Μενού Κλείσιμο

Καϊνά Χανίων

Χωριό και κοινότητα της επαρχίας Αποκορώνου. Απέχει από τα Χανιά 27χμ. Βρίσκεται σε υψόμ. περί τα 300μ. Είναι στο κέντρο της επαρχίας Αποκορώνου και 1,5χλμ. ανατολικά της εθνικής οδού Χανίων – Ρεθύμνου, από το χωριό Μπαμπαλή ή Άγιοι Πάντες.

Ο αριθμός των κατοίκων ανέρχεται στα 170 περίπου άτομα. Οι κάτοικοι ασχολούνται με την καλλιέργεια ελιάς, αμπέλου, βρόμης, σιταριού, κριθαριού και κουκιών. Υπάρχουν ελάχιστα κηπευτικά και οπωροφόρα. Η περιοχή είναι κυρίως κτηνοτροφική. Στο χωριό Κάινα ανήκουν οι οικισμοί Πλάτανος και Μπαμπαλή ή Άγιοι Πάντες.

Το χωριό βρίσκεται στη θέση του αρχαίου τοπωνύμιου Καινώ, Καίνος ή Κάνος, που αναφέρει ο Διόδωρος ο Σικελιώτης. Στο μέρος αυτό πίστευαν ότι γεννήθηκε η Βριτόμαρπις Δίκτυννα.

Είναι πιθανόν το χωριό να υπήρχε από την εποχή των Ενετών, πράγμα το οποίο μαρτυρούν κάποια κτίρια που διασώζονται. Η σημερινή Κάινα κτίστηκε επί Τουρκοκρατίας και φέρει την ονομασία Παλιά Κάινα.

Το πρώτο όνομα του χωριού ήταν Κόκκινη Βιόλα. Η λέξη βιόλα είναι όνομα που δίνεται στις ανεμώνες ή τις γαριφαλιές. Κατά τη γνώμη του ιερέα του χωριού, Βιόλα ονομάστηκε γιατί είναι το υψηλότερο χωριό, σε περίοπτη θέση, απ’ όπου άνετα κανείς θαυμάζει τα χωριά του Αποκόρωνα.

Όπως αναφέρει η παράδοση, οι Τούρκοι έκαψαν το χωριό εφτά φορές και από το γεγονός αυτό ονομάστηκε Κάινα ή Καΐνα.

Στην Κάινα είχε την έδρα του ο τρομερός γενίτσαρος Μεχμέτ, ο οποίος το 1813 συγκέντρωσε 400 οπαδούς του, όταν ο Χατζή Οσμάν Πασάς εκτελώντας τη διαταγή του σουλτάνου για την πάταξη των αιμοβόρων αγάδων, του επιτέθηκε. Στη σύγκρουση αυτή, ο Χατζή Οσμάν Πασάς, με τη βοήθεια του Γιάννη Μουτσάκη από τους Κάμπους, κατατρόπωσε το γενίτσαρο Μεχμέτ και τους οπαδούς του, ένα ακόμα γεγονός που έδωσε στο Χατζή Οσμάν την ονομασία Πνιγάρης.

Οι κάτοικοι του χωριού Κάινα διηγούνται πολλούς θρύλους. Στην τοποθεσία Κλουμπά είναι το σπήλαιο Λιθωμένη Κοπελιά, όπου μέσα υπάρχουν δυο απολιθώματα: μιας γυναίκας κι ενός βοδιού. Ο θρύλος λέει ότι το βόδι μυγιάστηκε (το τσίμπησε οίστρος) και η κοπέλα μούτζωσε το Θεό, βλαστήμησε, επειδή δεν μπορούσε να πιάσει το βόδι, Η τιμωρία της ήταν ν’ απολιθωθεί μαζί με το βόδι.

Στο χωριό υπάρχουν δυο κουλέδες (τούρκικοι πύργοι). Σώζονται τα θεμέλιά τους. Στο σημείο αυτό υπάρχει και μια πέτρα, όπου οι Τούρκοι προσεύχονταν.

Οι κάτοικοι διηγούνται ότι από το παλιό χωριό, όπου κατοικούσαν, έβλεπαν στον απέναντι λόφο ένα φως ν’ ανάβει μέσα σε βάτο. Μαγνητισμένοι, πήγαν εκεί, έψαξαν και βρήκαν την εικόνα του Αγίου Παντελεήμονα. Στο σημείο εκείνο έκτισαν προς τιμή του Αγίου την ομώνυμη εκκλησία κι άρχισαν να έρχονται να κατοικήσουν από τα γύρω μέρη. Γύρω, λοιπόν, από την εκκλησία αυτή κτίστηκε το χωριό. Η εικόνα του Αγίου σώζεται μέχρι σήμερα.

