Μενού Κλείσιμο

Στεργίου Μαρία

• Έτος Γεννήσεως: -
• Επάγγελμα: Γαλλική Φιλολογία
• Τόπος Καταγωγής: Αγρίνιο, Αιτωλοακαρνανία, Στερεά Ελλάδα, Ελλάδα
• Τόπος Διαμονής: Ζυρίχη, Ελβετία

Η Μαρία Στεργίου γεννήθηκε στο Αγρίνιο. Είναι κόρη του Ηλία Στεργίου και της Δήμητρας Τσώλη με καταγωγή από τη Γουριώτισσα του Νομού Αιτωλοακαρνανίας. Σπούδασε Γαλλική Φιλολογία στη Σορβόννη και παρακολούθησε πανεπιστημιακές σπουδές στην Ιστορία της Τέχνης, την Εθνολογία και τη Γερμανική Λογοτεχνία.

 Οι ρίζες της βιογραφούμενης και από τους δύο γονείς της βρίσκονται στη Γουριώτισσα του Νομού Αιτωλοακαρνανίας. Η Γουριώτισσα ή Κατσαρού είναι ένα πολύ γραφικό ορεινό χωριό με λίγους κατοίκους σήμερα. Βρίσκεται δυτικά του ποταμού Αχελώου στο τέλος του κάμπου του Αγρινίου, κοντά στην λίμνη Οζερού σε υψόμετρο 100 μ., ενώ απέχει από την πόλη του Αγρινίου μόλις 8 χλμ. Οι κάτοικοί της σήμερα ασχολούνται με αγροτικές καλλιέργειες και με την κτηνοτροφία. Το μοναστήρι του Λιγοβιτσίου αφιερωμένο στην Παναγία δεσπόζει σε λόφο παρακείμενο της Γουριώτισσας. Χτίστηκε μάλλον τον 17ο αιώνα και αποτέλεσε ορμητήριο για τον Καραϊσκάκη και άλλους οπλαρχηγούς. Την περίοδο της βασιλείας του Όθωνα η Μονή έκλεισε και δημεύτηκε η μεγάλη περιουσία της, ενώ ξανάνοιξε τα τελευταία χρόνια ως γυναικεία μονή προσελκύοντας κόσμο από όλο το Ξηρόμερο. Χωριό με ως επί το πλείστον παραδοσιακή αρχιτεκτονική, κτισμένο σε λόφο με θέα προς τον κάμπο του Αγρινίου και το δάσος της βελανιδιάς. Η ενοριακή εκκλησία, που είναι αφιερωμένη στον Άγιο Δημήτριο, βρίσκεται στη μέση του χωριού. Η Γουριώτισσα είναι σχετικά νέο χωριό, τα πρώτα σπίτια άρχισαν να χτίζονται από τα μέσα του 19ου αι. από Ελληνόβλαχους νομάδες κτηνοτρόφους, που μέχρι τότε ζούσαν σε καλύβες και σκηνές και κατέβαιναν για χειμαδιά (ξεχειμώνιασμα) από την περιοχή της Ηπείρου. Οι νομάδες αυτοί άρχισαν να εγκαθίστανται μόνιμα στην περιοχή δημιουργώντας χωριά κατά φάρες, διευρυμένες οικογένειες και ο αρχηγός τους ήταν ο αρχιτσέλιγκας. Πολλές εκδηλώσεις και έθιμα των κατοίκων των Ελληνόφωνων χωριών μοιάζουν με τα αντίστοιχα αρχαιοελληνικά, με έντονη επιρροή από τα Ηπειρωτικά, γιατί ζούσαν μεταξύ Ακαρνανίας και Ηπείρου ως νομάδες.

