Μενού Κλείσιμο

Γαβαλοχώρι Χανίων

Χωριό και κοινότητα της επαρχίας Αποκορώνου. Βρίσκεται μέσα σε λεκάνη, που περικλείεται από τις οροσειρές Δραπάνου, Κεφαλά, Ξηροστερνίου και Βάμου. Μέσα στο χωριό υπάρχουν πολλοί λόφοι κατάφυτοι από διάφορα δέντρα, κυρίως ελιές και χαρουπιές.

Το χωριό χαρακτηρίζεται πεδινό, έχει υψόμ. 100μ. και το διασχίζουν τρεις χείμαρροι, που εκβάλλουν στον όρμο της Αλμυρίδας. Εντύπωση προκαλεί στους επισκέπτες η αφθονία του πράσινου, που σημαίνει ότι υπάρχει νερό.

Το κλίμα του χωριού είναι γενικά ήπιο, λόγω της γεωγραφικής του θέσης. Το κρύο είναι ελαφρύ το χειμώνα και το καλοκαίρι δεν κάνει πολύ ζέστη. Αυτό ευνοεί την υγεία των κατοίκων και έχουμε αρκετά παραδείγματα μακροζωίας. Το χωριό είναι άριστος τόπος παραθερισμού, αφού η θάλασσα απέχει μόλις 3χλμ.

Το χωριό συνδέεται με αμαξιτό δρόμο με την πόλη των Χανίων. Ο δρόμος περνά από ωραιότατες και γραφικές τοποθεσίες ακολουθώντας τις παρειές των υψωμάτων και το ρεύμα του χειμάρρου, ο οποίος έχει κατεύθυνση από το Γαβαλοχώρι στον όρμο της Αλμυρίδας. Ο δρόμος αυτός συνδέεται και με την κεντρική οδό Χανίων – Ρεθύμνης – Ηρακλείου.

Ο αριθμός των κατοίκων, σύμφωνα με την τελευταία απογραφή, ανέρχεται στα 420 άτομα. Κατά τη μεσαιωνική εποχή η κύρια ασχολία των κατοίκων πρέπει να ήταν η αμπελοκαλλιέργεια, όπως συμπεραίνεται από το πλήθος των παλαιών δοχείων και πατητηριών, που βρίσκονται διασπαρμένα στους αγρούς της περιφέρειας. Ασχολούνταν επίσης με τη λατομία. Έβγαζαν ωραίες λίθινες πλάκες, μεγάλης αντοχής, ανώφλια και κατώφλια οικιών, που μετέφεραν στην Αλμυρίδα και από κει με ιστιοφόρα στο Ρέθυμνο, Χανιά και αλλού.

Η βυρσοδεψία ήταν και αυτή μια από τις κύριες ασχολίες των κατοίκων. Το μαρτυρούν όσες υπόγειες δεξαμενές σώθηκαν. Μέσα σ’ αυτές τις δεξαμενές οι κάτοικοι τοποθετούσαν τα δέρματα με χάρτζα, όπως τα έλεγαν και τα άφηναν 3 χρόνια, καθώς αναφέρει η παράδοση και μετά τα χρησιμοποιούσαν για πετσιά. Οι δεξαμενές αυτές ονομάζονταν ποτόνια.

Επί Τουρκοκρατίας οι χωριανοί εργάζονταν αρχικά σαν μικροεπαγγελματίες ταμπάκηδες και αργότερα έγιναν βιομήχανοι Βυρσοδέψες. Η παράδοση μας λέγει ότι από τα παλιά χρόνια πολλοί χωριανοί ασχολούνταν με τη σηροτροφία (εκτροφή μεταξοσκωλήκων).Παλιάπιθόρια, ειδικά για θάψιμο υφασμάτων, μαρτυρούν μια ακόμα ασχολία των κατοίκων, δηλαδή του βαφέα.

Παλιές εγκαταστάσεις σαπουνοποιείων, που βρέθηκαν σε μια παλιά ερειπωμένη κατοικία, δηλώνουν ότι οι κάτοικοι καταγίνονταν και με τη σαπουνοποιία. Εγκαταστάσεις φούρνων μας κάνουν να αποδεχτούμε και την ασχολία των κατοίκων με τη σιδηρουργία.

Οι μεγάλου μεγέθους γούρνες από πέτρα πελεκητή που έχουν σωθεί χρησίμευαν για να αποθηκεύουν τα λάδια τους οι ελαιοπαραγωγοί. Σε παλιότερες εποχές οι γυναίκες ασχολούνταν. μεταξύ άλλων με τα υφαντά, που κατασκεύαζαν με αργαλειούς και με το πλέξιμο δαντελών με βελονάκι. Τα υφαντά αυτά, άλλα ήταν λινά και βαμβακερά για την κατασκευή ενδυμάτων και άλλα μάλλινα για την κατασκευή φανελών και καπότων (= χονδρές κάπες). Επίσης ύφαιναν και λεπτά υφάσματα από μετάξι, τα οποία χρησιμοποιούσαν για νυφικά φορέματα, για πουκάμισά του γαμπρού και για σεντόνια νυφικά. Από το Γαβαλοχώρι προήλθε το κοπανέλι ένα σπάνιο είδος πλεκτής δαντέλας.

Τα σημερινό προϊόντα του χωριού είναι λάδι εξαιρετικής ποιότητας, χαρούπια, κρασί, μέλι από θυμάρι, τυρί, αμύγδαλα, νωπά σύκα, σουλτανίνα, γνωστό Γαβαλιανό αρωματικό φυτό: φλησκούνι, ρίγανη, δάφνη, θυμάρι, ακόμη και λίθινες πλάκες κάθε μεγέθους και κάθε είδους, σκληρές και μαλακές.

Το χωριό και η γύρω περιοχή δεν έχει νερό για ύδρευση, γι’ αυτό οι κάτοικοι έχουν ξηρικές καλλιέργειες. Αρδευτικό δίκτυο δεν υπάρχει και η ύδρευση γίνεται με ομβριοδεξαμενές, στέρνες που έχουν κατασκευασθεί σ’ όλα τα σπίτια. Οι Ενετοί και οι Σαρακηνοί είχαν ανοίξει πηγάδια, τα οποία έχουν καθαρότατο νερό.