Ένα γεγονός, που συνέβη την εποχή της Γερμανικής Κατοχής, διηγούνται οι κάτοικοι. Στο ιερό της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου, οι πατριώτες είχαν κρύψει τα όπλα τους. Όταν οι Γερμανοί έκαναν έφοδο στο χωριό, ένας Γερμανός στρατιώτης προσπάθησε να μπει στην εκκλησία, αλλά τη βρήκε κλειδωμένη, Κατευθύνθηκε λοιπόν προς το γειτονικό σπίτι με σκοπό να ζητήσει το κλειδί της ο εκκλησίας, μα στο δρόμο γλίστρησε και εκπυρσοκρότησε το όπλο που είχε στη ζώνη του, με συνέπεια να τραυματιστεί θανάσιμα. Οι χωρικοί απέδωσαν το γεγονός σε θαύμα του Αγίου. Προτού πεθάνει ο Γερμανός στρατιώτης, δήλωσε ότι το συμβάν ήταν ατύχημα, για το οποίο δεν ευθύνονταν οι χωριανοί.

Ακόμη, οι κάτοικοι διηγούνται ότι στην ίδια εκκλησία ακούνε θορύβους, ανοίγουν πόρτες, γεγονότα που τους γεμίζουν με φόβο, Επικρατεί η γενική πεποίθηση ότι τα φαινόμενα αυτά προκαλούνται από Σαρακηνούς. Μια γυναίκα μάλιστα υποστηρίζει ότι είδε το φάντασμα του Σαρακηνού. Σε παρόμοιες διηγήσεις, οι κάτοικοι μιλούν για νεράιδες.

Η κύρια πηγή ύδρευσης του χωριού ήταν το Σοποτό. Όποιοι βρίσκονταν εκεί τη νύχτα για να πάρουν νερό, έβλεπαν νεράιδες που πλέναν τα ρούχα τους και κρατούσαν κόπανα με τα οποία τα κτυπούσαν. Οι χωρικοί λένε πως εκεί ο καθένας νομίζει ότι τον δέρνουν, γι’ αυτό και όλοι αποφεύγουν να περάσουν ή να πάρουν νερό. Πιστεύουν ακόμα, ότι οι νεράιδες έσπαζαν τις λαΐνες (δεξαμενές) του χωριού.

Στην τοποθεσία Ρούματα είναι κτισμένη η εκκλησία του Αγίου Φανουρίου. Τη μέρα της γιορτής του Αγίου (27Αυγούστου), γινόταν πανηγύρι και συγκεντρώνονταν πολλοί προσκυνητές, οι οποίοι θεωρούσαν τον Άγιο θαυματουργό. Για τη θεμελίωση της εκκλησίας διηγούνται το εξής περιστατικό: Ο Άγιος Φανούριος ονείρεψε κάποιο χωρικό ότι στη θέση Ρούματα, στην κουφάλα μιας χαρουπιάς, που στη ρίζα της ανέβλυζε νερό, θα έβρισκε το εικόνισμά του και τον προέτρεψε να κτίσει στο μέρος εκείνο μια εκκλησία. Ένας χωρικός, ονόματι Χαρίτος, ανέλαβε το κτίσιμο, όμως ζήτησε περισσότερα χρήματα απ’ αυτά που είχαν συμφωνήσει. Η θεία δίκη τον τιμώρησε. Μια πέτρα έπεσε στο πόδι του, τον τραυμάτισε και το τραύμα αυτό έγινε η αιτία του θανάτου του. Ο εγωισμός του χωρικού αυτού δεν τον άφησε να παραδεχτεί ότι η τιμωρία του οφειλόταν στην απληστία του.

Στο χωριό βρίσκεται και η εκκλησία του Αγίου Αντωνίου. Επίσης εδώ συναντάμε τον αφιερωμένο στο όνομα της Παναγίας ναό, που είναι περίπου 200 χρόνων. Τότε που κτιζόταν, άνοιξαν μια στέρνα για να έχει νερό η εκκλησία και ανακάλυψαν υπόγειο σπήλαιο με σταλακτίτες και σταλαγμίτες. Κατασκευάστηκε σιδερένια σκάλα για να κατεβαίνουν στη σπηλιά, με ημερομηνία κατασκευής το 1896. Η Παναγία αυτή λέγεται Μποδιανή, γιατί, όπως λέει ο θρύλος, κάθε φορά που έρχονταν οι Τούρκοι, η ίδια η Παναγία κτυπούσε την καμπάνα κι οι χωρικοί έπαιρναν τα μέτρα τους. Η Παναγία δηλαδή ήταν εκείνη που εμπόδιζε τους Τούρκους.

Μερικές οικογένειες του χωριού κατάγονται από τα Σφακιά. Από τις παλιότερες οικογένειες είναι οι: Φραντζεσκάκηδες, Αποστολάκηδες, Φυντριλάκηδες, Παντελάκηδες, Σταυρουλάκηδες, Μαυροματάκηδες, Παναγιωτάκηδες, Ρουμπεδάκηδες, Συτζανάκηδες.

*Στοιχεία από 15ετή έρευνα 1980-1995.

Φωτογραφία: https://topo.directory