Μενού Κλείσιμο

Έρφοι Μυλοποτάμου

Οι Έρφοι είναι χωριό της επαρχίας Μυλοποτάμου. Βρίσκεται βορειοδυτικά της επαρχίας και απέχει 18 χιλ. από το Ρέθυμνο, κτισμένο σε υψόμετρο 180 μ. Έχει περίπου 400 κατοίκους μαζί με τους συνοικισμούς Νέα Μαγνησία, Άγιος Νικόλαος και Βιράν Επισκοπή.

Η ονομασία του χωριού προέρχεται σύμφωνα με την πρώτη εκδοχή από τους ρωμαλαίους τούρκους που ζούσαν στο χωριό επί τουρκοκρατίας και τους έλεγαν Ερίφη δες. Σύμφωνα με τη δεύτερη εκδοχή από τη μεγάλη κτηνοτροφική παραγωγή αιγών, ερίφια.

Οι κάτοικοι του χωριού σύμφωνα με την τελευταία απογραφή είναι γύρω στα 150 άτομα.

Ανατολικά του χωριού στην τοποθεσία Ομάνο υπάρχει τάφος υστερομινωικής εποχής κατά τη μαρτυρία του καθηγητή Πωλφώρ, που επισκέφτηκε τον τάφο, ο οποίος μέχρι τότε θεωρούνταν ότι ήταν σπήλαιο μαζί με τον εκπαιδευτικό Αραπλή Δημήτριο που έδωσε πληροφορίες για το χωριό.

Γύρω από τον τάφο και ανατολικά του χωριού βρίσκονται σπασμένα δείγματα κεραμικής και χαλάσματα σπιτιών. Αυτό μαρτυρεί ότι εκεί υπήρχε αρχαίος οικισμός.

Ο Τσαγαράκης Κωνσταντίνος του Δημητρίου, ηλικίας 75 ετών αναφέρει ό,τι θυμάται από τον πατέρα του, ο οποίος ζούσε στο χωριό ως φαμεγιός στους Τούρκους. Συγκεκριμένα στην τοποθεσία νότια του χωριού, που τότε λέγονταν Σκλαβιανά γιατί εκεί έκαναν εμπόριο σκλάβων, υπάρχουν πολλές συνεχόμενες σπηλιές. Σήμερα το μέρος αυτό λέγεται Βαράνι, σχετική με την τούρκικη λέξη βαρέμι που σημαίνει αρρώστια, πόνος, βάσανα. Τις περιουσίες των τούρκων, που έφυγαν το 1922, μοιράστηκαν οι Μικρασιάτες πρόσφυγες.

Στο κέντρο του χωριού υπήρχε το Τούρκικο Κονάκι το οποίο γκρεμίστηκε από τους Έλληνες και στη θέση του χτίστηκαν σύγχρονα σπίτια. Στο χώρο του Κονακιού και σήμερα στην αυλή του Νικολουδάκη, βρίσκεται κατακόμβη με αγιογραφίες. Το 1969 χτίστηκε με τσιμέντο και χρησιμοποιήθηκε από τους κατοίκους ως στέρνα όπου μαζεύονταν τα νερά της βροχής που τους ήταν απαραίτητο για την καθημερινή χρήση.

Στην περιοχή υπάρχει σπηλιά μήκους 4 χλμ. με σταλαγμίτες και υπόγειο ποταμό που λέγεται Αγιασματί (δυόσμος). Από το νερό υδρεύονται τα χωριά Έρφοι και Πρίνος.

Σε είκοσι μέτρα απόσταση από την κατακόμβη υπήρχε διμάρτυρη εκκλησία με δύο ιερά. Το ένα ιερό ήταν του Σωτήρα Χριστού. Θυμούνται ακόμη μια ξύλινη εικόνα η οποία έγραφε: «Ο Χριστός ευλογεί τα παιδιά». Η εκκλησία γκρεμίστηκε το 1930 και στη θέση της χτίστηκε σχολείο. Ήταν βυζαντινού ρυθμού και λέγεται πως χτίστηκε ταυτόχρονα με την εκκλησία του Αγίου Ιωάννη, η οποία χρονολογείται το 315 μ.χ. από τον βυζαντινολόγο Κωνσταντίνο Καλοκύρη, ο οποίος πέρασε από το χωριό το 1965. Στο εσωτερικό της υπάρχουν αγιογραφίες μεγάλης αξίας. Πάνω από τη β ορεινή πόρτα υπάρχει αγιογραφία με θέμα την «Κρίση του Σολομώντα». Το κατώφλι της εκκλησίας τους Αγίου Ιωάννη, το οποίο έχουν κατασκευάσει από υλικό άλλου κτίσματος της περιοχής, έχει πάνω σκαλισμένα δύο φίδια, οι κεφαλές των οποίων ενώνονται.

Το 1905 στην τοποθεσία Κουλές, που σημαίνει φυλάκιο, υπήρχε ένα άνοιγμα μέσα στο οποίο έπεσε ένα ριφάκι του Κουντουρογιάννη. Εκείνος ζήτησε βοήθεια από το φυλάκιο. Ο τούρκος που κατέβηκε να το βγάλει είδε πολλά αγάλματα με διάφορες μορφές. Μετά τη φυγή των τούρκων ο φρουρός ενημέρωσε τον τότε αρμοστή της Κρήτης Γεώργιο, ο οποίος έσπευσε για να τα βρει αλλά δεν ανακάλυψε τίποτα. Πιστεύεται ότι τα αγάλματα βρίσκονται ακόμα στη θέση τους.