Οι κάτοικοι είναι βυζαντινής καταγωγής από το Φίλιππο Γαβαλά. Η παλιότερη οικογένεια είναι του Γαβαλά, δεν υπάρχει, όμως σήμερα καμιά οικογένεια με αυτό το επώνυμο. Άλλες παλιότερες οικογένειες είναι οι: Προεστάκηδες, Φρονιμάκηδες, Δασκαλογιάννηδες, Χειλαδάκηδες. Ο πληθυσμός του χωριού αποτελείται από γνήσιους Γαβαλοχωρίτες, εκτός από ελάχιστους ξένους, που εγκαταστάθηκαν εδώ μετά από το γόμο τους. Η φιλοξενία, η θρησκευτικότητα, η ευγένεια, η πειθαρχία προς τους νόμους, ο σεβασμός προς την οικογένεια, η αγάπη προς την πρόοδο, την καθαριότητα, τα άνθη, ως και η αγάπη προς τον πλησίον και η αλληλοβοήθεια διατηρούνται ζηλότυπα μεταξύ τους και αποτελούν τις κύριες χαρακτηριστικές αρετές των Γαβαλοχωριτών. Οι κάτοικοι είναι εργατικοί, αλλά οι νέοι για καλύτερη ζωή πηγαίνουν στις πόλεις. Mάλιστα τα τελευταία χρόνια πολλοί μεταναστεύουν.

Το Γαβαλοχώρι είναι κτισμένο επάνω στις αρχαίες συνοικίες: Λαβιδώνα, Παλαμήδι, Πουλαδιανά ή Χαβούζα, Κατσιμούλι, Σπηλιαρίνα, Κατούνα και στην περιφέρεια των αρχαίων τοπωνυμίων Δώρικες, Ανωγάκι, Ελληνική, Σταυροί, Σαρακηνή. Η Λαβιδώνα βρίσκεται δυτικότερα του χωριού, στο ύψωμα Λυρετζή, όπου βρέθηκαν θεμέλια οικοδομών, αγκωνάρια, αγγεία, τάφοι και νομίσματα.

Η παράδοση λέγει ότι στο Παλαμήδι βρισκόταν ένας μεγάλος πύργος – κάστρο, άγνωστης χρονολογίας, όπου έμεναν οι οικογένειες των Γαβαλάδων. Ως προς την ετυμολογία του ονόματος Παλαμήδι αναφέρεται κατά το Γεώργιο Σήφακα ότι έχει σχέση με το μυθολογικό Βασίλειο Καλαμήδα, που ήταν στην Κρήτη και με την πάροδο τόσων χιλιετηρίδων το Κ τράπηκε σε Π. Πουλαδιανά ή Χαβούζα έλεγαν κατά τη μεσαιωνική εποχή το Παλαμήδι, γιατί ήταν κτισμένο μέσα σ’ ένα ρέμα το οποίο είχε και μικρό καταρράκτη. Είναι αρχαία συνοικία όπως φαίνεται από τα διάφορα κτίσματα, που υπάρχουν εδώ. Το Κατσιμούλι είναι παλιά συνοικία με αραβικά ευρήματα. Στη Σπηλιαρίνα βρίσκονται από τα πρώτα χριστιανικά χρόνια κάτοικοι εγκαταστημένοι κοντά στις εκκλησίες του Αγίου Σεργίου, Κωνσταντίνου και Ελένης και Αγίας Αικατερίνης.

Στο Γαβαλοχώρι ανήκουν οι οικισμοί Κοπράνα ή Άσπρο, Άγιος Βασίλειος και Άγιος Παύλος. Ως προς την ετυμολογία του ονόματος έχουμε να σημειώσουμε τα εξής: Στην Κρήτη υπάρχουν δυο χωριά, που πήραν την ονομασία τους από την οικογένεια των Γαβαλάδων: το Γαβαλοχώρι και το Γαβαλομούρι. Η μεν πρώτη ονομασία σημαίνει το χωριό του Γαβαλά ή των Γαβαλάδων, η δε δεύτερη μουρίτου Γαβαλά, που σημαίνει τη βραχώδη κορυφή του Γαβαλά.

Ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου, μετά την Αραβοκρατία έστειλε 12 αρχοντόπουλα για να επιβάλουν τη τάξη και να κρατήσουν υπό έλεγχο τον κρητικό λαό. Ο πάντοτε ζωηρός και δυσκολοδιοίκητος κρητικός λαός κάπου κάπου εκδήλωνε με διάφορους τρόπους τη δυσφορία του για την κακοδιοίκηση και την ολιγωρία του διοικητικού του κέντρου. Μια φορά μάλιστα, επί Αλεξίου Κομνηνού (1081-1118), ο κρητικός λαός παρακινούμενος από το στρατηγό δούκα της Κρήτης, Καρίκη ή Καρίτση, που καταγόταν από ευγενή αθηναϊκή οικογένεια επαναστάτησε και ανακηρύχθηκε ανεξάρτητος. Η επανάσταση βέβαια έσβησε και πολλοί από τους επαναστάτες, μαζί με τον Καρίκη, θανατώθηκαν, Η κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης προκειμένου να προλάβει τυχόν επαναστατικά κινήματα οργάνωνε αυτές τις αποστολές από ευγενείς πιστούς. Μια τέτοια αποστολή είχαν και τα 12 αρχοντόπουλα.

Η αποστολή αυτή δεν είναι ιστορικώς εξακριβωμένο πότε έγινε. Άλλοι δέχονται ότι τα αρχοντόπουλα αυτά στάλθηκαν στην Κρήτη μετά την επανάσταση του Καρίκη, άλλοι πάλι ότι εγκαταστάθηκαν στο νησί όχι ομαδικά, αλλά σε διάφορες εποχές, άλλοι τέλος έναν αιώνα αργότερα, δηλαδή γύρω στο 1182-1185, κατά την εποχή των μεγάλων πολιτικών ανωμαλιών.

Η τελευταία γνώμη στηρίζεται στη χρονολογία που αναγράφεται στα διασωθέντα αντίγραφα των εγγράφων προνομίων, που κατατέθηκαν στις βενετικές αρχές. Δυστυχώς τα πρωτότυπα χάθηκαν και δεν μπορούμε να ελέγξουμε την αυθεντικότητα των αντιγράφων. Πάντως όπως και αν έχει το πράγμα, η ιστορική τους αξία και σπουδαιότητα είναι μεγάλη γιατί μας πληροφορούν για την εγκατάσταση των οικογενειών αυτών, καθώς και για πλήθος τοπωνυμίων. Στα έγγραφα αυτά αναφέρεται μεταξύ των 12 αρχοντόπουλων και ο Φίλιππος Γαβαλάς, ο οποίος φέρεται σαν αρχηγός της οικογένειας και συγγενής του αυτοκράτορα, χωρίς να προσδιορίζεται η ακριβή συγγένεια. Μαζί με αυτόν ήρθαν στην Κρήτη και άλλα μέλη της οικογένειας των Γαβαλάδων, γιοι του Φιλίππου, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στο σημερινό Γαβαλοχώρι.

Η άποψη ότι τα 12 αρχοντόπουλα δεν εγκαταστάθηκαν ομαδικά αλλά σε διάφορες εποχές, υποστηρίζεται από το ότι ο Νικηφόρος Φωκάς, το 960μ.Χ., αφού ξεκαθάρισε την Κρήτη από τους Σαρακηνούς για να τονώσει το θρησκευτικό αίσθημα των Κρητών, που σε μεγάλο ποσοστό είχαν εξισλαμιστεί, έστειλε τον Φίλιππο Γαβαλά.

