Ορμώμενος από το χωριό Ξενιάκο του νομού Ηρακλείου Κρήτης, ο Κωνσταντίνος Ζερβάκης φοίτησε στη Σχολή Μηχανοτεχνιτών της Σιβιτανιδείου και από το 2004 διατηρεί μαζί με τον συνέταιρό του, Χρήστο Τσάβο, εργοστάσιο στο Πάρκο του Σχιστού, το οποίο φέρει την επωνυμία «Ελληνικές Προπέλες ΕΠΕ» και πρόκειται για μια κάθετη μονάδα παραγωγής συστημάτων πρόωσης πλοίων, με μέχρι δύο μέτρα έλικα.
Ο προπάππος του βιογραφούμενου, Γιώργος Ζερβάκης, ήταν γεννημένος κοντά στο 1850 στον Ξενιάκο του νομού Ηρακλείου. Ο Ξενιάκος (500 μ. υψόμετρο) είναι χωριό της επαρχίας Πεδιάδας και έδρα ομώνυμου Δημοτικού διαμερίσματος του δήμου Βιάννου, στον Νομό Ηρακλείου. Βρίσκεται στις νότιες υπώρειες του όρους Βιργιωμένο της οροσειράς Δίκτης, σε απόσταση 54 χιλιομέτρων από την πρωτεύουσα. Οι κάτοικοί του ασχολούνται με τη γεωργία, την καλλιέργεια δικτάμου και με την κτηνοτροφία. Στον οικισμό βρίσκεται ο ναός του Γενεσίου της Θεοτόκου. Το όνομα στο χωριό δόθηκε περί το 1600, κατά τα ενετικά χρόνια, καθώς ήταν ο πρώτος σταθμός των διερχόμενων ανθρώπων από το οροπέδιο του Λασιθίου για την πεδιάδα του Ηρακλείου. Στο χωριό οι ξένοι σταματούσαν για να ξεκουραστούν και έτσι έλαβε το όνομα Ξενιάκο.
Ο Γεώργιος Ζερβάκης παντρεύτηκε τη Μαρία, η οποία ήταν η μαία της περιοχής και πρακτικός γιατρός. Ο προπάππος ασχολείτο με αγροκτηνοτροφικές εργασίες. Το ζευγάρι απέκτησε τέσσερα παιδιά, εκ των οποίων το ένα ήταν ο παππούς του βιογραφούμενου, ο Κωνσταντίνος Ζερβάκης. Ο Γεώργιος απεβίωσε το 1925 περίπου, ενώ η σύζυγός του έφυγε από τη ζωή πλήρης ημερών, σε ηλικία 107 ετών.
Ο παππούς του βιογραφούμενου ασχολήθηκε και εκείνος με αγροτικές και κτηνοτροφικές εργασίες. Έλαβε μέρος στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, ενώ ήταν και καταταγμένος στο περίφημο Τάγμα Κρητών, το οποίο έφθασε ως τη Σμύρνη. Τραυματίστηκε στα πόδια, όπου και του έμειναν μεγάλες ουλές, οι οποίες υπήρχαν ως τα γεράματά του. Ήταν ήδη παντρεμένος όταν πήγε στον πόλεμο με την Ασπασία Χατζάκη από το ίδιο χωριό και είχαν αποκτήσει τρία παιδιά πριν το ξέσπασμα του πολέμου και άλλα τέσσερα μετά· τη Μαρία, τον Εμμανουήλ, τον Μιχαήλ, τον Γιώργο, τον Ιωάννη, την Ερωφίλη και την Ανδριανή. Ο παππούς του υπήρξε ένα από τα αγαπημένα και γνωστά ονόματα του νομού Ηρακλείου με το παρατσούκλι «Σγουρός», το οποίο του το έβγαλε η μητέρα του που έλεγε ότι ήταν «όμορφος σαν σγουρός βασιλικός» και έτσι του έμεινε, όπως και μέχρι τώρα σε όλη την οικογένεια. Το πρώτα του παιδιά, ο Μιχάλης και ο Μανώλης, έλαβαν μέρος στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπως επίσης και στην Εθνική Αντίσταση. Μάλιστα στο τέλος του πολέμου διέσχισαν όλη την Ελλάδα με τα πόδια.
Στο Ζευγολατιό και ενώ έχουν χαθεί μεταξύ τους, ο Μιχάλης για μερικές μέρες ζούσε σε μια σπηλιά και τον τάιζε η δασκάλα του χωριού με το επίθετο Αλεβίζου και μετά με καΐκι πέρασε από τη Νεάπολη στο Καστέλι. Ο Μανώλης δε, πήγε με πλοίο από τον Πειραιά στο Ηράκλειο, όπου και συνέχισαν τον αντιστασιακό αγώνα με την Εθνική Αντίσταση κατά των Γερμανών.
