O Ευθύμιος Θωμόπουλος γεννήθηκε στη Ναύπακτο το 1929. Είναι γιος του Σταύρου Θωμόπουλου και της Αλεξάνδρας Παναγιωτοπούλου με καταγωγή από την Ελευθεριανή Αιτωλοακαρνανίας. Σπούδασε στην Πάντειο Σχολή και μετανάστευσε στην Αμερική το 1956. Εργάστηκε επί σειρά ετών στον ξενοδοχειακό τομέα και στη συνέχεια υπήρξε ο εκδότης της μηνιαίας Ελληνικής εφημερίδας «Roumeli Press», η οποία κυκλοφορούσε στην Αμερική, τον Καναδά και την Ελλάδα για τριάντα (30) χρόνια. Είναι παντρεμένος με την Αικατερίνη Παναγιωτοπούλου και έχουν αποκτήσει δύο παιδιά και πέντε εγγόνια.
Ο παππούς του βιογραφούμενου, από την πλευρά του πατέρα του, ονομαζόταν Ευθύμιος Θωμόπουλος και γεννήθηκε το 1855 στην Ελευθεριανή, ένα πανέμορφο χωριό της Ορεινής Ναυπακτίας στον Νομό Αιτωλοακαρνανίας. Είναι κτισμένη στους πρόποδες του όρους Παπαδιά και βρίσκεται 39 χλμ. βόρεια της Ναυπάκτου. Το χωριό συναντάται και με άλλες ονομασίες, όπως Ελευθέριανη, Λευτέριανη και Λευθέριανη. Η Λευτέριανη πρωτοεμφανίζεται σε ιστορικά έγγραφα, βιβλία και μελετήματα περίπου το 1575.
Όπως αναφέρει ο βιογραφούμενος, ιστορικά το χωριό κτίστηκε το 1104 με την κάθοδο των Δωριέων, οι οποίοι κατευθύνθηκαν στη συνέχεια στη Ναύπακτο και από εκεί πήγαν στη Σπάρτη. Επτά οικογένειες Δωριέων δεν ακολούθησαν τους υπόλοιπους, αποσπάστηκαν και εγκαταστάθηκαν στον τόπο. Ονόμασαν από τότε το χωριό τους Λευτέριανη και είναι το μοναδικό χωριό που έχει μόνον αρχαία Ελληνικά ονόματα και ονομασίες. Μέχρι το 2000 ο πληθυσμός της Ελευθεριανής ήταν αμιγώς ντόπιος και είχαν το έθιμο να παντρεύονται μεταξύ τους. Όλοι οι Λευτεριανοί αγαπούν πολύ το χωριό τους και είναι περήφανοι για τον τόπο τους, τόσο αυτοί που ζουν εκεί, όσο και όλοι οι απόδημοι, οι οποίοι κάθε χρόνο επιστρέφουν στο χωριό απ’ όπου και αν βρίσκονται.
Τον παππού Ευθύμιο στην Ελευθεριανή τον ονόμαζαν «Πασοθύμιο», γιατί ήταν ο πιο εύπορος και αριστοκράτης άνθρωπος του χωριού. Είχε δική του σημαντική κτηματική περιουσία και διατηρούσε και ένα μικρό καφενείο – παντοπωλείο στο χωριό. Παντρεύτηκε με την Αλεξάνδρα Παναγιωτοπούλου, αδελφή του ιερέα της Ελευθεριανής. Το ζευγάρι απέκτησε από τον γάμο του τέσσερα παιδιά, δύο αγόρια και δύο κορίτσια. Τον Σταύρο, πατέρα του βιογραφούμενου, την Αικατερίνη, τον Κώστα και τη Ζωή.
