Μενού Κλείσιμο

Κακόπετρος Χανίων

Ο Κακόπετρος είναι μικρό σχετικά χωριό της επαρχίας Κισάμου, που αποτελεί κοινότητα μαζί με τους οικισμούς του. Οι σπουδαιότεροι συνοικισμοί της κοινότητας είναι τα Κοτσιφιανά και τα Μεσαύλια.

Ολόκληρη η κοινότητα είναι κυριολεκτικά πνιγμένη στο πράσινο ανάμεσα σε αιωνόβια δέντρα από ελιές, καστανιές, καρυδιές και κάθε είδους οπωροφόρα. Τα χωριά της βρίσκονται σπαρμένα στις πλαγιές δυο λόφων. Η δυτική πλευρά ανήκει στον ανεξάρτητο λόφο Μονοδένδρι, ενώ η ανατολική στο λόφο Αγριμοκεφάλα που αποτελεί συνέχεια του βουνού Αποπηγάδι.

Ο Κακόπετρος βρίσκεται 38χλμ. νοτιοδυτικά των Χανίων και σε υψόμ. 420 περίπου μ. Οι 140 κάτοικοι του χωριού ασχολούνται κυρίως με τη γεωργία και η εργατικότητά τους έχει αποδώσει τους καρπούς της. Τα προϊόντα τους είναι το λάδι, τα κάστανα, τα πορτοκάλια, καθώς και λίγα κηπευτικά και κτηνοτροφικά. Στο υπέδαφος της περιοχής υπάρχει μετάλλευμα σιδήρου – πλούσιο σε περιεκτικότητα, πτωχό όμως σε ποσότητα.

Το όνομα Κακόπετρος λέγεται ότι προήλθε από κάποιο Χριστιανό με το όνομα Πέτρος, που ζούσε παλιότερα εδώ. Ο άνθρωπος αυτός, γνωστός μόνο με το μικρό του όνομα, ήταν ο φόβος και ο τρόμος των Τούρκων, που περνούσαν από κει. Το σπίτι του βρισκόταν στο συνοικισμό Ποντικού Πλάτανος δίπλα ακριβώς σε μια πηγή, όπου ξεδιψούσαν οι Τούρκοι, που πήγαιναν από την επαρχία Σελίνου προς τα Χανιά. Ο κακός Πέτρος τους παραφύλαγε από το σπίτι του και τους σκότωνε. Έτσι από το κακός Πέτρος προήλθε η ονομασία Κακόπετρος.

Πολλοί όμως υποστηρίζουν, ότι επειδή η περιοχή έχει πολλές κακές πέτρες προήλθε το όνομα Κακόπετρος. Η περιοχή όμως ούτε πολλές πέτρες έχει ούτε κακές είναι αν τις συγκρίνουμε με τις πέτρες άλλων περιοχών της Κρήτης. Πιθανά παλιότερα να θεωρούσαν τον ασβεστόλιθο, που καλύπτει το 1/4 της επιφάνειας της περιοχής, κακή και επιζήμια πέτρα. Αυτό όμως σήμερα θεωρείται απαράδεκτο. Στις ενετικές απογραφές, το χωριό εμφανίζεται με το όνομα Ποταμιά και το 1583 είχε 96 κατοίκους.

Κατά την Τουρκοκρατία οι Τούρκοι δεν κατοίκησαν εδώ. Ανάμεσα στον Κακόπετρο και το Μαλάθυρο βρίσκεται το ύψωμα Κάστρο του Μαλάθυρου, όπου υπάρχει βυζαντινό φρούριο. Το 1867 στο χωριό είχε εγκατασταθεί στρατόπεδο επαναστατών με αρχηγούς το Γιαννοuδοβαρδή και τον Αναστασάκη, που παρά τις συνεχείς επιθέσεις των Τούρκων των Βουκολιών και της Καντάνου, από τον Αύγουστο του 1867 μέχρι το Γενάρη του 1868, κρατήθηκε σταθερά και δεν έπεσε. Αντίθετα μάλιστα οι επαναστάτες κατάφεραν να κυνηγήσουν τον Αλη – Σαρχός μέχρι το Καστέλι.

