Μενού Κλείσιμο

Επανωχώρι Χανίων

Το Επανωχώρι είναι χωριό και κοινότητα της επαρχίας Σελίνου. Βρίσκεται στη βορειοανατολική πλευρά της επαρχίας και σε απόσταση 46χλμ. από τα Χανιά. Είναι χτισμένο σε υψόμετρο 600μ., περίπου, σε μια καταπράσινη και σπάνια σε ομορφιά τοποθεσία.

Εδώ ο επισκέπτης μπορεί να θαυμάσει τη φύση σ’ όλο της το μεγαλείο και να δει ένα αληθινά άγριο τοπίο. Στα ανατολικά του χωριού συναντάμε το Αγιερινιώτικο Φαράγγι και στη συνέχεια το οροπέδιο του Ομαλού με το μεγαλόπρεπο όγκο των Λευκών Ορέων. Ολόκληρη η περιοχή, όπου βρίσκεται η κοινότητα Επανωχωρίου, είναι κατάφυτη από κυπαρίσια, πλατάνια και πολλά είδη δέντρων, που δροσίζονται συνεχώς από τα κρυστάλλινα νερά πολλών φυσικών πηγών. Εκτός από το Επανωχώρι, στην κοινότητα υπάγονται οι οικισμοί της Αγίας Ειρήνης, του Πρινέ και των Τσισκιανών. Την κοινότητα κατοικούν σήμερα 400, περίπου, κάτοικοι και οι 140 απ’ αυτούς ζουν στο Επανωχώρι.

Σ’ όλη την περιοχή απλώνονται πολλοί βοσκότοποι, που ευνοούν την ανάπτυξη της κτηνοτροφίας. Οι ποιμενικοί αυτοί τόποι του χωριού είναι οι βοσκότοποι του Αγιερινιώτικου Φαραγγιού, καθώς και η Μαδάρα – Λευκά Όρη. Οι κάτοικοι ασχολούνται κυρίως με την κτηνοτροφία και σε μικρότερο βαθμό με την καλλιέργεια της ελιάς. Το οροπέδιο του Ομαλού χρησιμεύει, επίσης, στην καλλιέργεια εξαιρετικής ποιότητας πατάτας και σιτηρών.

Το σημερινό όνομα του χωριού είναι μεταγενέστερο και αναφέρεται από το 1823 και μετά. Παλιότερα ονομαζόταν Λάκκος Σγουράφος, αλλά με το πέρασμα του χρόνου καθιερώθηκε η νέα του ονομασία. Πολλοί πιστεύουν ότι η παλιά ονομασία οφείλεται στο συνοικισμό Σγουραφιανά, που υπήρχε εδώ επί Ενετοκρατίας, αλλά σήμερα δεν υπάρχει πια. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, η ονομασία αυτή οφείλεται σε κάποιο περιστατικό που συνέβη εδώ τον καιρό της Τουρκοκρατίας.

Λέγεται, λοιπόν, ότι ο τότε πασάς του χωριού, επειδή δεν μπορούσε να υποτάξει τους ηρωικούς υπερασπιστές της περιοχής, που εύρισκαν καταφύγιο στο Αγιερινιώτικο Φαράγγι, τους κάλεσε να πάνε μαζί με τον οπλισμό τους, στην τοποθεσία Άι – Λιάς, που βρίσκεται στην είσοδο του χωριού και κοντά στην ομώνυμη εκκλησία, για να τους θαυμάσει, όπως έλεγε. Τόσος ήταν ο θαυμασμός του για την τόλμη τους, ώστε όταν τους αντίκρισε είπε: «Αν είχα ζωγράφο μαζί μου θα σας ζωνράφιζα». Από τότε, λοιπόν, η περιοχή ονομάστηκε Λάκκος Σγουράφος ή Ζωγράφος. Ακόμα, πολλοί υποστηρίζουν ότι η ονομασία αυτή προήλθε από τη μορφολογία του εδάφους, που είναι σαν λάκκος, αλλά τόσο όμορφος που μοιάζει ζωγραφιστός.

