Μενού Κλείσιμο

Γαύδος Χανίων

Νησί της επαρχίας Σελίνου, του νομού Χανίων. Μέχρι το 1950 υπαγόταν στην επαρχία Σφακίων. Η αλλαγή επαρχίας οφείλεται στο γεγονός ότι οι πιο πολλοί Γαυδιώτες εγκαταστάθηκαν στην Παλαιοχώρα Σελίνου, όπου αποτέλεσαν δική τους συνοικία τα Γαυδιώτικα. Η Γαύδος βρίσκεται στο Λιβυκό Πέλαγος, έχει έκταση 36.000 τ.μ. και το ψηλότερο σημείο της απέχει από τη θάλασσα 384μ. Έχει 72 κατοίκους που ασχολούνται με την παραγωγή κτηνοτροφικών προϊόντων και σιτηρών, με την αλιεία και το κυνήγι.

Στην κοινότητα της Γαύδου ανήκουν οι συνοικισμοί Καστρί, Άμπελος, Βατσιανά, Γαλανά, Ξενάκι, Μετόχια, Ντρεδιανά και Φραγκιαδιανά, από τους οποίους οι τρεις τελευταίοι δεν κατοικούνται πλέον. Στην κοινότητα Γαύδου, επίσης, ανήκει και το νησί Γαυδοπούλα.

Τα μόνα δένδρα που υπάρχουν στο νησί είναι μερικές χαρουπιές, συκιές και πολλά κέδρα, που οι καρποί τους, τα κεδρόκουκα, έχουν σπουδαίες ιδιότητες. Οι γυναίκες της Γαύδου φημίζονται για την ευγονία τους και πιστεύεται ότι αυτό οφείλεται στα κεδρόκουκα.

Η Γαύδος είναι το νοτιότερο νησί της Ευρώπης. Ήταν μια από τις 100 πόλεις της Κρήτης. Το πρώτο της όνομα, σύμφωνα με τον Καλλίμαχο, ήταν Ωγυγία, νησί που αναφέρει ο Όμηρος στην «Οδύσσειά του και στο οποίο κατοικούσε η νύμφη Καλυψώ. Κατόπιν ονομάστηκε Κλαύδος από το Ρωμαίο αυτοκράτορα Κλαύδιο. Επειδή όμως οι Ενετοί δεν μπορούσαν να προφέρουν το Κλαυ, το μετονόμασαν σε Γκάβδο και σήμερα γράφεται Γαύδος. Μια άλλη εκδοχή, σχετικά με την προέλευση του ονόματος, αναφέρει ότι επειδή το νησί λεηλατούνταν συχνά από τους πειρατές, οι κάτοικοί του, για να προφυλαχτούν, ειδοποιούνταν απ’ αυτούς που αντιλαμβάνονταν τους πειρατές συνθηματικά με γαυγίσματα (γαυ – γαυ) απ’ όπου και προήλθε η λέξη Γαύδος.

Η ύπαρξη της Γαύδου βεβαιώνεται από αρχαιοτάτων χρόνων, από ερείπια, υδραγωγεία και τείχη της λίθινης, της μινωικής και της ρωμαϊκής εποχής, που βρέθηκαν εδώ. Ο Spratt ήταν εκείνος που παρατήρησε ερείπια της ελληνικής περιόδου. Βρήκε και ένα ακέφαλο γυναικείο άγαλμα από μάρμαρο της Πάρου, το οποίο σήμερα βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο.

Κατά την α’ βυζαντινή περίοδο πρέπει να είχε πολλούς κατοίκους, αφού υπήρχε και επισκοπή. Κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας, ήταν γνωστή με τ’ όνομα Gozzo και αποτελούσε καταφύγιο των κουρσάρων. Γι’ αυτόν το λόγο ήταν ακατοίκητη. Ο Spratt, που επισκέφθηκε το νησί το 1859, αναφέρει ότι ήταν ακόμη ιδιοκτησία των Σφακιανών και οι κάτοικοί του ήταν ενοικιαστές. «Πρωτόγονοι στην ενδυμασία, στους τρόπους και στις ιδέες τους». Οι περισσότεροι κάτοικοι σήμερα είναι Σφακιανοί στην καταγωγή.

Οι παλιότερες οικογένειες ε ίναιοι:Νταμοράκηδες, Πατεράκηδες, Νικολετάκηδες, Κουμαντάκηδες, Κατσουνάκηδες, Κατσουλάκηδες, Γερωνυμάκηδες, Μπικάκηδες, Λουγιάκηδες, Βαϊλανάκηδες και Μαστοράκηδες.

