Η Μαρίνα Τσοκάνου γεννήθηκε στην Καρίτσα Λάρισας το 1938. Είναι κόρη του Αστέριου Κόκκινου και της Ελένης Γκέρου με καταγωγή από την Καρίτσα Νομού Λάρισας. Σήμερα είναι συνταξιούχος και ζει μόνιμα στη Νέα Υόρκη με τα παιδιά και τα εγγόνια της.
Ο προπάππους της βιογραφούμενης, από την πλευρά του πατέρα της, ονομαζόταν Αντώνης και ήταν ναυτικός στο επάγγελμα. Μετά τον γάμο του αποφάσισε να αφήσει τη θάλασσα και με την παρότρυνση της οικογένειάς του ακολούθησε τον δρόμο της ιεροσύνης και χειροτονήθηκε ιερέας στην Καρίτσα Λάρισας. Παράλληλα, για να εξασφαλίσει τα προς το ζην εργαζόταν και στα κτήματα. Ήταν άνθρωπος ταπεινός, πιστός στον Θεό και εργατικός. Από τον γάμο του απέκτησε πέντε παιδιά, τρία κορίτσια και δύο αγόρια. Τον Ιωάννη, τον Γιώργο, την Ευρωσύνη, γιαγιά της βιογραφούμενης, τη Μαρία και την Αφροδίτη.
Η Ευρωσύνη γεννήθηκε το 1882 στην Καρίτσα Λάρισας. Επηρεασμένη από τον ιερέα πατέρα της υπήρξε άνθρωπος κοντά στην εκκλησία όλη της την ζωή. Ήταν εξαιρετική νοικοκυρά, υπερήφανος άνθρωπος και πάντοτε καλοντυμένη. Παντρεύτηκε με τον γιο καπετάνιου Κωνσταντίνο Κόκκινο και το ζευγάρι από τον γάμο του απέκτησε τέσσερα παιδιά, τρία κορίτσια και ένα αγόρι. Την Αγγελική, την Ελένη, την Πηνελόπη και τον Αστέριο, πατέρα της βιογραφούμενης.
Ο παππούς της βιογραφούμενης, από την πλευρά του πατέρα της, Κωνσταντίνος Κόκκινος γεννήθηκε το 1878. Ασχολήθηκε με τη γεωργία και πάλευε μια ζωή με τη γη του. Ήταν ένας πανέξυπνος άνθρωπος και ιδιαίτερα μορφωμένος για την εποχή του. Ήταν συνδρομητής της εφημερίδας «Ελευθερία Λάρισας», που κυκλοφορεί έως σήμερα, και τη λάμβανε στο σπίτι από τον ταχυδρόμο, δύσκολο και ασυνήθιστο για την εποχή. Είχε στην κατοχή του πολλά βιβλία και μελετούσε πολύ. Ακόμα η βιογραφούμενη θυμάται τη νύχτα να καίει η λάμπα της εποχής όλο το βράδυ που ο παππούς της διάβαζε. Αρκετοί συγχωριανοί του τον συμβουλεύονταν και πάντα βοηθούσε όπως μπορούσε.
Ο παππούς Κωνσταντίνος έφυγε από τη ζωή το 1957 σε ηλικία 79 ετών, ενώ η γιαγιά Ευρωσύνη έκλεισε τα μάτια της σε ηλικία 92 ετών.
Ο πατέρας της βιογραφούμενης, Αστέριος Κόκκινος, γεννήθηκε το 1909 στην Καριτσά Λάρισας.
Ο Αστέριος Κόκκινος ασχολήθηκε με τη γεωργία και καλλιεργούσε τα δικά του κτήματα, που βρίσκονταν στην Κοιλάδα του Στομίου και είχαν έκταση πολλά στρέμματα. Έσπερνε καλαμπόκι, σιτάρι, βαμβάκι, φασόλια, καρπούζια και τριφύλλι για ζωοτροφή. Επίσης, είχε κτήματα με δεντροκαλλιέργειες, όπως καστανιές, μηλιές συκιές, ελαιόδεντρα, και το αμπέλι του απ’ όπου έβγαζε εξαιρετικό κρασί. Για τις διάφορες ανάγκες του στα κτήματα ήταν από τους λίγους στο χωριό που είχαν αρκετά ζώα προς βοήθειά του. Ακόμα έκτρεφε γίδες, όπου με το γάλα και το κρέας τους τρεφόταν όλη η οικογένεια.
