Μενού Κλείσιμο

Σύρμος Ανδρέας

O Ανδρέας Σύρμος γεννήθηκε στον Πειραιά το 1931 και αποφοίτησε από τη Σχολή Μηχανικών «ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ». Είναι ο ιδρυτής της Βιομηχανίας Πλαστικών με την επωνυμία «ΣΥΡΜΟΣ-ΛΕΒΑΝΤΗΣ Α.Β.Ε.Ε.-ROTOSAL», η οποία είναι η πρώτη εταιρεία πλαστικών που παρήγαγε αντικείμενα μεγάλου όγκου με τη μέθοδο ROTATIONAL MOULDING. Με τη σύζυγό του Πετρούλα Μπογδάνου απέκτησαν δύο παιδιά. Απεβίωσε στις 14 Ιουνίου 2021, πλήρης ημερών.

 

Ο παππούς του βιογραφούμενου, από την πλευρά του πατέρα του, ονομαζόταν Νικόλαος Σύρμος. Γεννήθηκε και έζησε όλη τη ζωή του στον Μπουτζά της Σμύρνης. Ο Μπουτζάς (Buca στα τουρκικά), που βρίσκεται στην παρυφή της τελευταίας νότιας άκρης της οροσειράς του Νυφ Νταγκ, απέχει 9 χλμ. από τη Σμύρνη. Δεν διαθέτουμε στοιχεία για τις απαρχές του οικισμού του Μπουτζά. Ξέρουμε μόνο ότι κατά τη Βυζαντινή περίοδο ήταν μία κατοικημένη τοποθεσία με αγροτικά σπίτια και αναφέρεται ως η «τοποθεσία της Κόγχης». Κατά την τουρκική κατάκτηση και ως το 1770 ήταν ένα χωριό με λίγα σπίτια και αγροικίες. Η πρώτη φάση της ανάπτυξης του Μπουτζά άρχισε μετά τα Ορλωφικά του 1770. Είχαν εγκατασταθεί τότε πολλές οικογένειες προσφύγων από την Πελοπόννησο. Ακολούθησαν και νησιώτες, κυρίως Χιώτες, αλλά και Κυθήριοι και Ανδριώτες. Η δεύτερη φάση ανάπτυξης σημειώθηκε μετά το 1861, όταν εγκαινιάστηκε η σιδηροδρομική γραμμή Σμύρνης-Αϊδινίου, με στάση στον Μπουτζά. Τότε εγκαθίστανται και οι πρώτοι Ευρωπαίοι από τη Σμύρνη σε εξοχικά σπίτια. Κατά τον 19ο αιώνα ο Μπουτζάς γέμισε με κομψές κατοικίες και βίλες και απέκτησε επιπλέον ένα θέατρο. Στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα αναπτύχθηκε σταδιακά και έγινε ένα σημαντικό προάστιο της Σμύρνης, δηλαδή τόπος μόνιμης κατοικίας, πράγμα που ήταν εφικτό χάρη και στα υπάρχοντα μέσα μεταφοράς. Οι κάτοικοι της Σμύρνης, που ως τότε έρχονταν στον Μπουτζά μόνο για διακοπές, άρχισαν να εγκαθίστανται μόνιμα. Η μεταμόρφωσή του σε προάστιο στη διάρκεια του 19ου αιώνα δεν εμπόδισε την καλλιέργεια στον κάμπο του. Στον 18ο και 19ο αιώνα καλλιεργούσαν αμπέλια από διάφορες ποικιλίες, συκιές, ελιές και από οπωροφόρα δένδρα μόνο αμυγδαλιές. Από το 1880 άρχισε και η συστηματική καλλιέργεια καπνού στην μεγάλη κοιλάδα του Μπουτζά. Για τον πληθυσμό του Μπουτζά έχουμε ελάχιστες πληροφορίες και αυτές μόνο για το τέλος του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ού. Οι περισσότεροι κάτοικοι ήταν Έλληνες ορθόδοξοι τόσο το 19ο, όσο και τον 20ό αιώνα. Στις αρχές του 20ού αιώνα, υπήρχαν τρεις ελληνικές ορθόδοξες εκκλησίες, μία καθολική και μία προτεσταντική. Ο Μπουτζάς διέθετε δύο κοινοτικά ελληνικά σχολεία (ένα αρρεναγωγείο και ένα παρθεναγωγείο), διάφορα ιδιωτικά ελληνικά σχολεία, δύο ιδιωτικά αγγλικά σχολεία, ένα σχολείο των καθολικών καλογραιών και τέλος ένα σχολείο των καπουτσίνων μοναχών. Στις αρχές του 20ού αιώνα, η πλειονότητα των κατοίκων του Μπουτζά ήταν Σμυρναίοι πλούσιοι ή, σε κάθε περίπτωση, οικονομικώς εύρωστοι, που έμεναν σε πολύ κομψά σπίτια. Στη διάρκεια του 19ου αιώνα, καθώς όλο και περισσότεροι πλούσιοι κάτοικοι της Σμύρνης εγκαθίστανται στον Μπουτζά, τα μεσαία και κατώτερα στρώματα του οθωμανικού και ευρωπαϊκού πληθυσμού τον εγκατέλειπαν σταδιακά. Τα μόνα στοιχεία που διαθέτουμε για την ύπαρξη μιας ελληνικής κοινότητας στον Μπουτζά προέρχονται από τις προφορικές μαρτυρίες Μικρασιατών προσφύγων. