Η Γαλατινή είναι χτισμένη σε υψόμετρο 1.010 μέτρων στις πλαγιές του όρους Άσκιο. Ανήκει στον Δήμο Βοΐου και ο πληθυσμός της σύμφωνα με την απογραφή του 2011 είναι 1795 κάτοικοι.
Η ονομασία του χωριού μέχρι το 1927 ήταν Κοντσικό. Ο χρόνος ίδρυσής του δεν είναι γνωστός, αλλά πιθανολογείται ότι οι πρώτες εγκαταστάσεις δημιουργήθηκαν τον 14ο – 15ο αιώνα και η φυσική οχύρωση της περιοχής βοήθησε τους κατοίκους να παραμείνουν ελεύθεροι κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Το Κοντσικό είναι από τους λίγους οικισμούς της Δυτικής Μακεδονίας που πάντα απέκρουε τις επιδρομές των άτακτων Αρβανιτών και δεν πατήθηκε ποτέ, ούτε από ληστές, ούτε από τακτικό τουρκικό στρατό.
Στην περιοχή της Γαλατινής υπάρχουν ερείπια Κάστρου στη θέση «Καστρέλι». Παλιότερα υπήρχαν στην περιοχή τρία ακόμη χωριά, ο Πεκρεβενίκος, η Γκράτσιανη και το Παλαιοχώρι, τα οποία καταστράφηκαν από Τουρκαλβανούς ληστές. Στο Παλαιοχώρι βρέθηκε μυκηναϊκός πέλεκυς που μαρτυρεί ότι ο χώρος κατοικήθηκε από πολύ παλιά.
Οι κάτοικοι του Κοντσικού συμμετείχαν στην πρώιμη φάση του Μακεδονικού Αγώνα και στην περίοδο της ένοπλης αντίδρασης στη Βουλγαρική επιβουλή. Κατά το β΄ μισό του 19ου αιώνα, το Κοντσικό ανέδειξε δύο από τους επιφανέστερους Δυτικομακεδόνες οπλαρχηγούς, το Γ. Δούκα – Νταβέλη και τον Π. Τσιόκα – Αλαμάνη, οι οποίοι υπήρξαν, μαζί με τον ιερέα οπλαρχηγό Παναγιώτη Οικονομίδη (που έδρασε την εποχή του Αλή Πασά), οι κορυφαίες ιστορικές φυσιογνωμίες του χωριού.
Στη Γαλατινή αναβιώνει κάθε χρόνο ανήμερα της Αναλήψεως το έθιμο των καβαλάρηδων. Οι νέοι του χωριού, ιππεύοντας τα άλογά τους, ανεβαίνουν στο εξωκλήσι της Αναλήψεως για να προσκυνήσουν την Άγια Εικόνα, όπως προστάζει το έθιμο αλλά και για να συμμετάσχουν στο πανηγύρι. Άλλο ένα έθιμο της Γαλατινής που έχει τις ρίζες του στην αρχαιότητα, είναι ο «Ο χορός της Ρόκας» που γίνεται την τρίτη ημέρα του Πάσχα και σηματοδοτεί τη μετάβαση από τον χειμώνα στην άνοιξη όταν η φύση και η γη αναγεννιούνται. Ήταν μια γιορτή χαράς και αποχαιρετισμού ταυτόχρονα, με εναλλαγή συναισθημάτων ευφορίας και λύπης, όπου οι γυναίκες αφού είχαν ολοκληρώσει τις χειμερινές εργασίες τους τραγουδούσαν ανοιξιάτικα τραγούδια, αποχαιρετώντας παράλληλα τους άνδρες που έφευγαν για να δουλέψουν ως χτίστες σε πολλά μέρη της Ελλάδας.