Το 1934 ο Αστέριος Κόκκινος παντρεύτηκε με τη συγχωριανή του Ελένη Γκέρου, γεννημένη το 1912. Το ζευγάρι απέκτησε από τον γάμο του τέσσερα παιδιά, δύο αγόρια και δύο κορίτσια. Τη Φρόσω, τη βιογραφούμενη Μαρίνα, τον Κωνσταντίνο και τον Γιώργο. Ο πατέρας της βιογραφούμενης Αστέριος ήταν άνθρωπος με αυταρχικό χαρακτήρα, εξαιρετικά εργατικός και υπήρξε ένας πολύ καλός οικογενειάρχης. Έφυγε από τη ζωή το 1999 στην Αμερική.
Ο παππούς της βιογραφούμενης, από την πλευρά της μητέρας της, ονομαζόταν Γεώργιος Γκέρος και ήταν εργάτης στο επάγγελμα. Παντρεύτηκε με τη Μάργω και το ζευγάρι απέκτησε δύο παιδιά, ένα αγόρι και ένα κορίτσι. Την Ελένη, μητέρα της βιογραφούμενης, και τον Γιάννη.
Ο Γεώργιος Γκέρος έλαβε μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-13) και σε μία μάχη σκοτώθηκε. Η κόρη του Ελένη ήταν τότε μόλις 40 ημερών και έτσι μεγάλωσε ορφανή με τη μητέρα και τη θεία της Μαρία, που ήταν τότε μαία στα χωριά Καρίτσα και Στόμιο. Η μητέρα του βιογραφούμενου, σαν μοναχοκόρη που ήταν, μεγάλωσε με την αγάπη και την αδυναμία της μάνας και της θείας της. Ήταν μία όμορφη και προσεγμένη γυναίκα, που έμαθε την τέχνη της ραπτικής και του κεντήματος. Μετά τον γάμο της αφιερώθηκε στην οικογένειά της και βοηθούσε τον σύζυγό της Αστέριο στις αγροτικές εργασίες. Ήταν άνθρωπος καλοσυνάτος, εργατικός και έξυπνος. Έφυγε από τη ζωή το 1977 σε ηλικία 65 ετών.
Η Φρόσω Κόκκινου γεννήθηκε το 1935 στην Καρίτσα. Παντρεύτηκε με τον Γιώργο Βαρδάτσικο και το 1974 μετανάστευσαν στον Καναδά, έκαναν δική τους επιχείρηση (ζαχαροπλαστείο) όπου ζουν έως σήμερα και έχουν συνταξιοδοτηθεί. Το ζευγάρι απέκτησε από τον γάμο του δύο παιδιά, ένα αγόρι και ένα κορίτσι. Την Τριανταφυλλιά και τον Γιάννη.
Ο Κωνσταντίνος Κόκκινος γεννήθηκε το 1940 στην Καρίτσα και κάποια στιγμή μετανάστευσε και εκείνος στον Καναδά για αρκετά χρόνια. Αργότερα επέστρεψε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στο χωριό Στόμιο με την οικογένειά του. Είχε παντρευτεί με την Ελένη και το ζευγάρι απέκτησαν τρία παιδιά, ένα κορίτσι και δύο αγόρια. Την Ευδοξία, τον Αστέριο και τον Αναστάσιο. Το τραγικό γεγονός της απώλειας του Αστέριου σε ηλικία 24 ετών από ηλεκτροπληξία βύθισε την οικογένεια σε πένθος. Ο Κωνσταντίνος Κόκκινος έφυγε από τη ζωή το 2002 πικραμένος και στεναχωρημένος από τον άδικο χαμό του γιού του.