Το χωριό όμως υπήρχε και πριν να έλθει ο Φίλιππος Γαβαλάς, Η νεότερη ονομασία Γαβαλοχώρι κάλυψε την παλιά που δεν γνωρίζουμε, γιατί δεν εξηγείται διαφορετικά πως μέσα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα αναπήδησε ολόκληρη κωμόπολη.

Η ιστορία του χωριού ξεκινάει από την Κάθοδο των Δωριέων γύρω στα 1200 π.Χ. Κατά την εποχή αυτή, εγκαταστάθηκαν οι Δωριείς βόρεια του Γαβαλοχωρίου κοντά στη σημερινή θέση Δώρκες ή Δώρικες, που λέγεται και Ελληνική.

Το έτος 69 π.Χ. οι Ρωμαίοι κατέλαβαν την Κρήτη. Την εποχή αυτή το Γαβαλοχώρι βρισκόταν πιο δυτικά από τη σημερινή του θέση, στο ύψωμα Λαβιδώνα. Το συμπεραίνουμε από τις ανασκαφές οι οποίες έφεραν στο φως άφθονα ρωμαϊκά ευρήματα.

Η παράδοση αναφέρει ό τι γύρω στα 1800 κάποιοι χωρικοί πήγαν στην τοποθεσία Λαβιδώνα και διάβαζαν ένα βιβλίο Σολωμονικής με σκοπό να καλέσουν τους δαίμονες που θα τους αποκάλυπταν κάποιο θησαυρό κρυμμένο στο Αλώνι Λυρετζή. Οι δαίμονες ήρθαν, αλλά οι χωρικοί φοβήθηκαν τόσο πολύ, που διάβασαν άλλα ξόρκια για να φύγουν, χωρίς να τους ζητήσουν να τους αποκαλύψουν το θησαυρό. Για τους παλιούς χωρικούς η λέξη λαβιδώνα σημαίνει θησαυρό, γεγονός που δηλώνει πόσο ζωντανή έμεινε η παράδοση αυτή.

Τρεις ρωμαϊκοί τάφοι βρίσκονται στη θέση Σαρακηνή, τους οποίους χρησιμοποιούσαν οι Σαρακηνοί ως κατοικία ή μάλλον ως φυλάκια, για ί λόγω της θέσης τους, δεσπόζουν σ’ ολόκληρη την περιφέρεια.

Οι κάτοικοι υποστηρίζουν ότι όταν το Ρωμαϊκό Κράτος χωρίστηκε σε Δυτικό με πρωτεύουσα τη Ρώμη και Ανατολικό με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη, η Κρήτη αποτέλεσε μέρος του Ανατολικού κράτους, που ονομάστηκε Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Την εποχή εκείνη διαδόθηκε ο Χριστιανισμός στο νησί, οπότε και οικοδομήθηκαν στο Γαβαλοχώρι και οι πρώτοι ναοί, όπως του Αγίου Κωνσταντίνου και Αγίας Ελένης, που βρίσκονται στην αρχαία συνοικία Σπηλιαρίνα.

Περί το 826 οι Άραβες κατέλαβαν την Κρήτη, οπότε αρχίζει και η αραβική περίοδος και η επιβολή του νόμου του Ισλάμ για 135 περίπου χρόνια. Το πέρασμα των Αράβων – Σαρακηνών από το Γαβαλοχώρι άφησε θλιβερή ανάμνηση και διάφορες αραβικές τοπωνυμίες, όπως Σαρακηνή, Κατσιμούλι κ.ά.

Τόσο πικρές εντυπώσεις άφησαν οι Σαρακηνοί στο χωριό, που οι παλιοί συνήθιζαν να λένε στα άτακτα παιδιά για να τα τρομάξουν. «Θα σε δώσω στο Σαρακηνό», «Μη βγεις έξω γιατί θα σε σφάξουν οι Σαρακηνοί». Ακόμα, όταν κάποιος ήταν πολύ κακός, τον αποκαλούσαν Σαρακηνό. Παλιά οικογένεια, η οποία καταγόταν από τους Σαρακηνούς και έγινε χριστιανική ήταν του Καρά Μανόλη, που επειδή ο τελευταίος απόγονος πριν 150 περίπου χρόνια δεν έκανε αγόρια, δεν υπάρχει σήμερα.

Κατά τη Β’ βυζαντινή περίοδο, που αρχίζει το 960μ.Χ., όταν ο Νικηφόρος Φωκάς απέσπασε από τους Σαρακηνούς το νησί, το Γαβαλοχώρι πήρε τη σημερινή του ονομασία. Το 1204 το νησί καταλαμβάνεται από τους Ενετούς. Αυτοί προσπάθησαν να βοηθήσουν στην πρόοδο της Κρήτης κι έτσι άκμασαν τα δε γράμματα και η ζωγραφική.

Το πλήθος των δοχείων και των πατητηριών, που βρίσκονται στους αγρούς της περιφέρειας του Γαβαλοχωρίου, μαρτυρούν ότι υπήρχε εκτεταμένη αμπελοκαλλιέργεια και μεγάλη οινοπαραγωγή. Τους αμπελώνες τους όμως ξερίζωναν οι χωρικοί γιατί τους ζητούσαν βαρείς φόρους οι βενετικές αρχές. Το γεγονός αυτό το επιβεβαιώνει το εξής δίστιχο:

Μηδ’ αμπέλια θέλω να ‘χω

μηδέ λόγια με τον άρχο»

Τα τελευταία χρόνια της κυριαρχίας των Ενετών ήταν ένας Ενετός νέος, καλός, υψηλός, ονόματι Μάρκος. Αυτός παντρεύτηκε μια κοπέλα από το χωριό Ορθόδοξη, αφού πρώτα βαπτίστηκε Ορθόδοξος. Ο Μάρκος αυτός έκανε τρία αγόρια τα οποία οι χωρικοί έλεγαν Μαρκάκια (παιδιά του Μάρκου). Ένα απ’ αυτά έγινε παπάς στο χωριό και τον ονόμαζαν Παπαμαρκάκη, ο οποίος όμως κτίζοντας το σπίτι του γκρεμίστηκε από τη σκάλα και σκοτώθηκε.

Η παράδοση μας αναφέρει ότι κάποιος Ενετός πλούσιος, αλλά πολύ σκληρός καθόταν στα Μποδιανά και μάλιστα, όποιος περνούσε από το σπίτι του διέταζε να τον σκοτώσουν, γι’ αυτό και η τοποθεσία λεγόταν Μποδιανά, ήταν δηλαδή εμπόδιο. Το έτος 1645 οι Τούρκοι κατέλαβαν το νησί και από τότε αρχίζει η περίοδος της τουρκικής κυριαρχίας.