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες αυτές, ο Μπουτζάς διέθετε ελληνική κοινότητα. Επικεφαλής της ήταν ο μουχτάρης ή κοτζαμπάσης, που ήταν επιλεγμένος ανάμεσα στους δημογέροντες. Για την ονομασία Μπουτζάς πολλά έχουν ειπωθεί. Κείμενα του 13ου αι., όταν οι αυτοκράτορες της Νικαίας Ιωάννης Βατάτζης και Θεόδωρος Λάσκαρις έδρευαν στο Νύμφαιο και στη Σμύρνη, αναφέρουν συχνά την τοποθεσία της Κόγχης, που βρισκόταν κοντά στη Σμύρνη και τη βασιλική οδό. Η Κόγχη μετά την τουρκική κατάκτηση, τον 15ο αι., μεταφράστηκε ακριβώς σε Μπουτζάκ (τουρκ. Bucak: γωνιά, κόχη), πράγμα που συνέβη συχνότατα στη Μικρασία, στην Αρμενία και στα Βαλκάνια με τα προϋπάρχοντα των Τούρκων ελληνικά και άλλα τοπωνύμια. Έτσι, από το Μπουτζάκ προήλθε το σημερινό όνομα Μπουτζάς (τουρκ. Buca), που μαρτυρείται γραπτώς τουλάχιστον από τον 17ο αι., με διάφορες παραφθορές. Πολλοί περιηγητές αναφέρονται με κολακευτικά λόγια στην ομορφιά του τόπου, στην κοινωνικότητα και τη φιλοξενία των Ελλήνων κατοίκων, στην ωραιότητα των κοριτσιών τους και στα άνετα σπίτια. Ο Μπουτζάς υπαγόταν εκκλησιαστικά στην Μητρόπολη Σμύρνης και είχε τρεις ορθόδοξες εκκλησίες, του Άη-Γιάννη του Απάνω, του Άη-Γιάννη του Κάτω και της Βαγγελίστρας. Ο Μπουτζάς καταστράφηκε ολοκληρωτικά το 1922. Στις 31 Αυγούστου, μπήκαν οι πρώτοι Τούρκοι Τσέτες. Στις φρικτές μέρες που ακολούθησαν, έγιναν σφαγές, λεηλασίες, διαρπαγές και κάθε είδους αγριότητες εις βάρος όλων των Χριστιανών Μπουτζαλήδων κι όχι μόνο των Ελλήνων. Εκατοντάδες άνδρες σύρθηκαν αιχμάλωτοι στα βάθη της Ανατολής και χάθηκαν με τρόπο βασανιστικό. Χιλιάδες πανικόβλητοι κάτοικοι κατέβηκαν στη Σμύρνη, που τη θεωρούσαν ασφαλή. Στο τέλος του Σεπτέμβρη του ’22, δεν είχε απομείνει πια Ρωμιός στον Μπουτζά, εκτός ελαχίστων με ξένη υπηκοότητα. Μετά την Καταστροφή και την έξοδο των Ρωμιών, ο Μπουτζάς παράκμασε για δεκαετίες ολόκληρες. Εγκαταστάθηκαν εκεί κυρίως Τούρκοι νεόπλουτοι και καθεστωτικοί (πήραν τα καλύτερα σπίτια), αλλά και Μουσουλμάνοι πρόσφυγες από τη Μακεδονία, τη Βουλγαρία, τη Βοσνία, το Κόσοβο και την Κρήτη, ενώ οι Έλληνες Μπουτζαλήδες διασκορπίστηκαν στην Ελλάδα. Οι Λεβαντίνοι τον εγκατέλειψαν σταδιακά, οι βίλες ερειπώθηκαν κι έχασε την παλιά του αίγλη. Ελάχιστοι Καθολικοί μένουν σήμερα εκεί. Εξακολουθεί, όμως, να θεωρείται καλό προάστιο της Σμύρνης και μετά το 1965 άρχισε να ανοικοδομείται, να αυξάνει θεαματικά σε πληθυσμό, να αλλοιώνεται συστηματικά. Οι ονομαστοί αμπελώνες, τα «πρεβόγια» κι οι ελαιώνες αντικαταστάθηκαν με τερατώδεις πολυκατοικίες, γιγαντιαία πολυκαταστήματα και εμπορικές εγκαταστάσεις. Το φυσικό κάλλος κι η ημεράδα του τόπου έδωσαν τη θέση τους στα τσιμέντα, στη γενική ασχήμια και στη ρύπανση ανθρώπων και μηχανών. Σώζονται ακόμη αρκετές βίλες κι αρχοντικά μέσα σε ωραίους κήπους, που χρησιμοποιούνται από το τουρκικό κράτος ή από ιδιώτες ως σχολεία κάθε είδους, τράπεζες, δημαρχείο, πνευματικά κέντρα, νοσοκομεία ή πολυ-ιατρεία κλπ. Επίσης διατηρούνται πάμπολλα αστικού τύπου ρωμαίικα σπίτια, ισόγεια ή διώροφα, πολύ χαρακτηριστικά της Σμύρνης, έργα κυρίως των Μπουτζαλήδων αρχιτεκτόνων Βαφειάδη και Κίκιρα. Τα τελευταία χρόνια αναπαλαιώνονται συστηματικά και μελετώνται επιστημονικά εκατοντάδες κτίσματα του παλιού Μπουτζά. Όμως, ο Μπουτζάς του παλιού καλού καιρού, ο ρωμαίικος Μπουτζάς, σώζεται πια μόνο στην καρδιά και στο μυαλό και ζει μέσα από τα βιβλία και τις αναμνήσεις των Μπουτζαλήδων όπου γης.