Ο Γιώργος Κόκκινος γεννήθηκε το 1943 στην Καρίτσα και σε ηλικία 17 ετών έγινε ναυτικός. Σε ένα ταξίδι του στην Αμερική έφυγε από το πλοίο και μπήκε παράνομα στη χώρα, μόχθησε και εργάστηκε σκληρά μέχρι να πετύχει τους στόχους του. Ζει στην Αμερική μέχρι σήμερα και όλα αυτά τα χρόνια ασχολείται με τον χώρο της εστίασης και τα τελευταία 15 χρόνια με οικοδομικές εργολαβίες. Παντρεύτηκε με τη Μαρίνα, με καταγωγή από το Τρινιδάδ και το ζευγάρι απέκτησε από τον γάμο του τέσσερα παιδιά. Την Ελένη, τον Αστέριο, τον Κωνσταντίνο και τον Ιωσήφ.
Η βιογραφούμενη, Μαρίνα Τσοκάνου, γεννήθηκε στις 20 Μαρτίου 1938 στην Καρίτσα Λάρισας. Η Καρίτσα, είναι χτισμένη πάνω σε πλαγιά του Κισσάβου σε υψόμετρο 250 μ. και χαρακτηρίζεται από την πυκνή βλάστηση και την απέραντη θέα προς τη θάλασσα. Οι κάτοικοι μετοίκησαν στη σημερινή τοποθεσία του χωριού λόγω πανώλης κοντά στον 10ο αι. π.Χ. Κύριες ασχολίες των μόνιμων κατοίκων του είναι η παραγωγή κάστανου και ελιάς, η αλιεία και ο τουρισμός. Το χωριό φημίζεται για την γιορτή του κάστανου που λαμβάνει χώρα στα μέσα του Οκτώβρη στην πλατεία, όπου οι επισκέπτες μπορούν να απολαύσουν δωρεάν ψητά κάστανα και να διασκεδάσουν στο λαϊκό γλέντι. Πολύ πλούσια είναι η χλωρίδα και πανίδα της περιοχής, ενώ τα πλούσια νερά της δικαιολογούν την ύπαρξη του νερόμυλου και τα πολλά γεφύρια. Η Καρίτσα σε συνδυασμό με τελωνείο που υπήρχε από την Τουρκοκρατία στο επίνειό της Στόμιο ήταν χωριό που ανάπτυξε το εμπόριο ακόμα και δια θαλάσσης με περίπου 30 καράβια, στις αρχές του 1900, ντόπιων καπετανέων. Εκτός από γεωργικά προϊόντα όπως κάστανα, καρύδια, καλαμπόκι, τριφύλλι μεγάλος όγκος ξυλείας από οξιές και καστανιές μεταφέρονταν στα παράλια της. Από τα γειτονικά Αμπελάκια ερχόντουσαν νήματα ώστε να φύγουν για τις αγορές της Ελλάδος και από εκεί στην Ευρώπη. Ντόπιοι καπετάνιοι έφερναν δομικά υλικά από μέρη που ταξίδευαν, Σαντορίνη, Άνδρο, Τήνο για να κτίσουν τα σπίτια τους. Από την Καρύτσα καταγόταν το ηγετικό στέλεχος του εργατικού κινήματος των ΗΠΑ Σταύρος Κουτόβας (Steve Katovis), ο οποίος δολοφονήθηκε από αστυνομικό το 1930 στη Νέα Υόρκη, κατά τη διάρκεια μιας εργατικής συγκέντρωσης.
Η Μαρίνα ήταν ένα ήσυχο και εργατικό παιδί, που σεβόταν τους μεγαλύτερους. Μεγάλωσε με τη γιαγιά και τον παππού της, μιας και η μητέρα της εργαζόταν στα κτήματα. Φοίτησε στο Δημοτικό σχολείο της Καρίτσας και έζησε παιδί ακόμη τη Γερμανική κατοχή (1941-44) και τον τραγικό Εμφύλιο Πόλεμο (1946-49). Στην περιοχή του χωριού της υπήρχαν ισχυροί θύλακες αντίστασης στα Ναζιστικά Γερμανικά στρατεύματα και η Καρίτσα βοηθούσε τους αντάρτες, προμηθεύοντάς τους με τρόφιμα και ζωντανά. Αργότερα, στα πέτρινα χρόνια του Εμφυλίου Πολέμου η Καρίτσα πλήρωσε βαρύ φόρο αίματος, καθώς περισσότεροι από εκατό (100) νέοι του χωριού σκοτώθηκαν εκείνη την περίοδο. Κάποια στιγμή οι γονείς της αποφάσισαν να φύγουν από την Καρίτσα και να εγκατασταθούν στο Στόμιο, ίσως γιατί σε αντίθεση με την Καρίτσα που ήταν ορεινή, το Στόμιο βρισκόταν στον κάμπο και τούτο τους βόλευε περισσότερο στην καθημερινότητά τους.