Ο Ιωάννης, ο πατέρας του βιογραφούμενου, γεννήθηκε το 1923. Τον βρήκε η Κατοχή με ελονοσία και έμεινε τρία χρόνια κατάκοιτος με πυρετό. Το μόνο φάρμακο που υπήρχε ήταν το κινίνο. Μόλις θεραπεύτηκε, οι Γερμανοί τον έβαλαν αναγκαστικά μαζί με άλλους να δουλεύει στο στρατιωτικό αεροδρόμιο Καστελίου. Μετά τον πόλεμο έμαθε την τέχνη του ράφτη, την οποία ασκούσε ως το 1970. Παντρεύτηκε το 1957 την Αικατερίνη Φραγκάκη από το ίδιο χωριό, η οικογένεια της οποίας πρωτοστάτησε στον Αγώνα της Εθνικής Αντίστασης με πολλές ανθρώπινες απώλειες. Την Αικατερίνη, σε ηλικία μόλις εννέα ετών, την είχαν στήσει οι Γερμανοί στον τοίχο καθώς το όνομά της ήταν ίδιο με ενός αντιστασιακού που είχε σκοτωθεί και τον ήξεραν οι Γερμανοί. Σώθηκε μετά την παρέμβαση μιας συγχωριανής που μιλούσε Γερμανικά και εξήγησε ότι το μισό χωριό φέρει το όνομα αυτό. Στη μάχη εκείνη είχαν υποστεί μεγάλη ζημιά οι Γερμανοί και ως αντίποινα έκαναν τις εκτελέσεις.
Οι γονείς του βιογραφούμενου απέκτησαν συνολικά τέσσερα παιδιά· τον Κωνσταντίνο, τη Μαρία, την Ειρήνη και την Αθηνά. Τα δύο τελευταία κορίτσια είναι δίδυμα και είναι η αιτία που όλη η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Η μητέρα του βιογραφούμενου ήταν έγκυος χωρίς να το γνωρίζει και οι γιατροί της περιοχής της συνέστησαν να κατέβει στην Αθήνα γιατί κάτι δεν πήγαινε καλά με την υγεία της. Στην Αθήνα ανακάλυψαν ότι ήταν ευτυχώς μια δίδυμη κύηση και έτσι η οικογένεια παρέμεινε εκεί καθώς ο βιογραφούμενος μετά από εξετάσεις είχε ήδη περάσει στο Γυμνάσιο Αρκαλοχωρίου που απείχε 15 χιλιόμετρα από το χωριό και ο πατέρας του έκρινε σωστό να μείνουν όλοι μαζί στην πρωτεύουσα. Στην αρχή, ο Ιωάννης έπιασε δουλειά ως εργάτης σε ψυγεία αποθήκευσης κρέατος, μιας και οι ράφτες είχαν αρχίσει να μειώνονται λόγω των εμπορικών καταστημάτων που γέμιζαν δειλά-δειλά την Αθήνα. Γεννήθηκαν οι μικρές αδερφές του βιογραφούμενου και η οικονομική κατάσταση της οικογένειας δεν είχε καμία σχέση με αυτή της Κρήτης. Εκείνη την εποχή μια κυρία με το όνομα Αθηνά Παπαδάκη, πρότεινε στους γονείς του βιογραφούμενου να δώσουν το ένα παιδί για υιοθεσία για να ζήσει πιο εύκολα. Ο πατέρας και η μητέρα τότε, ενώ ήταν φανερά εκνευρισμένοι, διατήρησαν την ψυχραιμία τους, ενώ ο Κωνσταντίνος σε ηλικία μόλις 14 ετών δεν άντεξε και την έσπρωξε έξω από το σπίτι. Για να μπορέσει να επιβιώσει η οικογένεια, ο Ιωάννης δούλευε πάνω από 12 ώρες αλλάζοντας συχνά δουλειές και η σύζυγός του εργαζόταν στη Φαρμακευτική εταιρεία Κόπερ. Η Αικατερίνη έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 53 ετών χτυπημένη από την επάρατη νόσο, αφήνοντας πίσω ορφανά τα παιδιά και τις μικρές αδερφές του βιογραφούμενου, οι οποίες ήταν 12 ετών και το μεγάλωμά τους το ανέλαβαν τα δύο μεγαλύτερα παιδιά.