Το Επανωχώρι ονομάζεται και Πανόχωρο ή Πανιχώρι και αποτελείται από τις γειτονιές Μεσοχώρι, Μπασιάδες, Σεισιανά, Χαλακατεβιανά, που ονομάστηκαν έτσι από τους κατοίκους τους,Μαραγκιανά και Ζουρίδη, που είχε παλιά πολλές ζουρίδες (= αλεπούδες). Σ’ αυτή τη γειτονιά έζησε και έδρασε ο ξακουστός αγάς Βέργερης. Ακόμα μια άλλη γειτονιά του χωριού είναι τα Λιμπιανά, όπου παλιά φύτρωναν πολλά λουμπούνια (= λίμπινοι).

Η ιστορία του χωριού, που πρέπει σύμφωνα με ενδείξεις να ιδρύθηκε κατά τους βυζαντινούς χρόνους, είναι μεγάλη και ένδοξη. Οι κάτοικοι της κοινότητας αγωνίστηκαν σκληρά και πρόσφεραν πολλά σε όλους τους κρητικούς απελευθερωτικούς αγώνες. Πολλοί, μάλιστα, απ’ αυτούς θυσιάστηκαν και έχυσαν το αίμα τους για την πατρίδα. Τον καιρό της Τουρκοκρατίας, οι ηρωικοί αγωνιστές της περιοχής κατέφευγαν στο θρυλικό Ομαλό, στις Μαδάρες των Λευκών Ορέων και στο κοντινό Φαράγγι της Αγίας Ειρήνης, όπου έβρισκαν καταφύγιο από τη μανία των Τούρκων και οργάνωναν την πορεία του αγώνα τους.

Οι περιοχές αυτές ήταν ένα μικρό φως ελευθερίας μέσα στο πυκνό σκοτάδι σκλαβιάς, που σκέπαζε ολόκληρη την Κρήτη την εποχή εκείνη. 500μ. μετά την είσοδο του φαραγγιού είναι η θέση Πολλά Σπιτάκια, όπου σήμερα συναντούμε χαλάσματα παλιών σπιτιών. Στα σπίτια αυτά λέγεται ότι κατέφευγαν οι κάτοικοι της κοινότητας για να γλιτώσουν από τις θηριωδίες των Τούρκων. Ανατολικά αυτής της τοποθεσίας υπάρχει ένα στενό πέρασμα, απ’ όπου οι Έλληνες διέφευγαν προς τον Ομαλό, όταν οι Τούρκοι κατόρθωναν να μπουν στο φαράγγι.

Το Επανωχώρι έχει αναδείξει αρκετούς ήρωες, αρχηγούς και αγωνιστές, που πρόσφεραν τα πάντα για την ελευθερία της πατρίδας τους. Ένας απ’ αυτούς ήταν ο Γεώργιος Κορκίδης, που υπήρξε αρχηγός της επαρχίας Σελίνου, στο διάστημα 1845 – 66 – 77, καθώς και πρόεδρος της Κρητικής Βουλής. Επίσης ο Κωνσταντίνος Μπασιάς, που πήρε μέρος στην επανάσταση του 1858, του 1866-69 και του 1878-85, υπήρξε ένας από τους κυριότερους αρχηγούς της επαρχίας Σελίνου και κατά την τελευταία επανάσταση του 1896-97 εκλέχτηκε γενικός αρχηγός Σελίνου.

Κατά την επανάσταση του Δασκαλογιάννη, το 1770, αρκετοί κάτοικοι της περιοχής έσπευσαν να ενισχύσουν τον κρητικό αγώνα. Ένας απ’ αυτούς ήταν και ο Σταμάτης Μπασιάς, που τραυματίστηκε και πέθανε σε μια σπηλιά κοντά στην Ανώπολη Σφακίων. Από τότε, η σπηλιά αυτή λέγεται Του Μπασιά το σπηλιάρι. Τα δύσκολα εκείνα χρόνια της δουλείας και των αγώνων, όποιος ήθελε να βγει στον Ομαλό και γενικά στα Λευκά Όρη, έπρεπε να συνδεθεί πρώτα με τους Λακκιώτες Κυδωνίας, με τους Σφακιανούς, αλλά και με τους κατοίκους του Επανωχωρίου και του οικισμού της Αγίας Ειρήνης. Σχετικά μ’ αυτή τη δράση των κατοίκων έχει διασωθεί μέχρι τις μέρες μας ένα χαρακτηριστικό λαϊκό τραγούδι:

