Μενού Κλείσιμο

Αξός Μυλοποτάμου Ρεθύμνου

Η Αξός είναι χωριό της κοινότητας Μυλοποτάμου. Απέχει 46 χμ. από το Ρέθυμνο, σε υψόμετρο 525 μ. στους βόρειους πρόποδες του Ψηλορείτη. Έχει 701 κατοίκους. Στο χωριό της Αξού υπάγεται και ο οικισμός Λιβάδα.

Για την προέλευση του ονόματος του χωριού υπάρχουν τέσσερις πιθανές εκδοχές. Η πρώτη εκδοχή δέχεται ότι η ονομασία του χωριού προέρχεται από τους απότομους γκρεμούς που υπάρχουν. Η αρχαία κρητική λέξη αξός σημαίνει αγμός, θραύση, κάταγμα, απόκρημνος βράχος.

Η δεύτερη εκδοχή δέχεται άτι το χωριό πήρε το όνομα του από τον ποταμό Ύαξο

το σημερινό Μυλοπόταμο ή Γεροπόταμο. Η τρίτη εκδοχή αναφέρει ότι το όνομα του χωριού δόθηκε από τον Όαξο, ιδρυτή του χωριού γυιό του θεού Απόλλωνα και της νύμφης Ακακαλλίδος, κόρης ή εγγονής του Μίνωα.

Για τη χρονολογία ίδρυσης του χωριού δεν έχουμε ακριβείς πληροφορίες. Μερικοί τοποθετούν την ίδρυση του στην εποχή της καθόδου των Δωριέων, και άλλοι στη γεωμετρική εποχή. Δεν έχουμε όμως ευρήματα ανάλογα για να μπορούμε να δικαιολογήσουμε αυτές.τις χρονολογήσεις. Ευρήματα έχουν βρεθεί όμως από την υστερο-μινωική περίοδο, όπως όστρακα, επιγραφές, μια χάλκινη περικεφαλαία, έξι χάλκινοι θώρακες, ειδώλια πρωτόγονης τεχνικής κ.ά.

Οι πιο παλιές οικογένειες είναι οι Πατελάροι, Δαφέρμοι (από Βενετία), Καντάντοι (Κωνσταντινούπολη), Μανιάδες (Μάνη), Παπαδάκηδες, Καμαρίκηδες, Σκουτέληδες (παρατσούκλι ορισμένων Δαφέρμων).

Το σημερινό χωριό είναι χτισμένο στη θέση της αρχαίας πόλης της Αξού. Μάλιστα ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι τον 7ο αιώνα π.Χ. βασιλιάς της Αξού ήταν ο Ετέαρχος. Σ’ αυτόν τον αιώνα, ανήκει και μια χάλκινη μήτρα, μια παράσταση τρίποδα και πάνω από τον τρίποδα μια μορφή θεότητας, που μάλλον πρόκειται για το Δία. Εκτός των άλλων βρέθηκαν ερείπια κυκλώπειου τείχους, αρχαϊκός ναός της Αφροδίτης και ρωμαϊκά νομίσματα. Το χωριό κατακτήθηκε πολλές φορές.

Κανένας όμως κατακτητής δεν κατόρθωσε να του αλλάξει το χαρακτήρα. Μάλιστα σύμφωνα με διηγήσεις των κατοίκων, η αρχαία πόλη της Αξού καταστράφηκε όταν ήλθε σε πόλεμο με την πόλη της Ελεύθερνας-καιοιδυο πόλεις ανήκαν στην Εκατόμηολη της Κρήτης. Με τον αποκλεισμό της Αξού έπεσε η πανούκλα και κατέστρεψε την πόλη του Ετέαρχου. Η καινούρια Αξός κτίστηκε λίγο πιο κάτω από την παλιά, πριν από 500 περίπου χρόνια.

Το λιμάνι της πόλης βρισκόταν στην Αστάλη το σημερινό Μπαλί. Μετά την καταστροφή της πόλης του Ετέαρχου, οι κάτοικοι έκτισαν ανατολικότερα τη σημερινή κωμόπολη Ανώγεια.

Κάτω από το ρωμαϊκό ζυγό η Αξός ακολούθησε τη μοίρα των άλλων κρητικών πόλεων. Γνώρισε ακμή και συνέχισε τη ζωή της κάτω από όρους πιο υποφερτούς, διατηρώντας κάποια ελευθερία δράσης. Διατήρησε το δικαίωμα να κόβει δικά της νομίσματα στην εποχή του Τιβέριου και του Καλιγούλα. Την περίοδο αυτή λειτουργεί και ο Ναός της Αφροδίτης στον περίβολο του οποίου απαντούν τάφοι της εποχής αυτής.

Η Αξός μνημονεύεται από αξιόλογους λατίνους συγγραφείς, τον Βάρρωνα, τον Σέρβιο, τον Βιργίλιο.

