Μενού Κλείσιμο

Ατσίχωλος Αρκαδίας

Ο Ατσίχωλος (ή Ατσίχολος) είναι αμφιθεατρικά χτισμένος στις δυτικές πλαγιές του φαραγγιού του Λούσιου, 10 χλμ. βόρεια της Καρύταινας. Το χωριό έχει πανοραμική θέα που εκτείνεται από το φαράγγι του Λούσιου μέχρι το λεκανοπέδιο της Μεγαλόπολης. Υπάγεται στον Δήμο Μεγαλόπολης και οι λίγοι κάτοικοί του ασχολούνται με τη γεωργία και την κτηνοτροφία.

Η ονομασία της λέξεως Ατσίχωλος προέρχεται, κατά τον Τάσο Γριτσόπουλο, από τον πρώτο οικιστή ή προύχοντα, ο οποίος ήταν χωλός (κουτσός) στην άντζα (κνήμη), οπότε έχουμε άντζα+χωλός = Ατσίχωλος, λέξη ελληνική και μάλιστα βυζαντινή ως προς και τα δύο ουσιαστικά συνθετικά της. Στην περίπτωση αυτή τη συλλαβή –χω– τη γράφουμε με ωμέγα. Υπάρχει, ωστόσο, και η άποψη του ιστορικού Καρολίδη, που αναφέρει ο Δ. Α. Λαμπρόπουλος, ότι ο οικισμός προέρχεται από το σλαβικό Τσεκόλ ή Ατσεκόλ που σημαίνει θέρετρο και τότε η συλλαβή –χο– γράφεται με όμικρον.

 Η πρώτη γραπτή αναφορά στον οικισμό ανάγεται στους ύστατους βυζαντινούς χρόνους, το 1386, επί Δεσποτάτου του Μορέως και επί Δεσπότου Θεοδώρου του Α΄, αλλά προϋπήρχε από πολύ νωρίτερα. Η μαρτυρία αυτή προκύπτει από λαξευμένη σε βράχο επιγραφή στο ναΐδριο του «Αρχαγγέλου Μιχαήλ», που βρίσκεται κάτω από το παλαιό μοναστήρι του Σωτήρος, νοτιότερα της Μονής Προδρόμου και επί της δεξιάς πλευράς του Λούσιου. Ο βυζαντινός Ατσίχωλος έχει τοποθετηθεί σε παρόχθια περιοχή του Λούσιου ποταμού, δίπλα στα ερείπια της Αρχαίας πόλης Γόρτυνος. Από το γεγονός αυτό συμπεραίνεται ότι ο χώρος δεν έπαυσε ποτέ να κατοικείται από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα και είναι προφανές ότι ο βυζαντινός Ατσίχωλος και ο νεότερος σημερινός οικισμός, αποτελούν την οικιστική συνέχεια της αρχαίας Γόρτυνος.

Η ενοριακή εκκλησία του χωριού, ο Άγιος Αθανάσιος, είναι χτισμένη από Λαγκαδινούς μαστόρους, με θαυμάσια εξωτερική αρμολόγηση της πέτρας και ωραία υπέρθυρα. Ακριβώς δίπλα της υπάρχει μια πετρόχτιστη θολωτή βρύση.

Στο δρόμο από την Καρύταινα υπάρχει το παλιό πετρόχτιστο μονότοξο γεφύρι του Ατσιχόλου επί του Λούσιου ποταμού, το οποίο πιθανότατα χτίστηκε στις αρχές του 19ου αιώνα από Λαγκαδινούς μαστόρους. Τα νερά του Λούσιου κυλούν ορμητικά από κάτω του. Το γεφύρι εξυπηρετούσε τις ανάγκες των ντόπιων για τη μεταφορά των εμπορευμάτων τους και για την επαφή τους με την υπόλοιπη περιοχή.