Οι Κακοπετριανοί έδωσαν το αγωνιστικό τους «παρών» σ’ όλους τους αγώνες της Κρήτης για ελευθερία και ανεξαρτησία. Στη μάχη του Δρομόνερου, τον lούνιο του 1896, τους βρίσκουμε στο πλευρό των επαναστατικών δυνάμεων με καπετάνιο τους τον Δεσποτομανόλη, που έδωσε τη ζωή του για τον ιερό αγώνα. Ο Δεσποτομανόλης πέθανε δυο μήνες μετά τη μάχη, ύστερα από το θανάσιμο τραύμα που δέχτηκε. Αλλά και σ’ όλους τους απελευθερωτικούς αγώνες του έθνους μας οι κάτοικοι του Κακόπετρου αγωνίστηκαν και θυσίασαν τη ζωή τους για την πατρίδα τους, όπως ο Στυλιανός Τσιχλάκης του Μιχαήλ και ο Σπύρος Τσιχλάκης, που έχασαν τη ζωή τους κατά το Μακεδονικό αγώνα από τις κακουχίες του πολέμου.

Κατά τη Γερμανική Κατοχή όταν ολόκληρο το νησί στέναζε κάτω από τη γερμανική κυριαρχία, οι Κακοπετριανοί συνέχισαν την αγωνιστική τους παράδοση και αντιστάθηκαν με θάρρος στο νέο κατακτητή. Το χωριό όμως πλήρωσε την αντίστασή του με το αίμα των κατοίκων του, αφού οι εκτελέσεις ήταν ένα συχνό φαινόμενο για τον Κακόπετρο. Το 1941 οι Γερμανοί εκτέλεσαν στο συνοικισμό Λουφαρδάκηδων 5 γυναίκες καθώς και ένα μωρό 2 χρόνων. Επίσης το Μάρτιο του 1944 ένας Γερμανός, ύστερα από τη φιλονικία του με κάποιο χωριανό, άρχισε να πυροβολεί όποιον έβρισκε μπροστά του. Το γεγονός αυτό στοίχισε τη ζωή πολλών Κακοπετριανών. Οι εκτελέσεις όμως δε σταμάτησαν εδώ, στις 28 Αυγούστου του ίδιου χρόνου έγινε εξόρμηση των Γερμανών στο χωριό σε αντίποινα για την επίθεση των ντόπιων εναντίον τους, στην τοποθεσία Άναβον. Αποτέλεσμα της εξόρμησης ήταν η εκτέλεση τεσσάρων αδελφών, ηλικίας 17-25 χρόνων, καθώς και πολλών άλλων ατόμων. Στη στροφή του δρόμου προς την Παλαιόχωρα και πάνω ακριβώς από το σχολείο βρίσκεται μια μαρμάρινη στήλη, που έστησε η πολιτεία το 1973 στη μνήμη του ήρωα Νικόλαου Ιερωνυμάκη.

Στην Κατοχή οι Γερμανοί έτυχε να κάνουν έρευνα σ’ ένα φορτηγό, που κατέβαινε από το Σέλινο γεμάτο επιβάτες. Στο σακίδιο του Ιερωνυμάκη βρήκαν χρυσές λίρες Αγγλίας, έγγραφα και άλλα αντικείμενα αγγλικής κατασκοπείας. Οι Γερμανοί θα εκτελούσαν όλους τους επιβάτες και θα έκαιγαν το αυτοκίνητο, αν κάποιος δεν δήλωνε σε ποιον ανήκε το σακίδιο και ποιος ήταν ο προορισμός του. Τους έστησαν στο αυλάκι του δρόμου και τότε ο Ιερωνυμάκης έκανε ένα βήμα μπροστά και με θάρρος δήλωσε στους ναζί «δικό μου είναι». Αμέσως τον έδεσαν με σχοινιά στο άγκιστρο του αυτοκινήτου τους και τον έσυραν αγρίως. Καταρρακωμένος όπως ήταν από τις πληγές, υπέμεινε το μαρτύριό του καρτερικά. Στη συνέχεια τον κρέμασαν σε μιαν αχλαδιά, που βρισκόταν εκεί κοντά και αφού τον λόγχισαν τον άφησαν στην τύχη του.