Το 1983 μια ομάδα νέων του χωριού βλέποντας την είσοδο της σπηλιάς Αγιασματί οστά, κάνοντας ανασκαφή σε μικρό βάθος βρήκαν τρία κρανία. Το ένα ήταν κολημένο στους βράχους, περιβαλλόμενο από σταλακτίτες.

Σύμφωνα με τα ευρήματα του χωριού και από τα λεγόμενα των κατοίκων φαίνεται πως η περιοχή ήταν κατοικημένη σε όλες τις εποχές με μια μικρή απομάκρυνση

Ο Τσαγαράκης Κωνσταντίνος του Δημητρίου, ηλικίας 75 ετών αναφέρει ό,τι θυμάται από τον πατέρα του, ο οποίος ζούσε στο χωριό ως φαμεγιός στους Τούρκους. Συγκεκριμένα στην τοποθεσία νότια του χωριού, που τότε λέγονταν Σκλαβιανά γιατί εκεί έκαναν εμπόριο σκλάβων, υπάρχουν πολλές συνεχόμενες σπηλιές. Σήμερα το μέρος αυτό λέγεται Βαράνι, σχετική με την τούρκικη λέξη βαρέμι που σημαίνει αρρώστια, πόνος, βάσανα. Τις περιουσίες των τούρκων, που έφυγαν το 1922, μοιράστηκαν οι Μικρασιάτες πρόσφυγες.

Στο κέντρο του χωριού υπήρχε το Τούρκικο Κονάκι το οποίο γκρεμίστηκε από τους Έλληνες και στη θέση του χτίστηκαν σύγχρονα σπίτια. Στο χώρο του Κονακιού και σήμερα στην αυλή του Νικολουδάκη, βρίσκεται κατακόμβη με αγιογραφίες. Το 1969 χτίστηκε με τσιμέντο και χρησιμοποιήθηκε από τους κατοίκους ως στέρνα όπου μαζεύονταν τα νερά της βροχής που τους ήταν απαραίτητο για την καθημερινή χρήση.

Στην περιοχή υπάρχει σπηλιά μήκους 4 χλμ. με σταλαγμίτες και υπόγειο ποταμό που λέγεται Αγιασματί (δυόσμος). Από το νερό υδρεύονται τα χωριά Έρφοι και Πρίνος.

Σε είκοσι μέτρα απόσταση από την κατακόμβη υπήρχε διμάρτυρη εκκλησία με δύο ιερά. Το ένα ιερό ήταν του Σωτήρα Χριστού. Θυμούνται ακόμη μια ξύλινη εικόνα η οποία έγραφε: «Ο Χριστός ευλογεί τα παιδιά». Η εκκλησία γκρεμίστηκε το 1930 και στη θέση της χτίστηκε σχολείο. Ήταν βυζαντινού ρυθμού και λέγεται πως χτίστηκε ταυτόχρονα με την εκκλησία του Αγίου Ιωάννη, η οποία χρονολογείται το 315 μ.χ. από τον βυζαντινολόγο Κωνσταντίνο Καλοκύρη, ο οποίος πέρασε από το χωριό το 1965. Στο εσωτερικό της υπάρχουν αγιογραφίες μεγάλης αξίας. Πάνω από τη β ορεινή πόρτα υπάρχει αγιογραφία με θέμα την «Κρίση του Σολομώντα». Το κατώφλι της εκκλησίας τους Αγίου Ιωάννη, το οποίο έχουν κατασκευάσει από υλικό άλλου κτίσματος της περιοχής, έχει πάνω σκαλισμένα δύο φίδια, οι κεφαλές των οποίων ενώνονται.

Το 1905 στην τοποθεσία Κουλές, που σημαίνει φυλάκιο, υπήρχε ένα άνοιγμα μέσα στο οποίο έπεσε ένα ριφάκι του Κουντουρογιάννη. Εκείνος ζήτησε βοήθεια από το φυλάκιο. Ο τούρκος που κατέβηκε να το βγάλει είδε πολλά αγάλματα με διάφορες μορφές. Μετά τη φυγή των τούρκων ο φρουρός ενημέρωσε τον τότε αρμοστή της Κρήτης Γεώργιο, ο οποίος έσπευσε για να τα βρει αλλά δεν ανακάλυψε τίποτα. Πιστεύεται ότι τα αγάλματα βρίσκονται ακόμα στη θέση τους.

Το 1983 μια ομάδα νέων του χωριού βλέποντας την είσοδο της σπηλιάς Αγιασματί οστά, κάνοντας ανασκαφή σε μικρό βάθος βρήκαν τρία κρανία. Το ένα ήταν κολημένο στους βράχους, περιβαλλόμενο από σταλακτίτες.

Σύμφωνα με τα ευρήματα του χωριού και από τα λεγόμενα των κατοίκων φαίνεται πως η περιοχή ήταν κατοικημένη σε όλες τις εποχές με μια μικρή απομάκρυνση των Ελλήνων την εποχή της τουρκοκρατίας.

Από τις παλαιότερες οικογένειες είναι οι Μονιάκηδες, Λανγουβάρδοι, Τσαγκαράκηδες, Ουρανοί, Καραβάνηδες και Μποτόνηδες. Το 1923 ήρθαν οι οικογένειες των Αραπλήδων, των Ιατρών, των Καλαφάκηδων και άλλων.

 

*Στοιχεία από 15ετή έρευνα 1980-1995.