Όσοι γνώρισαν τον παππού Ευθύμιο μιλούν για έναν άνθρωπο καλοσυνάτο, με σύγχρονες αντιλήψεις για την εποχή του και με πολύ καλή εμφάνιση. Ήταν άντρας ψηλός, με γαλανά μάτια και ξανθά μαλλιά, ένας πραγματικός άρχοντας για τα δεδομένα της εποχής του. Για αρκετά χρόνια χρημάτισε Πάρεδρος από την Κυβέρνηση και ήταν σημαντικός παράγοντας στο χωριό, μιας και όλοι σέβονταν τη γνώμη του. Αξίζει εδώ να σημειώσουμε ότι στη Λευτέριανη δεν πάτησε ποτέ Τούρκος το πόδι του, παρόλο που το χωριό φορολογούνταν από την Οθωμανική Διοίκηση. Και τούτο γιατί όλο το χωριό συμφώνησε με τον Πασοθύμιο και έδωσαν ολόκληρη την παραγωγική γη του τόπου, όπως τα λιβάδια, στο Μοναστήρι της Παναγίας της Αμπελακιώτισσας, γνωστό και ως Μονή Κοζίτσης. Είναι γνωστό ότι την εποχή εκείνη τα Μοναστήρια δεν πλήρωναν φόρους, απαλλάσσονταν από τους φόρους βάσει φιρμανιού του Σουλτάνου.
Ο Ευθύμιος Θωμόπουλος έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 60 ετών περίπου.
Η γιαγιά Αλεξάνδρα Παναγιωτοπούλου γεννήθηκε στην Ελευθεριανή. Δυστυχώς, όμως, πέθανε πολύ νέα και άφησε τα παιδιά της ορφανά σε μικρή ηλικία. Μετά τον θάνατό της ο παππούς Θύμιος ξαναπαντρεύτηκε με τη Μαργαρίτα, η οποία ανέλαβε τη φροντίδα των ορφανών. Το ζευγάρι απέκτησε άλλα τέσσερα παιδιά, τρία αγόρια και ένα κορίτσι. Τον Ανδρέα, τον Νικόλαο, τον Γιώργο και τη Βασιλική.
Ο πατέρας του βιογραφούμενου, Σταύρος Θωμόπουλος, γεννήθηκε το 1885 στην Ελευθεριανή. Σε ηλικία μόλις 15 ετών έφυγε από το σπίτι και την οικογένειά του και πήγε στην Αθήνα αναζητώντας μία καλύτερη τύχη. Στην Αθήνα ένας φίλος του έμαθε να υπογράφει, γιατί ήταν τελείως αγράμματος και ήθελε να μάθει να υπογράφει, για να φύγει στην Αμερική. Το μάθημα της υπογραφής γινόταν με δύο πέτρες πάνω στις οποίες έγραφαν αντί για χαρτί. Η μία από αυτές τις πέτρες υπάρχει ακόμη στην οικογένεια. Την έστειλε ο ίδιος στον γιο του Θύμιο βάζοντας επάνω την υπογραφή του και τη συνόδευε με ένα γράμμα, στο οποίο μέσα έγραφε: «Σταγόνες ύδατος κυλένωσι πέτρες».
Ο Σταύρος Θωμόπουλος μόλις κατάφερε και πήρε βίζα από την Αμερικανική Πρεσβεία, έφυγε και πήγε στο Παρίσι, από εκεί στο Μπορντώ και μετά βρέθηκε στο Ellis Island. Μόλις ολοκληρώθηκε εκεί η διαδικασία, πήγε στο Μανχάταν, όπου βρήκε έναν Έλληνα, ο οποίος πουλούσε ποπ κορν στον δρόμο με άλογο και βιτρίνα στο καρότσι. Την πρώτη μέρα που έπιασε δουλειά και πούλαγε ποπ κορν κάποια παιδιά άρχισαν να τον κοροϊδεύουν και να του πετούν ποπ κορν στη βιτρίνα του. Εκείνος νευρίασε, τα κυνήγησε και για τον λόγο αυτό τον συνέλαβαν και τον πήγαν στο Δικαστήριο. Επειδή δεν γνώριζε καθόλου τη γλώσσα, του έδωσαν έναν δικηγόρο Έλληνα, ο οποίος όταν άκουσε τι έγινε, είπε στον Πρόεδρο: «ο νεαρός αυτός που βλέπετε, ήρθε στην Αμερική την