Μενού Κλείσιμο

Άγιος Ιωάννης Αμαρίου Ρεθύμνου

Χωριό της επαρχίας Αμαρίου του νομού Ρεθύμνης. Απέχει από το Ρέθυμνο 59χμ. και είναι κτισμένο σε υψομετρο 370 μ. δυτικά του ποταμού Πλατύ Λυγιώτης. Σύμφωνα με την τελευταία απογραφή έχει 120 κατοίκους. Το χωριό πήρε τ’ όνομα του από το ξωκλήσι του Αγίου Ιωάννου.

Το εκκλησάκι είναι βυζαντινής εποχής με τοιχογραφίες οι οποίες δεν διατηρού­νται καλά. Σε ανασκαφές που έχουν γίνει γύρω από την εκκλησία έχουν βρεθεί τρεις αλλεπάλληλες σειρές τάφων. Υπάρχει μάλιστα η πιθανότητα αν συνεχιστούν οι ανα­σκαφές να βρεθούν και άλλοι τάφοι, που εξαιτίας του βάθους τους θα ανήκουν σε πο­λύ παλιότερες εποχές, από αυτούς που βρέθηκαν, κατά τις οποίες συνήθιζαν να το­ποθετούν τους νεκρούς στη λεγόμενη «εμβρυακή» στάση. Επίσης γύρω από την εκ­κλησιά υπάρχουν ερείπια κελιών, δείγμα ότι ήταν παλιά μοναστήρι. Το ξωκλήσι του Αγίου Ιωάννου κατά πάσα πιθανότητα πρέπει να χτίστηκε γύρω στο 1285, στα χρόνια του Καλλέργη Αλεξίου σύμφωνα με τη χρονολόγηση της εικόνας της Παναγίας που βρίσκεται στο Ναό.

Λέγεται ότι ο Άγιος Ιωάννης δεν ήθελε να μείνουν οι Τούρκοι οτο χωριό. Μια ιστορία αναφέρει ότι κάποτε ένας Τούρκος φοροεισπράκτορας πηγαίνοντας από το Χορδάκι στο Βαθειακό, νυχτώθηκε στον Άγιο Ιωάννη. Έμεινε στο καφενείο και παρόλο που πληροφορήθηκε από τους ντόπιους ότι ο Άγιος δε θέλει τους Τούρκους από πείσμα του ζήτησε να κοιμηθεί κλειδωμένος ώστε ο Άγιος να μην τον πειράξει. Το πρωί τον βρήκαν στο Αλώνι του Παραδεισανού Γεωργίου γυμνό και μαστιγωμένο. Από τότε ο Τούρκος κατατρομαγμένος υποσχέθηκε να στέλνει ένα «κουρούπι» λάδι για ν’ ανά­βουν το καντήλι της εκκλησιάς και να μην τον σκοτώσει ο Άγιος.

Η παράδοση αναφέρει ένα περιστατικό για την ανασύσταση του παλιού και ερειπω­μένου πλέον ξωκλησιού. Παλιότερα τριγύρω απ’ αυτό υπήρχαν μόνον χωράφια, τα οποία ο Τούρκος ιδιοκτήτης νοίκιαζε σ’ ένα Χριστιανό που του έδινε τη μισή σοδειά του. Επειδή ο Τούρκος αγάς δεν έμεινε ευχαριστημένος μια χρονιά και υποψιάστηκε ότι ο Χριστιανός τον έκλεβε, πήγε μια μέρα να επιθεωρήσει τ’ αμπάρια.

Τη νύχτα βγήκε ο Αϊγιάννης και με το καμιτσίκι του τον έδιωξε από κει. Το πρωί στον ενοικιαστή του που τον βρήκε γυμνό και ξυπόλητο στην άκρη του κτήματος, εί­πε: «Άντε μωρέ τζάνουμ να μου φέρεις τα ρούχα μου και τα παπούτσια μου και να δώσεις το μερίδιο μου από τη φετινή σοδειά στον Άγιο για να διορθωθεί το σπίτι του. Είναι κρίμα και ντροπή να μένει έτσι χαλασμένο και ξέσκεπο». (Βλ. Αλεξ. Χατζηγάκη, «Εκκλησίες Κρήτης. Παραδόσεις». Ρέθυμνο 1954, σελ. 24-7).