Ο παππούς της βιογραφούμενης, από την πλευρά του πατέρα της, ονομαζόταν Γεώργιος Στεργίου και γεννήθηκε στη Γουριώτισσα. Ήταν αγρότης και ασχολούνταν με την καλλιέργεια του καπνού, καθώς η Γουριώτισσα ήταν γνωστό καπνοχώρι εκείνη την εποχή. Παντρεύτηκε με τη Ζωή, επίσης, καταγόμενη από τη Γουριώτισσα. Το ζευγάρι απέκτησε από τον γάμο του πέντε παιδιά, τρία αγόρια και δύο κορίτσια. Τον Χρήστο, τον Ηλία, πατέρα της βιογραφούμενης, τον Απόστολο, την Αλεξάνδρα και την Ελένη.

Ο πατέρας της βιογραφούμενης, Ηλίας Στεργίου, γεννήθηκε στη Γουριώτισσα Αιτωλοακαρνανίας το 1944. Φοίτησε στο σχολείο του χωριού και στη συνέχεια έγινε αγρότης καλλιεργώντας την πατρική κτηματική περιουσία του. Παντρεύτηκε με τη Δήμητρα Τσώλη και σύντομα το ζευγάρι απέκτησε το πρώτο παιδί τους, τη βιογραφούμενη Μαρία.

Οι οικονομικές δυσκολίες, αλλά και οι προτροπές του αδελφού του Χρήστου που ζούσε ήδη στην Ελβετία, οδήγησαν τον Ηλία Στεργίου στην απόφαση να ξενιτευτεί κι αυτός στην Ελβετία. Αν και τα πρώτα χρόνια ο αδελφός του τον βοήθησε σημαντικά, τα χρόνια αυτά ήταν για τον ίδιο και τη γυναίκα του πολύ δύσκολα. Η σύζυγός του τον ακολούθησε στην Ελβετία, αλλά άφησαν πίσω τους τη βιογραφούμενη μόλις τριών μηνών στη γιαγιά Θεοδώρα. Αργότερα απέκτησαν και δεύτερο παιδί, τον γιο τους Γιώργο.

Στην Ελβετία ο Ηλίας Στεργίου εργάστηκε, αρχικά, σε εργοστάσιο και στη συνέχεια σπούδασε φυσιοθεραπευτής και εργάστηκε σε νοσοκομείο ως βοηθός φυσιοθεραπευτή. Η Δήμητρα Στεργίου εργάστηκε ως βοηθός νοσηλευτών. Το 1995 επέστρεψαν στο Αγρίνιο και εκεί ζουν μέχρι και σήμερα. Προσπαθούν να απολαύσουν μία ήρεμη ζωή μετά από τόσα χρόνια σκληρής δουλειάς στην Ελβετία. Όπως αναφέρει η βιογραφούμενη, «όταν παλιννόστησαν στο χωριό μετά από τόσα χρόνια στην Ελβετία, αντιμετώπισαν τα ίδια προβλήματα προσαρμογής. Είχαν χάσει την επαφή με τους συγχωριανούς τους, οι οποίοι τους έβλεπαν σαν ξένους. Η μοίρα του μετανάστη: ξένος στην ξενιτιά, ξένος και στον τόπο του». Για να αντεπεξέλθει στην κατάσταση αυτή, ο Ηλίας Στεργίου αποφάσισε να ανοίξει ένα μικρό καφενείο. Όποιος πήγαινε στο καφενείο, ο Ηλίας τον υποδεχόταν με χαρά και θέρμη και του διηγούνταν, σαν να ήταν φίλος του, ιστορίες από την παραμονή του στην ξενιτιά. Με τον τρόπο αυτό κατάφερε να αναθερμάνει τις σχέσεις τους με τους ντόπιους και να γίνει ιδιαίτερα αγαπητός σε όλους.

Ο παππούς της βιογραφούμενης, από την πλευρά της μητέρας της, ονομαζόταν Κώστας Τσώλης και γεννήθηκε στη Γουριώτισσα. Ήταν αγρότης στο επάγγελμα. Παντρεύτηκε με τη Θεοδώρα και το ζευγάρι απέκτησε από τον γάμο του δύο παιδιά, ένα κορίτσι και ένα αγόρι. Τη Δήμητρα, μητέρα της βιογραφούμενης, και τον Νικόλα.