Αξίζει ακόμα να αναφέρουμε κάποιο γεγονός, που σύμφωνα με μαρτυρίες συνέβη στο χωριό στη διάρκεια της Κατοχής και δείχνει τα απάνθρωπα αισθήματα των ναζί. Σε μια, από τις πολλές εκτελέσεις ένας χωριανός, ο Αναστάσιος Μαλανδράκης προσπάθησε να ξεφύγει, οι Γερμανοί όμως τον πυροβόλησαν και ο Μαλανδράκης τραυματίστηκε στην κοιλιά. Τελικά με τη βοήθεια των χεριών του κατάφερε να μπει στο σπίτι του, που βρισκόταν εκεί κοντά. Ο Γερμανός όμως τον ακολούθησε, μπήκε στο σπίτι και τον βρήκε να ψυχομαχεί, ενώ η μητέρα του έκλαιγε σπαρακτικά και του ζητούσε έλεος. Τότε ο Γερμανός εντελώς ψύχραιμος, αφού πρώτα τον φωτογράφισε, έτσι όπως βρισκόταν, τον εκτέλεσε μέσα στο σπίτι και πάνω στο κρεβάτι του.

Σήμερα στον Κακόπετρο οι παλιότεροι διηγούνται πολλές ιστορίες σχετικές με το χωριό και τους ανθρώπους του. Κάποτε, λένε λοιπόν οι γεροντότεροι, ζούσε στο χωριό ένας άνθρωπος με το όνομα Τσιχλάκης. Αυτός λέγεται ότι μπορούσε να βαστάζει τεράστιο βάρος, Κάποια μέρα λοιπόν ένας Τούρκος από τα Δελιανά κάλεσε τους κατοίκους του Κακόπετρου να βοηθήσουν στη μεταφορά κυπαρισσιών από τα Παλιά Ρούματα, που τα χρησιμοποιούσαν για οικοδομή. Ο Τσιχλάκης όμως άργησε να φανεί και για ν’ αποφύγει τα αντίποινα, πήρε το δρόμο για τα Δελιανά μόνος του. Στο δρόμο όμως είδε έναν κορμό κυπαρισσιού δεμένο με ξύλα,«δοκίδες» όπως τις λένε και σήμερα ακόμα στο χωριό. Φαίνεται ότι θα τον μετέφεραν κάπου 6 με 8 άτομα, αλλά στα μισά του δρόμου κουράστηκαν και τον άφησαν. Τότε ο Τσιχλάκης τον σήκωσε μόνος του και τον πήγε στον αγά. Ο Τούρκος για ανταμοιβή του έδωσε έναν κορωνιό, δηλαδή ένα μεγάλο πήλινο και βαρύ δοχείο κάτι σαν πιθάρι γεμάτο σιτάρι (25 – 30 162 οκάδες ) και ένα τυρί. Του δήλωσε όμως ότι όλα αυτά θα του τα χάριζε μόνο εάν θα κατάφερνε να τα μεταφέρει στον ώμο του, μέχρι την τοποθεσία Ορθό Πόρο, στα μέσα δηλαδή της απόστασης από τα Δελιανά προς τον Κακόπετρο.

Ο Τσιχλάκης λοιπόν τα σήκωσε και ξεκίνησε. Ο αγάς είχε στείλει από πίσω του έναν Τούρκο για να τον παρακολουθεί, αν θα σταματούσε ενδιάμεσα και σε κοντινότερο σημείο θα τον σκότωνε. Όχι μόνο στον Ορθό Πόρο έφθασε ο Τσιχλάκης, αλλά πάντα μαζί με το δύσκολο φορτίο του, κατέβηκε τον κατήφορο και έφθασε στο σπίτι του. Όταν επέστρεψε ο έμπιστος Τούρκος στον αγά, του είπε:«Βάλαϊ Αφέντη μου, κι εγώ αν εκάθιζα πάνω του θα με πήγαινε στο σπίτι του». Το συνολικό βάρος που υπολογίζεται ότι σήκωνε αυτός ο άνθρωπος, ήταν περίπου 100 οκάδες δηλαδή 120 κιλά.