«Που θε να βγει στον Ομαλό να’ν’αναγυρισμένος

Λακκιώτης ας κάμει σύντεκνον και σφακιανό κουμπάρο

κι Αγιερινιώ τ’ αδερφο χοντρό, Πανηχωρίτη φίλο,

τότες να βγει στον Ομαλό, να ν’ αγυρισμένος»

Εδώ είχαν την έδρα τους οι γενίτσαροι Βεργέρηδες και Μουργινοί, που καταδυνάστευαν τους κατοίκους της περιοχής. Στη συνοικία Ζουρίδω του χωριού σώζεται ακόμα και σήμερα ένα οίκημα που ονομάζεται Στου Κομπιτσομανόλη. Το σπίτι αυτό ανήκε στο γενίτσαρο Εμίν Βέργερη, όπου συγκέντρωνε τις γυναίκες και τα κορίτσια των Χριστιανών της περιοχής σε ολονύχτιους χορούς. Η κατάσταση αυτή είχε εξαγριώσει όλους τους κατοίκους, αλλά κανείς δεν έβρισκε το κουράγιο να αντισταθεί. Μια μέρα, όμως, κάποιος χωριανός, ο Μανόλης Θεοδωράκης, που ήταν γνωστός ως «Θοδωρομανόλης», κατόρθωσε να απαλλάξει το χωριό από την τυραννία του. Ο άνθρωπος αυτός ήταν ήρωας της περιοχής και έπαιζε λύρα. Ο γενίτσαρος Βέργερης, λοιπόν, τον κάλεσε στο σπίτι του για να παίξει λύρα την ώρα που γλένταγε με τις Ελληνίδες σκλάβες του. Κάποια φορά του είπε να φέρει μαζί του στο γλέντι τη χήρα θεία του, με τις κόρες της. Τότε ο Θοδωρομανόλης, επειδή κατάλαβε τις κακές διαθέσεις του αγά, έτρεξε και είπε στη θεία του να πάρει τις κόρες της και να κρυφτούν στο φαράγγι Έτσι και έγινε. Ο ίδιος, όμως, πήρε το ντουφέκι του και αφού το άφησε στην πόρτα του Εμίν Αγά, μπήκε μέσα στο σπίτι. Εκεί είδε πράγματα άσχημα, που δεν του άρεσαν. Τότε άρπαξε το όπλο του, ανέβηκε σε μια συκιά κι από κει σκότωσε τον Εμίν Αγά Βέργερη. Μετά πήγε σπίτι του και, αφού φίλησε τη γυναίκα του και τα παιδιά του, ξεκίνησε για τον Ομαλό για να κρυφτεί. Κοντά στο Αλωνάκι, όμως, τον έπιασαν 40 γενίτσαροι και τον πήγαν στα Χανιά, όπου και τον κρέμασαν σ’ έναν πλάτανο. Όλη η μανία των Τούρκων ξέσπασε πάνω στο πτώμα του γενναίου άνδρα. Λένε ότι το έδεσαν σ’ ένα άλογο και για τρεις μέρες το γύριζαν στην πόλη. Σήμερα, λέγεται ότι τα οστά του βρίσκονται στον Άγιο Λουκά, στο νεκροταφείο των Χανίων. Υπάρχει ένα λαϊκό τραγούδι, σχετικό με το περιστατικό αυτό, που λέει:

«Ζιμπούλι, ζιμπουλάκι, κατάμπλαβο ζιμπούλι

αφρουγκασθείτε να σας πω λυπητερό τραγούδι

τραγούδι να το μάθετε, τραγούδι να το λέτε

κι όσοι κι αν είστε Χριστιανοί να κάθεστε να κλαίτε.

Για το Μανόλη θα σας πω το Θοδωρομανόλη,

που σκότωσε το Βέργερη μέσα στ’ Απανηχώρι…»

Κατά την επαναστατική περίοδο του 1841, στο Επανωχώρι γίνεται κάποια συνάντηση ανάμεσα στους πρόξενους των μεγάλων Δυνάμεων και τους ντόπιους επαναστάτες. Κατά τη σύσκεψη αυτή, ένας από τους αρχηγούς των επαναστατών, ο Βασίλειος Χάλης, εξέθεσε την κατάσταση των υπόδουλων Χριστιανών της Κρήτης και παρουσίασε τον παραγκωνισμό των δίκαιων αιτημάτων των Κρητών από τις Μεγάλες Δυνάμεις.

