Η Μαρία Βακαλοπούλου γεννήθηκε το 1968 στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε Νομική στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και διατηρεί δικηγορικό γραφείο. Είναι παντρεμένη και μητέρα ενός αγοριού.
Ο παππούς της βιογραφούμενης, από την πλευρά του πατέρα της, λεγόταν Γεώργιος Βακαλόπουλος. Γεννήθηκε στην Αδριανούπολη περί το 1898. Η Αδριανούπολη ήταν ζωτικής σημασίας οχυρό για την υπεράσπιση της Οθωμανικής Κωνσταντινούπολης και όλης της Ανατολικής Θράκης κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913. Καταλήφθηκε για λίγο από τους Βουλγάρους το 1913 μετά από πεντάμηνη πολιορκία. Η Οθωμανική αυτοκρατορία ωστόσο την ανακατέλαβε αμέσως μόλις άρχισε ο Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος. Είχε καταληφθεί από τους Έλληνες μεταξύ της Συνθήκης των Σεβρών, το 1920, και του τέλους της Μικρασιατικής Εκστρατείας το 1922. Την ίδια εποχή αποχώρησε, σύμφωνα με τους όρους της Συνθήκης της Λωζάνης και ο ελληνικός πληθυσμός της Αδριανούπολης (περίπου 30.000 κάτοικοι) και κατέφυγε στην Ελλάδα.
Η οικογένεια του Γεώργιου Βακαλόπουλου ασχολείτο με την τυροκομία και ήταν εύπορη. Ο πατέρας του λεγόταν Κωνσταντίνος. Ήρθαν στην Ελλάδα για πρώτη φορά το 1916, με όλα τα υπάρχοντά τους και ενόσω ήταν ακόμη σχετικά ήρεμα τα πράγματα. Επέστρεψαν στην Αδριανούπολη μετά από λίγο καιρό με την πεποίθηση ότι είχε αποφευχθεί πια η πιθανότητα βίαιου ξεριζωμού, αλλά διαψεύστηκαν. Ακολούθησε ο διωγμός του 1922 κατά τον οποίο έφυγαν άγρια, αφήνοντας πίσω τους τα πάντα. Η βιογραφούμενη έχει, μέχρι σήμερα, ως μοναδικό θρησκευτικό σωζόμενο κειμήλιο της οικογένειας, τα δύο κομμάτια από μια τρίπτυχη εικόνα της Παναγίας που είχαν στο σπίτι τους και μέσα στον πανικό και στη βιασύνη χάθηκε το τρίτο κομμάτι της και κατάφεραν να διασώσουν μόνο τα δύο. Πρόσφυγες πλέον, κατέληξαν στη Νεάπολη Θεσσαλονίκης, όπου τους παραχωρήθηκε σπίτι, ωστόσο έναντι υψηλού αντιτίμου πληρωτέου με δόσεις. Στο μεταξύ, ο παππούς Γεώργιος προσπάθησε να στήσει ξανά τη δουλειά του τυροκόμου στο Καβαλλάρι, ένα χωριό λίγο έξω από τη Θεσσαλονίκη. Δημιούργησε εκ νέου τυροκομείο και σιγά σιγά απέκτησε τις δικές του αγελάδες και τα δικά του βουβάλια. Όλα αυτά τα ξανάφτιαξε από την αρχή, σιγά σιγά με τα χρόνια πηγαινοερχόμενος με το κάρο κάθε μέρα για να μεταφέρει τα προϊόντα του. Κατάφερε, αργότερα, να κάνει στάβλους και αποθήκες, να έχει προσωπικό και έφτασε τελικά να βρίσκεται σε καλή οικονομική κατάσταση και πάλι με σκληρή δουλειά.