Πολλές είναι οι ιστορίες που διηγούνται οι γεροντότεροι για τον παπα – Μιχάλη και το γιο του, τον παπα – Κωνσταντίνο. Λέγεται λοιπόν ότι κάποτε ο παπα – Μιχάλης είχε ένα αμπέλι στα Ζυμπραγού, που το καλλιεργούσαν Τούρκοι. Κάποια μέρα που ο παπα – Μιχάλης τους πήγε το μεσημέρι φαγητό, άρχισε μαζί τους μια συζήτηση, όπου οι μεν Τούρκοι υποστήριζαν ότι η θρησκεία τους ήταν η σωστή, ο δε παπάς ότι η δική του ήταν η σωστότερη. Τότε ένας Τούρκος του είπε: «Αν η θρησκεία σας παπά μου, είναι η σωστή, πες στα δυο αυτά κοράκια που πετούν, να πέσουν κάτω». Τότε ο παπα – Μιχάλης είπε: «θεέ μου, αν είσαι πραγματικός, να πέσουν κάτω τα κοράκια». Πράγματι αμέσως έπεσαν και τα δυο κοράκια κάτω ψόφια.

Ο ίδιος παπάς κάποια μέρα τσακώθηκε με το Μιχάλη Τσιχλάκη και κτυπήθηκαν για περιουσιακές διαφορές. Τότε ο παπα – Μιχάλης αφόρισε τον Τσιχλάκη. Κάνενας απόγονος του Τσιχλάκη δε σώθηκε, πέθαναν τέσσερα αγόρια του και μόνο ένα, ο Αντώνης, και δυο κορίτσια του σώθηκαν. Αλλά και η δράση του παπα – Κωνσταντίνου ήταν ισάξια μ’ αυτή του παπα – Μιχάλη. Κάποτε λοιπόν ο παπα – Κωνσταντίνος πήγαινε προς τα Παλαιά Ρούματα για να προσφέρει τη θεία κοινωνία σε έναν άρρωστο με το όνομα Μπιτζανάκης. Στο δρόμο όμως συνάντησε έναν κριό, που τον εμπόδιζε να περάσει με τα κέρατά του. Τότε ο παπάς, αφού άφησε κάτω με ευλάβεια την Αγία μετάληψη, πήρε ένα μικρό χαλίκι και το πέταξε στον κριό. Το ζώο έπεσε αμέσως κάτω νεκρό.

Ο ίδιος παπάς λέγεται ότι το 1918 αφόρισε τη Μαρία Τσιχλάκη, κόρη της αδελφής του, για περιουσιακές διαφορές. Η Μαρία επέμενε στις απόψεις της και ο παπάς στις δικές του. Τότε ο παπα – Κωνσταντίνος της είπε: «Ανάθεμα να έχεις και καλό να μη κάμεις ποτέ σου». Από τότε η Μαρία έμεινε στο κρεβάτι άρρωστη 7 ολόκληρα χρόνια. Ο μάγος Αντώνιος Σκουνάκης από τις Λουσακιές της συνέστησε να καταφύγει στον ίδιο παπά για να γιατρευτεί. Πραγματικά η άρρωστη γύρισε στο θείο της και αφού τον παρακάλεσε, της έλυσε τα δεσμά του πονηρού και έζησε υγιής πια, για 24 χρόνια ακόμη. Το ίδιο περίπου περιστατικό συνέβη και στην κόρη της Μαρίας, τη Βασιλικώ. Ακόμα και μια άλλη γυναίκα με το όνομα Κουκουράκη από τα Βασιλιανά, υπέφερε από αφορεσμό άλλου ιερέα και κατέφυγε στον παπα – Κωνσταντίνο για να τη γιατρέψει. Πραγματικά τα λόγια του ιερέα «αν είσαι αφορισμένη να λύσουν τα δεσμά σου και να δείξει θαύμα» ήταν αρκετά για να γιατρέψουν τη γυναίκα. Την άλλη μέρα κάτω από το μαξιλάρι της βρέθηκε σωρός από σκουλήκια.

Στα 1908, έξι άτομα παραφύλαγαν κάπου για να σκοτώσουν το Δημήτριο Περράκη. Από λάθος, όμως, σκότωσαν το Νικόλαο Καρπαδάκη, παιδί του αδελφού του παπα -Κωνσταντίνου. Τότε ο ιερέας αφόρισε τους φονιάδες και μέσα σε μια δεκαετία πέθαναν όλοι.