προηγούμενη μέρα του συμβάντος από τον τόπο που θέσπισε αυτούς τους νόμους, που έχει σήμερα το Δικαστήριο. Ήρθε από την Ελλάδα». Ο Δικαστής ακούγοντας τι έγινε, είπε αμέσως «case dismissed», δηλαδή η υπόθεση απορρίπτεται και τον αθώωσε. Την επόμενη μέρα πήγε ο Σταύρος, για να πουλήσει και πάλι ποπ κορν και εκεί τον βρίσκουν τρεις καλοντυμένοι άντρες και τον προσκαλούν να πάει μαζί τους. Τελικά οι άντρες αυτοί ήταν άνθρωποι του κινηματογράφου και τον έβαλαν να παίξει σε μία ταινία από την οποία πληρώθηκε με το ποσόν των 500 δολαρίων, ένα ποσόν αστρονομικό για εκείνη την εποχή αν σκεφτούμε πως πληρωνόταν με 50 σεντς την ώρα. Έτσι βρήκε την ευκαιρία και παρέδωσε αμέσως το άλογο με το κάρο και πιάνει δουλειά στην εταιρεία που έφτιαχνε τις σιδηροδρομικές γραμμές New York – Dover N.J. Ο Νορβηγός Διευθυντής της εταιρείας θεώρησε πως ήταν Σουηδός, επειδή ήταν ψιλός, ξανθός, με γαλανά μάτια και αθλητικό παράστημα και τον πήρε υπό την προστασία του. Τον συμβούλεψε να αγοράζει καθημερινά εφημερίδα και να διαβάζει βιβλία, ώστε με τη βοήθεια του λεξικού να μάθει να γράφει και να διαβάζει. Επίσης, τον έπαιρνε πολύ συχνά στο σπίτι του, για να κάνει παρέα με τα παιδιά του. Όλη αυτή την περίοδο που δούλευε στον σιδηρόδρομο ο Σταύρος, έστελνε συνέχεια χρήματα στην οικογένειά του στην Ελλάδα, για να ζήσουν και να μορφωθούν τα αδέλφια του. Κάποια στιγμή πήρε τον αδελφό του Κώστα στην Αμερική. Μια φορά έστειλε χρήματα στον πατέρα του, για να φτιάξει ένα κτίριο πάνω στην πλατεία του χωριού και να λειτουργήσει εκεί ένα καφενείο. Το καφενείο αυτό υπάρχει ακόμα και βρίσκεται σε άριστη κατάσταση. Επίσης, έστειλε λεφτά, για να κατασκευαστεί ένα ξύλινο γεφύρι, το οποίο αφού ολοκληρώθηκε του έδωσαν το όνομά του και ονομάστηκε το γεφύρι του Σταύρου Θωμόπουλου. Ήταν ένα πολύ γραφικό γεφύρι, γιατί από κάτω περνούσε ένα ποταμάκι. Το γεφύρι, δυστυχώς, καταστράφηκε ολοσχερώς το 1945 μετά από μία μεγάλη θεομηνία.
Ο Σταύρος Θωμόπουλος εργάστηκε στον σιδηρόδρομο για μία πενταετία. Με τα χρήματα που εξοικονόμησε από τη δουλειά του και με τα 500 δολάρια από την ταινία, αγόρασε ένα μεγάλο συγκρότημα με παλιούς στάβλους, το οποίο μετέτρεψε σε ένα μικρό μοτέλ 12 διαμερισμάτων, με 24 κρεβάτια. Τα δωμάτια νοίκιαζαν για ύπνο και ξεκούραση, κυρίως, Έλληνες εργάτες που δούλευαν σε ένα διπλανό εργοστάσιο παραγωγής μπαρουτιού, το εργοστάσιο «Ηρακλής». Από την επένδυση αυτή κέρδιζε αρκετά χρήματα. Κάθε Κυριακή έκανε τραπέζι στους συμπατριώτες του εργάτες, με δικά του έξοδα, και τους μαγείρευε κοτόσουπα. Με αφορμή το τραπέζι στηνόταν ένα πραγματικά Ελληνικό γλέντι, μιας και είχε και γραμμόφωνο με Ελληνικά τραγούδια. Τα γλέντια τους έγιναν γνωστά και γι’ αυτό η περιοχή ονομάστηκε το Ελληνικό χωριό.