Την εποχή εκείνη υπήρχαν στο Γαβαλοχώρι δυο πηγάδια, κοντά στη σημερινή θέση Πηγάδω. Μια μέρα πήγε μια χανούμισσα να τραβήξει νερό, γλίστρησε έπεσε μέσα στο πηγάδι και πνίγηκε. Από τότε οι Τούρκοι διέταξαν το μπάζωμα του πηγαδιού.

Η παράδοση διηγείται την εξής ιστορία: Ένας μπέης που καθόταν στον Άγιο Παύλο και διατηρούσε χορό από τέσσερις γυναίκες (χανούμισσες) είχε παραγγείλει ένα ζευγάρι παπούτσια στον τσαγκάρη στο Πλατανάκι Επειδή ο μπέης δεν πήγε να πάρει τα παπούτσια, θεώρησε καλό το αφεντικό να τα στείλει με τον παραγιό, το Ζουμά. Ο μπέης απουσίαζε, του άνοιξε μια χανούμισσα, η οποία φώναξε και τις άλλες χανούμισσες και άρχισαν να περιεργάζονται την ομορφιά του νέου. Έπειτα τον βάζουν μέσα στην αυλή και έβγαλαν τα μιλάγια, δηλαδή το ύφασμα που καλύπτει το πρόσωπο.

Κάποια στιγμή όμως κατέφθασε ο μπέης και βλέποντας τις χανούμισσες χωρίς μιλάγια να μιλάνε με Χριστιανό μέσα στην αυλή του σπιτιού του άρχισε τις βρισιές. Οι χανούμισσες πήραν το φταίξιμο πάνω τους, αφού εκείνες κάλεσαν το Ρωμιάκι μέσα. Ο μπέης παίρνει το παιδί και το πάει στο Καρακόλι (τούρκικος σταθμός χωροφυλακής), με σκοπό το βράδυ να το σκοτώσουν. Οι χανούμισσες το βράδυ κατάφεραν να μεταπείσουν τον μπέη. Όταν, λοιπόν, ο μπέης πήγε να ελευθερώσει το Ζουμά, τότε ο τσαούσης (Τούρκος ενωμοτάρχης) του πρότεινε να τον κάνει Τούρκο. Πήρε ο μπέης το νέο και αφού του έταξε γυναίκες και ελευθερία, προσπάθησε να τον κάνει να αλλαξοπιστήσει Ο Ζουμάς αρνείται και όταν ακόμα τον δένουν σε μια βελανιδιά, τον αφήνουν ώρες χωρίς φαΐ και νερό, συνεχίζει να αρνείται, ώσπου στο τέλος πέθανε.

Για το γεγονός αυτό οι Χριστιανοί έκαναν παράπονα στον πασά, ο οποίος σαν λύση βρήκε να παραχωρήσει τα χωράφια με τα αμπέλια που ήταν πίσω από τη βελανιδιά, που έγινε η σταύρωση. Ο παπάς είπε τότε στον πατέρα του παιδιού ότι μετά από το κακό τα χωράφια δεν μπορεί παρά να είναι καλορίζικα και έτσι η οικογένεια αυτή ονομάσθηκε Καλορίζικου. Μέχρι σήμερα ακούγονται Καλοριζικάκηδες.

Διηγούνται και άλλο αποτρόπαιο γεγονός. Κάποιος Τούρκος, που ήταν κυνηγός και είχε πολλά σκυλιά, έβαζε τις Χριστιανές γυναίκες, που είχαν μωρά παιδιά, να θηλάζουν τα μικρά σκυλιά.

Άλλη διήγηση μας λέει ότι κάποιος Τούρκος την ώρα που ένας παπάς στεφάνωνε την κόρη του, παρουσιάζεται στον παπά και του ζητά να πάρει την κόρη του και να την έχει μια βδομάδα ο μουχτάρης, μετά θα του την επέστρεφε. Ο παπάς βλέποντας ότι ο Τούρκος ήταν ανένδοτος του έριξε μια σφαίρα στο κεφάλι Σε εκδίκηση οι Τούρκοι έκαψαν το σπίτι του παπά και σκότωναν όποιο Χριστιανό εύρισκαν στο δρόμο τους. Το 1797 έπεσε πανώλη στο χωριό.

Τότε οι κάτοικοι έφεραν την εικόνα της Αγίας Ζώνης από το Άγιο Όρος, την περιέφεραν με λιτανεία σ’ όλο το χωριό και τα περίχωρα και φθάνοντας στη σημερινή θέση Εικονοστάσι. έστησαν μια πέτρα και έγινε λειτουργία. Συμβολικά πίστεψαν ότι με την εικόνα της Αγίας Ζώνης έγινε μια ζώνη προστασίας γύρω από το χωριό. Κατά την Κρητική Επανάσταση το Γαβαλοχώρι ανέδειξε πολλούς ένθερμους πατριώτες και αξιόλογους οπλαρχηγούς. Κατά την κήρυξη του ελλήνοϊταλικού πολέμου του 1940, στο χωριό εκδηλώθηκε μια άνευ προηγουμένου αλληλεγγύη στον απελευθερωτικό αγώνα με χρήματα και με είδη ρουχισμού.

Στον Αλβανικό πόλεμο πήραν μέρος όλοι οι άνδρες που γεννήθηκαν το έτος 1905 ως και το έτος 1919. Απ’ αυτούς σκοτώθηκαν οι: Μιχάλης Καθράκης του Κωνσταντίνου, Στέλιος Παυλάκης του Ιωάννου, Εμμανουήλ Σαμιωτάκης και Νίκος Μαράκης. Οι τρεις τελευταίοι πέθαναν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Λάρισα από τους Ιταλούς.

Τραυματίες του Αλβανικού πολέμου είναι οι: Κώστας Σαλεβουράκης του Εμμανουήλ, Εμμανουήλ Νικάκης του Γεωργίου, Στέλιος Κουσκουμβεκάκης του Αντωνίου, Γιάννης Γκογκολάκης του Βασιλείου, Δημήτριος Λουράκης του Δημητρίου, Γεώργιος Λουράκης του Ιωάννου.

Στη Μάχη της Κρήτης οι χωριανοί δεν έλαβαν μέρος γιατί στην περιοχή δεν έπεσαν αλεξιπτωτιστές, κατέβηκαν όμως οπλισμένοι στην παραλία για να εμποδίσουν τυχόν απόβαση. Σκοτώθηκε στη μάχη αυτή στο Ηράκλειο, ο στρατιώτης Δρουβουλάκης Κυριάκος του Ιωάννου. Στην κατοχή όλο το χωριό είχε ενταχθεί στην Εθνική Αντίσταση του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ. Ελάχιστοι είχαν ενταχθεί στην ΕΟΚ. Όσοι ήταν στο ΕΛΑΣ υπηρέτησαν στην περιοχή των Κεραμιών στο Τάγμα του Ταγματάρχη Μιχελογιάννη Δημητρίου, και υπό τις διαταγές του Λοχαγού Ιωάννη Χειλαδάκη και των καπετάνιων Χαρ. Σαλεβουράκη και Σπύρου Μπλαζάκη. Στη μάχη του Θερίσσου τραυματίστηκε ο Θεοχάρης Φραντζεσκάκης του Στυλιανού. Φονεύθηκαν από τους Γερμανούς οι: Μιχάλης Παπουτσάκης, Κώστας Μπακατσάκης, Ηλίας Λουράκης και Ευάγγελος Παγωνάκης.

