Ο Θεοφάνης Γεντέκος του Νικόλαου και της Μαρίας, γεννήθηκε στις 14 Απριλίου 1939 στο Λεοντάρι Αρκαδίας. Απόφοιτος της Σχολής Ασυρματιστών, εργάσθηκε ως ναυτικός έως το 1976, οπότε αποφάσισε να δραστηριοποιηθεί επαγγελματικά στον τομέα του εμπορίου. Το 1977 προέβη στην ίδρυση ατομικής επιχείρησης με αντικείμενο την εισαγωγή και εμπορία ειδών δώρου. Η ανοδική πορεία της επιχείρησης είχε σαν αποτέλεσμα τη σύσταση ετερόρρυθμης εταιρείας το 1984 και τη μετατροπή της σε ανώνυμη, με την επωνυμία ΓΕΝΤΕΚΟΣ Θ. Α.Ε. το 2000. Η ΓΕΝΤΕΚΟΣ Θ. Α.Ε., η οποία εδρεύει σε ιδιόκτητες εγκαταστάσεις στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη και διατηρεί υποκατάστημα στο Ν. Φάληρο, δραστηριοποιείται στην εμπορία ειδών δώρου, φωτιστικών, επίπλων και χαλιών, τα οποία εισάγει από την Κίνα, την Ινδονησία, την Ταϊλάνδη, τη Μαλαισία, την Ευρώπη κλπ.
Ο παππούς του βιογραφούμενου, Δημήτριος Γεντέκος, γεννήθηκε το 1850 στο Λύκαιο Μεγαλόπολης του νομού Αρκαδίας. Δικαστικός κλητήρας στο επάγγελμα, διορίστηκε και υπηρέτησε στο Λεοντάρι Αρκαδίας, όπου διατηρούσε παράλληλα κρεοπωλείο. Με τη σύζυγό του, Μαρία, απέκτησαν εφτά παιδιά, μεταξύ των οποίων τον Νικόλαο, πατέρα του βιογραφούμενου. Ο Δημήτριος απεβίωσε το 1908 στο Λεοντάρι.
Ο πατέρας του, Νικόλαος Γεντέκος, γεννήθηκε το 1884 στο Λεοντάρι, όπου ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές, φοιτώντας στο σχολαρχείο. Αναζητώντας καλύτερες προοπτικές διαβίωσης, μετανάστευσε σε ηλικία είκοσι ετών στην Αμερική, όπου εργάστηκε ως σερβιτόρος σε διάφορα εστιατόρια. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, δέκα χρόνια αργότερα, έλαβε μέρος στον πόλεμο της Μικράς Ασίας. Έχοντας βιώσει την ήττα των ελληνικών στρατευμάτων και τα αιματηρά γεγονότα της Μικρασιατικής καταστροφής, επιστρέφοντας από το Εσκί Σεχίρ στην Ελλάδα, ενσωματώθηκε με τα στρατεύματα του Πλαστήρα στη Θράκη. Στη συνέχεια επέστρεψε στο Λεοντάρι, όπου εγκαταστάθηκε μόνιμα πλέον, καθώς είχαν κλείσει τα σύνορα και δεν κατόρθωσε να μεταβεί στην Αμερική, όπως επιθυμούσε.
Παντρεύτηκε τη Μαρία Τσόκρη, από το Καμποχώρι Αρκαδίας, με την οποία απέκτησαν εφτά παιδιά, μεταξύ των οποίων τον βιογραφούμενο Θεοφάνη. Ασχολήθηκε με αγροτικές εργασίες, ενώ παράλληλα διατηρούσε καφενείο στο σιδηροδρομικό σταθμό του χωριού με την επωνυμία «Έλληνας» -παρωνύμιο το οποίο είχε αποκτήσει κατά της διάρκειας της παραμονής του στην Αμερική.
Η οικογένεια δε στερήθηκε τα αναγκαία προς το ζην κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και της Κατοχής, λόγω της καλλιέργειας των κτημάτων της. Παρά το γεγονός, όμως, πως ο Νικόλαος κράτησε ουδέτερη στάση έναντι της Εθνικής Αντίστασης, η οικογένεια διώχθηκε από τις γερμανικές κατοχικές αρχές και κατέφυγε στο γειτονικό χωριό Καρούμπαλη -το σημερινό Ανθοχώρι- Μεγαλόπολης. Ο δε Νικόλαος, συνελήφθη από τους αντάρτες και φυλακίστηκε στην Τρίπολη. Γλιτώνοντας την εκτέλεση, χάρη στην παρέμβαση ενός συγγενικού του προσώπου, ο οποίος συμμετείχε ενεργά στην αντίσταση, απελευθερώθηκε από τους Άγγλους και επέστρεψε με τα πόδια στο Λεοντάρι. Κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου η οικογένεια χωρίστηκε, ενώ ο ίδιος παρέμεινε στη γενέτειρά του, επαναδραστηριοποιούμενος στην καλλιέργεια των κτημάτων και τη διατήρηση του καφενείου του. Ο Νικόλαος απεβίωσε στην Αθήνα σε ηλικία ενενήντα δύο ετών.