Γνώρισε τη σύζυγό του, Μαρίκα Αντωνιάδου, που ήταν από τη Θεσσαλονίκη και έμενε σε γαλλική συνοικία της πόλης, στην περιοχή «Γεφυράκια», κάτω από τον Βαρδάρη. Οι γονείς της κατάγονταν από την περιοχή Λαγυνά. Ο πατέρας της λεγόταν Κωνσταντίνος Αντωνιάδης και η μητέρα της Βασιλική. Η Βασιλική καταγόταν από τις πιο παλιές οικογένειες της περιοχής. Η οικογένεια του Κωνσταντίνου ήταν από την Ήπειρο, πέρασε από τα Λαγυνά και κατέληξε στη Θεσσαλονίκη περί το 1800. Ο Κωνσταντίνος ήταν έμπορος με μπακάλικο στη Θεσσαλονίκη, στην ως άνω αναφερόμενη ελληνογαλλική συνοικία στα «Γεφυράκια». Η γιαγιά Μαρίκα τελείωσε το Δημοτικό, πράγμα σπάνιο για τα δεδομένα της εποχής και μιλούσε καλά τη γαλλική γλώσσα, ήταν καλλίφωνη και τραγουδούσε καλά και στη γαλλική. Ο παππούς Γεώργιος γνώρισε τη γιαγιά Μαρίκα, καθώς έφερνε τυροκομικά προϊόντα στο μπακάλικο του πατέρα της. Η Μαρίκα, τότε, ήταν ερωτευμένη και αρραβωνιασμένη με άλλον, αλλά τελικά παντρεύτηκε τον Γεώργιο που τη ζήτησε και τον προτίμησε η οικογένειά της. Ήταν μια γυναίκα μελαχρινή, ζωηρή και πολύ όμορφη. Στις ιστορίες της πάντα μπλεκόταν η σύντροφος στις τρέλες της, η εξαδέρφη της Άννα Αντωνιάδου, ξανθιά και γαλανή, πανέμορφη, και όπως η ίδια η γιαγιά Μαρίκα διηγούνταν, όταν περνούσε η Άννα «οι άντρες βγαίναν στις πόρτες των μαγαζιών τους και χτυπούσαν τα μαχαίρια» σε ένδειξη θαυμασμού, όπως συνηθιζόταν τότε.
Η βιογραφούμενη, Μαρία Βακαλοπούλου, δεν γνώρισε τον παππού Γεώργιο, καθώς πέθανε νέος, σε ηλικία περίπου 56 ετών, όταν έκανε εγχείρηση στο στομάχι, αλλά η καρδιά του δεν άντεξε και έσβησε. Ήταν πολύ ψηλός, ξανθός και γαλανομάτης, σε πλήρη αντίθεση με τη Μαρίκα, η οποία ήταν μελαχρινή με σγουρά μαλλιά και είχε και μια ελιά στο άνω χείλος, την οποία, μάλιστα, τόνιζε με μαύρο μολύβι, καθώς ήταν δείγμα ομορφιάς. Η Μαρίκα είχε αργαλειό και ύφαινε, έπλεκε, αλλά κυρίως κεντούσε τα πάντα. Η εγγονή της έχει ακόμα κεντήματα, σεντόνια, πλεκτά κ.ά., που είναι έργα τέχνης. Η Μαρίκα ήταν μια δυναμική, προοδευτική γυναίκα. Πήγαινε μόνη της στον κινηματογράφο και σε εκδρομές, αφότου έμεινε χήρα. Μετά τον θάνατο του παππού έμενε με την οικογένεια του γιου της, του πατέρα της βιογραφούμενης, η οποία θυμάται ακόμα τις ιστορίες της, τα τραγούδια της, τις στιγμές τους, τα φαγητά, τις πίτες και τα κουλουράκια της, καθώς ήταν εξαιρετική μαγείρισσα.
Ο Γεώργιος και η Μαρίκα έχασαν πέντε παιδιά είτε κατά την κύηση και κατά τη διάρκεια της γέννας, είτε μετά τη γέννησή τους. Εξαιτίας του πολέμου, υπήρχαν πολλά ορφανά παιδιά και η γιαγιά επέμενε στον παππού να υιοθετήσουν ένα παιδί, μετά τον χαμό των δικών τους βιολογικών παιδιών. Ο παππούς ενέδωσε, με τον όρο να πάει μόνος του να δει τα παιδιά. Πήγαν στο «Άσυλο του Παιδιού» χωριστά, και κατέληξαν εν αγνοία τους στο ίδιο αγόρι. Είχαν πάει διάφορα καλούδια στα παιδιά και εκείνο το αγόρι ξεχώρισε γιατί πήρε όλα τα καλούδια (στις επισκέψεις και των δύο), όχι όμως για τον εαυτό του, αλλά για να τα μοιράσει στα άλλα παιδιά. Τον υιοθέτησαν το 1944-1945, όταν ήταν 4 ετών. Τον είχαν βρει στην περιοχή της Νεάπολης όταν ήταν δύο ετών και φορούσε μόνο ένα σταυρουδάκι με το όνομά του, «Γεώργιος Γραμματικόπουλος». Τον είχε εντοπίσει σε ερείπια και τον είχε κρατήσει μια κυρία από την οικογένεια Παντελιάδη, αλλά λόγω των σκληρών συνθηκών του πολέμου δεν μπορούσαν να τον φροντίσουν και έτσι τον πήγαν στο Άσυλο. Όταν υιοθετήθηκε, η εξαιρετική οικογένεια Παντελιάδη κράτησε επαφές μαζί του. Ο πατέρας της βιογραφούμενης από την αρχή ήξερε ότι είναι υιοθετημένος. Η γιαγιά και ο παππούς τον βάφτισαν Κωνσταντίνο (δεν ήξεραν αν είχε βαφτιστεί). Η γιαγιά τον αγαπούσε πολύ τον Κωνσταντίνο, αλλά ήταν αυστηρή μαζί του. Για παράδειγμα, ήθελε να γίνει ποδοσφαιριστής και του πήρε μέχρι και τα παπούτσια μέσα από το γήπεδο για να τον σταματήσει. Η Μαρίκα έφυγε από τη ζωή το 1992, σε ηλικία περίπου 86 ετών.