Το 1912 ο Σταύρος Θωμόπουλος πουλάει τα πάντα και έρχεται με τον αδελφό του Κώστα, ως εθελοντές, για να πολεμήσουν στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο (1912-13). Όταν ο πόλεμος τελείωσε, επέστρεψε στην Αμερική, στον Νορβηγό φίλο του, όπου έμεινε για δύο χρόνια. Το 1916 επέστρεψε στην Ελλάδα και στο χωριό του, για να δουλέψει το καφενείο που είχε φτιάξει ο πατέρας του με τα χρήματα που του έστειλε από την Αμερική και να ζήσει στην Ελευθεριανή. Όμως, το κτίριο είχε υποθήκη από τον πατέρα του και έτσι αποφασίζει να πάει στη Ναύπακτο. Στη Ναύπακτο αγόρασε ένα αμπέλι 12 στρέμματα και έκτισε δύο διώροφα σπίτια. Το ένα σπίτι το έδωσε στον αδελφό του Κώστα με την προϋπόθεση να φροντίσει την αδελφή τους Ζωή, που ήταν ανύπαντρη και το άλλο σπίτι το κράτησε για τον εαυτό του. Το σπίτι αυτό στη συνέχεια το πούλησε και έφτιαξε ένα τριώροφο σπίτι μέσα στην πόλη της Ναυπάκτου.
Ο Σταύρος Θωμόπουλος παντρεύτηκε με την Αλεξάνδρα Σιαμά, αδελφή του φίλου του Δημήτρη Σιαμά. Το ζευγάρι απέκτησε από τον γάμο του οκτώ παιδιά, εκ των οποίων, τα τέσσερα πέθαναν σε μικρή ηλικία. Τα υπόλοιπα παιδιά της οικογένειας είναι η Βασιλική, ο βιογραφούμενος Ευθύμιος (Θύμιος), η Ευγενία (Νία) και η Σταυρούλα.
Κάτω από το τριώροφο σπίτι του στη Ναύπακτο ο Σταύρος Θωμόπουλος έφτιαξε ένα μεγάλο εμπορικό κατάστημα, στο οποίο πουλούσε τα πάντα. Δίπλα στο μαγαζί υπήρχε ένας τεράστιος ιδιόκτητος χώρος, το οποίο μετέτρεψε σε πάρκινγκ για τα ζώα των ανθρώπων που έρχονταν να ψωνίσουν από το μαγαζί του. Ήταν τόσο φιλότιμος και φιλόξενος που πολλούς επισκέπτες του καταστήματος, τους φιλοξενούσε και τους τάιζε κιόλας. Επίσης, το μαγαζί του είχε τμήμα με βιβλία και ο ίδιος εφάρμοσε το σύστημα «δούναι και λαβείν». Δηλαδή, οι πελάτες ψώνιζαν βερεσέ και τον πλήρωναν όποτε είχαν λεφτά. Το σύστημα αυτό χρεοκόπησε το μαγαζί τρεις φορές. Η πρώτη φορά ήταν το 1936, όπου αναγκάστηκε να πουλήσει 6 στρέμματα από τη γη του, για να ορθοποδήσει. Η δεύτερη χρεοκοπία του συνέβη το 1940, μετά τον πόλεμο. Τότε έχασε όλα τα λεφτά που είχε στην Τράπεζα και αυτοί που του χρωστούσαν δεν είχαν χρήματα να τον εξοφλήσουν. Ευτυχώς, το 1945 του έστειλε χρήματα από την Αμερική ο αδελφός της γυναίκας του και έτσι κατάφερε να λειτουργήσει ξανά το μαγαζί του. Το 1956 χάνει για τρίτη φορά την περιουσία του, εξαιτίας μίας θεομηνίας. Τα 16 στρέμματα του περιβολιού του βρίσκονταν δίπλα στον ποταμό Σκα, που υπερχείλισε και τα κατέστρεψε τελείως. Τότε αποφάσισε να ξαναφύγει για την Αμερική, αλλά ο γιος του Θύμιος, που μόλις είχε αποφοιτήσει από την Πάντειο Σχολή, τον απέτρεψε και του ζήτησε να μεταναστεύσει ο ίδιος, πράγμα που έγινε. Από την Αμερική του έστειλε χρήματα, για να ανακαινίσει το τριώροφο σπίτι τους στη Ναύπακτο και να παντρέψει την πρώτη του κόρη, τη Βασιλική. Δύο χρόνια αργότερα, το 1958, ο Σταύρος Θωμόπουλος έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 73 ετών.