Ο Νικόλαος Σύρμος είχε έναν αδελφό, τον Ανδρέα. Από τον γάμο του ο Νικόλαος Σύρμος απέκτησε δέκα παιδιά: τον πρωτότοκο Δημήτρη, πατέρα του βιογραφούμενου, τον Κώστα, τον Σταύρο, τον Βασίλη και δύο ακόμη αγόρια που έμειναν πίσω και σκοτώθηκαν με την Καταστροφή (1922), την Ευαγγελία, τη Βασιλεία, την Αγλαΐα και την Κυριακούλα.

Ο πατέρας του βιογραφούμενου, Δημήτρης Σύρμος, γεννήθηκε το 1880 στον Μπουτζά της Σμύρνης. Ήταν ζωέμπορος και παρότι δεν είχε μόρφωση, μπορούσε «με το μάτι» να μετρήσει τις οκάδες, να αξιολογήσει την ποιότητα των γελαδιών και να βγάλει τον λογαριασμό. Ήταν άνθρωπος που έπαιρνε επιχειρηματικά ρίσκα και συνεργαζόταν με τρίτους ανθρώπους στο εμπόριο. Στάθηκε τυχερός με τις επιχειρήσεις του και κατάφερε να δημιουργήσει μία αξιόλογη περιουσία.

Στα τέλη του 1919, ο Δημήτρης Σύρμος παντρεύτηκε την Άννα Σαμοθράκη (επώνυμο που προέρχεται από το σχετικό τοπωνύμιο), με καταγωγή από τη Σαμοθράκη. Η Σαμοθράκη είναι νησί του Θρακικού Πελάγους. Βρίσκεται στο ΒΑ τμήμα του Αιγαίου μεταξύ των νησιών Λήμνος, Ίμβρος και Θάσος, και απέχει 24 ναυτικά μίλια από την Αλεξανδρούπολη. Η υψηλότερη κορυφή του νησιού έχει υψόμετρο 1.611 μ. Με αυτό το ύψος, η Σαμοθράκη είναι το ψηλότερο ελληνικό νησί στο Αιγαίο -με την εξαίρεση των δύο μεγαλονήσων, της Κρήτης και της Εύβοιας. Το όνομα του βουνού είναι Σάος, αλλά οι ντόπιοι το ονομάζουν «Φεγγάρι» (όπως και την υψηλότερη κορυφή του), καθώς είναι «τόσο ψηλό που κρύβει το φεγγάρι». Εξάλλου, το όνομα του νησιού σημαίνει «ψηλή Θράκη» -από το αρχαιοελληνικό σάμος = υψηλή. Η Σαμοθράκη αποτελεί τον ομώνυμο δήμο και υπάγεται διοικητικά στην Περιφερειακή Ενότητα Έβρου. Η οικονομία της Σαμοθράκης βασίζεται επί το πλείστον στον τουρισμό και την αλιεία. Η Σαμοθράκη είναι παγκοσμίως γνωστή λόγω του διάσημου αρχαιοελληνικού αγάλματος της Νίκης, το οποίο βρέθηκε το 1863 στο νησί. Το άγαλμα, ύψους 2,75 μ., εκτίθεται στο Μουσείο του Λούβρου, στο Παρίσι. Επιπλέον, στην αρχαιότητα, στο νησί λάμβαναν χώρα τα Καβείρια Μυστήρια, αποκρυφιστικές τελετές που το περιεχόμενό τους δεν έχει διαλευκανθεί απόλυτα μέχρι σήμερα. Η ιδιαιτερότητα του νησιού οφείλεται στην άγρια παρθένα φύση με τα απότομα βουνά, την πλούσια χλωρίδα και πανίδα, τα δάση με πλατάνια, πεύκα, καστανιές, κέδρους και άλλα δέντρα, τις πηγές, τους καταρράκτες, τις μικρές λίμνες κατά μήκος των ρεμάτων στις πλαγιές του βουνού -οι ντόπιοι τις ονομάζουν «βάθρες»- και τις παραλίες. Τα πλατανοδάση κατεβαίνουν ως τις παραλίες της Σαμοθράκης και σχεδόν φτάνουν στην θάλασσα. Η θαλάσσια περιοχή γύρω από τη Σαμοθράκη είναι μια από τις πλουσιότερες σε ολόκληρη τη Μεσόγειο, όσον αφορά στη θαλάσσια και υποβρύχια ζωή που φιλοξενεί. Παρά τις φυσικές ομορφιές και το αρχαιολογικό ενδιαφέρον από όλες τις ιστορικές περιόδους, η τουριστική βιομηχανία στη Σαμοθράκη δεν είναι τόσο ανεπτυγμένη, σε σύγκριση με άλλα ελληνικά νησιά. Αυτό, όμως, το γεγονός αποτελεί ίσως βασική αιτία που το νησί παραμένει παρθένο και διατηρεί το φυσικό του περιβάλλον απρόσβλητο από την αλόγιστη ανάπτυξη που χαρακτηρίζει άλλες περιοχές -και ιδίως νησιά- της Ελλάδας. Η Σαμοθράκη είχε μεγάλο θρησκευτικό ενδιαφέρον λόγω των Καβειρίων Μυστηρίων. Τα μυστήρια τελούνταν στο χώρο του «Ιερού των Μεγάλων Θεών», που αποτελεί τώρα τον σημαντικότερο αρχαιολογικό τόπο στο νησί. Λέγεται πως στα Καβείρια Μυστήρια συναντήθηκαν για πρώτη φορά οι γονείς του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο Φίλιππος Β’ και η Ολυμπιάδα και πως στο νησί πραγματοποιήθηκε η σύλληψη του μεγάλου στρατηλάτη. Στα Καβείρια Μυστήρια μπορούσαν να πάρουν μέρος ελεύθεροι πολίτες αλλά και δούλοι -σε αντίθεση με τα Ελευσίνια Μυστήρια, όπου απαγορευόταν η συμμετοχή των δούλων. Η Σαμοθράκη κατοικήθηκε για πρώτη φορά από τους Πελασγούς και αργότερα από τους Θράκες. Η αρχαία πόλη, η Παλαιόπολη, βρίσκεται στα βόρεια του νησιού, ενώ παραμένουν τα επιβλητικά αρχαία τείχη της, χτισμένα σε Κυκλώπειο ύφος. Στα τέλη του 8ου αιώνα π.Χ., το νησί αποικίσθηκε από Έλληνες της Σάμου. Καταλήφθηκε από τους Πέρσες το 508 π.Χ., αλλά αργότερα βρέθηκε κάτω από τον έλεγχο της Αθήνας. Στη συνέχεια και μέχρι το 168 π.Χ., βρισκόταν κάτω από μακεδονική κυριαρχία. Μετά τη Μάχη της Πύδνας, η Σαμοθράκη απέκτησε ανεξαρτησία, αλλά το 70 μ.Χ. ο αυτοκράτορας Βεσπασιανός την ενέταξε στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Στο νησί εξορίστηκε, κατά τη διάρκεια της εικονομαχίας, και πέθανε ο χρονογράφος και Άγιος της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Θεοφάνης ο ομολογητής (760-817μ.Χ.). Οι Βυζαντινοί ήταν οι επόμενοι κυρίαρχοι του νησιού μέχρι το 1204, αργότερα ήρθαν οι Ενετοί και μετά η Γενουάτικη οικογένεια των Γκατιλούζι το 1355. Τα Γενουάτικα οχυρά παραμένουν, μάλιστα ο «Πύργος των Γκατιλούζι» αποτελεί ένα ακόμη πολύ σημαντικό μνημείο. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία κατέκτησε τη Σαμοθράκη το 1457 και όταν ο κάτοικοι του νησιού επαναστάτησαν, οι Τούρκοι σκότωσαν το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού πληθυσμού (Ολοκαύτωμα της Σαμοθράκης). Το νησί απελευθερώθηκε οριστικά μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους το 1913 -αν και πέρασε ένα μικρό διάστημα υπό βουλγαρική κατοχή κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Το σπίτι που έζησε η οικογένεια Σύρμου στον Μπουτζά βρισκόταν στον απάνω μαχαλά, τη συνοικία όπου έμεναν οι εύποροι Έλληνες της περιοχής. Το 1922, με τον ξεριζωμό των Ελλήνων από τις πατρογονικές εστίες τους, η οικογένεια Σύρμου αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τα πάτρια εδάφη και να διαμοιραστεί σε διάφορα μέρη της Ελλάδας. Έτσι, ο Σταύρος Σύρμος πήγε στην Πάτρα, ο Βασίλης και ο Κώστας Σύρμος έμειναν στην Αθήνα, η Βασιλεία με τον σύζυγό της πήγαν στο Αίγιο, η Ευαγγελία έμεινε στην Κηφισιά, η Αγλαΐα στο Γαλάτσι και η Κυριακούλα στον Πειραιά.