Από την πλευρά της μητέρας της, ο παππούς της βιογραφούμενης λεγόταν Αθανάσιος Παπαρίζος-Σίσκος και γεννήθηκε το 1910 στα Λαγυνά Θεσσαλονίκης, και η γιαγιά της λεγόταν Όλγα Κοτσώνη, γεννημένη το 1922 στην ίδια περιοχή. Ο παππούς αρχικά είχε ξεκινήσει ως αγρότης και ψαράς αλλά έπειτα ασχολήθηκε κατά κύριο λόγο με το εμπόριο. Άλλοτε δημητριακά , άλλοτε ψάρια, χέλια από την λίμνη του Αγίου Βασιλείου, που τα έστελνε και στο εξωτερικό. Αν και ήταν πολύ δύσκολα χρόνια, θεωρούνταν εύπορος. Η οικογένειά του αρχικά έμενε στα Λαγυνά, έπειτα πήγε στον Άγιο Βασίλειο και μετά στον Λαγκαδά. Ο πατέρας του λεγόταν Αντώνης Παπαρίζος-Σίσκος. Σίσκος σημαίνει χοντρός στα τούρκικα και τους δόθηκε αυτό το προσωνύμιο από τους Τούρκους επειδή ο πατέρας του Αντώνη, ο Βαγγέλης, ήταν ευτραφής. Ο Αντώνης είχε γεννηθεί το 1875 στα Λαγυνά και παντρεύτηκε την Αναστασία Τίρλα, από τον Άγιο Βασίλειο. Ο Βαγγέλης Παπαρίζος-Σίσκος ήταν Σαρακατσάνος και ήρθε στην περιοχή από τα Άγραφα με 2.000 πρόβατα, κατά την περίοδο που έγινε ένα κίνημα εναντίον του Αλή-Πασά γύρω στο 1800, και έφυγε κυνηγημένος. Ήρθε παντρεμένος με την Αναστασία, η οποία είχε μία μακρινή Σέρβικη καταγωγή. Οι γονείς της Αναστασίας ήταν ο Γεώργιος και η Παγώνα. Ο Αντώνης Παπαρίζος-Σίσκος ήταν γνωστός για την παλικαριά του. Ήταν ένας όμορφος, λεβέντης άντρας που κυκλοφορούσε πάνω στο άλογο και προκαλούσε την προσοχή των γυναικών που τον γλυκοκοιτούσαν, και μάλιστα του είχαν βγάλει και τραγούδι που τραγουδούσαν τότε στην περιοχή σε γάμους, γλέντια κλπ. Το ίδιο διάστημα που κατέβηκε από τα Άγραφα η οικογένεια των Παπαριζέων – Σισκέων γύρω στο 1800, είχε βρεθεί στη Θεσσαλονίκη από την Ήπειρο και η οικογένεια της Όλγας Κοτσώνη. Ο πατέρας της λεγόταν Κώστας Κοτσώνης, γεννημένος στα Λαγυνά και η μητέρα της λεγόταν Χρυσή Φράγκου (παλιά οικογένεια των Λαγυνών). Ο Αθανάσιος και η Όλγα γνωρίστηκαν καθώς ο Αντώνης Παπαρίζος και ο Κώστας Κοτσώνης γνωρίζονταν ως συντοπίτες και ενώ αυτοί κανόνιζαν μεταξύ τους για το προξενιό των παιδιών τους, ο Αθανάσιος που τους κρυφάκουσε, κανόνισε να δει τη νύφη Όλγα προτού γίνει το προξενιό. Έτσι κανονίστηκε να την κατεβάσουν στον Λαγκαδά και όταν την είδε, του άρεσε και της άρεσε και εκείνος και έτσι προέκυψε ο γάμος. Ήταν και οι δύο όμορφοι, ο Αθανάσιος ψηλός και ευθυτενής και η γιαγιά γλυκιά, ήρεμη και όμορφη. Έλεγε χαρακτηριστικά «αρεστήκαμε και παντρευτήκαμε». Η βιογραφούμενη γνώρισε τους παππούδες, τον Αθανάσιο και την Όλγα, αλλά και την προγιαγιά Χρυσή, η οποία πέθανε σε πολύ μεγάλη ηλικία. Ο Αθανάσιος ήταν αυστηρός άνθρωπος, πολύ μορφωμένος ‒αυτοδίδακτος‒ και στα παιδιά του αντί για παραμύθια διάβαζε τα βράδια την Οδύσσεια. Ήταν επίσης βαρύς, λιγομίλητος και πολύ πειθαρχημένος. Κάπνιζε σε όλη του τη ζωή τρία τσιγάρα την ημέρα. Πέθανε το 2000, σε ηλικία 91 ετών και μετά από εννιά μήνες πέθανε η γιαγιά Όλγα. Προτού πεθάνει ο παππούς, της έλεγε «η ώρα μου φτάνει να φύγω εγώ, και όταν γίνει