Μετά το τέλος της Κατοχής, όλοι όσοι υπηρέτησαν στο ΕΛΑΣ κυνηγήθηκαν από τους λεγόμενους εθνικόφρονες και άλλοι έφυγαν στην Αθήνα, άλλοι κλείστηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, άλλους τους πήγαν στη Μακρόνησο και τρεις απ’ αυτούς, που διέφυγαν, ο Σπύρος Μπλαζάκης και οι αδελφοί Γιάννης και Κώστας Λιονάκης συνέχισαν να ζουν στην παρανομία μέχρι το 1961. Τα δύο αδέλφια έφυγαν κατόπιν λαθραία στη Ρωσία, ενώ ο Σπύρος Μπλαζάκης παρέμεινε μέχρι που του δόθηκε η αμνηστεία το 1976.

Στη διάρκεια του Εμφύλιου πολέμου σκοτώθηκαν οι παρακάτω: Γιάννης Δρουβαλάκης του Ιωάννου, Γεώργιος Χαλβαδάκης του Γεωργίου, τα αδέλφια Γιάννης και Μανώλης Λεδάκης και τραυματίστηκε ο Βασιλογιαννάκης Μιχάλης του Σταύρου. Σκοτώθηκαν από το Δημ. Στρατό οι: Νικόλαος Κρασάκης και Γεώργιος Αουράκης που υπηρετούσαν στις δυνάμεις του ΜΑΥ.

Διάφορες ιστορίες, τυλιγμένες στο πέπλο του θρύλου, μας φέρνουν σε καιρούς αλλοτινούς, οι οποίοι, σύμφωνα με τις αναμνήσεις των γερόντων, ήταν πιο όμορφοι από τους δικούς μας. Τέτοια είναι η ιστορία της Μπάμπαινας. Η ιστορία αυτή αποτελεί πράγματι λαογραφικό υλικό και κυκλοφορεί από γενιά σε γενιά στην περιοχή του Γαβαλοχωρίου χωρίς να αποκλείεται να κυκλοφορεί και στις γύρω περιοχές. Όλοι οι γέροι και οι γριές τη διηγούνται στα παιδιά και εγγόνια τους με κάποιες παραλλαγές. Σώζεται μέχρι σήμερα η συνοικία των Μπαμπιανών, αλλά ερειπωμένη.

Η Μπάμπαινα από τον Άγιο Βασίλη ήταν από φυσικού της κακή και ασχημομούρα, που κανένας άνδρας δεν ήθελε να την πάρει γυναίκα του και κόντευε να απομείνει γεροντοκόρη. Εκείνο τον καιρό πάνω στη γέννα της πέθανε η γυναίκα του μπάρμπα-Γιάννη και επειδή του άφησε μικρά σκέφθηκε να ξαναπαντρευτεί. Έστειλε, λοιπόν, προξενητή τον αδελφό του Σταύρο στην Μπάμπαινα. Δεν ήθελε, λοιπόν, και πολλά παρακάλια η Μπάμπαινα, που τ’ όνομά της ήταν Βασιλικιά.

Στα Μπαμπιανά, μόλις παντρεύτηκε, την περιμένανε πολλές δουλειές. Δεν άργησε να αρχίσει να βλαστημά ιδιαίτερα το μικρό, που δεν την άφηνε να κοιμηθεί. Βλαστήμαγε τα ορφανά και την τύχη της. «Μωρέ παντρειά που ‘κανα», «μωρέ νύφη που ‘γινα», «μωρέ τύχη, καλύτερα να μου ‘λ είπε». Οι κουνιάδες της έλεγαν να κάνει υπομονή. Εκείνη, όμως το έβαλε σκοπό να στείλει το μωρό στη μάνα του. Σε λίγες μέρες το μωρό έκλαιγε σφαδάζοντας από τους πόνους και πέθανε. Τα κοπανισμένα γυαλιά κάνανε καλά τη δουλειά τους.

Να όμως που το πρώτο αρσενικό από τα ορφανά έγινε αντράκι και μήνυσε στη θεία του τα καθέκαστα. Ο άντρας της σαν έμαθε τα συμβάντα έδειρε κάνα δυο φορές τη Βασιλικιά και την προειδοποίησε ότι θα την έσφαζε άμα δεν έβαζε μυαλό. Το κακό μπήκε πάλι στο μυαλό της Μπάμπαινας.

Εκείνη τη χρονιά ο μπαρμπα-Γιάννης δούλευε στη σπορά με τον αδελφό του Σταύρο. Μια μέρα έστειλε στον άντρα της αυγά τηγανιτά και μέσα έριξε πολύ φαρμάκι.

Στο σημείο αυτό σταματούσαν οι γέροντες τη διήγηση, ίσως γιατί κουράζονταν ή το πιο πιθανό, γιατί ένιωθαν φρίκη γι’ αυτά που θα ακολουθούσαν. Μα τα εγγόνια εναγώνια περίμεναν τη συνέχεια της διήγησης. Τότε οι γέροντες με στηλωμένα σ’ ένα σημείο ακίνητα τα μάτια, λες και έβλεπαν μπροστά τους αυτά που γίνονταν συνέχιζαν. Το φαρμακωμένο φαγητό το έφαγε ο κουνιάδος της, ο Σταύρος και προτού τελειώσει ξεψύχησε με φοβερούς πόνους.

Στην αρχή δεν κατάλαβαν τι συνέβη, μόνο, όταν ο σκύλος, που έστεκε δίπλα κούναγε την ουρά του ζητώντας φαγητό και μέσα στη φασαρία, αφού πήρε το αυγό και το έφαγε, αμέσως ψόφησε, τότε είπαν πως τ’ αυγά ήταν φαρμακωμένα. Δέκα παιδιά ορφανά και χήρα γυναίκα άφησε ο Σταύρος. Το τι έγινε στην κηδεία του δεν περιγράφεται. Τα ορφανά και η χήρα λέγανε κατάρες, μέσ’ τα μοιρολόγια τους, στη Βασιλικιά την Μπάμπαινα, που φαρμάκωσε τον κουνιάδο και προξενητή της.

