Ο Παναγιώτης Σίμωσης (1956-2019) γεννήθηκε στο Δύστο Ευβοίας. Σπούδασε στην Ανωτάτη Εμπορική Σχολή και το 1991 άνοιξε τη δική του βιομηχανία ζωοτροφών, η οποία δραστηριοποιείται στην παραγωγή και εμπορία απλών και σύνθετων ζωοτροφών, στην εμπορία δημητριακών, λιπασμάτων και εν γένει αγροτοκτηνοτροφικού εξοπλισμού. Διετέλεσε Πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Ζωοτροφών (ΣΕΒΙΖ) καθώς και Πρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Ευβοίας για σχεδόν μία δεκαετία. Συνεχιστές της οικογενειακής επιχείρησης είναι τα δύο του παιδιά, Ελένη και Ιωάννης.
Την εποχή που άρχισε ο Μικρασιατικός Πόλεμος, ο παππούς του βιογραφούμενου, Παναγιώτης Σίμωσης και η γιαγιά του, Κατερίνα, ζούσαν στο Δύστο έχοντας τρία παιδιά. Ο παππούς του έβγαζε τα προς το ζην ασχολούμενος με αγροτικές εργασίες. Πολέμησε στον πόλεμο και παρέμεινε αιχμάλωτος πέντε χρόνια, ενώ η γυναίκα του και τα παιδιά του τον θεωρούσαν νεκρό. Όταν γλίτωσε από την αιχμαλωσία, ασχολήθηκε με τις αγροτικές δουλειές ανοίγοντας ένα ελαιοτριβείο και έναν μικρό μύλο για ζωοτροφές, έχοντας ως μεταφορικό μέσο ένα κάρο. Ήταν άνθρωπος δραστήριος, με έντονη προσωπικότητα και πολύ κοινωνικός. Ήταν εργατικός και φρόντιζε να μη λείψει τίποτα στα παιδιά του που αγαπούσε υπερβολικά. Αφιέρωνε ώρες με τα εγγόνια του καθώς του άρεσε να τους αφηγείται όλη την ιστορία της αιχμαλωσίας του και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ζούσε τότε και γενικότερα την άσχημη εμπειρία του πολέμου. Πέθανε σε ηλικία 95 ετών.
Η γιαγιά του ήταν μία συνηθισμένη γυναίκα της εποχής, που το σπίτι της και η οικογένειά της ήταν γι’ αυτήν το κέντρο του κόσμου. Ξεχώριζε για τη φιλοξενία που προσέφερε σε όλους όσοι κατέβαιναν από τα ορεινά μέρη στο Δύστο, επειδή έχει πλούσια παραγωγή προϊόντων. Ο βιογραφούμενος ήταν μόνο πέντε ετών, όταν εκείνη απεβίωσε.
Από τη μεριά της μητέρας του, ο παππούς του, Κωνσταντίνος Νικολάου, γεννήθηκε στο Δύστο, παντρεύτηκε τη Μαρία και απέκτησαν τρία παιδιά, το ένα εκ των οποίων χάθηκε σε νεαρή ηλικία. Ο παππούς ήταν άνθρωπος απλός και λαϊκός, ένας τυπικός κάτοικος χωριού, πολύ τρυφερός, ήρεμος και καλοσυνάτος. Είχε ταλαιπωρηθεί πολύ από την κλονισμένη υγεία του και πέθανε σε ηλικία 80 ετών.
Η γιαγιά του ήταν πολύ δραστήρια, περισσότερο και από τον σύζυγό της. Ήταν μία γυναίκα που στάθηκε περισσότερο σαν μητέρα στα εγγόνια της παρά σαν γιαγιά τους, καθώς αντικατέστησε τη μητέρα τους, όταν εκείνη τους άφησε νωρίς. Πέθανε σε ηλικία 80 ετών από ατύχημα.
