O Αθανάσιος Τορνεσάκης γεννήθηκε στο Πέραμα Αττικής το 1962. Είναι γιος του Αλέξανδρου Τορνεσάκη με καταγωγή από την Αληθινή Νομού Ηρακλείου Κρήτης και της Ελένης Φωτοπούλου με καταγωγή από τη Ζαχάρω Ηλείας. Σήμερα είναι επιχειρηματίας και συνιδιοκτήτης της εταιρείας «MAJOR», που δραστηριοποιείται στην παραγωγή και χονδρική πώληση αειθαλών (ανθισμένων κλαριών-κερασιών-κυδωνιών-πασχαλιών) και λουλουδιών. Είναι παντρεμένος με την Πηνελόπη Θεοφάνη και έχουν αποκτήσει ένα παιδί.
Ο παππούς του βιογραφούμενου, από την πλευρά του πατέρα του, ονομαζόταν Αθανάσιος Τορνεσάκης και γεννήθηκε στο όμορφο χωριό Αληθινή του Νομού Ηρακλείου στην Κρήτη. Tο χωριό βρίσκεται στον εύφορο κάμπο της Μεσαράς, σε υψόμετρο 150 μ. Κύρια ασχολία των κατοίκων είναι η ελαιοκομία και η καλλιέργεια σιτηρών. Κάθε χρόνο στις 15 Αυγούστου το χωριό πανηγυρίζει, καθώς ο κεντρικός ναός του χωριού είναι αφιερωμένος στην Κοίμηση της Θεοτόκου.
Ο Αθανάσιος Τορνεσάκης είχε και άλλα αδέλφια. Ένα από τα αδέλφια του ήταν ο Γιάννης ο Σμυρνιός, που τον φώναζαν έτσι γιατί είχε μεταναστεύσει για αρκετά χρόνια στη Σμύρνη. Ο Γιάννης Τορνεσάκης, μετά τη Μικρασιατική καταστροφή του 1922, επέστρεψε στην Αληθινή και έζησε στο χωριό το υπόλοιπο της ζωής του.
Ο Αθανάσιος Τορνεσάκης ήταν αγρότης και καλλιεργούσε τη δική του κτηματική περιουσία. Παντρεύτηκε με τη Χρυσάνθη Κτιστάκη και το ζευγάρι απέκτησε από τον γάμο του εννέα παιδιά, εκ των οποίων επέζησαν τα πέντε. Ο Αλέξανδρος, πατέρας του βιογραφούμενου, η Στυλιανή, η Ελευθερία, ο Κωνσταντίνος και η Μαρία. Εκτός από τη Στυλιανή, που έμεινε στην Αληθινή κοντά στους γονείς της, τα υπόλοιπα τέσσερα παιδιά της οικογένειας εγκαταστάθηκαν στο Πέραμα, μία συνοικία του Πειραιά.
Ο παππούς Αθανάσιος ήταν άνθρωπος που έχαιρε μεγάλης εκτίμησης και σεβασμού από τους συγχωριανούς του. Φημιζόταν για τη γενναιότητα και τη δύναμη της ψυχής του. Ήταν εξαιρετικός χορευτής και τόσο ρωμαλέος που μπορούσε να ανασηκώσει το τραπέζι με τα δόντια του. Κατά την περίοδο της Γερμανικής Κατοχής (1941-44) χαστούκισε έναν Γερμανό λοχία, αλλά ευτυχώς δεν υπήρξαν αντίποινα στο χωριό από τους κατακτητές εξαιτίας της πράξης του. Ήταν άνθρωπος εξαιρετικά φιλότιμος, φιλόξενος και αγαπητός σε όλο το χωριό. Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 90 ετών.
Η γιαγιά Χρυσάνθη Κτιστάκη γεννήθηκε, επίσης, στην Αληθινή Ηρακλείου και είχε έναν αδελφό, τον Γιάννη. Μετά τον γάμο της βοήθησε πάρα πολύ τον σύζυγό της σε όλες τις αγροτικές εργασίες και παράλληλα είχε αφιερωθεί στην οικογένεια και στο νοικοκυριό της. Επίσης, ήξερε να υφαίνει και έφτιαχνε καταπληκτικά υφαντά στον δικό της αργαλειό. Ήταν άνθρωπος ευχάριστος, καλοσυνάτος, φιλόξενος και φιλότιμος. Όλοι τη σέβονταν και την αγαπούσαν στο χωριό. Έφυγε από τη ζωή το 1991, σε ηλικία 88 ετών.