Ο Δημήτρης και η Άννα Σύρμου έφτασαν στον Πειραιά. Εκεί γεννιέται το πρώτο παιδί τους, ο Νικόλαος, το 1922. Ο πατέρας του βιογραφούμενου στη νέα πατρίδα ασχολήθηκε με το εμπόριο, πουλώντας κοτόπουλα και αυγά. Ο ίδιος έλεγε ότι «ο άνθρωπος που δεν μπορεί να βγάλει λεφτά είναι άχρηστος» και «αν δεν θέλεις να χάσεις…άφησέ τον να σου φάει λίγα». Η φιλοσοφία αυτή, παρότι είχε χάσει μία ολόκληρη περιουσία, τον βοήθησε να ξεκινήσει από την αρχή τη ζωή του με όνειρα και ελπίδα. Έτσι, άρχισε να ασχολείται με το ζωεμπόριο, εργασία που γνώριζε καλά, στην Ακτή Βασιλειάδη. Έφτασε, μάλιστα, στο σημείο να κάνει εισαγωγές ζώων από τη Σερβία. Το 1937, λίγο πριν ξεκινήσει ο ελληνοϊταλικός πόλεμος, ο Δημήτρης Σύρμος φτιάχνει δικό του βουστάσιο, το οποίο κατάφερε να διατηρήσει ανελλιπώς μέχρι το 1956. Εν τω μεταξύ με τη γυναίκα του Άννα απέκτησαν ακόμη δύο παιδιά, τη Στέλλα το 1927 και τον βιογραφούμενο Ανδρέα το 1931.

Ο πατέρας του βιογραφούμενου, Δημήτρης Σύρμος, έφυγε από τη ζωή το 1957.