Η Μαρία ήταν καθηγήτρια Κοινωνιολογίας και σήμερα είναι συνταξιούχος. Είναι παντρεμένη με τον Αριστείδη Τσαγκαράκη και μητέρα τριών παιδιών. Η Ειρήνη είναι παντρεμένη με τον Νίκο Σκουτέλα και έχουν αποκτήσει δίδυμα, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι. Η Αθηνά είναι παντρεμένη με τον Θανάση Κουβέλα και είναι μητέρα ενός γιου.
Ο βιογραφούμενος γεννήθηκε το 1958. Όλα τα παιδικά του χρόνια τα έζησε στο Ξενιάκο, δίπλα στον παππού του και έχοντας τις καλύτερες αναμνήσεις. Φοίτησε στο 12ο Γυμνάσιο Αθηνών στα Κάτω Πετράλωνα, όπου και αντιμετώπισε σοβαρό πρόβλημα, καθώς μίλαγε μόνο την Κρητική Διάλεκτο. Αυτό του δημιούργησε πρόβλημα στο σχολείο μιας και όλα τα παιδιά τον κορόιδευαν και μαζί με αυτά και κάποιοι καθηγητές. Αποτέλεσμα αυτού ήταν να μην μιλάει σχεδόν καθόλου στα μαθήματα και από 18-19 που είχε στην Κρήτη, οι βαθμοί του να πέσουν πολύ. Έτσι στο τέλος της χρονιάς ο βιογραφούμενος ανακοίνωσε στον πατέρα του ότι δεν ήθελε να συνεχίσει. Πήγε, λοιπόν, στη Σιβιτανίδειο, στη Σχολή Μηχανοτεχνιτών, απ’ όπου τελείωσε μετά από 6 χρόνια ενώ παράλληλα δούλευε στο μηχανουργείο του Γιώργου Μορφίδη. Υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία στο Πολεμικό Ναυτικό από τον Απρίλιο του 1978 έως τον Ιούλιο του 1980 και απολυόμενος ανοίγει το 1981 το δικό του μηχανουργείο μαζί με τον φίλο του και συμμαθητή του Χρήστο Τσάβο στον Πειραιά, στην οδό Ρετσίνα.
Το 1982 παντρεύτηκε την Αγγελική Αλεβίζου με καταγωγή από το Ζευγολατιό Μεσσηνίας από πατέρα και μητέρα Αθηναία, γόνο της οικογένειας Πολίτη, η οποία μετράει πολλές γενιές πίσω στην Αθήνα. Τη σύζυγό του ο βιογραφούμενος τη γνώρισε στη Σιβιτανίδειο, όπου σπούδαζε διακοσμήτρια, επάγγελμα όμως που δεν εξάσκησε ποτέ. Το 1983 γεννήθηκε ο πρωτότοκος γιος του ζεύγους, ο Γιάννης και το 1986 ο Γιώργος. Ο Γιάννης είναι παντρεμένος με τη Χρυσούλα Νάζου και έχουν μία κόρη 4 ετών, την Κατερίνα. Ο Γιώργος είναι παντρεμένος με τη Σπυριδούλα Δούκα και έχουν δύο κόρες, την Αγγελική, 5 ετών και τη Νεφέλη, 2 ετών, ενώ τον Φεβρουάριο του 2022 αναμένουν τον γιο τους, Κωνσταντίνο.
Εκείνη την εποχή η δουλειά του Κωνσταντίνου είχε μεγάλη ανάπτυξη. Το 1988 η Αγγελική έπαθε ένα άσχημο ατύχημα πέφτοντας από τον τρίτο όροφο και έμεινε καθηλωμένη για δύο χρόνια, αλλά ευτυχώς με πολύ καλή εξέλιξη. Το γεγονός αυτό οδήγησε τον βιογραφούμενο στον Πατέρα Πορφύριο στο ησυχαστήριό του στον Ωρωπό και η επαφή αυτή μαζί του άλλαξε εντελώς τη ζωή του βιογραφούμενου. Τον βοήθησε να έχει μεγάλη υπομονή και πίστη στον Θεό για να καταφέρει να αντιμετωπίσει τη σοβαρή ασθένεια της Αγγελικής μετά το ατύχημα και τις μετέπειτα καθημερινές δυσκολίες.
Πάντα σε συνεργασία με τον συνέταιρό του, Χρήστο Τσάβο, το 2004 αγόρασαν οικόπεδο στο Βιομηχανικό Πάρκο του Σχιστού και άρχισαν την ανέγερση του νέου εργοστασίου, όπου συστεγάζονται μέχρι σήμερα, φέροντας την επωνυμία «Ελληνικές Προπέλες ΕΠΕ». Η εταιρεία εξελίχθηκε σε μια κάθετη μονάδα παραγωγής συστημάτων πρόωσης πλοίων, με μέχρι δύο μέτρα έλικα.