Ο πατέρας του βιογραφούμενου, Αλέξανδρος Τορνεσάκης, γεννήθηκε το 1922 στην Αληθινή Ηρακλείου. Φοίτησε στο Δημοτικό σχολείο του χωριού και από μικρό παιδί ασχολιόταν με τις αγροτικές εργασίες βοηθώντας τον πατέρα του. Κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής (1941-44) εξαναγκάστηκε, όπως και άλλοι συμπατριώτες του, να συμμετέχει σε καταναγκαστικά έργα. Αξίζει να σημειωθεί πως ο Αλέξανδρος στα καταναγκαστικά έργα έκανε και τη δουλειά που ανέθεταν οι Γερμανοί στον πατέρα του, που τον είχαν πάρει κι εκείνον, γιατί γνώριζε πως ήταν οξύθυμος και φοβόταν ότι θα έρθει σε αντίθεση μαζί τους και θα έχανε τη ζωή του.
Όταν άρχισε ο Εμφύλιος Πόλεμος (1946-49), ο Αλέξανδρος υπηρετούσε τη στρατιωτική θητεία του στη Μακεδονία και συγκεκριμένα στη Φλώρινα. Εκεί σε μια εμπλοκή πιάνεται αιχμάλωτος από τους αντάρτες και έζησε μαζί τους 11 μήνες, μετακινούμενος σε διάφορες περιοχές της Βόρειας Ελλάδας. Η οικογένειά του στην Κρήτη τον θεωρούσε νεκρό και όλοι είχαν φορέσει μαύρα για τον χαμό του. Τελικά, μετά την οριστική ήττα των ανταρτικών δυνάμεων στη μεγάλη μάχη που έγινε στις λίμνες Πρέσπες, κατάφερε να δραπετεύσει και να προσεγγίσει τις δυνάμεις του Ελληνικού Στρατού, με τον κίνδυνο να μη γίνει πιστευτή η ιστορία του και να θεωρηθεί προδότης. Η οικογένεια στην Κρήτη έμαθε κάποια στιγμή ότι ήταν σώος και τον περίμενε να επιστρέψει. Ωστόσο, όταν εκείνος απολύθηκε και έφτασε στο πατρικό του σπίτι παραμονή Χριστουγέννων, τρόμαξαν να τον αναγνωρίσουν έτσι όπως ήταν ταλαιπωρημένος και αξύριστος. Ο Αλέξανδρος μπήκε μέσα στο σπίτι και είπε σε όλους: «να τα πούμε;», εννοώντας τα κάλαντα. Μόλις τον είδαν οι συγγενείς του έμειναν άναυδοι και μετά από λίγα λεπτά σιωπής μπορούμε να φανταστούμε πώς αντέδρασαν από τη χαρά τους. Ήταν πολλές οι μπαλωθιές που έπεσαν στον αέρα την ημέρα της επιστροφής του.
Το επόμενο διάστημα ασχολήθηκε και πάλι με τις αγροτικές εργασίες μέχρι το 1952 που ο μικρός αδελφός του Κωνσταντίνος εισήχθη στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και τον ακολούθησε. Όταν τα δύο αδέλφια εγκαταστάθηκαν στο Πέραμα του Πειραιά, ο Αλέξανδρος εργάστηκε σε διάφορες δουλειές ως οικοδόμος, ναυτεργάτης και τα απογεύματα μαζί με τον αδελφό του ασχολούνταν με τη φωτογραφία πηγαίνοντας για φωτογράφιση σε διάφορους γάμους, βαφτίσια και άλλες εκδηλώσεις. Σύντομα ήρθε στην Αθήνα για σπουδές και η αδελφή τους Μαρία, καθώς είχε περάσει με επιτυχία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και έμειναν όλοι μαζί στο Πέραμα. Αργότερα, η Μαρία έγινε Διευθύντρια στον Δήμο Πειραιά. Ο Κωνσταντίνος αμέσως μετά την αποφοίτησή του από το Πανεπιστήμιο διορίστηκε στον Οργανισμό Λιμένος Πειραιώς (ΟΛΠ), ενώ στον ίδιο φορέα διορίστηκε και ο Αλέξανδρος ως λιμενεργάτης. Σήμερα ο Κωνσταντίνος Τορνεσάκης είναι ο μόνος από τα αδέλφια που βρίσκεται εν ζωή και μένει μόνιμα στο Πέραμα.