Όσοι γνώρισαν τον Σταύρο Θωμόπουλο, μιλούν για έναν φιλάνθρωπο, με πολύ καλή καρδιά, βαθιά φιλοσοφημένο. Για έναν άνθρωπο περήφανο, αξιόλογο, δραστήριο, εφευρετικό, που βρισκόταν πολύ μπροστά από την εποχή του. Ήταν λάτρης του αρχαίου Ελληνικού πνεύματος και πολιτισμού, ενώ έμαθε άριστα την Ελληνική ιστορία, γιατί διάβαζε πάρα πολύ. Υπήρξε άριστος οικογενειάρχης και πατέρας και μεγάλωσε τα παιδιά του με ήθος, αρχές και ηθικές αξίες. Ήταν πολύ αγαπητός σε όλους.
Η μητέρα του βιογραφούμενου, Αλεξάνδρα Σιαμά γεννήθηκε στην Ελευθεριανή Αιτωλοακαρνανίας. Ήταν κόρη του Κώστα και της Βιολέτας Σιαμά και είχε άλλα δύο αδέλφια, τον Δημήτρη και τον Θεόδωρο. Η Αλεξάνδρα ήταν μία γυναίκα καλοσυνάτη, φιλότιμη, φιλόξενη, αλλά και άφταστη νοικοκυρά και μαγείρισσα. Μία αληθινή βασίλισσα στο βασίλειο του σπιτιού της. Άνθρωπος πολύ κοινωνικός και ευχάριστος, που την αγαπούσε όλος ο κόσμος. Σαν μάνα υπήρξε πολύ τρυφερή με τα παιδιά της, τα οποία μεγάλωσε με πολλή αγάπη, στοργή και φροντίδα. Ένοιωθε ιδιαίτερα περήφανη για τον άντρα της, που τον αγαπούσε, τον θαύμαζε και τον καμάρωνε. Έφυγε από τη ζωή πλήρης ημερών σε ηλικία 96 ετών και μέχρι την τελευταία της στιγμή είχε απόλυτη διαύγεια πνεύματος.
Ο βιογραφούμενος, Ευθύμιος (Θύμιος) Θωμόπουλος, γεννήθηκε στις 12 Φεβρουαρίου 1927 στη Ναύπακτο, παραθαλάσσια πόλη της Αιτωλοακαρνανίας στον Κορινθιακό κόλπο. Χτισμένη ανάμεσα στο Αντίριο και στις εκβολές του ποταμού Μόρνου αποτελεί μία από τις αρχαιότερες Ελληνικές πόλεις που γνώρισε περιόδους μεγάλης ακμής και συνδέθηκε με σημαντικά ιστορικά γεγονότα. Αυτό επιβεβαιώνεται από την άρτια οχύρωσή της, η οποία ξεκινά από το λιμάνι, συνεχίζεται με τρία αλλεπάλληλα τείχη και καταλήγει στο κάστρο. Η Ναύπακτος έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός οικισμός. Είναι πόλη με μεγάλη ιστορία. Λέγεται ότι πήρε το όνομά της από τις λέξεις ναυς και πήγνυμι, που σημαίνει «κατασκευάζω πλοίο». Για πρώτη φορά εμφανίζεται το 1104 π.Χ. με τους Δωριείς, οι οποίοι στην κάθοδό τους, χρησιμοποίησαν τη Ναύπακτο για να κατασκευάσουν υποτυπώδη πλοιάρια (σχεδίες για την ακρίβεια), οπότε και το «Ναύπακτος» έμεινε κληρονομιά. Το 1571 έγινε η Ναυμαχία της Ναυπάκτου. Η ναυμαχία αυτή υπήρξε ιστορικό γεγονός, γιατί σε αυτήν αναχαιτίσθηκε η απειλητική για την Ευρώπη Τουρκική ναυτική δύναμη. Με την ονομασία αυτή είναι γνωστή η μεγάλη ναυτική σύγκρουση που διεξήχθη ανάμεσα στον Οθωμανικό στόλο και στις ενωμένες ναυτικές δυνάμεις της Ιερής Συμμαχίας, που συγκροτήθηκε από τους Ισπανούς, τον Πάπα, τη Βενετία και μερικά ιταλικά κρατίδια. Οι ξένοι ιστορικοί χρησιμοποιούν την ονομασία Ναυμαχία του Λεπάντο (Naval Battle of Lepanto), από τη Μεσαιωνική ονομασία της πόλης. Στις 18 Απριλίου 1829, η Ναύπακτος απελευθερώθηκε οριστικά από τους Τούρκους, όταν ο Ανδρέας Μιαούλης απέκλεισε το λιμάνι της πόλης και ανάγκασε τους Τούρκους να παραδώσουν το φρούριο. Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή εγκαταστάθηκαν στη Ναύπακτο 286 πρόσφυγες.