Η Μπάμπαινα μετά το τόσο εχθρικό κλίμα, που δημιουργήθηκε εις βάρος της, έτρεξε στη θέση Ελληνική και κρύφτηκε στην κουφάλα μιας χαρουπιάς, που ίσα ίσα χώραγε έναν άνθρωπο. Εκεί μέσα τη βρήκε η τιμωρία του Θεού για τα τόσα κακουργήματά της. Μια οχιά ήταν χωμένη στην κουφάλα της χαρουπιάς, που την δάγκωσε φαρμακερά στο πόδι Εκείνη από τους δυνατούς πόνους δεν μπόρεσε να βγει έξω και σε λίγες ώρες πρησμένη από το φαρμάκι και κατακίτρινη ξεψύχησε.

Την άλλη μέρα τη βρήκε ένα σκυλί, την έβγαλαν από ‘κει και άψαλτη και αθύμιαστη την έριξαν μέσα σ’ έναν τάφο. Κανείς δεν είπε «ο θεός να τη συγχωρέσει», Το ίδιο βράδυ είπανε πως η Μπάμπαινα στοίχειωσε και περπάταγε στα Μπαμπιανά και στον Άγιο Βασίλη. Την άλλη μέρα στο Γοβαλοχώρι, μια χωριανή είπε πως την είδε στην κούνια του μωρού της, που προσπαθούσε να το πνίξει και μια άλλη είπε πως το ασαράντιστό της το έπνιξε η Μπάμπαινα. Τρόμος μεγάλος κατέλαβε τους χωρικούς, γιατί έλεγαν πως δίχως άλλο, την Μπάμπαινα δεν τη δέχτηκε η γη και έγινε Σατανάς. Έβαλαν, λοιπόν, τον παπα-Μανόλη και μήνυσε του δεσπότη να ‘ρθει τη μέρα της γιορτής της Αγίας Αικατερίνης για να λειτουργήσει. Όλο το χωριό πήγε στο κτήμα και άρχισε τους εξορκισμούς.

Θα κόντευε μεσημέρι και ενώ όλοι ήταν ακόμη μαζεμένοι στο μνήμα, ακούστηκε φωνή δυνατή και άγρια σαν θεριού. Όλοι τρόμαξαν και σκόρπισαν πίσω. Η φωνή μέσα από το μνήμα ρώταγε: «Πού μου δίνετε την άδεια να πάω;» Ο δεσπότης απάντησε δυνατά: «Στη Μαύρη Θάλασσα». «Και πότε θα ξανάρθω πάλι:» ρώτησε η Μπάμπαινα. «Σαν την αδειάσεις αποκρίθηκε ο δεσπότης». Τότε όλοι όσοι παρευρίσκονταν εκεί είδαν καπνό να βγαίνει από το μνήμα, να σχηματίζει τη μορφή ανθρώπου και να κατευθύνεται προς το Βορρά. Πολλοί ναυτικοί, αργότερα, διηγήθηκαν πως την είδανε να προσπαθεί να αδειάσει τη Μαύρη Θάλασσα.

Μεταξύ Γαβαλοχωρίου και Αλμυρίδας υπάρχει οικισμός αραβικός. Λέγεται ότι οι πειρατές κατέφευγαν εκεί για να μοιράσουν τα λάφυρα, που όπως μαρτυρεί ο θρύλος υπάρχουν ακόμη στο μέρος αυτό κρυμμένα.

Παράξενο είναι το έθιμο που διηγούνται για ένα σταυροδρόμι στην περιοχή Δώρκες. Εκεί πήγαιναν οι λυράρηδες τη νύχτα, κάνανε έναν κύκλο καθισμένοι και περίμεναν να έρθουν οι διάβολοι να τους μάθουν να παίζουν καλή λύρα. Στο Γαβαλοχώρι συναντά ο επισκέπτης αρκετούς ναούς και ξωκλήσια. Ο Ναός της Γέννησης της Θεοτόκου ή Παναγία Γαβαλιανή ή Γαβαλοχωριανή υψώνεται μεγαλόπρεπη και επιβλητική στη μέση του χωριού. Η πρώτη εκκλησία κτίστηκε από τον ιερέα Νικόλαο Γαβαλά στα 1628, την οποία έκαψαν οι Τούρκοι.

Όταν αργότερα ησύχασαν τα πράγματα και οι Χριστιανοί γύρισαν πάλι στο χωριό τους, παρακάλεσαν τον πασά να τους αφήσει να κτίσουν πρώτα την εκκλησία και μετά τα σπίτια τους. Ύστερα από πολλές αντιρρήσεις ο πασάς πείστηκε και τους άφησε να κτίσουν την εκκλησία ορίζοντάς τους μια πολύ μικρή τοποθεσία.

Απέναντι από την εκκλησία της Παναγίας σ’ ένα σπίτι που σώζονται σήμερα τα ερείπιά του κατοικούσε ο γενίτσαρος Ασλάν μαζί με τη γυναίκα του και τις δυο του κόρες. Οι νεαρές κόρες του Ασλάν μαζί με τη βάγια τους καθόντουσαν πάνω στα απαλά ντιβάνια τους ακούγοντας ιστορίες από την πολύξερη γριά κοιτάζοντας τους Χριστιανούς που περνούσαν από το δρόμο και αυτούς που πήγαιναν στην εκκλησία.

Αυτός που είχε ιδιαίτερα γοητεύσει τις δυο Τουρκοπούλες ήταν ο γιος του παπα- Αντώνη, ο Γιάννης. Νέος ως είκοσι χρονών με ωραίο παράστημα και ώριμη ομορφιά ερχόταν τακτικά στην εκκλησία και βοηθούσε με τη μελωδική και βροντερή φωνή του τον πατέρα του στους εσπερινούς και τις λειτουργίες.

Η βάγια προσπάθησε να απομακρύνει τις Τουρκοπούλες από την επήρεια του παπαδόπαιδου, εξηγώντας τους ότι δεν το επιτρέπει ο Αλάχ. Συγχρόνως μήνυσε του παπά να μην ψάλλει δυνατά το παπαδόπαιδο. Η μεγάλη, η Φατιμέ, δεν τον ξανααναζήτησε. Η μικρή όμως, η Εμινέ, κάθε τόσο κοίταζε το δρόμο και τέντωνε τα αυτιά της. Όσο δεν τον έβλεπε να περνά γινότανε όλο και πιο σκεπτική και σιωπηλή. Στο τέλος δεν άντεξε και άνοιξε την καρδιά της στη βάγια.

Τρόμαξε η γριά Τουρκάλα, όταν κατάλαβε τι γινόταν στην καρδιά της μικρής. Μέρες την παρακαλούσε η Εμινέ, ώσπου η βάγια σφίγγοντας την καρδιά της πήγε στην εκκλησία και έδωσε στον παπά διαφορετικό μήνυμα απ’ ό,τι την πρώτη φορά. Ο παπάς, όταν πληροφορήθηκε το λόγο δεν ξανάφησε το γιο του να πατήσει στην εκκλησία, γιατί γνώριζε ότι υπάρχει μεγάλο και αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ των Χριστιανών και των Μουσουλμάνων.