Ο παππούς του βιογραφούμενου, από την πλευρά της μητέρας του, ονομαζόταν Ιωάννης Σαμοθράκης. Παντρεύτηκε τη Θεοδώρα, η οποία είχε δύο μεγαλύτερα αδέλφια, τον Δημήτριο και τον Πέτρο. Τα αδέλφια της επιστρατεύτηκαν από τους Τούρκους για να πολεμήσουν και από τότε χάθηκαν τα ίχνη τους για πάντα.

Ο Ιωάννης και η Θεοδώρα Σαμοθράκη ήρθαν πρόσφυγες στον Πειραιά μετά την Καταστροφή του 1922. Ο Ιωάννης συνέχισε στη νέα πατρίδα να εργάζεται ως χασάπης ενώ η Θεοδώρα εργάστηκε ως μαγείρισσα στο γνωστό εστιατόριο του κυρίου Αθηνογένη. Το εστιατόριο αυτό είχε πελάτες τις μεγαλύτερες προσωπικότητες εκείνης της εποχής και όλοι λάτρευαν τις σμυρναίικες συνταγές της κυρά Θοδώρας. Μεταξύ των πελατών του εστιατορίου ήταν και ο Ιωάννης Μεταξάς (στρατιωτικός και πολιτικός, υπήρξε πρωθυπουργός-δικτάτορας την περίοδο 1936-1941), ο οποίος μαγεμένος από τα πιάτα και τον τρόπο που έστρωνε η ίδια το τραπέζι, ζήτησε από εκείνη να πάει στο σπίτι του και να του μαγειρεύει.

Ο βιογραφούμενος, Ανδρέας Σύρμος, γεννήθηκε στον Πειραιά το 1931. Φοίτησε στη Σχολή Μηχανικών «Ο ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ». Το 1955, έλαβε το δίπλωμά του, έχοντας κάνει πρακτική εξάσκηση από το 1945. Από το 1950 έως το 1957, εργάστηκε ως Μηχανικός Εφαρμοστής στο Κρατικό Εργοστάσιο Αεροπλάνων (Κ.Ε.Α.) στο Δέλτα του Φαλήρου. Αποδείχτηκε ένας εξαιρετικός Μηχανικός, με αποτέλεσμα ο τότε Διοικητής Δημήτριος Σκοτσανίτης, που αργότερα έγινε Αρχηγός του 30ου Αρχηγείου της Αεροπορίας, να διακρίνει τις ικανότητες του ίδιου, αλλά και του συναδέλφου του και μετέπειτα συνεταίρου του, Αθανάσιου Χριστόπουλου, και να τους συμβουλέψει να παραιτηθούν και να ασχοληθούν επιχειρηματικά με τον τομέα τους, βέβαιος για την επιτυχία τους.

Ο Ανδρέας Σύρμος παντρεύτηκε την Πετρούλα Μπογδάνου, με καταγωγή από τη Λιβαδειά. Το ζευγάρι αποκτά το πρώτο παιδί τους, την Άννα, τον Δεκέμβρη του 1957. Το δεύτερο παιδί τους, ο Δημήτρης, έρχεται στη ζωή τον Απρίλιο του 1961.

Η Άννα Σύρμου παντρεύτηκε τον Ευάγγελο Λεβαντή, με καταγωγή από τις Κυκλάδες. Η ίδια εργάστηκε στην Λιβαδειά στην εταιρεία ΣΥΡΜΟΣ-ΛΕΒΑΝΤΗΣ Α.Β.Ε.Ε. ROTOSAL, στο Τμήμα Πωλήσεων του κεντρικού και του Υποκαταστήματος στην Αθήνα. Το 2013 ως πλειοψηφών μέτοχος αναλαμβάνει στην εταιρεία τη θέση του Πρόεδρου και Διευθύνοντα Συμβούλου έως το 2020. Ο Ευάγγελος Λεβαντής εργάστηκε από το 1980 στην εταιρεία ΣΥΡΜΟΣ-ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ και από το 1994 στην εταιρεία ΣΥΡΜΟΣ-ΛΕΒΑΝΤΗΣ Α.Β.Ε.Ε. ROTOSAL ως υπεύθυνος πωλήσεων και στον κατασκευαστικό τομέα. Το ζευγάρι έχει αποκτήσει τρία παιδιά, τον Πέτρο, που έχει σπουδάσει Μάρκετινγκ στο I.S.T. College, τον Ανδρέα, απόφοιτο Πληροφορικής Σχολής και την Άννα, που είναι Οικονομολόγος του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών Ε.Κ.Π.Α. Και τα τρία τους παιδιά εργάζονται στην εταιρεία: Ο Πέτρος Λεβαντής είναι Εμπορικός Διευθυντής στην ΣΥΡΜΟΣ-ΛΕΒΑΝΤΗΣ Α.Β.Ε.Ε. Ο Ανδρέας Λεβαντής με τη σύζυγό του Ελένη Γρούιου είναι υπεύθυνοι του Υποκαταστήματος στην Αθήνα. Η Άννα Λεβαντή, η οποία παντρεύτηκε τον Γιώργο Βαρελά, Μηχανολόγο Μηχανικό με καταγωγή από την Τρίπολη και έχουν αποκτήσει δυο γιους τον Κωνσταντίνο και τον Ευάγγελο, είναι από το 2020 η Πρόεδρος και Δ.Σ. της ROTOSAL Α.Β.Ε.Ε. και ο σύζυγός της είναι ο Διευθυντής Παραγωγής της εταιρείας.