Η βιογραφούμενη, Μαρία Στεργίου, γεννήθηκε στο Αγρίνιο, πόλη του Νομού Αιτωλοακαρνανίας και πρωτεύουσα της επαρχίας Τριχωνίδας. Στην περιοχή υπάρχουν δύο λίμνες, μία φυσική, η Λυσιμαχία, και μία τεχνητή, το Φράγμα Αχελώου, έργο της ΔΕΗ. Κατά την αρχαιότητα, στην περιοχή υπήρχε το βασίλειο του Βασιλιά Άγρα και από εκείνη την εποχή σήμερα σώζονται το αρχαίο θέατρο του Καλλισθένη και αξιόλογος αρχαιολογικός χώρος. Στα τέλη του 14ου αρχές του 15ου αιώνα, την εποχή της Τουρκοκρατίας, φαίνεται πως συνοικίζεται και έχει από τότε την ονομασία Βραχώρι, που διατηρεί ως το 1835. Στα μέσα του 17ου αι. είναι το σημαντικότερο κέντρο της Ακαρνανίας. Κατοικήθηκε από πολλούς Τούρκους και στις αρχές του 18ου αιώνα έγινε έδρα του Σαντζακίου του Κάρλελι, διοικητικό κέντρο της σημερινής Αιτωλοακαρνανίας. Έλαβε ενεργό μέρος στην Ελληνική Επανάσταση του 1821 και απελευθερώθηκε προσωρινά στις 11 Ιουνίου του 1821. Αργότερα κατακτήθηκε ξανά από τον Κιουταχή και τελικά προσαρτήθηκε οριστικά στα σύνορα του ελεύθερου Ελληνικού κράτους το 1832. Μετά την απελευθέρωση το Βραχώρι πήρε ξανά το αρχαίο του όνομα Αγρίνιον. Η πόλη άρχισε να αναπτύσσεται με γοργούς ρυθμούς, ειδικά στις αρχές του 20ου αιώνα, όταν στράφηκε μαζικά στην καλλιέργεια του καπνού. Χτίστηκαν τεράστιες αποθήκες και εργοστάσια επεξεργασίας του καπνού. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή (1922) πλήθος προσφύγων έφτασαν στην πόλη και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του Αγίου Κωνσταντίνου ενώ μεγάλη μετακίνηση πληθυσμών είχαμε και από την Ήπειρο και την Ευρυτανία.

Η βιογραφούμενη έζησε πανέμορφα παιδικά χρόνια στο χωριό και κοντά στη φύση. «Με φρέσκο γάλα, φρέσκα αυγά και φρέσκα φρούτα», όπως λέει. Η γιαγιά Θεοδώρα ήταν πολύ καλή και τη μεγάλωσε με πολλή αγάπη και φροντίδα. Νοσταλγεί σήμερα εκείνα τα χρόνια και θεωρεί ότι συνέβαλαν καθοριστικά στη διαμόρφωση του χαρακτήρα της. Ο Ελληνισμός ρίζωσε μέσα της σαν σφουγγάρι που απορρόφησε τις συνήθειες του τόπου.