Στα Παλιά Ρούματα ζούσε κάποτε κάποιος Παλλικάρης. Οι βοσκοί έκοβαν τις καστανιές του και ο Παλλικάρης ζήτησε τη βοήθεια του παπα – Κωνσταντίνου. Αυτός τότε πήγε στο παρεκκλήσι του Τραχινού, τον Άγιο Γεώργιο, και εκεί διάβασε τον αφορεσμό. Τη στιγμή εκείνη, ενώ ήταν Μάιος, άρχισε να βροντά και να πέφτει χαλάζι, ενώ ο ναός σκίστηκε στα δυο.

Η Ελασία Περράκη μας λέει ότι θυμάται πολύ καλά ένα περιστατικό, που συνέβη ανάμεσα στον ίδιο παπά και τον πατέρα της. Ο ιερέας αυτός είχε έναν κριό, που κτυπήθηκε με τον κριό του πατέρα της. Μετά απ’ αυτό ο κριός του ιερέα ψόφησε. Τότε ο παπάς παρουσιάστηκε στο Θεόδωρο Περράκη και του παραπονέθηκε, εκείνος όμως δεν έδωσε καμιά σημασία και δεν έδειξε διάθεση να πληρώσει. Μέσα σε 10 μέρες τα 8 από τα 9 πρόβατά του ψόφησαν. Το τελευταίο σώθηκε γιατί πρόλαβε και το πούλησε. Λέγεται ακόμα ότι στο σπίτι του Γεωργίου Κωνσταντίνου Καμπαδάκη, γιου του παπα – Κωνσταντίνου φυλάσσεται χειρόγραφο ευχολόγιο με εξορκισμούς. Επίσης φυλάσσεται ευαγγέλιο με την αφιέρωση «τω μακαριωτάτω Πατριάρχη Ιεροσολύμων Χρυσάνθω τω Νοταρά. Νεωστί δε αναλώμασι και δαπάνη Αντωνίου του Βόρτολι. Μετατυπωθέν το 1754 παρά Νικολάου Σάρω». Στην τελευταία σελίδα του ευαγγελίου αυτού ο παπα-Κωνσταντίνος γράφει: «Έτος 1875 Οκτώβριου 9 εκυμυθίκεν ο πατερά μου Μιχαήλ ιερεύς». (Το ιδιόχειρο αυτό του παπα – Κωνσταντίνου το αντιγράφουμε ακριβώς όπως έχει).

Ο προστάτης του χωριού είναι ο Άγιος Γεώργιος, μια πολύ όμορφη εκκλησία με ρυθμό βασιλικής. Το τέμπλο του ναού είναι πολύ παλιό σκαλιστό και εξαιρετικής τέχνης, πιστεύεται ότι κατασκευάστηκε στα 1600. Λίγο πιο κάτω από τον Άι Γιώργη και στη συνοικία Παπαδιανά βρίσκεται το περίφημο βυζαντινό εκκλησάκι του Μιχαήλ Αρχάγγελου γνωστού για τις θαυμαστές βυζαντινές τοιχογραφίες του. Σήμερα οι τοιχογραφίες αυτές έχουν φθαρεί αρκετά, εξαιτίας της πολυκαιρίας αλλά και της ιεροσυλίας των Τούρκων κατακτητών.

Τελευταία το χωριό απέκτησε μιαν ακόμα εκκλησία τη Μεταμόρφωση του Κυρίου. Τα εγκαίνια της εκκλησίας αυτής έγιναν στις 27 Αυγούστου του 1961 από το θεοφιλέστατο επίσκοπο Κισάμου και Σελίνου Ειρηναίο Γαλανάκη.

Από τις πλαγιές των λόφων όπου είναι κτισμένη η κοινότητα του Κακόπετρου αλλά και από τις ψηλότερες κορυφογραμμές κυλούν το χειμώνα ορμητικά νερά, που σχηματίζουν, ένα χείμαρρο, το Σπηλιανό ή Κακοπερθιανό ποταμό. Το ποτάμι αυτό εκβάλλει σε μια περιοχή ανάμεσα στον Ταυρωνίτη και το Κολυμπάρι.

