Μενού Κλείσιμο

Απίδια Σητείας

Κοινότητα της επαρχίας Σητείας. Βρίσκεται σε απόσταση 32 χιλιόμετρα από τη Σητεία. Η περιοχή κατά πάσα πιθανότητα κατοικούνταν ήδη από την προμινωική εποχή, όπως δείχνουν οι πέτρες που βρίσκονται σε προϊστορικό τάφο στο Δρογγάρι, έναν ερειπωμένο οικισμό σήμερα που βρίσκεται κοντά στο χωριό.

Στην παραθαλάσσια περιοχή της κοινότητας υπήρχαν οι αρχαίες πολιτείες Λενικά, όπου και σήμερα υπάρχουν απομεινάρια, η Κέρατος, οι Ερυθραί. Επίσης εδώ τοποθετούν οι αρχαιολόγοι την πόλη Στήλαι. Η ύπαρξη τόσων πολλών πόλεων οφείλεται στην επεξεργασία της πορφύρας που γινόταν αποκλειστικά στη κοντινή Νήσο Λεύκη ή Πορφυρά, σημερινό Κουφονήσι.

Ο οικισμός Δρογγάρι, που είναι και ο παλαιότερος της περιοχής, οφείλει την ονομασία του, σύμφωνα με την παράδοση, σε κάποιον δρουγγάριο, δηλ. βυζαντινό χιλίαρχο. Η παράδοση επίσης αναφέρει ότι οι τελευταίοι. Έλλληνες του έφτασαν στην πόλη για να βοηθήσουν τον Παλαιολόγο ξεκίνησαν από τοΔρογγάρι με πέντε πλοία που έφτασαν στην πόλη τις δύσκολες ώρες της πολιορκίας.

Άλλοι ερειπωμένοι παλιοί οικισμοί είναι τα Πρινάρια, η Μοναστρά, ο Καλός Λάκκος, τα Τσουπά. Αντίθετα οι οικισμοί Έξω Απίδια, Μέσα Απίδια και Γουδουράς κατοικούνται και προοδεύουν.

Η ονομασία του χωριού Απίδια οφείλεται προφανώς στο ομώνυμο δέντρο, το οποίο όμως σήμερα σπανίζει στην περιοχή.

Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας δεν εγκαταστάθηκαν Τούρκοι σε κανένα οικισμό της κοινότητας λόγω της ορεινής τοποθεσίας. Ο μοναδικός φόρος που πλήρωναν τότε ήταν ένα δεμάτι χόρτα που έπρεπε κάθε γυναίκα να προσφέρει για το άλογο του Αγά, όταν έφτανε στο χωριό. Η παράδοση αναφέρει όταν κάποτε ήρθε ο πασάς άργησε να έρθει μια γυναίκα και μόλις παρουσιάστηκε μπροστά του εκείνος τη χτύπησε άσχημα και απέβαλε γιατί ήταν έγκυος. Τότε πολλοί από το χωριό μαζί με τους οργισμένους συγγενείς της αποφάσισαν να εκδικηθούν. Κρύφτηκαν λοιπόν κάτω από τη γέφυρα ντυμένοι μ’ άσπρα ρούχα κρατώντας σακούλια με άμμο. Μόλις ο Αγάς τη νύχτα περνούσε από εκεί παρουσιάστηκαν ξαφνικά μπροστά του, το άλογο γκρέμισε τον Αγά και οι Απιδιώτες τον χτύπησαν μέχρι θανάτου. Μόλις οι Τούρκοι είδαν μόνο του το άλογο, έτρεξαν και τον βρήκαν ετοιμοθάνατο. Ο Αγάς χωρίς να έχει καταλάβει την πραγματικότητα τους ψέλισε ξεψυχώντας ότι τον σκότωσαν τα κακά πνεύματα που τριγυρνούν στην περιοχή.

Ο φόβος της πειρατείας, ήταν έντονος γι’ αυτό και πολλοί κάτοικοι διέμεναν στα ορεινά. Από διάφορα σημεία παρακολουθούσαν τον ερχομό των πειρατών γι’ αυτό έχουμε τα γνωστά τοπωνύμια Βίγλα, Βιγλάκια, Βιγλί, Κάστελος, Καστελού. Κατέφευγαν σε ένα μεγάλο σπήλαιο που λέγεται Κατωφύγι. Η σπηλιά δεν έχει εξερευνηθεί ακόμα. Στην περιοχή υπάρχουν περίπου 800 σπηλιές μικρές και μεγάλες.

Η παράδοση μας διασώζει ότι όταν κάποτε έφτασαν στην περιοχή του Γουδουρά οι πειρατές οδηγήθηκαν από μια φωτιά στα μεγάλα σπήλαια και βρήκαν ένα βοσκό με το βοηθό του να βράζει το γάλα. Όταν είδαν τους πειρατές προσποιήθηκε ότι “γήτευε” το γάλα για να γίνει καλύτερο, ενώ έλεγε στον βοηθό του

“το φεγγάρι του Γενάρη λίγο σαν ημέρα μοιάζει άμε απάνω μοναχός κι έλα κάτω με πολλούς”.