Η ιστορία της Αξού συνεχίζεται και στη βυζαντινή εποχή. Απόδειξη είναι οι πολλές εκκλησίες που διασώζονται, όπως της Αγίας Παρασκευής, Αγίας Ειρήνης, Αφέντη Χριστού, Αγίου Ιωάννου, Παναγίας, Αγίας Άννας, Αγίου Γεωργίου, Μιχαήλ Αρχαγγέλου στο κέντρο του χωριού και Αγίου Απακού.

Λίγα χρόνια μετά, κάτοικοι του χωριού έφυγαν για τα γύρω βουνά με σκοπό να γλιτώσουν από την αγριότητα των Σαρακηνών και ίδρυσαν τα γειτονικά Ανώγεια ή Ξυγκανώγεια.

Την ενετοκρατία θυμίζουν έντονα τα πολλά βενετσιάνικα νομίσματα που βρέθηκαν στο χωριό καθώς και τοπωνύμια που επιζούν όπως «στου Τζόκο», «στου Γαλένη», «Τροτσέλο» κ.τ.λ. Το χωρίο αναφέρεται στον Καστροφύλακα ως συνοικισμός με 586 κατοίκους.

Στο χωριό διασώζονται αρκετές παραδόσεις από την εποχή της Τουρκοκρατίας. Από την Αξό λέγεται ότι καταγόταν η Ευμενία ΒεργΙτοη και ότι ήταν κόρη του καπετάν Βοριά. Η Ευμενία Βεργίτση αιχμαλωτίστηκε από το Γαζή Χουσεΐν, το 1646, και στάλθηκε σαν δώρο στο σουλτάνο Ιμπραήμ. Όταν μεγάλωσε, κατόρθωσε και έγινε η ευνοούμενη του σουλτάνου Μεχμέτ Δ’ και μητέρα των μετέπειτα σουλτάνων Μουσταφά Β’ και Αχμέτ Γ’, που έμειναν στην ιστορία ως οι σκληρότεροι σουλτάνοι για την Κρήτη.

ΤΟ 1775 αγάς στην Αξό ήταν κάποιος Χαλίλ. Αυτός παντρεύτηκε μια Χριστιανή, που παρέμεινε στο θρήσκευμα της και βάφτισε και τα παιδιά της Χριστιανούς. Ο Χαλίλ Αγάς ήταν ανθρωπιστής και έτσι οι χωριανοί τον συμπαθούσαν πολύ. Το κονάκι του ήταν δίπλα στην εκκλησία και συχνά πήγαινε λάδι στην εκκλησία. Όταν μπήκαν στο χωριό οι Τούρκοι από το Γαράζο, με αρχηγό τον αγά Γαράζογλου μάζεψαν τα όμορφα κορίτσια του χωριού και τα έβαλαν να χορέψουν με το ζόρι πάνω σε ρόβι για να γλιστρούν.

Μόλις ο Χαλίλ έμαθε τι γινόταν έδωσε διαταγή να τους πιάσουν και να τους μαστιγώσουν. Ο Γαράζογλου θύμωσε και πρότεινε στο Χαλίλ να βρει ένα γενναίο για να παλέψει με το πρωτοπαλίκαρο του. Τότε παρουσιάζεται ο Αγγελογιωργάκης και λέει στο Χαλίλ «μα τον Θεό αφεντικό, σαν θα φάω και θα πιω, θα τόνε καταφέρω».

Έτρωγε λοιπόν και έπινε 15 μέρες στο κονάκι του Χαλίλ, μετά βγήκε στην αυλή και άρχισε η πάλη. Ο Ανγελογιωργάκης είχε αλειφθεί με λάδι και έτσι δεν μπορούσε ο Τούρκος να τον πιάσει. Σε μια στιγμή ο Αγγελογιωργάκης πιάνει τον Τούρκο και τον ρίχνει μέσα στο φούρνο που υπήρχε εκεί, τότε γυρίζει και λέει προς το Γαράζογλου «Πάππο (μήπως) γυρεύει τα παξιμαδάκια τ’ αγαδικού μου (τ’ αφεντικού μου)».

Κατά την επανάσταση του Βασιλακογιώργη ο Αξιώτης Μανώλης Πατελάρος ή Παπαδάκης, ο «διδασκαλιστής», κατέβηκε και έλαβε μέρος ως οπλαρχηγός. Το 1869 εγκαταστάθηκε στο χωριό μόνιμη τουρκική φρουρά.

Άλλες συμφορές, εκτός από τις εθνικές αναταραχές, που συντάραξαν την Αξό όπως

και το μεγαλύτερο μέρος της Κρήτης ήταν οι συχνές επιδρομές της πανούκλας από το 1810 – 1856.