Ο Δημήτριος Σύρμος γεννήθηκε στη Λιβαδειά. Σπούδασε στην Πολυτεχνική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και έχει κάνει μεταπτυχιακές σπουδές (Μ.Β.Α.) στο Kingston University of London σχετικά με Executive – Strategic Management – Leadership. Σήμερα, είναι βασικός μέτοχος και Διευθύνων Σύμβουλος στη μεταποιητική εισαγωγική εξαγωγική Βιομηχανία Πλαστικών Α’ Υλών «ΣΥΡΜΟΣ Α.Β.Ε.Ε.»-POWDERMIX Polymers. Είναι παντρεμένος με τη Λίλιαν Παπαθανασίου και έχουν αποκτήσει μία κόρη, την Πετρίνα. Η Πετρίνα Σύρμου σπούδασε Βιομηχανικό Σχέδιο στη Σχολή ΑΚΤΟ.

Ο βιογραφούμενος, Ανδρέας Σύρμος, μετά τον θάνατο του πατέρα του, το 1957, μετακομίζει οικογενειακώς και εγκαθίσταται μόνιμα στη Λιβαδειά. Η Λιβαδειά, ή Λειβαδιά, ή Λεβάδεια (κατά το επισημότερο παλαιότερα) είναι πρωτεύουσα του νομού Βοιωτίας, πρώην Αττικοβοιωτίας, της άλλοτε ομώνυμης επαρχίας Λιβαδειάς, έδρα του σύγχρονου δήμου Λεβαδέων και της Ιεράς Μητροπόλεως Θηβών και Λεβαδείας. Με την σημερινή ονομασία δεν την αναφέρει ο Όμηρος, πολλοί, όμως, ιστορικοί μεταξύ των οποίων και ο Παυσανίας θεωρούν ότι υπήρχε επί Ομήρου, όπου και την ταυτίζουν με τη Μήδεια που πιθανότερο να ήταν το ομηρικό όνομά της. Με αυτό το όνομα αναφέρεται από τον Όμηρο ανάμεσα στις βοιωτικές πόλεις που συμμετείχαν στον Τρωικό πόλεμο υπό τους: Πηνέλεων, Λήιτον, Αρκεσίλαον, Προθοήνορα και Κλονίον. Αργότερα, φέρεται να μετονομάστηκε σε Λεβάδεια από τον Αθηναίο Λέβαδο, που μετοίκησε τους κατοίκους σε υπώρεια παρακείμενου λόφου. Κατά τους ιστορικούς χρόνους, η Λιβαδειά ήταν περίφημη για το πανάρχαιο Μαντείο του Τροφωνίου, το οποίο είχαν επισκεφθεί και συμβουλευθεί ο Κροίσος, ο Μαρδόνιος, ο Αιμίλιος Παύλος κ.ά. Πήρε μέρος στο κοινό των Βοιωτών, έχοντας κοινό νόμισμα και ακολούθησε την τύχη των άλλων βοιωτικών πόλεων. Το 395 π.Χ., λεηλατήθηκε από τον Λύσανδρο, λίγο πριν από τη Μάχη της Αλιάρτου και το 86 π.Χ., όπου συνέβη η κατάληψη και λεηλασία του ναού του Τροφωνίου από τον Αρχέλαο, στρατηγό του Μιθριδάτη, πριν τη Μάχη της Χαιρώνειας μεταξύ αυτού και των Ρωμαίων υπό τον Σύλλα. Παρά ταύτα γνώρισε ιδιαίτερη ακμή κατά τον 2ο μ.Χ. αιώνα λόγω των πολλών ιερών και ναών της. Η αρχαία πόλη ήταν κτισμένη στη δεξιά όχθη της Έρκυνας και ερείπιά της ήλθαν στο φως μετά από ανασκαφές. Τα περισσότερα οικοδομήματα (λουτρό, αγορά, δρόμος, μητρώο) καθώς και μεγάλος αριθμός επιγραφών χρονολογούνται από τον 4ο π.Χ. ως τον 3ο μ.Χ. αιώνα. Κατά τους πρώτους αιώνες της βυζαντινής περιόδου, η πόλη της Λιβαδειάς δεν παρουσίασε ιδιαίτερη ανάπτυξη, μετά τις καταστροφές που είχε υποστεί από τους Χριστιανούς. Η αγροτική οικονομία της πόλης αντιμετώπισε σοβαρά προβλήματα από τις βαρβαρικές επιδρομές του 4ου και των αρχών του 5ου αιώνα, ιδίως υπό του Αλάριχου και κατά τη μεταβατική περίοδο του 7ου αιώνα λόγω σεισμών, όπου και τελικά ερημώθηκε. Από τον 9ο αιώνα, γνώρισε αξιόλογη οικονομική ανάπτυξη μέσα στα πλαίσια της γενικότερης οικονομικής προόδου του θέματος του ελλαδικού χώρου. Η οικονομική ακμή της πόλης των Θηβών ευνόησε την ακμή και της Λιβαδειάς μέχρι τα μέσα του 12ου αιώνα, αλλά οι ληστρικές επιδρομές των Νορμανδών αποδυνάμωσαν την καλλιέργεια και τη βιομηχανία μεταξιού στην ευρύτερη περιοχή και περιόρισαν την εμπορική κίνηση. Μετά την κατάληψη της νότιας Ελλάδας από τους Φράγκους της Δ΄ Σταυροφορίας (1204), η Λιβαδειά παραχωρήθηκε στον «κύριο των Αθηνών», Όθωνα ντε λα Ρος, και έναν αιώνα αργότερα, μετά την ήττα των Φράγκων από τους Καταλανούς στη μάχη του Αλμυρού (1311), οι κάτοικοι παρέδωσαν το κάστρο της πόλης στους νικητές με αντάλλαγμα