπτερα.

Η Απτέρα υπήρξε από τις λίγες πόλεις, που διέθεταν εμπορικούς προξένους στα κυριότερα Ελληνικά και Μεσογειακά λιμάνια για την προστασία των εμπορικών της συμφερόντων. Είχε δύο επίνεια, την Κίσσαμο στις Καλύβες και τη Μινώα στο Μαράθι Ακρωτηρίου. Η ζωή της Απτέρας συνεχίστηκε και κατά την Ελληνορωμαίκή περίοδο και την παλαιότερη χριστιανική εποχή. Ύστερα η πόλη καταστράφηκε από σεισμό. Βρέθηκαν ασημένια νομίσματα, επίχρυσα αγάλματα Ρωμαίων αυτοκρατόρων, τα οποία φυλάγονται στο Μουσείο της Κωνσταντινούπολης. Πιστεύεται, πως υπήρξε εμπορική, ναυτική και βιομηχανική πόλη, γιατί εκτός από τους θαυμάσιας τέχνης δακτυλιόλιθους, που έχουν βρεθεί, είχε και επεξεργασία σιδήρου και χαλκού και βρισκόταν κοντά στο πανάρχαιο μεταλλείο του Βερεκύνθου, το αρχαιότερο της Ευρώπης.

Το χωριό Μεγάλα Χωράφια άρχισε να δημιουργείται μετά το 1859 γιατί προηγουμένως δεν αναφέρεται σε καταλόγους χωριών της Κρήτης. Αποτελείται από 6 γειτονιές: Τη Βαγιωνιά, το Ζαχαρία, τον Καφέ, τα Μπερεθιανά, το Αρκαλοκεφάλι και το Μετόχι. Κατά μήκος της παραλίας του χωριού και απέναντι από τα Άπτερα, υπάρχουν διάσπαρτα βράχια μέσα στη θάλασσα και στις ακτές. Η παράδοση γι’ αυτά αναφέρει: Κάποτε οι Μούσες κάλεσαν τις Σειρήνες σε μουσικό αγώνα, στο ναό των Μουσών που ήταν τότε το μεγάλο μουσικό κέντρο της εποχής. Οι Μούσες νίκησαν και οι Σειρήνες, που ήταν ακόμα φτερωτές, τόσο λυπήθηκαν που μάδησαν τα φτερά τους και έπεσαν στη θάλασσα, όπου μεταμορφώθηκαν σε βράχια και μικρά λευκά νησάκια, τα γνωστά σήμερα με το όνομα «νήσοι λευκοί – του κόλπου της Σούδας. Από τότε η πόλη πήρε το όνομα Άπτερα.

Ένας θρύλος κατά παράδοση των γερόντων του χωριού λέει ότι, κατά την Τουρκοκρατία ένας Τούρκος πήρε την καμπάνα από την εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Πρόδρομου, και όταν γύρισε να φύγει ο Άγιος τον λίθωσε. Σήμερα υπάρχει απέναντι από την εκκλησία, στην ακρογιαλιά, ένας βράχος σε σχήμα όρθιου ανθρώπου, που μοιάζει να κρατά κάποιο μεγάλο αντικείμενο. Αλλά ο θρύλος του καμπαναριού συνεχίζεται και στα νεότερα χρόνια: Πριν από το 1940, ένας βοσκός για να προστατεύσει από το κρύο της νύχτας τα πρόβατά του τα έβαλε μέσα στην εκκλησία. Το πρωί που πήγε να τα βγάλει δεν σάλευε κανένα. Έμοιαζαν άρρωστα. Ο βοσκός τότε προσευχήθηκε στον Άγιο να τον συγχωρέσει και έταξε να φτιάξει το καμπαναριό. Ύστερα από την προσευχή και τη μετάνοια τα πρόβατα όλα βγήκαν έξω σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Αργότερα ο βοσκός εκπλήρωσε την υπόσχεσή του χτίζοντας το καμπαναριό και τοποθετώντας και την καμπάνα.

Έξω από τις φυλακές Καλαμίου υπάρχει μια δεξαμενή, που κτίστηκε από τον αρχιτέκτονα Γεωργαράκη στις 4-9-1884.