Ο Θύμιος Θωμόπουλος έμαθε τα πρώτα του γράμματα στο 1ο Δημοτικό σχολείο Ναυπάκτου και ήταν πανέξυπνο παιδί και μαθητής. Αποφοίτησε από το οκτατάξιο Γυμνάσιο Ναυπάκτου αριστεύοντας στα Μαθηματικά. Αν και ήθελε διακαώς να σπουδάσει στο Πολυτεχνείο, τελικά αποφάσισε για οικονομικούς λόγους να φοιτήσει στην Πάντειο Σχολή, επειδή εκεί δεν υπήρχαν υποχρεωτικές παρουσίες και μπορούσε να την παρακολουθήσει από τη Ναύπακτο. Την ίδια περίοδο πολιτικοποιήθηκε και εντάχθηκε στη Νεολαία του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, με τον οποίο είχε πολλές προσωπικές επαφές ως αντιπρόσωπος του Νομού Αιτωλοακαρνανίας. Ο Παναγιώτης Kανελλόπουλος ήταν πολιτικός, κοινωνιολόγος, ιστορικός, φιλόσοφος, καθηγητής πανεπιστημίου και ακαδημαϊκός. Διετέλεσε δύο φορές Πρωθυπουργός της Ελλάδος, το 1945 και το 1967.
Το 1956 ο Θύμιος Θωμόπουλος αποφασίζει να μεταναστεύσει στην Αμερική, για να βοηθήσει τον πατέρα του να ορθοποδήσει οικονομικά. Όταν έφτασε στην Αμερική, αρχικά, έμεινε στον θείο του Χρήστο Κορομούση και στη συνέχεια πήγε στην Αριζόνα, όπου φιλοξενήθηκε για τρεις μήνες στο σπίτι του θείου του Κώστα Θωμόπουλο. Αμέσως μετά μεταβαίνει στη Νέα Υόρκη και συναντά ένα Έλληνα από την Ήπειρο που ήταν Αντιπρόεδρος στο Local Six, έναν όμιλο ξενοδοχειακών επιχειρήσεων με 36.000 μέλη. Εκεί πέρασε από μία πεντάμηνη εκπαίδευση σε πέντε διαφορετικά ξενοδοχεία, αντί για μία πενταετή εκπαίδευση που ήταν το κανονικό. Το πρώτο ξενοδοχείο που εργάστηκε ήταν το Hotel Ambassador, ιδιοκτησίας ενός Ρώσου Πρίγκιπα, και στον πρώτο χρόνο που δούλεψε, έστειλε στον πατέρα του 14.500 δολάρια. Το 1960 έφυγε από το Hotel Ambassador και αποφασίζει να δημιουργήσει τις δικές του επιχειρήσεις. Το πρώτο του εγχείρημα ήταν η λειτουργία ενός μικρού καφέ στο Μανχάταν, έχοντας κατά νου να δημιουργήσει μία αλυσίδα μικρών εστιατορίων αναλαμβάνοντας ο ίδιος τις προμήθειες. Μέσα σε έξι μήνες κατάλαβε ότι ήταν λάθος το σχέδιο που είχε αρχίσει να υλοποιεί, γιατί θα χαράμιζε τη ζωή του, χωρίς να εκπληρώσει τα αληθινά του όνειρα. Έτσι αποφάσισε να πουλήσει το καφέ και πήγε, για να εργαστεί στο Hotel Waldorf Astoria. Στο ξενοδοχείο αυτό εργαζόταν ως μετρ ένας φίλος του από το ξενοδοχείο Ambassador και ο ίδιος προσλήφθηκε, ως ένας εκ των υπευθύνων του σέρβις. Στο συγκεκριμένο ξενοδοχείο εργάστηκε 48 ολόκληρα χρόνια. Η δουλειά του ήταν ευχάριστη, υπεύθυνη και με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον. Του παρείχε τη δυνατότητα να περνάει και αρκετό χρόνο με την οικογένειά του.