Το 1961 ο Αλέξανδρος Τορνεσάκης παντρεύτηκε τη σύντροφο της ζωής του Ελένη Φωτοπούλου. Το ζευγάρι είχε γνωριστεί πριν έναν χρόνο, το 1960, όταν η Ελένη ήρθε στην Αθήνα από τη Ζαχάρω Ηλείας για αναζήτηση μίας καλύτερης τύχης. Το ζευγάρι απέκτησε από τον γάμο του δύο παιδιά, ένα αγόρι και ένα κορίτσι. Τον βιογραφούμενο Αθανάσιο και τη Χρυσάνθη.
Ο Αλέξανδρος Τορνεσάκης εργάστηκε στον ΟΛΠ τριάντα χρόνια περίπου και στη συνέχεια συνταξιοδοτήθηκε. Τη δουλειά με τις φωτογραφίσεις δεν την είχε εγκαταλείψει όσο εργαζόταν στον ΟΛΠ και για πολλά χρόνια την ασκούσε, παράλληλα, μαζί με τον αδελφό του. Πήγαιναν μαζί και φωτογράφιζαν γάμους, βαφτίσια και άλλες γιορτινές εκδηλώσεις. Ο ίδιος ήταν άνθρωπος που φημιζόταν για την υπομονή του και την πραότητα του χαρακτήρα του. Άνθρωπος χαμηλών τόνων, άριστος οικογενειάρχης και πατέρας. Τον διέκρινε η φιλοτιμία και η φιλοξενία του, ενώ δεν είχε ποτέ προστριβές με κανέναν. Ήταν άνθρωπος αγαπητός σε όλους όσους τον γνώριζαν. Στις σχέσεις με τα παιδιά του υπήρξε πολύ δημοκρατικός και τα άφησε να κάνουν τα ίδια τις σημαντικές επιλογές στη ζωή τους. Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 68 ετών.
Η μητέρα του βιογραφούμενου, Ελένη Φωτοπούλου, γεννήθηκε στην Καλίδονα (παλαιότερη ονομασία τα Kαλύδωνα) Ηλείας. Ο οικισμός βρίσκεται NA της πόλης του Πύργου και διοικητικά ανήκει στον Δήμο Zαχάρως του νομού Ηλείας. Είναι κτισμένος σε υψόμετρο 340 μ.
Η Ελένη Φωτοπούλου φοίτησε μόνο στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού σχολείου στο χωριό και από πολύ μικρή βοηθούσε τους γονείς της με τις αγροτικές εργασίες. Σε ηλικία 28 ετών έφυγε από το χωριό της και πήγε στα αδέλφια της που ζούσαν στον Πειραιά και συγκεκριμένα στη Δραπετσώνα. Αργότερα, ο πατέρας της αγόρασε ένα σπίτι για προίκα στο όνομά της, στο Πέραμα. Μετά τον γάμο της αφοσιώθηκε στην οικογένεια και στην ανατροφή των παιδιών της, τα οποία μεγάλωσε με πολλή στοργή, φροντίδα και αγάπη. Ήταν μία φιλήσυχη, φιλότιμη και φιλόξενη γυναίκα, που της άρεσε να μένει στο σπίτι, άνθρωπος χαμηλών τόνων με πράο χαρακτήρα. Ήταν άριστη νοικοκυρά και μαγείρισσα. Σαν μάνα δεν υπήρξε ποτέ αυστηρή με τα παιδιά της, στα οποία δίδαξε με το προσωπικό της παράδειγμα ηθικές αρχές και αξίες. Έφυγε από τη ζωή το 2003, σε ηλικία 72 ετών.