την παραχώρηση προνομίων. Την περίοδο αυτή, η Λιβαδειά γνωρίζει μεγάλη εμπορική ακμή. Δύο χρόνια μετά την παράδοση της Αθήνας στον Μωάμεθ Β΄ τον Πορθητή (1458), η Λιβαδειά περιήλθε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και αποτέλεσε καζά, διοικητική υποπεριφέρεια, που υπαγόταν ως το 1470 στο σαντζάκιο Τρικάλων και αργότερα στο σαντζάκιο Ευρίπου. Τον 16ο αιώνα, η Λιβαδειά ήταν χάσι (= τόπος χατζήδων) Οθωμανών αξιωματούχων και από την 3η ή 4η δεκαετία του 17ου αιώνα υπήρξε βακούφι της Μέκκας ή, κατ’ άλλους, της Μεδίνας. Παρά τις καταστροφές που είχε υποστεί η Λιβαδειά κατά τη διάρκεια του Τουρκο-ενετικού πολέμου το 1694 και το 1695, από τις αρχές του 18ου αιώνα οι συνθήκες που είχαν διαμορφωθεί βοήθησαν στην ανάπτυξη της οικονομικής δραστηριότητας. Χορηγήθηκαν στους κατοίκους ιδιαίτερα προνόμια αυτοδιοίκησης, με συνέπεια την ενίσχυση του κοινοτικού θεσμού και τη δημιουργία μιας τάξης αρχόντων. Παρά το γεγονός ότι το ρεύμα της μετανάστευσης υπήρξε περιορισμένο, από τη Λιβαδειά προήλθαν άνδρες που διακρίθηκαν στις ελληνικές παροικίες της Ρωσίας και της κεντρικής Ευρώπης. Εκτός από τον Λάμπρο Κατσώνη, από τη Λιβαδειά και την περιοχή της («Χώρα της Λιβαδειάς») κατάγονταν κληρικοί, λόγιοι και έμποροι της διασποράς. Στις παραμονές της Επανάστασης του 1821, η «Γκιαούρ Λιβαδειά», όπως την ονόμαζαν οι Τούρκοι για τον πολυάριθμο ελληνικό πληθυσμό της, είχε 10.000 Έλληνες κατοίκους, που επιδίδονταν στη γεωργία, το εμπόριο και τη βιοτεχνία. Το 1820, η πόλη ήταν το κέντρο των ενεργειών της Φιλικής Εταιρείας στην ανατολική Στερεά Ελλάδα, στην οποία και είχαν μυηθεί οι πρόκριτοί της, Νικόλαος Νάκος, Ιωάννης Λογοθέτης και Ιωάννης Φίλων. Οι πρόκριτοι της Λιβαδειάς όρισαν στον κάτοικο της Λιβαδειάς Αθανάσιο Διάκο την ανάληψη της αρχηγίας των όπλων στην περιοχή, σε συνεργασία με τον από Αράχοβα σύντροφό του, Βασίλη Μπούσγο. Η έκρηξη της Επανάστασης στη περιοχή της Λιβαδειάς εκδηλώθηκε τη νύκτα της 25ης προς την 26η Μαρτίου 1821. Στις 31 Μαρτίου, κατελήφθη η πόλη ενώ οι Τούρκοι, που είχαν κλειστεί στον πύργο «Ώρα» παραδόθηκαν και στις 13 Απριλίου παραδόθηκε το κάστρο. Δύο μήνες περίπου μετά, στις 26 Ιουνίου, διερχόμενος από την περιοχή ο Ομέρ Βρυώνης κατέλαβε την πόλη εκτός του κάστρου και πυρπόλησε μεγάλο μέρος αυτής. Στην περιοχή δόθηκαν οι τελευταίες μάχες του Αγώνα. Το 1828, στην Ανατολική Στερεά, με επικεφαλής τον Δημήτριο Υψηλάντη, οι Τούρκοι που βρίσκονταν στη Λιβαδειά πολιορκήθηκαν από το σώμα του Βάσου Μαυροβουνιώτη και από άτακτο ιππικό και στις 5 Νοεμβρίου 1828 παρέδωσαν την πόλη. Νέο, όμως, τουρκικό σώμα υπό τον Μαχμούτ πασά κατέλαβε και πάλι τη Λιβαδειά, αναγκάστηκε όμως να την εγκαταλείψει στις 8 Φεβρουαρίου 1829, για να αποφύγει την κύκλωση με το σχέδιο που εφάρμοζε ο Γεώργιος Καραϊσκάκης. Μετά δε τη μάχη της Πέτρας εξαφανίστηκαν και όλοι οι Τούρκοι από την Βοιωτία. Με τη συγκρότηση του υποτυπώδους ελληνικού κράτους επί Ι. Καποδίστρια, η Λιβαδειά άρχισε να ανασυγκροτείται. Οι κάτοικοι που είχαν καταφύγει σε άλλες περιοχές επανήλθαν και το 1841 η πόλη ήταν πλέον ένα από τα εύρωστα οικονομικά κέντρα του νεοπαγούς Ελληνικού Βασιλείου. Στη Λιβαδειά βρίσκονται: το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία, που είναι κτισμένο κοντά στα ερείπια ναού του Διός Βασιλέως, το εκκλησάκι της Αγίας Ιερουσαλήμ στη σπηλιά της Ζωοδόχου Πηγής, δίπλα στο εκκλησάκι του Αϊ-Μηνά, η μονή Λυκουρέση, της οποίας η σκεπή (ήταν φτιαγμένη από μόλυβδο) χρησιμοποιήθηκε κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας για την κατασκευή φυσιγγίων.