Στις 23 Απριλίου του 1868, έγινε εδώ μια σημαντική μάχη ανάμεσα σε Χριστιανούς επαναστάτες και Τούρκους. Ακόμα, λέγεται ότι γύρω στα 1858, το Επανωχώρι ήταν η έδρα του Αλβανού Σουλεϊμάν Φλόκου, που υπήρξε διοικητής του ανατολικού διαμερίσματος της επαρχίας Σελίνου. Ο Αλβανός αυτός είχε διοικητική και δικαστική εξουσία και διέθετε στην υπηρεσία του αστυνομικό σταθμό, που βρισκόταν στο Επανωχώρι και συγκεκριμένα στην τότε ονομαζόμενη συνοικία Πάνω Βρύση.

Ακόμα και κατά τη διάρκεια της γερμανικής επίθεσης οι κάτοικοι της κοινότητας δεν έμειναν αδρανείς. Πολλοί απ’ αυτούς πήραν μέρος στον αγώνα και υπερασπίστηκαν τα σπίτια και τις οικογένειές τους. Αλλά και αργότερα, κατά τη Γερμανική Κατοχή, οι περισσότεροι συμμετείχαν στην Εθνική Αντίσταση ενάντια στους κατακτητές. Γι’ αυτό και οι Γερμανοί σε αντίποινα γι’ αυτή τη δράση των κατοίκων, έκαναν πολλές φορές επιδρομές στο χωριό και έκαιγαν σπίτια, έκαναν συλλήψεις και εκτελούσαν πατριώτες.

Σήμερα, οι κάτοικοι του χωριού είναι γνήσιοι Κρητικοί και άποικοι από τις γύρω περιοχές. Οι παλιότερες οικογένειές του είναι οι Πρωτοπαπαδάκηδες, Λουπάσηδες, Παπαγιαννάκηδες, Κοπιτσάκηδες, Μπασιάδες, Σαριδάκηδες, Χαλακατεβάκηδες, Πενταράκηδες, Σαρτζετάκηδες, Καλαμαράκηδες, Μαρκαντωνάκηδες, Παρδαλάκηδες, Δοξάκηδες, Γεωργακάκηδες, Χιωτοδημητράκηδες, Κουλουρίδηδες, Γλαμπεδάκηδες και Καλατζαντωνάκηδες.

Στο Επανωχώρι συναντάμε αρκετές ενδιαφέρουσες και γραφικές εκκλησίες. Μια απ’ αυτές είναι η παλιά εκκλησία της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα, που διαθέτει ένα εξαιρετικό αγιογραφημένο τέμπλο. Σήμερα η εκκλησία αυτή έχει ανακαινισθεί. Άλλη παλιά εκκλησία είναι η αγιογραφημένη Κοίμηση της Θεοτόκου. Αρκετό ενδιαφέρον συγκεντρώνουν και οι καινούριες εκκλησίες του χωριού, όπως το εκκλησάκι των Αγίων Αναργύρων. Οι παλιότεροι λένε ότι στην περιοχή, που βρίσκεται αυτό το εκκλησάκι και προτού να κτιστεί, ακούγονταν παράξενοι θόρυβοι από αλυσίδες και μια περίεργη βοή. Αργότερα και όταν σταμάτησαν οι παράξενοι αυτοί ήχοι, έκτισαν εκεί την εκκλησία των Αγίων Αναργύρων. Άλλες καινούριες εκκλησίες της περιοχής είναι ο Προφήτης Ηλίας, ο Άγιος Γεώργιος στο νεκροταφείο του χωριού, η Αγία Τριάδα, η Αγία Παρασκευή και ο Τίμιος Σταυρός.

Το Επανωχώρι, λοιπόν, είναι ένα χωριό που δεν πρέπει να αγνοήσει ο επισκέπτης της Κρήτης. Η πλούσια και ένδοξη ιστορία του, οι φυσικές καλλονές του, τα κρύα νερά των πηγών του, η αγριότητα του τοπίου και ο καθαρός ανοικτός ορίζοντας, που φθάνει μέχρι το Λιβυκό Πέλαγος, προσφέρουν στον επισκέπτη ευχαρίστηση, ξεκούραση και γαλήνη.

*Στοιχεία από 15ετή έρευνα 1980-1995.

Φωτογραφία: https://www.haniotika-nea.gr