Στη θέση Βαγωνιά λέγεται πως παλιά υπήρχε χυτήριο χρυσού, που κατά πάσα πιθανότητα χρησιμοποιούνταν από τους κουρσάρους.

Στην ίδια θέση, στα κτήματα του Σαριδάκη, λέγεται ότι βρισκόταν κάποιος υπόγειος ναός αφιερωμένος στην Αγία Παρασκευή, αλλά δυστυχώς μέχρι σήμερα η αρχαιολογική σκαπάνη δεν έφερε τίποτα στο φως.

Απέναντι από την εκκλησία του Ιωάννου του Προδρόμου βρίσκεται ένας πανύψηλος βράχος, που στις παρυφές του βρισκόταν μια καμπάνα και στη σχισμάδα του ήταν η εικόνα της Θεοτόκου, που μεταφέρθηκε απέναντι στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου.

Στα Μπερεθιανά υπήρχε πριν την Τουρκοκρατία η Μονή Aσπαλαθέα, την οποία κατεδάφισαν αργότερα οι Τούρκοι. Σώθηκαν μόνο μερικά κελιά των καλογέρων. Λέγεται ότι στην περιοχή της μονής υπήρχε μια στέρνα όπου οι καλόγεροι έκρυβαν τα τιμαλφή, τα ιερά σκεύη, τις εικόνες, τα βιβλία. Σήμερα στο χώρο αυτό βρίσκεται η εκκλησία του Τιμίου Σταυρού.

Σχετικά με την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, η παράδοση αναφέρει ότι κάποιος ονόματι Γιάννης Τσουρδές, από τη Μαλάξα, σημείωσε με καλάμι τα μέτρα της εκκλησίας και δίνοντάς το στους κτίστες αυτοί αφαίρεσαν 1 με 2 μέτρα κι έτσι η εκκλησία έγινε μικρή. Ένας επίτροπος που έφερε το όνομα Χαραλάμπης Σαριδάκης, προέκτεινε το ναό από δυτικά κι έτσι έγινε στενόμακρος.

Στην αρχαία πόλη Άπτερα, βρίσκεται ο ναός του Αγίου lωάννη του Θεολόγου, που κτίστηκε αργότερα. Αρχικά ήταν μουσείο αρχαιοτήτων. Εδώ υπήρχε ανάκτορο όπου παραθέριζε ο αυτοκράτορας Κομνηνός.

Ο περιηγητής PashIey και ο αρχαιολόγος C. Vescher ορίζουν την τοποθεσία όπου είχαν κτιστεί τα Άπτερα σε λόφο επάνω από το τούρκικο φρούριο Ιτζεντίν. Τα ερείπια της πόλης είναι μαρτυρίες της δύναμής της. Κυκλώπεια τείχη, κτισμένα με τετραγωνισμένους τεράστιους ογκόλιθους και ναός με αναθηματική επιγραφή αφιερωμένος στη θεά Ειλείθυια, μικρό θέατρο και πρυτανείο, μεγάλοι θόλοι και αψίδες που στήριζαν δεξαμενές, νομίσματα και επιγραφές, δείχνουν τη σπουδαιότητα των Απτέρων. Ο ναός της Θεοτόκου αρχικά ήταν τζαμί, που με τις φροντίδες των κατοίκων μετατράπηκε σε εκκλησία.

Παλιότερες οικογένειες είναι οι Κελαϊδήδες, οι Χατζηδάκηδες, οι Κοκότσηδες και οι Σαρήδες.