Ο παππούς του βιογραφούμενου, από την πλευρά της μητέρας του, ονομαζόταν Αριστείδης Φωτόπουλος και γεννήθηκε στην Καλιδόνα Ηλείας. Ήταν αγρότης στο επάγγελμα, είχε δικό του άλογο που ίππευε και καλλιεργούσε τη δική του κτηματική περιουσία. Παντρεύτηκε τη συγχωριανή του Αθανασία Σταυροπούλου και το ζευγάρι απέκτησε από τον γάμο του πέντε παιδιά, τρία αγόρια και δύο κορίτσια. Ένα από τα αγόρια πέθανε στη Γερμανική Κατοχή, σε ηλικία 20 ετών περίπου. Τα υπόλοιπα παιδιά της οικογένειας είναι η Ελένη, μητέρα του βιογραφούμενου, ο Φώτης, η Ερμιόνη και ο Λεωνίδας.
Ο παππούς Αριστείδης ήταν ένας σοβαρός και μετρημένος στους τρόπους του άνθρωπος. Η γιαγιά Αθανασία, από την άλλη μεριά, ήταν μία γυναίκα εξαιρετικά εργατική και παρέμεινε έτσι μέχρι τα βαθειά της γεράματα. Είναι αξιοσημείωτο ότι σε μεγάλη ηλικία όχι μόνο ήθελε, αλλά μπορούσε να ανεβαίνει στις ελιές και να τις μαζεύει. Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 90 ετών.
Ο βιογραφούμενος, Αθανάσιος (Σάκης) Τορνεσάκης, γεννήθηκε το 1962 στο Πέραμα, το δυτικότερο άκρο του Πειραιά. Η νότια πλευρά του Περάματος βρέχεται από τον όρμο του Κερατσινίου, ενώ η δυτική του πλευρά συναντά τα νερά του στενού της Σαλαμίνας. Το όνομα του Περάματος μάλλον οφείλεται στη θέση του, η οποία αποτελεί «πέρασμα» από το ηπειρωτικό μέρος της Αθήνας και του Πειραιά προς τη Σαλαμίνα. Κατά την αρχαιότητα η περιοχή του Περάματος είχε την ονομασία Αμφιάλη. Σε μία από τις κορυφές του όρους Αιγάλεω που εντάσσονται στο Δήμο Περάματος, θεωρείται πως βρισκόταν η θέση από την οποία ο Πέρσης αυτοκράτορας Ξέρξης παρακολούθησε τη ναυμαχία της Σαλαμίνας (480π.Χ.). Η κορυφή αυτή αποκαλείται από τους κατοίκους του Περάματος «Θρόνος του Ξέρξη». Το σύγχρονο Πέραμα αποκτά τη μορφή μικρού οικισμού τη δεκαετία του 1920, όταν αρκετοί πρόσφυγες από την Κωνσταντινούπολη, από τη Μικρά Ασία και ειδικότερα από το Ικόνιο και τον Εύξεινο Πόντο αναζητούν σε αυτή την περιοχή την καινούργια τους ζωή. Όταν το 1928 ιδρύονται τα πρώτα ναυπηγεία του Περάματος, παρατηρείται η άφιξη νέων κατοίκων, ως επί το πλείστον νησιωτών. Το Πέραμα στις μέρες μας είναι γνωστό για την παρουσία και τη δραστηριοποίηση σε αυτό της Ναυπηγοεπισκευαστικής Ζώνης. Η ζωή στο Πέραμα είναι στενά συνδεδεμένη με τη δραστηριότητα της ναυπηγοεπισκευαστικής ζώνης, μιας και η πλειοψηφία των κατοίκων της περιοχής εργάζεται στα ναυπηγεία του Περάματος.