Το 1970 ο Θύμιος Θωμόπουλος γνώρισε στις καλοκαιρινές διακοπές του στην Ελλάδα τη μετέπειτα σύντροφο της ζωής του Αικατερίνη Παναγιωτοπούλου γεννημένη στο Κοκκινοχώρι, έναν μικρό ημιορεινό οικισμό της ορεινής Ναυπακτίας στην Αιτωλοακαρνανία. Το χωριό είναι κτισμένο στις νότιες πλαγιές του βουνού Μακριά Ράχη σε υψόμετρο 150 μ. Μαζί με τα χωριά Χρύσοβο και Λιμνίστα, το Κοκκινοχώρι είναι γνωστό στη δημοτική παράδοση ως ένα από τα «Λεβεντοχώρια». Στα αξιοθέατα της περιοχής είναι ο παλιός ενοριακός ναός Άγιος Γεώργιος και το μοναστήρι της Θεοτόκου που άκμασε τον 17ο αιώνα.
Η Αικατερίνη Παναγιωτοπούλου μεγάλωσε στη Ναύπακτο και εργαζόταν υπάλληλος στο Ταχυδρομείο Ναυπάκτου. Το ζευγάρι παντρεύτηκε το 1971 και μετά τον γάμο τους έφυγαν στην Αμερική. Το 1972 επέστρεψαν στην Ελλάδα, για να γεννηθεί το πρώτο παιδί τους, η Αλεξάνδρα, και έναν χρόνο μετά, το 1973 επέστρεψαν ξανά στην πατρίδα, για να γεννηθεί και το δεύτερο παιδί τους, ο Σταύρος. Η γέννηση των παιδιών τους στην Ελλάδα ήταν επιθυμία και απαίτηση του βιογραφούμενου, ώστε να πάρουν και τα δύο παιδιά την Ελληνική ιθαγένεια.
Η Αλεξάνδρα Θωμοπούλου σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες και Ιστορία στο New York University και αμέσως μετά εργάστηκε, αρχικά, στο τηλεοπτικό κανάλι CBS και στη συνέχεια στο ABC για δέκα χρόνια. Μετά τον γάμο της με τον Νικόλαο Κολόμπο αφιερώθηκε στην οικογένειά της. Ο Νικόλαος Κολόμπος εργάζεται στον κτηματομεσιτικό τομέα (Real Estate). Το ζευγάρι απέκτησε από τον γάμο του τρία παιδιά, δύο αγόρια και ένα κορίτσι. Τον Μιχάλη (15 ετών), τον Θύμιο (13 ετών) και την Αμαλία (8 ετών). Εδώ να σημειώσουμε ότι ο Θύμιος Junior έπαιξε στο παιδικό σίριαλ With Academy του Nickel Odeon, το οποίο παίχτηκε και στην Ελλάδα.
Ο Σταύρος Θωμόπουλος αποφοίτησε από το Hunter High School και σπούδασε Biomedical Engineer στο Columbia University, απ’ όπου έλαβε δίπλωμα Master και ολοκλήρωσε τη διδακτορική διατριβή του. Εργάστηκε για επτά χρόνια στο Washington University of St. Louis και τα τελευταία δύο χρόνια είναι Καθηγητής στο Columbia University και Υπεύθυνος στο Research Program Biomedical του ίδιου Πανεπιστημίου. Είναι παντρεμένος με την Kelly και έχουν αποκτήσει δύο κόρες. Τη Σοφία και τη Θάλεια. Η Σοφία Θωμοπούλου (10 ετών) είναι μπαλαρίνα και μαθαίνει κλασικό χορό στο New York Ballet School. Χορεύει στο Nat Cracker, στο Lincoln Center, στο Μανχάταν. Η Θάλεια Θωμοπούλου (8 ετών) είναι αθλήτρια στίβου.