Η βιογραφούμενη Μαρίνα από μικρή ηλικία άρχισε να βοηθά τους γονείς της στα κτήματα, στη συγκομιδή των καρπών και στις δουλειές του σπιτιού. Το 1963 παντρεύτηκε με τον σύντροφο της ζωής της, Δημήτριο Τσοκάνο, με τον οποίο γνωρίζονταν από μικρά παιδιά.
Ο Δημήτριος Τσοκάνος γεννήθηκε το 1937 στην Καρίτσα. Ήταν γιος του Σταύρου και της Χαρίκλειας Τσοκάνου, ζευγάρι αγροτών με εννέα παιδιά. Τα αδέλφια του Δημητρίου Τσοκάνου είναι ο Αντώνης, ο Παναγιώτης, ο Νικηφόρος, ο Γιάννης, η Ταξιαρχούλα, ο Γιώργος, ο Σωκράτης και η Μαρία. Μεγάλη οικογένεια με πολλά παιδιά και το οικογενειακό εισόδημα δεν έφτανε για όλους. Έτσι, κάποια στιγμή ο Σταύρος Τσοκάνος αποφάσισε να αναζητήσει μία καλύτερη τύχη για την οικογένειά του και μετανάστευσε στον Καναδά. Καθώς μεγάλωναν τα παιδιά του, τα έπαιρνε μαζί του στον Καναδά μέχρι που στο τέλος έμειναν πίσω μόνο η γυναίκα του και το παιδί του, ο Δημήτριος, που ανέλαβε τα κτήματα της οικογένειας. Ήταν παιδί εργατικό και έξυπνο, ατίθασο και με διάθεση να αγωνιστεί για τη ζωή του. Αποφοίτησε από το Δημοτικό σχολείο Καρίτσας και ασχολήθηκε με τη γεωργία, όπου καλλιεργούσε, κυρίως, οπωροφόρα δέντρα. Τον Νοέμβριο του 1966 είχε ένα σοβαρό ατύχημα, καθώς πυροβολήθηκε από κάποιον στο πρόσωπο και ταλαιπωρήθηκε πολύ μέχρι οι γιατροί να καταφέρουν, να του βγάλουν τα σκάγια. Δυστυχώς, όταν κατάφερε να αναρρώσει, είχε χάσει την όραση στο αριστερό μάτι του.