Ο Αθανάσιος Τορνεσάκης φοίτησε στο 5ο Δημοτικό σχολείο και στο Γυμνάσιο και Γενικό Λύκειο Περάματος. Μετά την αποφοίτησή του ένας θείος του, που ήταν οδοντίατρος, του πρότεινε να τον πάρει κοντά του και να μάθει την τέχνη του οδοντοτεχνίτη, στο Εργαστήριο Οδοντοτεχνικής που διατηρούσε στο Πέραμα, συνάμα με το οδοντιατρείο του. Έτσι και έγινε. Στη συνέχεια υπηρέτησε τη στρατιωτική θητεία του στο Πεζικό αρχικά, στην Τρίπολη και μετά στη Λέρο. Μόλις απολύθηκε από τον στρατό, επέστρεψε και συνέχισε να εργάζεται στο Εργαστήριο, που είχε ήδη μεταφερθεί στη Νίκαια, για ένα διάστημα δύο ετών. Όταν βεβαιώθηκε ότι δεν του άρεσε να ασχοληθεί με αυτό το αντικείμενο, άρχισε να εργάζεται ως μπάρμαν σε διάφορα μπαράκια του Πειραιά τον χειμώνα και σε νησιά την καλοκαιρινή σεζόν. Το 1991 γνωρίζει μία Αμερικανίδα, Ελληνικής καταγωγής, που ζούσε στη Νέα Υόρκη και οι δύο νέοι συνάπτουν σχέση και μένουν μαζί για έξι μήνες στην Ελλάδα. Στη συνέχεια, ο βιογραφούμενος αποφασίζει να επισκεφτεί τους συγγενείς της κοπέλας στη Νέα Υόρκη και σε σύντομο διάστημα γίνεται και ο γάμος τους. Ο ίδιος είχε αποφασίσει πως θα μείνει μόνιμα στην Αμερική και έτσι βρήκε δουλειά μπάρμαν στην περιοχή της Αστόρια. Το 1994 το ζευγάρι χωρίζει και ο βιογραφούμενος συνεχίζει να εργάζεται και να διαμένει στη Νέα Υόρκη.
Το καλοκαίρι του 1994 ο Αθανάσιος Τορνεσάκης γνωρίζει τη σύντροφο της ζωής του Πηνελόπη (Λούλα) Θεοφάνη, γεννημένη στη Νέα Υόρκη και με καταγωγή από το χωριό Χόμορη της Ορεινής Ναυπακτίας, στον Νομό Αιτωλοακαρνανίας. Το χωριό βρίσκεται στις ΝΔ πλαγιές του όρους Αρδίνης κάτω από τον λόφο του Αγίου Κωνσταντίνου με το χαρακτηριστικό δάσος. Στο ΝΑ άκρο του χωριού σε γραφικό λοφίσκο βρίσκεται το Μοναστήρι της Παναγίας Καβαδιώτισσας, ενώ ο ενοριακός ναός είναι η Αγία Παρασκευή (1883). Το χωριό βρίσκεται ανάμεσα σε δύο χείμαρρους: το Μέγα Ρέμα δυτικά και τον Χωμορίτικο ανατολικά που χύνονται στον Κότσαλο. Η Χόμορη με την πλακόστρωτη πλατεία της, τη βρύση που κυλάει δίπλα, τα παραδοσιακά σπίτια και το δασικό περιβάλλον είναι μια φυσική ζωγραφιά.
Το ζευγάρι παντρεύτηκε το 1996 και έναν χρόνο αργότερα απέκτησαν την κόρη τους Ελένη.
Η Ελένη Τορνεσάκη γεννήθηκε το 1997 στη Νέα Υόρκη. Αποφοίτησε από το Σχολείο του Αγίου Νικολάου στο Flushing και από το Γυμνάσιο – Λύκειο St. Francis Preparatory High School στο Flushing. Σήμερα σπουδάζει Διοίκηση Επιχειρήσεων και Κοινωνική Εργασία στο Πανεπιστήμιο Queen College και βρίσκεται στο τρίτο έτος των σπουδών της. Η Ελένη γνωρίζει πολύ καλά την Ελληνική.
Το 1996 ο Αθανάσιος Τορνεσάκης, μετά από πρόταση της συζύγου του, άρχισε να εργάζεται στην επιχείρηση του πεθερού του, Γεωργίου Θεοφάνη, ο οποίος είχε ένα από τα μεγαλύτερα ανθοπωλεία χονδρικής πώλησης. Η επιχείρηση βρισκόταν και συνεχίζει να βρίσκεται στην 28th Str., στο Μανχάταν, σε μία περιοχή όπου χτυπά η καρδιά της αγοράς χονδρικής πώλησης λουλουδιών και διανομής τους στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Ακτής των ΗΠΑ.
Ο Γεώργιος Θεοφάνης μετανάστευσε στην Αμερική τη δεκαετία του ’50 από τη Χόμορη Αιτωλοακαρνανίας και στις αρχές της δεκαετίας του ’70 ίδρυσε την εταιρεία με την επωνυμία «MAJOR». Το 2003, όταν ο ίδιος συνταξιοδοτήθηκε, η επιχείρηση πέρασε στη νέα γενιά της οικογένειας, με συνιδιοκτήτες τον γιο του Λεωνίδα Θεοφάνη και τον γαμπρό του Αθανάσιο Τορνεσάκη.