Μερικές άλλες παραδόσεις σχετίζονται με τις εκκλησίες που υπάρχουν στο χωριό. Για την εκκλησία της Αγίας Ειρήνης λέγονται τα παρακάτω: Μέσα στο ιερό υπάρχει ένα καζάνι γεμάτο θησαυρούς, αλλά είναι στοιχειωμένο. Πριν 100 περίπου χρόνια ένας Καμαρίτης προσπάθησε να τα πάρει, αλλά μέσα στο πηγάδι υπήρχε μια φωλιά από σθουριά (δηλητηριώδη έντομα πιο μεγάλα από τις σφήκες), γλίτωσε βέβαια αλλά όλοι το απέδωσαν στο στοιχειό που υπήρχε στο πηγάδι.

Το 1960 ένας αρχαιολόγος έκανε αναστήλωση της εκκλησίας. Όταν έμαθε την ιστορία για το θησαυρό, αντί των 50 δρχ. που έδινε για μεροκάματο πρόσφερε 200 δρχ. για όποιον θελήσει να μπει στο πηγάδι, προσφέρθηκαν δυο εργάτες, αλλά ο ένας από τους δυο πέθανε. Και αυτό το γεγονός το απέδωσαν στο στοιχειό του πηγαδιού.

Για την εκκλησία Αφέντης Χριστός διηγούνται τα εξής: Η εκκλησία βρίσκεται στο χωράφι του Δημήτριου Μανιά, ο οποίος βλέποντας μισοχαλασμένη την εκκλησία σκέφθηκε ότι θα του ήταν χρήσιμες οι πέτρες της εκκλησίας για το κτίσιμο του σπιτιού του. Πήγε λοιπόν και πήρε τις πέτρες για να κτίσει. Το βράδυ όμως είδε στον ύπνο του τρεις φορές το Χριστό που του έλεγε να γυρίσει πίσω τις πέτρες. Το άλλο πρωί ξημερώνοντας τον βρήκε άρρωστο και μόλις επέστρεψε τις πέτρες έγινε αμέσως καλά. Τότε κτίστηκε και πάλι η εκκλησία. Αυτό συνέβη πριν 9 χρόνια.

Αλλη διήγηση λέει ότι όταν ανοιγόταν ο δρόμος δίπλα στην εκκλησία ο χειριστής της μπουλντόζας κατά λάθος πήρε μια πέτρα, η οποία δεν έπεφτε από την μπουλντόζα παρ’ όλες τις προσπάθειες του. Ο Μανιάς του είχε πε» να αφήσει την πέτρα στη θέση της, αλλά εκείνος απάντησε «για μια πέτρα κάνετε έτσι;». Παρά τις προσπάθειες του όμως η πέτρα δεν έπεφτε και μόνο όταν τη γύρισε πίσω στην εκκλησία η πέτρα έπεσε μόνη της.

Ανατολικά του χωριού σώζεται ένας τοίχος, το Τειχιό τσ’ Αξός. Έχει ύψος 8 μ. Οι κάτοικοι πιστεύουν πως είναι μέρος του υδραγωγείου που μετέφερε το νερό της πηγής Σκαφίδα στη δεξαμενή της Αξού. Ο τοίχος είναι πολύ στερεά κτισμένος με κυβικούς σχεδόν ασβεστόλιθους. Το παράδοξο ότι απόμειναν ερείπια 10 μ. σε συνολο 2 ή 3 χλμ. Η παράδοση μάλιστα λέει ότι το νερό δεν πήγε ποτέ στην πόλη γιατί αν το έργο είχε πια τελειώσει και οδήγησαν το νερό μέσα στο υδραγωγείο, ένας μάστορας είπε άτι: «αν θέλει ο Θεός θα πάει το νερό στη στέρνα. Μα ο πρωτομάστορας υποστηρίζοντας την τέχνη ταυ είπε: «Α θέλει κι α δε θέλει, θα πάει». Το νερό μετά απ’ αυτά το λόγο γύρισε πίσω.

Δεύτερη παράδοση αναφέρει πως πάνω στο τειχιό καθόταν η γυναίκα του. Διγενή

και χτενιζόταν. Τα μακριά μαλλιά της έφταναν ως κάτω (δηλαδή 6-8 μέτρα) ο Διγενής προσπάθησε να τα πιάσει, εκείνη όμως πρόλαβε και τα τράβηξε με αποτέλεσμα με την ορμή που είχε ο ήρωας να κολλήσει στον τοίχο στις πέτρες. Εκεί κοντά φαίνεται η σπαθιά του Διγενή σε βράχο, δηλαδή το σημάδι του χεριού του. Το τειχιό έπεσε το 1943 από αέρα.

*Στοιχεία από 15ετή έρευνα

Φωτογραφία: https://axos.gr/2009-01-09-20-15-14/