Λίγο πριν τη μάχη του Μοναστηρακίου, 500 Τούρκοι από το Βαθειακό θέλησαν να περάσουν τη γέφυρα Μανουρά διασχίζοντας τον Άγιο Ιωάννη για να πλευροκοπήσουν τους Κρήτες. Οι Αγιαννιώτες τότε πήραν τα γυναικόπαιδα και πήγαν σε μια σπηλιά στις ακτές του ποταμού Λυγιωτή. Οι άνδρες ειδοποίησαν και άλλους Κρήτες και ταμπουρώθηκαν όλοι στο χωριό. Οι Τούρκοι μόλις έφτασαν στην είσοδο του χωριού και είδαν τους χιλιάδες οπλισμένους τρομοκρατήθηκαν και οπισθοχώρησαν αμέσως. Με τον τρόπο αυτό βοηθήθηκαν και οι άλλοι Κρήτες της περιοχής του Μοναστηρακίου.

Το χωριό Άγιος Ιωάννης είναι η ιδιαίτερη πατρίδα του λησμονημένου ηρωικού αρ­ματολού Μητροφάνη, ο οποίος για να σωθεί από τους γενίτσαρους έγινε καλόγερος στη μονή Ασωμάτων χωρίς όμως ποτέ να εγκαταλείψει το όπλο του.

Το χωριό πρέπει να κατοικήθηκε πριν από πολλά χρόνια. Πάντως με τη σημερινή του μορφή υπάρχει από τους βυζαντινούς χρόνους. Παλιότερες οικογένειες είναι οι Καλογεράκηδες, οι Παπαδογιαννάκηδες, οι Μπριλάκηδες, οι Κορωνάκηδες, οι Μαυ­ρογιαννάκηδες, οι Παραδεισανοί, οι Καπαρήδες, οι Μαριδάκηδες, οι Ζωιδάκηδες, οι Μαγαριτσανήδες κ.ά.

Εκτός από την εκκλησία του Αγίου Ιωάννη υπάρχουν ακόμα δυο εκκλησίες: των Τεσσάρων Μαρτύρων, νεόκτιστη και της Αγίας Σοφίας.

Η εκκλησία της Αγίας Σοφίας είναι αρκετά παλιά. Έχει καταστραφεί δυο ή τρεις φορές. Ίσως είναι σύγχρονη του Αγίου Ιωάννη, γιατί σ’ αυτήν την εκκλησία έχουν βρεθεί από ανασκαφές παλιότεροι τάφοι καθώς και ερείπια τοίχων που δείχνουν ότι και εκεί ίσως υπήρχε μοναστήρι.

Διασώζεται και ένας θρύλος για την εκκλησία της Αγίας Σοφίας, όταν αυτή ήταν μοναστήρι: Κάποτε, στον καιρό της Τουρκοκρατίας ζούσε κάποιος μοναχός με το ψυχοπαίδι του και που για συντροφιά είχαν κι ένα σκυλί, τη Βλαχούσα. Κάποτε λοιπόν, οι Τούρκοι θέλησαν να σκοτώσουν το μοναχό. Πήγαν στο μοναστήρι, σκότωσαν το σκυλί για να μην τους φέρει εμπόδια στην εκτέλεση της ανόσιας πράξης τους και σε λίγο έφτασαν κοντά στο μοναχό, που εκείνη την ώρα έφτιαχνε τυρί. Σκέφτηκαν λοιπόν να μην τον πειράξουν μέχρι να φτιάξει το τυρί, γιατί έτσι θα είχαν διπλό όφελος: και το θάνατο του μοναχού και κέρδος το τυρί.

Ο μοναχός όμως κατάλαβε τι γύρευαν οι Τούρκοι και με τα παρακάτω λόγια ειδο­ποίησε τον ψυχογιό του να πάει να φέρει βοήθεια: «Την Βλαχούσα εσκοτώσαν, το μητάτον επλακώσαν, έβγα πάνω μοναχός και κατέβα με πολλούς. Ο καλά καλυκωμένος (με καλά παπούτσια) παρά λίγο καβαλάρης, του Γενάρη το φεγγάρι, παρά λίγο μέρα κάνει». Οι Τούρκοι νομίζοντας ότι τα λόγια αυτά τα έλεγε ο γέρος για να πήξει το τυρί δεν έδωσαν σημασία. Έτσι ο ψυχογιός κατάφερε και έφερε βοήθεια με αποτέλεσμα να σωθεί ο μοναχός.

Στη θέση Καρτσάλη, από ανασκαφές που έγιναν βρέθηκαν ορισμένα αγγεία και ένα μικρό αγαλματάκι, το οποίο σήμερα βρίσκεται στο Μουσείο του Ηρακλείου. Ίσως με μια πιο μελετημένη ανασκαφή και χρονολόγηση των αντικειμένων να εξακριβωθεί η χρονολογία κατοίκησης του χωριού στα προϊστορικά χρόνια.

 

* Στοιχεία από 15ετή έρευνα 1980-1995.