αυτό, άντε και ’συ σιγά σιγά Ολγίτσα…» και εκείνη του έλεγε «Γιατί ωρέ Θανάση, μαζί γεννηθήκαμε;». Στα 9μηνα του παππού, η γιαγιά τούς είπε ότι το προηγούμενο βράδυ τον είδε στον ύπνο της και δεν της μιλούσε. «Τι να σου πει;» τη ρώτησαν τα εγγόνια, και εκείνη αποκρίθηκε ότι «έχουμε τα δικά μας … μου είναι θυμωμένος … ξέρω εγώ…». Την επόμενη μέρα το πρωί πέθανε, σε ηλικία 79 ετών, χωρίς να έχει προβλήματα υγείας. Έζησαν όλα τα χρόνια μαζί πολύ αγαπημένοι και ο παππούς την φώναζε «το κορίτσι μου». Η γιαγιά ήταν καλή νοικοκυρά, ζύμωνε και έφτιαχνε τα πιο νόστιμα τηγανιτά αυγά. Η βιογραφούμενη θυμάται ότι όταν πήγαινε σπίτι της, έπαιζε με νερό και αλεύρι, ενώ θυμάται ακόμη και τα υφαντά και τα κεντήματά της. Η Όλγα έφτιαχνε, επίσης, τραχανά και υπέροχο γλυκό τριαντάφυλλο, καθώς είχε πολλές κόκκινες τριανταφυλλιές και εκατοφυλλιές στον κήπο της. Ο Αθανάσιος και η Όλγα απέκτησαν τρία παιδιά, την Αναστασία, τη Χρυσή, μητέρα της βιογραφούμενης, και τον Αντώνη. Τα κορίτσια τελείωσαν το εξατάξιο γυμνάσιο, ενώ ο Αντώνης συνέχισε τις σπουδές του στην Ελλάδα και στο εξωτερικό και έγινε Καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Ο Κωνσταντίνος και η Χρυσή, οι γονείς της βιογραφούμενης, γνωρίστηκαν από προξενιό μεν, αλλά άρεσε ο ένας στον άλλο, γι’ αυτό και παντρεύτηκαν, καθώς οι οικογένειες δεν τους πίεσαν. Ο Κωνσταντίνος ως νέος ήταν ζωηρός και σαν παιδί αλλά και μεγαλύτερος συνέχεια έκανε πλάκες και πειράγματα σε όλους. Όλοι τον αγαπούσαν πάρα πολύ και ήταν ένας πολύ προσιτός γελαστός άνθρωπος με εσωτερική σοφία. Τελείωσε ιδιωτικό γυμνάσιο και έπειτα ασχολήθηκε με αγροτικές εργασίες. Όταν έφυγε ο πατέρας του ήταν 16 ετών και δεν ήξερε την τέχνη του τυροκόμου, οπότε η δουλειά «χάλασε». Έμειναν μόνο τα χωράφια και έτσι ασχολήθηκε με αυτά και κάθε μέρα πηγαινοερχόταν στο χωριό. Η Χρυσή δεν εργάστηκε αλλά ασχολήθηκε με το μεγάλωμα των τριών παιδιών τους, της Μαρίας, της Όλγας και του Γιώργου, αλλά και τη φροντίδα της γιαγιάς Μαρίκας και του Γεωργίου (Τζώρτζη), αδερφού της Μαρίκας, ενώ φιλοξενούσαν στο σπίτι τους συχνά και την Άννα, την όμορφη ξανθιά ξαδέρφη της γιαγιάς και αγαπημένη της βιογραφούμενης. Το σπίτι τους ήταν πάντα ανοιχτό για όλους. Η Χρυσή μαγείρευε πολύ καλά και έκανε ωραίες, νόστιμες πίτες με δικό της φύλλο και πολλά θρακιώτικα φαγητά που έμαθε από την πεθερά της, αλλά και γλυκά του κουταλιού. Η Χρυσή είναι ως προσωπικότητα σοβαρή, αυστηρή και πειθαρχημένη, της αρέσει πολύ να διαβάζει και να παρακολουθεί την επικαιρότητα. Σήμερα είναι 73 ετών και παραμένει όμορφη, αριστοκρατική και πάντα περιποιημένη. Προσέχει πολύ τον εαυτό της σε θέματα υγείας. Ο Κωνσταντίνος έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 68 ετών, το 2010, λόγω καρδιακών προβλημάτων. Δεν πρόσεχε πάρα πολύ, καθώς ήθελε να περνάει καλά και να απολαμβάνει το φαγητό και το ποτό, και μετά από μία εγχείρηση καρδιάς, εξακολουθούσε να ζει χωρίς τους ενδεδειγμένους περιορισμούς.