Γύρω από το νησί, επειδή το βάθος της θάλασσας είναι μεγάλο – μεταξύ Γαύδου και Παλαιοχώρας είναι 1.000μ. – έχουν γίνει πολλά ναυάγια, σχετικά με τα οποία κυκλοφορούν ορισμένες παραδόσεις. Μια παράδοση αναφέρει ότι εδώ ναυάγησαν οι 99 Άγιοι Πατέρες. Τα παλιά χρόνια τα καΐκια επικοινωνούσαν μεταξύ τους με καμπάνες.

Μια άλλη παράδοση αναφέρει ότι ένας ψαράς, που ονομαζόταν Γερωνυμάκης, καθώς παρατηρούσε με γυαλί το βυθό, είδε μια καμπάνα που ανήκε σε κάποιο ναυάγιο, 13 οργιές βαθιά στη θάλασσα. Τότε, παρακάλεσε την Παναγία να τον βοηθήσει να τη βγάλει και την έταξε στη χάρη της. Πράγματι τα κατάφερε, αλλά κουφάθηκε. Στη συνέχεια πήγε την καμπάνα και την κρέμασε σ’ ένα κέδρο έξω από την εκκλησία της Παναγίας. Οι Σφακιανοί καπεταναίοι που έρχονταν στο νησί, αποφάσισαν να την πάρουν μαζί τους στα Σφακιά, γεγονός που μόλις πληροφορήθηκε ο Γερωνυμάκης είπε: «Παναγία μου, αν τους αφήσεις να την πάρουν, θα σε αναθυμιάσω με καβαλίνες». Στο μεταξύ οι Σφακιανοί έχοντας την καμπάνα προχωρούσαν για το χωριό τους. Κάθε 50μ. όμως ‘βάραινε όλο και περισσότερο και έτσι αναγκάστηκαν να την επιστρέψουν, οπότε και έγινε ελαφριά, όπως στην αρχή.

Στην Κατοχή ένας Γερμανός στρατιώτης, που πήγε να ερευνήσει το ναρκοπέδιο της περιοχής, έκανε σκοποβολή στην καμπάνα, η οποία τρύπησε. Αργότερα, καθώς ερευνούσε το ναρκοπέδιο, ανατινάχτηκε. Την καμπάνα που υπάρχει ακόμη σήμερα την επισκεύασαν οι κάτοικοι, αλλά δεν απέκτησε τον παλιό της ήχο.

Στο χωριό του νησιού Κεφαλή σώζονται τα ερείπια ενός τείχους που λέγεται ότι. έκτισε ο αυτοκράτορας των Ρωμαίων Τίτος. Το τείχος αυτό είχε σχήμα μισοφέγγαρου με 3μ. πάχος. Επίσης, λέγεται ότι ο αυτοκράτορας σκόπευε να κτίσει και ένα άλλο τείχος «στη Μικρή Βίγλα και τη Μεγάλη Βίγλα που είναι η ψηλότερη τοποθεσία της Γαύδου, αλλά δεν πρόλαβε.

Τα τοπικά φαγητά των κατοίκων της Γαύδου είναι η παχούντα και τα κερδόκα. Το πρώτο γίνεται με κριθάρι που το θερίζουν χλωρό, το τρίβουν με τα χέρια, το φουρνί ζουν στον φούρνο και παίρνει το άρωμα του καφέ, το αλέθουν σε πέτρινο χειρόμυλο, το περνάνε από κρισάρα, το ζυμώνουν και αφού το κάνουν σαν κεφτέδες, το τρώνε ωμό. Μερικές φορές βάζουν πάνω, λάδι ή ζάχαρη ή μέλι, το οποίο παράγεται εκεί και είναι αγνό. Το δεύτερο είναι ο καρπός του κέδρου, που βγάζει ένα άρωμα σαν αυτό του λιβανιού και τον τρώνε, όπως τον κόβουν από το δένδρο, αφού προηγούμενα τον αφήσουν να ωριμάσει.

Στη Μάχη της Κρήτης πήραν μέρος 18 κάτοικοι του νησιού. Αξίζει να σημειωθεί ότι υπήρξε τόπος εξορίας επί Κυβέρνησης Μεταξά.

*Στοιχεία από 15ετή έρευνα 1980-1995.

Φωτογραφία: https://www.holiday.gr