Άδικα περίμενε μέρες η μικρή Εμινέ να ακούσει το ελαφρό περπάτημα, να δει την όμορφη κορμοστασιά, να μαγευτεί από τη γλυκιά φωνή. Κάθε μέρα η καρδιά της πονούσε πιο πολύ και ο ύπνος δεν την έπαιρνε. Η όμορφη Εμινέ όλο και χανόταν, όλο και μαραινόταν.

Κάλεσαν και το Χότζα, αλλά τα διαβαστικά του δεν έφεραν αποτέλεσμα. Τώρα υψηλός πυρετός έλιωνε την ερωτοκτυπημένη μικρούλα. Η μητέρα της, που είχε συνεννοηθεί με τη βάγια να μη φανερώνει στον Αολάν την αιτία της αρρώστιας της Εμινέ, κάποιο βράδυ σαν έμεινε μόνη μαζί του σε ένα ξέσπασμα της απελπισίας της του διηγήθηκε οργισμένη και πονεμένη τον αμαρτωλό σεβντά, που άναψε ο γιος του σκυλόπαπά στην κόρη τους. Θύμωσε φοθερά ο Τούρκος. Το αίμα ανέβηκε στο κεφάλι του. Σκέψεις απαίσιες γεννήθηκαν στο νου του: να σκοτώσει, να εκδικηθεί.

Σε λίγες μέρες, λίγο μετά τα μεσάνυχτα, ο παπα-Αντώνης βάδιζε μαζί με το γερο – Μανολιό προς την εκκλησία για να λειτουργήσουν. Ξαφνικά τέσσερις σκιές σαν ξωτικά εμφανίστηκαν από το σπίτι του Ασλάν και ρίχτηκαν καταπάνω τους. Οι Χριστιανοί, όμως, δεν ήταν άοπλοι Στη συμπλοκή σκοτώθηκε ο γερο – Μανολιός και οι δυο από τους Τούρκους. Ο τρίτος Τούρκος δραπέτευσε και ο Ασλάν χτυπήθηκε βαριά.

Μετά το γεγονός αυτό ο παπάς πήρε την οικογένειά του και έφυγαν από το χωριό, γιατί οι Τούρκοι θα έψαχναν παντού να τους βρουν. Οι Τούρκοι κατά προτροπή του Ασλάν έβαλαν φωτιά στην εκκλησία και το σπίτι του παπά. Την ώρα όμως που οι φλόγες και οι καπνοί κατέτρωγαν τα δυο κτίρια, ο παπάς αποχωρούσε από το χωριό και ο Ασλάν ξεψυχούσε.

Σε κείνους τους δύσκολους καιρούς οι Τούρκοι κάψανε την Παναγία την Γαβαλοχωριανή, μα πάλι οι Χριστιανοί σε πείσμα τους την κτίσανε μεγαλόπρεπη και επιβλητική και στο ψηλό καμπαναριό της κάθε επίσημη μέρα υψώνουν τη δοξασμένη γαλανόλευκη να κυματίζει περήφανα.

Περί το 1750, ο Εμμανουήλ Παστρικάκης ή Θυμιανός, είχε χάσει μια γαλοπούλα και τη βρήκε μέσα σε θάμνους κοντά στον Άγιο Κωνσταντίνο. Σκύβοντας να την πιάσει, βρήκε αυγά και ενώ τα μάζευε αντιλήφθηκε εκεί μια εικόνα των Αγίων Σεργίου και Βάκχου. Θεώρησε τότε καλό να οικοδομήσει κοντά στον Άγιο Κωνσταντίνο ένα μικρό και πρόχειρο εκκλησάκι αυτών των Αγίων.

Οι Τούρκοι, όμως δεν του επέτρεψαν να φτιάξει πόρτα και ο Παστρικάκης αναγκάστηκε να βάλει στην είσοδο του ναού ένα ξύλο, ώστε να μην εισέρχονται τα ζώα. Μια μέρα ένας χοίρος έσπρωξε τον ξύλινο φράκτη, μπήκε μέσα και έριξε το σταμνί με το λάδι, που είχαν εκεί. Το γεγονός ανέφεραν στο μουχτάρη του χωριού (Τούρκος δήμαρχος), ο οποίος μόλις άκουσε για χοίρο τους οποίους αντιπαθούν οι Τούρκοι τους επέτρεψε να κτίσουν πόρτα.

Γύρω στο 1840 αρρώστησε το μοναδικό παιδί που είχε ένας Τούρκος που ονομαζόταν Μπραΐμης ή Μακρομπραΐμης και έμενε ανατολικό του Αγίου Σεργίου. Το παιδί του αν και το έστειλε στην Κωνσταντινούπολη δεν έγινε καλά. Οι Χριστιανές γυναίκες συμβούλεψαν τη χανούμισσα να τάξει το παιδί στον Άγιο Σέργιο. Το παιδί έγινε καλά και ο Αγάς Μπραΐμης, μετά τη θεραπεία του παιδιού του, δώρισε ένα κομμάτι κήπου, το οποίο μετέτρεψαν οι Χριστιανοί σε αυλή της εκκλησίας.

Μετά από λίγα χρόνια το παιδί του αγά αρρώστησε πάλι, αλλά αυτήν τη φορά ο αγάς δεν το έταξε στον Άγιο και πέθανε. Μετά απ’ αυτό περίλυπος ο αγάς και νιώθοντας τύψεις πούλησε όλα τα κτήματά του, μόνο όσα ήταν γύρω στην εκκλησία τα δώρισε στους Αγίους Σέργιο και Βόκχο και έφυγε.

Ο Άγιος Σέργιος θεωρήθηκε θαυματουργός. Θεράπευε πολλά άρρωστα παιδιά και έγκυες γυναίκες. Κατά το 1896 άρχισε η εργασία ανέγερσης. του ναού, που διάρκεσε 10 χρόνια. Ο ναός χρησιμοποιούνταν σαν νεκροταφείο της ενορίας ως το 1930. Ο ναός των Αγίων Σεργίου και Βάκχου οικοδομήθηκε στο χώρο του Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης. Έχει τρεις θόλους, από τους οποίους ο μεσαίος είναι των Αγίων Σεργίου και Βάκχου. Ο ναός του Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης είναι ο πρώτος ναός του χωριού και οικοδομήθηκε στα πρώτα χριστιανικά χρόνια, όταν κατέλαβαν το νησί οι Βυζαντινοί. Είναι κτισμένος στη συνοικία Σπηλιαρίνα, σημερινή συνοικία Αγίου Σεργίου.

Ο ναός της Αγίας Αικατερίνης οικοδομήθηκε, όταν οι Ενετοί ήρθαν στην Κρήτη το 1204 από έναν ιερομόναχο, τον Ιωακείμ Γαβαλά, πληροφορία που μαθαίνουμε από την επιγραφή της παλιάς εξώθυρας του ναού. Από την καμπάνα του ναού συμπεραίνεται ότι ο ναός είναι πολύ παλιός, ίσως πριν το 1204.