Στη θέση Ποντικού Πλάτανος βρίσκεται μια όμορφη πηγή, που λέγεται ότι το νερό της είναι ιαματικό. Στα ανατολικά της πηγής και σε απόσταση 80 με 100 μέτρα απ’ αυτή βρίσκεται ένα πλατάνι Λέγεται ότι κάποτε σ’ αυτό το μέρος κάποιος Χριστιανός σκότωσε έναν Τούρκο που περνούσε από κει και άκουγε στο όνομα Ποντικός.

Επίσης στην περιοχή του Κακόπετρου υπάρχει σήμερα μια βρύση που λέγεται του Μπραΐμη η βρύση. Λέγεται ότι η βρύση αυτή ανήκε κάποτε σ’ έναν Τούρκο που είχε το όνομα Μπραΐμης. Ο Τούρκος αυτός, σύμφωνα με την παράδοση, ήταν Χριστιανός, αναγκάστηκε όμως να τουρκέψει από τα πολλά βασανιστήρια που του έκαναν οι Τούρκοι.

Ακόμα στην περιοχή Σταματινόλακκος υπήρχε επί Τουρκοκρατίας τουρκικό φυλάκιο. Η περιοχή αυτή είναι μια μικρή κορυφή, όπου βρίσκεται λάκκος μισού στρέμματος. Η τοποθεσία αυτή ανήκε παλιότερα σε κάποιο Σταμάτη και έτσι πήρε τ’ όνομά του. Στο πιο ψηλό σημείο της τοποθεσίας αυτής είχαν οι Τούρκοι τοποθετήσει ένα φυλάκιο, που τη νύκτα έπαιρνε σήματα από τη Γραμβούσα και άλλα σημεία της πεδινής Κισάμου και τα μετέδιδε σε άλλα ορεινά σημεία της επαρχίας.

Στην περιοχή υπάρχει ακόμα μια συνοικία, το Μετόχι. Το Μετόχι ανήκε στη δικαιοδοσία του αγά, που έμενε σε αρχοντικά των Παλαιών Ρουμάτων, ήταν δηλαδή όπως θα λέγαμε σήμερα Μετόχι του αγά των Ρουμάτων.

Στη συνοικία Χατζιανά ζούσαν παλιότερα Τούρκοι και Χριστιανοί, που ήταν χατζήδες. Δηλαδή οι μεν Χριστιανοί είχαν επισκεφθεί τους Άγιους τόπους οι δε Τούρκοι την ιερή τους πόλη Μέκκα.

Στα 1866 κάποιοι Χριστιανοί σκότωσαν έναν Τούρκο νιζάμη. Το φονικό έγινε σε μια τοποθεσία στα δυτικά του χωριού, που σήμερα λέγεται του Νιζάμη το Χαράκι. Η πιο ψηλή κορυφή του Μονοδενδρίοu, που βρίσκεται πάνω από τη συνοικία Χατζιανά, ονομάζεται του Κριάρη η βάρδια. Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση αυτή τη βουνοκορφή τη φύλαγε ο καπετάν Κριάρης από το Αζωγυρέ Σελίνουμαζί με τα παλικάρια του. Μάλιστα λέγεται ότι ακόμα και σήμερα σώζονται εκεί τα μετερίζια απ’ όπου πολεμούσαν τους Τούρκους.

Οι σημερινοί κάτοικοι του Κακόπετρου είναι γνήσιοι Κρητικοί, άποικοι από τα γύρω μέρη. Οι παλιότερες οικογένειες του χωριού είναι οι Γιακουμάκηδες, Δρακουλάκηες, Δεσπoτάκηδες, Θεoδωράκηδες, Καρμπαδάκηδες, Κοτσιφάκηδες, Λουφαρδάκηδες, Μαθιουδάκηδες, Περράκηδες, Περδικάκηδες, Σολανάκηδες, Τσιχλάκηδες και Κοτσιφαράκηδες.

*Στοιχεία από 15ετή έρευνα 1980-1995.

Φωτογραφίες: https://averoph.wordpress.com