Σε ηλικία 10 ετών η Μαρία Στεργίου πήγε κοντά στους γονείς της στη Ζυρίχη. Ο αδελφός της είχε ήδη γεννηθεί (είναι δύο χρόνια μικρότερός της). Μετά από πέντε μήνες την έγραψαν στο ελβετικό σχολείο. Όπως θυμάται, «ήταν όλα δύσκολα. Έπρεπε γρήγορα να μάθω τη γλώσσα και το χωριό μου έλειπε πολύ. Έμαθα γρήγορα τη Γερμανική, για να μπορέσω να προσαρμοστώ στο περιβάλλον του σχολείου και να αποκτήσω φίλους. Ήταν πολύ σημαντικό για μένα να μάθω την ελβετική κουλτούρα, να την καταλάβω και να γίνω αποδεκτή από τους συνομηλίκους μου. Έτσι άρχισε να γεννιέται μέσα μου το ενδιαφέρον μου για τους άλλους λαούς. Συνειδητοποίησα ότι υπάρχει πέρα από την Ελλάδα μία διεθνής πολιτισμικότητα. Στο σπίτι, βεβαίως, μιλούσαμε μόνο Ελληνικά, γιατί ο πατέρας ήθελε να διαφυλάξει όλα τα στοιχεία της ελληνικής πολιτισμικής ταυτότητας: τα ήθη, τα έθιμα, τις παραδόσεις και φυσικά τη γλώσσα. Όλη αυτή η κατάσταση μου δημιούργησε έναν πλούτο εμπειριών και πάντα είχα ένα μέτρο, για να συγκρίνω την ελληνική κουλτούρα με τις κουλτούρες άλλων λαών».

Από την ηλικία αυτή η βιογραφούμενη άρχισε να ενδιαφέρεται για τη φιλοσοφία άλλων λαών. Από τις πρώτες μελέτες ιστορίας και φιλοσοφίας στο Ελβετικό Λύκειο ανακάλυψε έναν κόσμο που ήθελε να διερευνήσει περαιτέρω στις σπουδές της. Γοητευμένη από την ανάπτυξη της Δυτικής Ιστορίας του πολιτισμού μας από τον Διαφωτισμό ως την ιστορία της φιλοσοφίας του 20ου αιώνα, εμβάθυνε τις γνώσεις της σχετικά με την ανάπτυξη των επιστημών και των τεχνών, ειδικά στους τομείς της φαινομενολογίας, της ανθρωπολογίας, της κοινωνικής φιλοσοφίας και της φιλοσοφίας της γλώσσας.

Τελείωσε το Ελβετικό Γυμνάσιο και συνέχισε πανεπιστημιακές σπουδές με μαθήματα, όπως ιστορία της τέχνης, εθνολογία και λογοτεχνία. Μετά από δύο χρόνια σπούδασε Γαλλική Φιλοσοφία στη Σορβόννη και όταν ολοκλήρωσε τις σπουδές της, επέστρεψε στη Ζυρίχη. Μαζί με άλλους Έλληνες φίλους της, σε ηλικία 20 ετών, ίδρυσε τη θεατρική ομάδα «Μπαράκα» και για πέντε χρόνια ανέβαζε παραστάσεις στην ελληνική γλώσσα. Επέλεγαν, κυρίως, σύγχρονα έργα και όχι έργα του αρχαίου ελληνικού θεάτρου, για να δείξουν στους Ελβετούς τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα και τη συνέχεια που υπάρχει στην ελληνική κουλτούρα από την αρχαιότητα μέχρι τη σύγχρονη εποχή. Αργότερα ίδρυσε την πολιτιστική ομάδα «Ακροθέαμα» διοργανώνοντας παραστάσεις, εκδηλώσεις και διαλέξεις που πρόβαλαν τη σύγχρονη Ελλάδα. Τα χρόνια αυτά η βιογραφούμενη ήρθε σε επαφή με πανεπιστημιακά και πολιτιστικά δίκτυα και γνώρισε πολύ κόσμο.

Σε όλη αυτή την προσπάθεια είχε την υποστήριξη του αδελφού της Γιώργου, ο οποίος σπούδασε στο ωδείο κλασική κιθάρα και παίζει καταπληκτικό μπουζούκι. Είναι μάλιστα πασίγνωστος μουσικός στην Ελβετία.