Έτσι ο βοηθός του έφυγε να φέρει βοήθεια, ενώ οι πειρατές του ζήτησαν να μάθουν τι έλεγε και ο βοσκός απάντησε «Γητεύω το γάλα για να πιείτε αγάδες μου”. Μόλις οι πειρατές αποκοιμήθηκαν τους έλουσε με βραστό γάλα και τους σκότωσε. Όταν ήρθε η βοήθεια μάζεψαν το πτώματα και τα πέταξαν σ’ ένα πηγάδι.

Κατά το Β παγκόσμιο πόλεμο πολλοί Άγγλοι είχαν καταφύγει στο χωριό μαζί με Κύπριους. Κρύβονταν σε σπηλιές και διατηρούσαν ασύρματο. Οι κάτοικοι του χωριού φρόντιζαν για την τροφοδοσία τους, και το πέρασμά τους στη Μέση Ανατολή, αφού τους έκρυβαν στο Μοναστήρι του Καψά. Όταν οι Γερμανοί πληροφορήθηκαν ότι το Μοναστήρι ήταν καταφύγιο σχεδίασαν να σκοτώσουν τον ηγούμενο Ιλαρίωνα Συντυχάκη τον οποίο τον έκρυψαν οι ντόπιοι.

Μόνο στην περιοχή του Γούδουρα οι Γερμανοί και οι Ιταλοί στην αρχή είχαν φυλάκιο και δεν εγκαταστάθηκαν σε άλλους οικισμούς.

Στην περιοχή υπάρχουν αρκετές εκκλησίες που χρονολογούνται από τα Βυζαντινά χρόνια ακόμα. Οι παλαιότερες είναι: του Αγίου Νικολάου στο Πλατάνι με αξιόλογες τοιχογραφίες και των Αγίων Σαράντα στο Γούδουρα. Η εκκλησία αυτή έχει τοιχογραφίες κάτω από το σοβά. Η παράδοση για την εκκλησία αυτή αναφέρει ότι οι Τούρκοι εγκαταστάθηκαν στην περιοχή των Αγίων Σαράντα. Ένας απ’ αυτούς χρησιμοποίησε την εκκλησία για σταύλο. Κάποια φορά φώναξε 40 εργάτες για να σκάψουν τ’ αμπέλια της περιοχής και εξαφανίστηκαν όλοι όταν μπήκαν στο Ναό των Αγίων Σαράντα. Όταν το είδε ο Τούρκος από φόβο και με προτροπή της κρυπτοχριστιανής μητέρας του, επισκεύασε την εκκλησία και την άφησε ως τόπο λατρείας των Χριστιανών. Μια άλλη εκκλησία μισογκρεμισμένη σήμερα, εξίσου παλιά είναι του Αγίου Ιωάννη του Μελιτερού, 2 χιλιόμετρα περίπου από Το Γούδουρα. Για την εκκλησία αυτή λέγεται ότι στο παρακείμενο φαράγγι σε μια σπηλιά στο γκρεμό ήταν φυλακισμένο ένα μελίσσι για αιώνες. Το μέλι έτρεχε από ψηλά καθώς ήταν ατρύγητο για χρόνια. Ένας Τούρκος προσευχήθηκε στον Άγιο Ιωάννη τον Μελιτερό να τον βοηθήσει να πάρει το μέλι και να δώσει το κερί στον Άγιο. Κρεμάστηκε με σχοινί άφοβος, πήρε το μέλι και το κερί και όταν ανέβηκε είπε μεγαλόφωνα «όλα δικά μου Άη Γιάννη». Σε λίγο διαπίστωσε ότι είχε ξεχάσει στο σπήλαιο το ασημένιο μαχαίρι του. Ξανάδωσε τις ίδιες υποσχέσεις κατέβηκε το φαράγγι και όταν ανέβαινε ένα πελώριο φίδι όρμησε να τον δαγκώσει. Όμως κόπηκε το σχοινί και ο Τούρκος γκρεμίστηκε τιμωρούμενος από τον Άγιο για το θράσος του.

Επίσης στο Έξω Απίδι υπάρχουν οι ναοί του Άη Γιώργη, δίκλιτη και της Παναγίας. Στο Δρογγάρι υπάρχει η εκκλησία του Προφήτη Ηλία. Νεώτερες εκκλησίες είναι του Αφέντη Χριστού στο Μέσα Απίδι, της Παναγίας στα Τσουπά, του Αγίου Ιωάννη στον Καλό Λάκκο, του Αγίου Αντωνίου στην ομώνυμη τοποθεσία και της Ανάληψης στο Γούδουρα. Επίσης στο Γούδουρα χτίζεται σήμερα η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου.

Ονομαστός λυράρης ήταν ο Μαθιός Γαρυφαλλάκης που τηρούσε την τοπική παράδοση, δηλαδή λύρα με δοξάρι με γερακοκουδούνα που συνοδεύσταν με νταούλι και όχι όπως συνηθίζεται με λαούτο.

Παλαιότερες οικογένειες του χωριού είναι οι Γαρυφαλλάκηδες, Φιλιππάκηδες, Μαμαντάκηδες και Κουφάκηδες.

*Στοιχεία από 15ετή έρευνα 1980-1995.

Φωτογραφία: https://www.sitiakanea.gr