Οι πρώτοι κάτοικοι του χωριού ήταν οι:Κεζαΐδης, Γκεργκεφής, Σαριδάκης, Τζολάκης, Μπαμπουνάκης, Σμαραγδής, Χατζηδάκης, Κοκοτσάκης, Τζούγκαρης, Τζεμπουδάκης, Ρηζάκης, Περδικάκης, Τσάκαλος, Σκορδιλάκης και Τσικουδάκης. Κατά την κατάληψη της Κρήτης από τους Γερμανούς οι συμμαχικές δυνάμεις είχαν οργανώσει άμυνα στα υψώματα του χωριού, όπου έγινε σκληρή μάχη μεγάλης χρονικής διάρκειας. Σ’ αυτή τη μάχη σκοτώθηκαν τρεις χωριανοί και ένας τραυματίσθηκε. Την 1η Οκτωβρίου 1944, η αντάρτικη ομάδα του χωριού, περίπου 30 άτομα, συνεδρίαζε σ’ ένα καφενείο, όπου δέχθηκε Γερμανική επίθεση μ’ αποτέλεσμα να σκοτωθεί ο Εμμ. Ν. Κοκοτσάκης 28 χρόνων. Από τους Γερμανούς σκοτώθηκαν μέλη της Εθνικής Αντίστασης οι: Ελευθέριος Εμμ. Σαριδάκης, Χαράλαμπος Μιχ. Σαριδάκης και Παναγιώτης Νικ. Κελαϊδής, στους Κάμπους Κυδωνίας στις 11 lουνίου του 1944.

Στο Αλβανικό μέτωπο σκοτώθηκαν οι: Νικόλαος Ι. Χατζηδάκης, Χαράλαμπος Α. Σκορδυλάκης και Μιχαήλ Α. Σαριδάκης.

Στη Μικρασιατική καταστροφή σκοτώθηκαν οι: Μιχαήλ Α. Τζομπανάκης και Μανούσος Α. Χατζηδάκης.

Το χωριό έχει αναδείξει: Ζωγράφους, γλύπτες και μουσικούς. Τα ονόματα είναι: ΣΤΑΥΡΟΣ ΕΜΜ. ΤΣlΚΟΥΔΑΚΗΣ: Ζωγράφος. Γεννήθηκε στα Μεγάλα Χωράφια το έτος 1945 και κατοικεί στην Αθήνα.

ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΜΑΝ. ΚΕΛΑΪΔΗΣ: Ζωγράφος. Γεννήθηκε στο Καλάμι και κατοικεί στην Αθήνα.

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΚΟΥΡΑΚΗΣ: Γλύπτης. Γεννήθηκε στα Μεγάλα Χωράφια το 1947 και πέθανε ύστερα από τραυματισμό σε τροχαίο δυστύχημα το 1982.

ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΚΟΚΟΤΣΑΚΗΣ: Βιολίστας. Ασχολήθηκε με την Κρητική μουσική μέχρι το 1950. Γεννήθηκε το 1920 και κατοικεί στα Μεγάλα Χωράφια.

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Β.ΚΟΚΟΤΣΑΚΗΣ: Βιολίστας. Ασχολείται με την Κρητική μουσική. Γεννήθηκε το 1946 και κατοικεί στα Μεγάλα Χωράφια.

ΝΙΚΟΛΑΟΣ Β. ΚΟΚΟΤΣΑΚΗΣ: Λαγουτιέρης. Ασχολείται με την Κρητική μουσική. Γεννήθηκε το 1949 και κατοικεί στα Μεγάλα Χωράφια.

ΠΕΤΡΟΣ Γ. ΚΟΚΟΤΣΑΚΗΣ: Λαγουτιέρης. Ασχολείται με την Κρητική μουσική. Γεννήθηκε το 1952 και κατοικεί στα Μεγάλα Χωράφια.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤ. ΣΑΡΙΔΑΚΗΣ: Βιολίστας. Ασχολείται με την Κρητική μουσική. Γεννήθηκε το 1953 και κατοικεί στα Μεγάλα Χωράφια.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΠ.ΣΑΡΙΔΑΚΗΣ: Λαγουτιέρης. Ασχολείται με την Κρητική μουσική. Γεννήθηκε το 1953 και κατοικεί στα Μεγάλα Χωράφια.

ΑΝΤΩΝΗΣ ΣΑΡΙΔΑΚΗΣ: Βιολίστας. Ασχολήθηκε με την Κρητική μουσική μέχρι το 1970. Γεννήθηκε το 1939 και κατοικεί στα Χανιά.

ΜΑΝΩΛΗΣ ΣΚΟΡΔΥΛΑΚΗΣ: Λαγουτιέρης. Ασχολείται με την Κρητική μουσική. Γεννήθηκε το 1933 και κατοικεί στα Χανιά.