Σήμερα η εταιρεία «MAJOR» δραστηριοποιείται στη χονδρική πώληση λουλουδιών που προορίζονται, κυρίως, για γάμους, εκδηλώσεις, δεξιώσεις και μεγάλες διοργανώσεις. Πελάτες τους είναι μεγάλοι σχεδιαστές αλλά και επιχειρήσεις που αναλαμβάνουν τη διακόσμηση εκδηλώσεων, καθώς και μεγάλα γνωστά εστιατόρια. Επίσης, η εταιρεία «MAJOR» αναλαμβάνει τη διακόσμηση γάμων και εορτών διάσημων οικογενειών και προσωπικοτήτων. Ένας ακόμη σημαντικός τομέας της εταιρείας είναι οι στολισμοί μεγάλων καταστημάτων, όπως τα Tiffany, Saxs 5 Av. κ.ά.. Αξίζει εδώ να αναφέρουμε ότι κάθε χρόνο, τον μήνα Μάιο, η εταιρεία «MAJOR» σχεδιάζει και φιλοτεχνεί τη διακόσμηση του γκαλά, που διοργανώνει το Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης και θεωρείται ένα από τα μεγαλύτερα γεγονότα της πόλης. Το συγκεκριμένο γκαλά του Μητροπολιτικού Μουσείου είναι αφιερωμένο στη μόδα και έχει καλεσμένους όλους τους διάσημους σχεδιαστές μόδας στον κόσμο (Armani, Valentino, Yves St Laurent), καθώς και διεθνούς φήμης προσωπικότητες από τον χώρο του θεάματος.
Η εταιρεία «MAJOR» έχει διανύσει από τη γέννησή της έως σήμερα μία επιτυχημένη και συνεχώς εξελικτική πορεία. Αποτελεί μία από τις σημαντικότερες επιχειρήσεις στην αγορά λουλουδιών, όχι μόνο στη Νέα Υόρκη, αλλά και στην ευρύτερη περιοχή. Οι κεντρικές φάρμες παραγωγής λουλουδιών της εταιρείας «MAJOR» βρίσκονται στο Middle Town Upstate New York και αριθμούν πάρα πολλά εκτάρια, ενώ διαθέτει και άλλες φάρμες για τον ίδιο σκοπό στην περιοχή της Νέας Υερσέης (New Jersey) και της Βιρτζίνια.
Όπως αναφέρει ο βιογραφούμενος, «το κλειδί της επιτυχίας της εταιρείας «MAJOR» είναι πως δεν μεταπουλά τα λουλούδια, αλλά παράγει η ίδια πολλά εξ αυτών. Έχουμε ικανοποιήσει τις ανάγκες κορυφαίων ανθοκόμων και σχεδιαστών σε όλη τη βορειοανατολική ακτή για μισό αιώνα. Βρισκόμαστε στην καρδιά της λουλουδικής αγοράς της Νέας Υόρκης και είμαστε υπερήφανοι που έχουμε εφοδιάσει με τα καλύτερα αειθαλή και άνθη τις εκδηλώσεις σπουδαίων φορέων, όπως το Jacob Javits Center, τη Βιβλιοθήκη της Νέας Υόρκης, το Metropolitan Museum of Art, τα Ηνωμένα Έθνη και το Lincoln Center, καθώς και μεγάλα ξενοδοχεία και χώρους εστίασης».
Ο Αθανάσιος Τορνεσάκης αφιερώνει τον ελάχιστο ελεύθερο χρόνο του στην οικογένεια. Επίσης, επειδή είναι αθλητικός τύπος, του αρέσει να γυμνάζεται και να ενημερώνεται για τα τεκταινόμενα στον χώρο της μοτοσικλέτας συνάμα με τη συλλογή κλασικών παλαιών και σπάνιων μοντέλων. Οι δεσμοί που διατηρεί με την πατρίδα Ελλάδα είναι πολύ στενοί, με αποτέλεσμα να την επισκέπτεται ανελλιπώς τα τελευταία 25 έτη δυο φορές τον χρόνο.