Όπως προαναφέραμε, ο Δημήτριος Τσοκάνος ήταν ένας αγωνιστής της ζωής. Σε δύσκολους καιρούς ασχολήθηκε έντονα με τα κοινά και ήταν άνθρωπος δημοκρατικός και πολιτικοποιημένος. Κάποια στιγμή τα αδέλφια του τον προσκάλεσαν στον Καναδά, μάλιστα του έστειλαν και το εισιτήριο, για να πάει και να τους δει. Πραγματοποίησε αυτό το ταξίδι τον Μάρτιο του 1967, λίγο πριν ξεσπάσει το στρατιωτικό πραξικόπημα της 21ης Απριλίου. Η σύζυγός του Μαρίνα έμεινε πίσω και αφού έφτασε στον Καναδά, επικοινωνούσαν μεταξύ τους μέσω αλληλογραφίας, αφού τηλέφωνα δεν υπήρχαν εκείνη την εποχή στο χωριό. Όταν επικράτησε η Δικτατορία των Συνταγματαρχών, ο Δημήτριος Τσοκάνος αποφάσισε να παραμείνει στον Καναδά, καθώς ήταν βέβαιος πως οι Χουντικοί θα τον συλλάμβαναν μόλις πατούσε το πόδι του στην Ελλάδα, εξαιτίας των πολιτικών του πεποιθήσεων. Του εμήνυσαν κιόλας να μην γυρίσει πίσω. Έτσι, πήγε στο προξενείο και δήλωσε πως θα ήθελε να παραμείνει στον Καναδά μαζί με τα αδέλφια του. Επίσης, δήλωσε πως στην Ελλάδα έχει σύζυγο και παιδιά και θα ήθελε να τους φέρει κοντά του. Ο ίδιος δεν ήθελε να ξενιτευτεί και σκεφτόταν πως θα παραμείνει στην Αμερική μέχρι την πτώση της δικτατορίας. Τον Μάιο του 1968 έφτασαν στον Καναδά η βιογραφούμενη Μαρίνα και τα δύο παιδιά τους, έπειτα από ταξίδι με καράβι από τον Πειραιά στο Μόντρεαλ. Ήλπιζαν πως θα επέστρεφαν σύντομα στη πατρίδα και θα συνέχιζαν εκεί τη ζωή τους. Όμως, η Χούντα των Συνταγματαρχών διατηρήθηκε για επτά ολόκληρα χρόνια και όταν συνέβη η αποκατάσταση της Δημοκρατίας στην Ελλάδα, στο μεταξύ η οικογένεια είχε ήδη τακτοποιηθεί στη Νέα Υόρκη. Ο Δημήτρης εργαζόταν σε εστιατόρια, η Μαρίνα σε εργοστάσιο παραγωγής κουρτινών και τα δύο παιδιά είχαν ξεκινήσει πια το σχολείο.
Το 1972 ο Δημήτριος Τσοκάνος αποφασίζει μαζί με έναν συνέταιρο να ανοίξουν ένα Ελληνικό εστιατόριο. Το εστιατόριο το άνοιξε στο Μανχάταν στους 49 δρόμους με την επωνυμία «BROADWAY SOUVLAKI» και άρχισε να δουλεύει σ’ αυτό και η βιογραφούμενη Μαρίνα. Το 1984, το ζευγάρι αποφάσισε, μιας και το κτίριο του εστιατορίου τους θα γκρεμιζόταν, να ανοίξουν ένα άλλο μαγαζί στο Queens. Στο δεύτερο εστιατόριο βοηθούσαν στη δουλειά και τα παιδιά μετά το σχολείο. Οι πελάτες τους ήταν Ασιάτες και μετανάστες από όλο τον κόσμο. Όλη αυτή την περίοδο φρόντισαν να επενδύσουν τις αποταμιεύσεις τους σε αγορές ακινήτων, τα οποία νοίκιαζαν και αποκόμιζαν ένα σταθερό εισόδημα.
Ο Δημήτριος Τσοκάνος ήταν καλλίφωνος και στον ελεύθερο χρόνο του έψελνε στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου Αστόριας. Επίσης, ασχολήθηκε πολύ με τα ζητήματα της Ελληνικής Ομογένειας Αμερικής. Διετέλεσε μέλος του Συλλόγου Θεσσαλών Αμερικής. Σε κάθε εκδήλωση του Συλλόγου η Μαρίνα Τσοκάνου έφτιαχνε τις περίφημες Θεσσαλικές πίττες της. Διετέλεσε ακόμα ιδρυτής και Πρόεδρος του Συλλόγου Καριτσιωτών «ΡΗΓΑΣ ΦΕΡΑΙΟΣ» και μέλος της Συνομοσπονδίας Συλλόγων Ελληνικής Ομογένειας, καθώς και μέλος του Συνδέσμου Ελληνοαμερικανών Ιδιοκτητών Ακινήτων. Μάλιστα ο Σύνδεσμος κάποια στιγμή τον τίμησε για την πολυετή προσφορά του. Κατά καιρούς φιλοξένησε σπίτι του αρκετούς πολιτικούς που έρχονταν στην Αμερική, στεναχωρήθηκε, όμως, όταν κάποιοι απ’ αυτούς κυβέρνησαν, αλλά ξέχασαν τις αξίες που τότε είχαν. Ποτέ δεν ζήτησε χάρη ή εξυπηρέτηση και ό,τι έκανε το έκανε γιατί είχε αγνή αγάπη για την Ελλάδα και τον τόπο του.