Ο πατέρας του βιογραφούμενου, Ιωάννης, και η μητέρα του, Ελένη, ζούσαν στο Δύστο και εργάστηκαν συνεχίζοντας την οικογενειακή παράδοση στη γεωργία και απέκτησαν δύο παιδιά. Ο πατέρας του ασχολήθηκε με τα μάρμαρα στο Δύστο από το 1965 ως το 1973, οπότε και έχασε τη σύζυγό του. Μετά τον θάνατό της κι επειδή το λατομείο δεν απέφερε τα αναμενόμενα, ξαναστρέφεται στη γεωργία και ασχολείται με γεωργικές εργασίες μαζί με τα παιδιά του. Ο χαρακτήρας του έμοιαζε πολύ με του πατέρα του, ήταν κοινωνικός και ασχολήθηκε με τα κοινά επιθυμώντας να προσφέρει στην ανάπτυξη του τόπου του. Συμβούλευε τα παιδιά του να έχουν σαν εφόδιο την πίστη στο Θεό, την εντιμότητα και την αλληλεγγύη και έδινε μεγάλη σημασία στην ειλικρινή φιλία. Ήταν το απάγκιο και το καταφύγιο των παιδιών του στις δύσκολες στιγμές και τους στάθηκε πάντα. Συμβουλάτορας και καθοδηγητής, τους έδειξε τον δρόμο προς την επιτυχία και την ευτυχία.
Η μητέρα του βιογραφούμενου, Ελένη, ασχολείτο με τη φροντίδα του σπιτιού και της οικογένειας αλλά ταυτόχρονα και με τις αγροτικές εργασίες. Έδινε μεγάλο βάρος στην ανατροφή και τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών της αλλά πέθανε νέα, σε ηλικία μόλις 37 ετών και άφησε τα παιδιά της ορφανά, στην εφηβεία τους, σε μία ηλικία που η απουσία της μητέρας είναι ιδιαίτερα έντονη.
Ο Παναγιώτης Σίμωσης γεννήθηκε το 1956 στο Δύστο, όπου τελείωσε το δημοτικό και συνέχισε το γυμνάσιο στο Αλιβέρι. Στη συνέχεια εισήχθη στην Ανωτάτη Εμπορική και μετά την αποφοίτησή του υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία σαν έφεδρος αξιωματικός στο Πεζικό. Στο διάστημα αυτό και μέχρι που τελείωσε το στρατό, ασχολήθηκε, παράλληλα με τις σπουδές του, με την οικογενειακή αγροτική επιχείρηση και με τον γεωργικό μηχανολογικό εξοπλισμό.
Στη συνέχεια, δραστηριοποιήθηκε έως το 1990 στο εμπόριο αγροτικών και ομοειδών προϊόντων και στα σιτηρά. Το 1988 άνοιξε ένα μικρό κατάστημα εμπορίας ζωωτροφών στο Αλιβέρι και τον επόμενο χρόνο άλλο ένα στις Κονίστρες (κοντά στην Κύμη) και το 1991 ίδρυσε τη βιομηχανία ζωοτροφών που ξεκίνησε να λειτουργεί από το 1992. Η εταιρεία δραστηριοποιείται στην παραγωγή και εμπορία απλών και σύνθετων ζωοτροφών, στην εμπορία δημητριακών, λιπασμάτων και εν γένει αγροτοκτηνοτροφικού εξοπλισμού με έδρα στο Αλιβέρι Ευβοίας, ενώ διαθέτει και τρία υποκαταστήματα σε Κάρυστο, Κονίστρες και στη νήσο Σκύρο.
Παντρεύτηκε το 1988 τη Σταματούλα Παπανικολάου, πτυχιούχο της Θεολογικής Σχολής από το Αλιβέρι και απέκτησαν δύο παιδιά, την Ελένη, δικηγόρο, και τον Ιωάννη, οικονομολόγο, οι οποίοι συνεχίζουν τη δραστηριότητα της οικογενειακής επιχείρησης.
Πίστευε ότι τον βοήθησε πολύ η οικογενειακή παράδοση και η τάση για δημιουργία και ότι για να πετύχει κάποιος πρέπει να είναι φιλόδοξος και καθόλου ολιγαρκής. Συμβούλευε τους άλλους να φροντίσουν ό,τι επιλέξουν να κάνουν να το αγαπούν και να κοπιάζουν γι’ αυτό, να έχουν στόχους και οράματα και κυρίως το αντικείμενο ασχολίας τους να έχει και κοινωνικό αντίκτυπο. Ό,τι και να αποκτήσει κάποιος θα πρέπει να το μοιράζεται με άλλους.
Του άρεσε στον ελεύθερο χρόνο του να ασχολείται και με τα κοινά, συμβάλλοντας έτσι στην επίλυση των προβλημάτων του τόπου του. Γι’ αυτό άλλωστε και διετέλεσε Πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Ζωοτροφών (ΣΕΒΙΖ) καθώς και Πρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Ευβοίας για σχεδόν μία δεκαετία.
Απεβίωσε στις 20 Φεβρουαρίου 2019.