Μενού Κλείσιμο

Αρεόπολη Λακωνίας

Η Αρεόπολη είναι ένα ιστορικό χωριό της Ανατολικής Μάνης, πατρίδα των Μαυρομιχαλαίων, που κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας διατήρησε την ανεξαρτησία του. Έχει χαρακτηριστεί διατηρητέος  οικισμός, καθώς κρατά το παραδοσιακό της χρώμα με τα λιθόστρωτα δρομάκια, τα πέτρινα σπίτια και τους μανιάτικους πύργους της.

Επί Τουρκοκρατίας ονομαζόταν Τσίμοβα που εικάζεται ότι προέρχεται από τη σλάβικη λέξη που σημαίνει πόλη του διαβόλου ή μικρός κάμπος. Υπάρχει και μια δεύτερη εκδοχή που υποστηρίζει ότι το όνομά της οφειλόταν σε πρόσφυγες που ήρθαν από το Τσιμόβασι της Σμύρνης. Το 1336 αναφέρεται σε έγγραφο ως ένα από τα χωριά και περιοχές της Καλαμάτας και της Μάνης των οποίων αγροί  παραχωρήθηκαν από τους βασιλείς της Νάπολης στον Νικολό Ατσαγιόλι.

Δεν υπάρχουν επίσημα στοιχεία για το πότε κτίστηκε ο οικισμός. Πιθανολογείται ότι χτίστηκε από απογόνους του Μιχάλη Καρδιανού, ιδρυτή πολλών χωριών της Μάνης ή από απογόνους δύο αδελφών που έφτασαν από την Καλλίπολη της Θράκης στο Οίτυλο καταδιωκόμενοι από τους Τούρκους.

Στην Αρεόπολη συγκεντρώθηκαν μετά από πρόσκληση του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη όλοι οι Μανιάτες οπλαρχηγοί και αποφάσισαν την έναρξη του αγώνα κατά των Τούρκων υψώνοντας για πρώτη φορά η σημαία της Επανάστασης, στις 17 Μαρτίου 1821. Η σημαία, η οποία σήμερα εκτίθεται στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο Αθηνών, ήταν λευκή με διάφορα εθνικά σύμβολα. Η ημέρα της έναρξης της Επανάστασης γιορτάζεται κάθε χρόνο στην Αρεόπολη με ιδιαίτερη λαμπρότητα, στον περίβολο της εκκλησίας των Ταξιαρχών στην πλατεία της 17ης Μαρτίου 1821, εκεί από όπου ξεκίνησε η Επανάσταση. Στην Πλατεία των Αθανάτων, την κεντρική πλατεία της Αρεόπολης, δίπλα στο επιβλητικό άγαλμα του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, βρίσκεται η πέτρα που χρησιμοποίησαν οι Μανιάτες για να στηρίξουν την Ελληνική σημαία.

Η Τσίμοβα μετονομάστηκε το 1836 με διάταγμα του Όθωνα σε Αρεόπολη, από τον θεό του πολέμου Άρη, για να τιμηθεί η πολεμική αρετή των Μανιατών.

Αξιοθέατα της Αρεόπολης είναι οι πολυώροφοι πύργοι του Πικουλάκη, των Μαυρομιχαλαίων και του Καπετανάκη, καθώς και οι πολυάριθμες εκκλησίες που χρονολογούνται από τον 17ο έως τον 19ο αιώνα με πιο ξεχωριστή τους Άγιους Ταξιάρχες του 18ου αιώνα με το πανύψηλο καμπαναριό, το εξαίρετο γλυπτό τέμπλο και τον λιθανάγλυφο διάκοσμο.