Το 1991, δυστυχώς, ο Δημήτριος Τσοκάνος χτυπήθηκε από την επάρατη νόσο και τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1994, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία μόλις 57 ετών. Πέθανε στη Νέα Υόρκη και κηδεύτηκε στο Πεκόνικ του Λονγκ Άιλαντ, ένα μέρος που αγαπούσε ιδιαίτερα. Η Μαρίνα Τσοκάνου έμεινε χήρα μόλις στην ηλικία των 56 ετών. Όπως αναφέρει η ίδια, «ευτυχώς που είχα τα παιδιά μου και τον αγαπημένο μου πατέρα, που ήρθε να μείνει κοντά μας, για να έχει κι εκείνος συντροφιά τα εγγόνια του και εμένα».
Η Μαρίνα και ο Δημήτριος Τσοκάνος απέκτησαν από τον γάμο τους τρία παιδιά, δύο κορίτσια και ένα αγόρι. Τη Χαρούλα, τον Σταύρο και την Ελένη.
Η Χαρούλα Τσοκάνου γεννήθηκε στις 29 Μαΐου 1963 στην Καρίτσα. Σε ηλικία 5 ετών μετανάστευσε στην Αμερική και φοίτησε στο σχολείο και στο Κολέγιο. Παντρεύτηκε με τον Σάκη Χατζόπουλο και το ζευγάρι απέκτησε από τον γάμο του τρία παιδιά. Τον Γιώργο, που σήμερα είναι 26 ετών και φοιτά στο Baruch University, την Ελένη, που σήμερα είναι 24 ετών και φοιτά στο John Jay College και τη Μαρίνα, που σήμερα είναι 23 ετών και φοιτά στο Hunter College. Η οικογένεια είναι εγκαταστημένη στη Νέα Υόρκη.
Ο Σταύρος Τσοκάνος γεννήθηκε το 1966 στην Καρίτσα και ήρθε στην Αμερική σε ηλικία 2 ετών. Σήμερα εργάζεται ως καθηγητής Λυκείου σε πρότυπο σχολείο του Μπρονξ. Είναι παντρεμένος με την Αγγελική Γαβριληάδη, με καταγωγή από τον Πύργο Ηλείας. Το ζευγάρι απέκτησε από τον γάμο του δύο παιδιά. Τη Μαρίνα (15 ετών) και τον Δημήτρη (10 ετών). Η οικογένεια ζει σήμερα στη Νέα Υόρκη.
Η Ελένη Τσοκάνου γεννήθηκε το 1975 στη Νέα Υόρκη. Σπούδασε Ιστορία και Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και σήμερα εργάζεται ως κτηματομεσίτρια. Στον ελεύθερο χρόνο της ασχολείται με την υποκριτική τέχνη και είναι λάτρης των ταξιδιών.
Τα χρόνια πέρασαν και η Μαρίνα Τσοκάνου, 79 ετών σήμερα, ζει μόνιμα στη Νέα Υόρκη, με τα παιδιά και τα εγγόνια της. Αν και έχει φτιάξει τη ζωή της στην Αμερική, δεν έχει σταματήσει να αγαπά την Ελλάδα και να μιλά άπταιστα την Ελληνική μητρική της γλώσσα. Στον ελεύθερο χρόνο της διαβάζει, πλέκει, κεντάει και της αρέσει να φτιάχνει τις παραδοσιακές Ελληνικές πίτες. Σαν καλή και παραδοσιακή Ελληνίδα γιαγιά βοήθησε και βοηθάει τα παιδιά της και με την ανατροφή των εγγονιών της.
Όπως και ο πολυαγαπημένος της σύζυγος έτσι και η ίδια βοηθά πάντα τους αδύναμους και όποιον άλλον άνθρωπο έχει ανάγκη. Πηγαίνει συχνά στην Ελλάδα, για να βλέπει συγγενείς ή φίλους στο Στόμιο και την Καρίτσα.