Το 2005 ο Ελβετός σκηνοθέτης Στέφαν Χάουπτ ετοίμαζε ένα ντοκιμαντέρ για τη σφαγή του Διστόμου και πρότεινε στη βιογραφούμενη να τον βοηθήσει στα γυρίσματα στην Ελλάδα, ως βοηθός σκηνοθέτη και ως διερμηνέας. Έτσι και έγινε. Έμειναν στο Δίστομο για έναν μήνα μέχρι την ολοκλήρωση του ντοκιμαντέρ, το οποίο προβλήθηκε σε όλη την Ευρώπη και την Αμερική και απέσπασε πολλά βραβεία σε διάφορα φεστιβάλ που προβλήθηκε. Στο Greek Film Festival στην Αμερική απέσπασε το πρώτο βραβείο. Από το 2006 έως το 2008 η βιογραφούμενη βρισκόταν στην Αμερική, λόγω της δουλειάς της στο Ελβετικό Προξενείο της Βοστόνης, και έτσι είχε την ευκαιρία να παραβρεθεί στην προβολή της ταινίας, που έγινε στο Λος Άντζελες, και να παραλάβει η ίδια το βραβείο (μία προτομή του Ορφέα) από την κυρία Ολυμπία Δουκάκη. Ο τίτλος του ντοκιμαντέρ είναι «Ένα τραγούδι για τον Αργύρη» και περιγράφει την ημέρα της σφαγής του Διστόμου, μέσα από τα μάτια ενός τετράχρονου παιδιού, του Αργύρη Σφουντούρη, που είναι σήμερα ένας καταξιωμένος Καθηγητής Μαθηματικών και Φυσικής. Ο κύριος Σφουντούρης ήταν καθηγητής της βιογραφούμενης και ένας «πνευματικός και φιλοσοφικός δάσκαλος», όπως λέει η ίδια. Άλλωστε ο σκηνοθέτης Στέφαν Χάουπτ της ζήτησε να τον βοηθήσει, κυρίως, γιατί γνώριζε την προσωπική σχέση της με τον πρωταγωνιστή του ντοκιμαντέρ του. Η συμμετοχή της στην ολοκλήρωση του ντοκιμαντέρ ήταν μία πολύ συγκινητική εμπειρία, που ήθελε χρόνο και λεπτούς χειρισμούς. Το βασικό ερώτημα του σκηνοθέτη ήταν κατά πόσο ένα παιδί που είδε νεκρούς τους γονείς του και έζησε τη θηριωδία της σφαγής στο Δίστομο μπορεί να συγχωρέσει. Κατά πόσο μπορεί να συνομιλήσει και να σχετιστεί με Γερμανούς σαν ενήλικας πια. Τα ερωτήματα που έθετε ο Στέφαν Χάουπτ προς τους ντόπιους κατοίκους του Διστόμου ήταν τι θυμούνται από εκείνη την ημέρα, τι είχαν ακούσει από τους μεγαλύτερους και πώς νιώθουν σήμερα, όταν τους επισκέπτονται δημοσιογράφοι, τουρίστες, σκηνοθέτες.

Η Μαρία Στεργίου είναι παντρεμένη με τον Ελβετό Γιουρκ Φέρντριγκερ. Ο Γιουρκ αγαπά πολύ την Ελλάδα, την έχει επισκεφτεί πολλές φορές και μαθαίνει Ελληνικά. Ο γάμος του ζευγαριού θα τελεστεί στη Τζια (Κέα). Επιθυμία τους είναι να δείξουν στους προσκεκλημένους φίλους τους μία αυθεντική όψη της Ελλάδας, λιγότερο κοσμική.

Η βιογραφούμενη αξιοποιεί τον ελεύθερο χρόνο της με επισκέψεις σε εκθέσεις ζωγραφικής, κονσέρτα και παραστάσεις. Από μια βαθιά πεποίθηση ότι οι τέχνες και ο πολιτισμός είναι γέφυρες που ενώνουν τους ανθρώπους και που τους φέρνουν πιο κοντά στην ανθρωπιά τους, είναι το όραμά της να δημιουργήσει ένα πολιτιστικό κέντρο για ανταλλαγή και δημιουργία στη Ζυρίχη, το οποίο θα φιλοξενεί εκθέσεις, εκδηλώσεις και διαλέξεις με προσκεκλημένους Έλληνες καλλιτέχνες και λογοτέχνες.