Το 1964 ο Θύμιος Θωμόπουλος σκέφτηκε να εκδώσει μία Ελληνική εφημερίδα αποκλειστικά για τους Ρουμελιώτες μετανάστες στην Αμερική, που τότε ήταν περισσότεροι από 200.000 άτομα. Η εφημερίδα ονομάστηκε Roumeli Press και ήταν μηνιαία. Ο φίλος του Παναγιώτης Κανελλόπουλος, αλλά και άλλοι φίλοι του, όπως ο Κώστας Τρικούπης τον βοήθησαν να πάρει ορισμένες επιχορηγήσεις και έτσι επιβίωσε η εφημερίδα για τριάντα (30) ολόκληρα χρόνια. Ήταν μία εφημερίδα που αγαπήθηκε στην Αμερική, στον Καναδά, αλλά και στην Ελλάδα, που είχε συνδρομητές. Η μεγαλύτερη επιτυχία της εφημερίδας ήταν ότι κατόρθωσε σε συνεργασία με τη Μητρόπολη Ναυπάκτου να πάρουν πίσω τα λιβάδια τους οι Ελευθεριανοί από το Μοναστήρι της Παναγίας της Αμπελακιώτισσας, με την έγκριση της Ιεράς Συνόδου.
Ο Θύμιος Θωμόπουλος διετέλεσε Πρόεδρος του Συλλόγου Ναυπακτιακής Αδελφότητας και Αντιπρόεδρος στην Ομοσπονδία Ελληνικών Σωματείων. Επίσης, την περίοδο που εργάστηκε στον χώρο των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων ασχολήθηκε με τον συνδικαλισμό και υπήρξε εκπρόσωπος των εργαζομένων για τριάντα χρόνια. Επίσης, διετέλεσε επί σειρά ετών Γενικός Γραμματέας του Συλλόγου Ελευθεριωτών Νέας Υόρκης, τον οποίο επανίδρυσε. Εδώ να σημειώσουμε ότι στον παλιό Σύλλογο ήταν ιδρυτικό μέλος ο πατέρας του, Σταύρος Θωμόπουλος, από το 1900.
Όταν έγινε το 1960 ο καταστροφικός σεισμός στη Ναύπακτο και η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής έπαθε ανυπολόγιστες ζημιές, ο Δεσπότης της Ναυπάκτου με τον παπά της εκκλησίας ζήτησαν από τον Θύμιο Θωμόπουλο να βοηθήσει στον έρανο για την ανακαίνιση του Ναού. Τότε ο Θύμιος έφερε τον παπά Δημήτρη, με έξοδα της εφημερίδας στη Νέα Υόρκη και με την κινητοποίηση που έκανε, κατάφερε να συγκεντρωθούν 18.000 δολάρια, τα οποία δόθηκαν για την ανακαίνιση του Ναού. Μέχρι σήμερα ο ίδιος έχει βοηθήσει επανειλημμένως τον τόπο του και δικαίως θεωρείται ένας από τους ευεργέτες της Ναυπάκτου. Κάποια στιγμή προσέφερε 4.500 δολάρια και αγοράστηκε το πρώτο απορριμματοφόρο αυτοκίνητο της Ναυπάκτου.
Ο Θύμιος Θωμόπουλος αφιερώνει τον ελεύθερο χρόνο του στα εγγόνια του και στους τρεις στόχους, που έχει θέσει σε προτεραιότητα στη ζωή του. Πρώτος στόχος του να συγκεντρώσει ό,τι έχει μείνει από την εφημερίδα του και να δημιουργήσει τρεις τόμους από τα σκόρπια φύλλα της Roumeli Press. Ο δεύτερος στόχος του είναι να ταξιδέψει και ο τρίτος να γράψει ένα βιβλίο για τον πατέρα του με τίτλο «Σταύρος Θωμόπουλος, το γένος Παναγιωτόπουλου, αρχή και τέλος». Και τούτο γιατί ο πατέρας του δεν πήγε καθόλου σχολείο, ήταν αυτοδίδακτος, αλλά άνοιξε τον δρόμο για να είναι σήμερα το εγγόνι του Καθηγητής στο Columbia University. Όπως αναφέρει ο βιογραφούμενος, «η μεγάλη αγάπη μου είναι η Ελλάδα και ο διακαής πόθος μου να επιστρέψω στις ρίζες μου».