Ο Ανδρέας Σύρμος, μαζί με τον Αθανάσιο Χριστόπουλο, δημιουργούν στη Λιβαδειά Μηχανουργείο, το οποίο έκανε ρεκτιφιέ μηχανών και κατασκευαστικές μηχανουργικές εργασίες το 1957, ιδρύοντας την εταιρεία «ΣΥΡΜΟΣ-ΑΓΓΛΙΑΣ-ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ Ο.Ε.». Το 1972, ο Ανδρέας Σύρμος και ο Αθανάσιος Χριστόπουλος επιχειρούν σε έναν νέο τομέα, εκείνο των γεωργικών μηχανημάτων. Όσο καλύτερα γνωρίζουν το αντικείμενο, αντιλαμβάνονται ότι πρέπει να κατασκευάσουν πλαστικό βυτίο για να κάνουν ψεκασμούς γεωργικών φαρμάκων. Εκείνη τη χρονιά μαθαίνουν για την περιστροφική πλαστική μηχανή και έτσι προχωρούν στην κατασκευή της δικής τους μηχανής, εγχείρημα που καθιστά την εταιρεία τους τέταρτη στον κόσμο στην κατασκευή τέτοιων μηχανών. Έλαβαν προσκλήσεις από παγκόσμιες εκθέσεις του χώρου, ώστε να παρουσιάσουν την ελληνική μηχανή και έκτοτε ασχολήθηκαν αποκλειστικά με το αντικείμενο αυτό.

Το 1994, ιδρύεται από τον Ανδρέα Σύρμο Βιομηχανία Πλαστικών με την επωνυμία «ΣΥΡΜΟΣ-ΛΕΒΑΝΤΗΣ Α.Β.Ε.Ε. ROTOSAL», η οποία είναι εταιρεία πλαστικών που παράγει αντικείμενα μεγάλου όγκου με τη μέθοδο ROTATIONAL MOULDING. Από τότε εξακολουθεί να είναι στην πρώτη γραμμή της εξέλιξης της τεχνολογίας πλαστικών και έχει ως βασικές αρχές τη Συνέπεια, την Ποιότητα, την Ανάπτυξη, την Καινοτομία, την Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη και την Προστασία του Περιβάλλοντος. Διαθέτει ιδιόκτητες γηπεδικές εγκαταστάσεις 25.000 τ.μ. και 9.500 τ.μ. κλειστών βιομηχανικών κτιρίων παραγωγής. Έχει τη μεγαλύτερη παραγωγική ικανότητα στα Βαλκάνια, διαθέτοντας 29 κεφαλές παραγωγής. Πρόκειται για μια κάθετη μονάδα παραγωγής, αφού ο σχεδιασμός και η κατασκευή καλουπιών, ο χρωματισμός της α΄ ύλης στην ιδιόκτητη μονάδα extrusion, η παραγωγή και η διάθεση των προϊόντων, η συντήρηση του εξοπλισμού και των εγκαταστάσεων γίνεται με εσωτερικές διαδικασίες, καθιστώντας την εταιρεία αυτάρκη σε σχέση με τον ανταγωνισμό. Οι πρώτες ύλες είναι πρωτογενείς, ανεξίτηλες, με καταλληλότητα για τρόφιμα, εγκεκριμένες από το FDA, την E.U. και το Γενικό Χημείο του Κράτους. Όλες οι πρώτες ύλες και τα προϊόντα είναι εξαιρετικά φιλικά προς το περιβάλλον, είναι δε 100% ανακυκλώσιμα. Τα προϊόντα παραγωγής της εταιρείας ομαδοποιημένα:

  • Δεξαμενές νερού, τροφίμων από 100 lit έως 42.000 lit.
  • Ελαιοδεξαμενές δύο και τριών στρωμάτων ειδικού τύπου
  • Δεξαμενές τουρσιών, Κρασοβάρελα, Δεξαμενές πετρελαίου, χημικών τοξικών, αποβλήτων.
  • Εξοπλισμός ιχθυοκαλλιεργειών, ιχθυογεννητικών σταθμών, πλωτήρες, πλωτές σχεδίες.
  • Βάρκες, κανό, θαλάσσια ποδήλατα.
  • Συστήματα επεξεργασίας αστικών λυμάτων τριβάθμιος-compact ROTOSEPTIC (ΠΑΤΕΝΤΑ).
  • Μπαριέρες οδικής ασφάλειας, κώνοι, στηθαία.
  • Συλλεκτήρες μπαζών οικοδομών.
  • Γλάστρες, ζαρντινιέρες, πιθάρια.
  • Εξοπλισμοί Playgrounds, παιδικής χαράς.
  • Ειδικές κατασκευές κατόπιν παραγγελίας και παραγωγή φασόν αντικειμένων.

Σήμερα, η εταιρεία βρίσκεται στα χέρια της νέας γενιάς, η οποία συνεχίζει επάξια το όραμα του ιδρυτή της, Ανδρέα Σύρμου.