Η βιογραφούμενη, Μαρία Βακαλοπούλου, γεννήθηκε το 1968 στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε Νομική ‒εισήχθη τρίτη σε σειρά κατάταξης‒ ήταν υπότροφος όλα τα χρόνια των σπουδών της, και έκανε Μεταπτυχιακό στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Επειδή από μικρή έγραφε πολύ καλά, ήθελε να γίνει δημοσιογράφος και η Νομική ήταν η κατάλληλη για αυτό σχολή. Μιλάει Αγγλικά, Γαλλικά, Ιταλικά σε επίπεδο διδασκαλίας, έχει κάνει Ιαπωνικά για δύο χρόνια και τώρα μαθαίνει τουρκικά. Έχει τελειώσει θεωρία και σολφέζ.. Γράφει ποίηση, χορεύει δημοτικούς χορούς και ζωγραφίζει. Επίσης, καταλαβαίνει λίγα Σέρβικα, καθώς ο σύζυγός της είναι Σέρβος.
Ο άντρας της ονομάζεται Dejan Stojakovic και φοίτησε για τρία χρόνια στο Πολυτεχνείο της Σερβίας αλλά δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του λόγω του πολέμου. Ο πατέρας του είναι Σέρβος-Βόσνιος και η μητέρα του Σέρβα από το Μοναστήρι της Σλαβομακεδονίας. Ο ίδιος γεννήθηκε στο Βελιγράδι. Ο πατέρας του ήταν πρόξενος στη Θεσσαλονίκη, και εξ αυτού, το 1998 ήρθε όλη η οικογένεια στην Ελλάδα. Έμαθε ελληνικά και σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, στο τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών και Πολιτικών Σπουδών. Η Μαρία τον γνώρισε όταν εκείνος μάθαινε ελληνικά στη Σχολή «Οδυσσέας» και έπαιζε θέατρο με τους συμμαθητές του, ενώ εκείνη συμμετείχε ως φωτιστής και ηχολήπτρια σε μια ερασιτεχνική θεατρική παράσταση, που οργάνωσε το σχολείο αυτό με στόχο την εμβάθυνση των σπουδαστών στην ελληνική γλώσσα. Εκεί τον γνώρισε και δημιουργήθηκε μια όμορφη σχέση, με αρκετά βέβαια εμπόδια. Το αίσθημά τους ήταν δυνατό και ευοδώθηκε, καθώς δημιούργησαν μια πολύ όμορφη οικογένεια. Ενώθηκαν με τα δεσμά του γάμου το 2004 και έχουν αποκτήσει έναν γιο, τον Νικόλα, 13 ετών σήμερα.
Η Μαρία διατηρεί δικηγορικό γραφείο και ο Dejan είναι μεταφραστής και διερμηνέας με δικό του γραφείο στη Θεσσαλονίκη. Η καθημερινότητα του ζευγαριού περνάει με την εργασία τους, και στον ελεύθερό τους χρόνο, τα Σαββατοκύριακα, βρίσκονται συνεχώς με τον γιο τους, για να τον χαρούν. Ο μικρός Νικόλας είναι πολύ καλός μαθητής, αλλά και καλός αθλητής, ενώ κάνει αρκετές δραστηριότητες.