Ο ναός του Αγίου Χαραλάμπους οικοδομήθηκε σε άγνωστη εποχή, είναι ρυθμού βασιλικής και αποτελεί συνέχεια του ναού της Γέννησης της Θεοτόκου ή της Παναγίας Γαβαλιανής.

Το 1770 που έπεσε καταστρεπτική πανώλη, έγινε λειτουργία στο ναό και με τη βοήθεια του Αγίου Χαραλάμπους σώθηκε το χωριό από τη θανατηφόρα αρρώστια. Η ασθένεια αυτή εκδηλώθηκε μόνο εδώ, γι’ αυτό την είπαν Γαβαλόκακο, Το 1860 οι κάτοικοι επικαλέστηκαν πάλι τη βοήθεια του Αγίου, γιατί έπεσε θανατικό στα ζώα.

Όταν το 1862 έπεσε δυνατή βροχή και κατέστρεψε πολλές κατοικίες, κτηματικές περιουσίες και έπνιξε πολλούς ανθρώπους, η επίκληση του Αγίου έσωσε πάλι το χωριό. Πάντως, ο Άγιος Χαράλαμπος θεωρείται από τους κατοίκους ο πολιούχος και προστάτης του χωριού.

Ο ναός του Αγίου Γεωργίου κατά τη μεσαιωνική εποχή, ήταν μικρή μονή καλογήρων, την οποία κατέστρεψαν οι Τούρκοι περί το 1650. Το 1866 όταν έγινε μάχη μεταξύ των κατοίκων και των Τούρκων, οι τελευταίοι έκαψαν πολλές κατοικίες και λεηλάτησαν τις εκκλησίες του χωριού. Στις εικόνες του Αγίου Γεωργίου φαίνονται οι τουρκικές σφαίρες, καθώς και σπαθιές από τα γιαταγάνια.

Ο ναός του Αγίου Ιωάννου κατά τη μεσαιωνική εποχή ήταν μονή καλογραιών, που καταστράφηκε το 1650 και αυτή από τους Τούρκους. Η ανοικοδόμηση του ναού άρχισε το 1750 και τέλειωσε το 1852, γιατί αρχικά οι Τούρκοι εμπόδισαν τις εργασίες της ανέγερσης.

Λέγεται ότι η καμπάνα της εκκλησίας μαζί με τα ιερό σκεύη τοποθετήθηκαν από τις καλόγριες κατά την αναχώρησή τους μέσα σε μια στέρνα, που ήταν κοντά στο ναό. Τη στέρνα σκέπασαν με μεγάλους λίθους τότε οι χωριανοί.

Ο ναός του Αγίου Αντωνίου είναι ρυθμού βασιλικής. Εδώ εγκαταστάθηκαν οι καλόγριες, όταν καταστράφηκε η μικρή Μονή του Αγίου Ιωάννου. Οι κάτοικοι διηγούνται ότι στην εκκλησία εμφανίζεται ο Άγιος Αντώνιος. Ο ναός του Προφήτη Ηλία είναι ρυθμού βασιλικής και στους ερειπωμένους τοίχους σώζονται τοιχογραφίες βυζαντινής εποχής.

Ο ναός του Αγίου Φανουρίου είναι σύγχρονος, κτίστηκε το έτος 1958. Παλιότερα υπάγονταν στην κοινότητα Γαβαλοχωρίου και οι ναοί Αγίου Μάμαντος περιοχής Βάμου και Αγίου Νικολάου Κερός περιοχής Καλυβών. Στο Γαβαλοχώρι έχουν ιδρυθεί πολλοί σύλλογοι. Υπάρχει Σύλλογος Εφέδρων Πολεμιστών, Γεωργικός Συνεταιρισμός, Γυμναστικός και Ποδοσφαιρικός, Σύλλογος Χειροποίητων πλεκτών και Πιστωτικός Συνεταιρισμός. Σε απόσταση 500μ. από το χωριό σώζονται τα τριάντα Γαβαλιανά πηγάδια, δωρικής κατασκευής.

Στη θέση Δώρικες υπάρχουν ερείπια κτιρίων, δεξαμενές, θεμέλια οικοδομών, αγκωνάρια κ.ά. που μαρτυρούν την ύπαρξη της αρχαίας πόλης των Δωριέων. Νότια και πάνω στο ύψωμα Σαρακηνή υπάρχουν τρεις τάφοι λαξευτοί μέσα σε βρόχο ρωμαϊκής εποχής, που διατηρούνται σε άριστη κατάσταση.

Κοντά στο χωριό είναι το σπήλαιο Βρύση, σήμερα καταστρεμμένο, που ήταν ιερό στην αρχαιότητα. Εκεί πήγαιναν οι κάτοικοι για να προσευχηθούν κρυφά από τους Σαρακηνούς. Στη θέση της αρχαίας συνοικίας Λαβιδώνα (βόρεια του σχολείου) βρέθηκαν νομίσματα ρωμαϊκό, βήσσαλα υστερομινωικά κ.ά. Δεν υπάρχουν όμως ίχνη της συνοικίας.

Μέσα στο χωριό σώζονται σε καλή κατάσταση πολλά σπίτια ενετικής εποχής (θόλοι Λιονήδων, οικία Εμμ. Αποστολάκη, Γεωργ. Στυλιανάκη, Σταματονικόλακα), αρχαίες οικίες με εντοιχισμένα και λαξευτά τζάμια, νεροχύτες, πέτρινες γούρνες, πελεκητές καμάρες κ.ά. Οι πολυάριθμοι και μεγαλοπρεπείς ναοί, το Σχολείο, το Κοινοτικό Γραφείο, η βιβλιοθήκη καθώς και όλα τα ανευρεθέντα στην περιοχή του χωριού αντικείμενα, ιστορικής, αρχαιολογικής και λαογραφικής αξίας, φυλάσσονται επιμελώς από τους Γαβαλοχωρίτες. Έχουν ιδρύσει Μουσείο Λαογραφίας, όπου φυλάσσουν παλαιά εργαλεία γεωργίας, ύφανσης, καθώς και αντικείμενα καθημερινής χρήσης.

Επιπλέον η ολοπράσινη και μαγευτική φύση του χωριού σε συνδυασμό με τις κοινωνικές δραστηριότητες των κατοίκων, χαρακτηρίζουν το Γαβαλοχώρι ως μία από τις ωραιότερες περιοχές του Νομού Χανίων. Το χωριό γιορτάζει στα Γενέθλια της Θεοτόκου, στις 8 Σεπτεμβρίου.

*Στοιχεία από 15ετή έρευνα 1980-1995.

Φωτογραφία: http://www.chania-holidays.gr