Η Φρειδερίκη Σαγιάννη Παναγιωτάκη γεννήθηκε στις Ποντικάτες Πωγωνίου του Νομού Ιωαννίνων το 1953. Είναι κόρη του Μάνθου Σαγιάννη με καταγωγή από το Αγρίνιο και της Πολυξένης Λιόλη με καταγωγή από το Αργυροχώριο Ιωαννίνων. Σπούδασε Βιολογία στο Hunter College του Μανχάταν και μετά από πολυετή εμπειρία ως Εκπαιδευτική Σύμβουλος σήμερα εργάζεται ως Επιθεωρήτρια στο Υπουργείο Παιδείας, στη Νέα Υόρκη. Έχει διατελέσει μέλος του Ανώτατου Εκπαιδευτικού Συμβουλίου της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αμερικής και είναι μέλος της Οργάνωσης των Παροικιακών Σχολείων της Πολιτείας της Νέας Υόρκης. Είναι παντρεμένη με τον Γιώργο Παναγιωτάκη και έχουν αποκτήσει ένα παιδί και έναν εγγονό.
Ο παππούς της βιογραφούμενης, από την πλευρά του πατέρα της, ονομαζόταν Ηλίας Σαγιάννης και γεννήθηκε το 1897. Ήταν αγρότης και κατάγονταν από το Αγρίνιο, πόλη του Νομού Αιτωλοακαρνανίας και πρωτεύουσα της Επαρχίας Τριχωνίδας. Κατά την αρχαιότητα, στην περιοχή υπήρχε το βασίλειο του Βασιλιά Άγρα και από εκείνη την εποχή σήμερα σώζονται το αρχαίο θέατρο του Καλλισθένη και αξιόλογος αρχαιολογικός χώρος. Στα τέλη του 14ου αρχές του 15ου αιώνα φαίνεται πως συνοικίζεται και στα μέσα του 17ου αι. είναι το σημαντικότερο κέντρο της Ακαρνανίας. Το 1770 (Ορλωφικά) Έλληνες προσπαθούν να το πολιορκήσουν χωρίς αποτέλεσμα. Από το 1790 έως το 1820 τελεί υπό την εξουσία του Αλή Πασά. Το Μάιο του 1821, καθώς επεκτείνεται η Επανάσταση, καταφεύγουν εδώ για ασφάλεια πολλοί Τούρκοι της Δυτικής Ελλάδας, οι Έλληνες επαναστάτες τους πολιορκούν και οι Τούρκοι παραδίδονται. H περιοχή του Αγρινίου είναι γνωστή για τα εξαιρετικής ποιότητας καπνά της, καλλιέργεια που για πολλές δεκαετίες έδινε σημαντικό εισόδημα στους κατοίκους της. Επίσης, οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της περιοχής στηρίχθηκε στη Βιομηχανία Καπνού με πρωταγωνιστή την οικογένεια Παπαστράτου.
Όταν ο Ηλίας Σαγιάννης υπηρετούσε τη στρατιωτική θητεία του, γνώρισε την Ευθαλία Μάνου και το ζευγάρι παντρεύτηκε. Η Ευθαλία Μάνου γεννήθηκε το 1901 στις Ποντικάτες Ηπείρου. Ήταν αγρότισσα και μετά τον γάμο της απέκτησε τρία παιδιά, τρία αγόρια. Τον Γεώργιο, τον Μάνθο, πατέρα της βιογραφούμενης, και τον Χαράλαμπο.
Ο Γεώργιος Σαγιάννης έγινε οδηγός ταξί στην Αθήνα και από τον γάμο του με την Ευαγγελία απέκτησε δύο παιδιά, τον Γιάννη και τον Ηλία.
Ο Χαράλαμπος Σαγιάννης δούλευε επίσης οδηγός ταξί και έφυγε πρόωρα από τη ζωή, σε ηλικία 40 ετών από την επάρατη νόσο.
Ο παππούς Ηλίας σκοτώθηκε λίγο μετά τη λήξη του Εμφυλίου Πολέμου (1946-1949), το 1951, όταν πήγε να μαζέψει τσάι κοντά στα σύνορα με την Αλβανία, μαζί με τη γυναίκα του. Εκεί ήρθε ένας Αλβανός και μαχαίρωσε τον παππού, ενώ έσπρωξε και έπεσε κάτω η γιαγιά Ευθαλία. Κανείς από τους δύο δεν γνώριζε τους λόγους αυτής της επίθεσης και αποδόθηκε στην εχθρότητα που υπήρχε εκείνη την εποχή ανάμεσε στους δύο λαούς. Η γιαγιά μόλις κατάφερε να συνέλθει, πήγε στο χωριό, γεμάτη αίματα, για να ζητήσει βοήθεια από τους συγχωριανούς τους. Επειδή ο γιος τους Μάνθος ανήκε στους «Μάιδες», δηλαδή τις Μονάδες Ασφάλειας Υπαίθρου, οι χωριανοί έκαναν μεγάλη φασαρία και η Μάιδες χτύπησαν το Αλβανικό φυλάκιο. Μέχρι να φτάσουν, όμως, στο σημείο της συμπλοκής, ο παππούς ήταν ήδη νεκρός. Στο Αλβανικό φυλάκιο, στο πλαίσιο των αντιποίνων, οι Έλληνες σκότωσαν έναν Αλβανό στρατιώτη, τον οποίο έθαψαν και έκαναν όρκο να μη μαρτυρήσει κανείς αυτό το γεγονός. Έτσι, η γιαγιά Ευθαλία έμεινε χήρα. Το 1985-86 μετανάστευσε στην Αμερική, κοντά στα παιδιά της, και έμεινε μέχρι το 1994, που ζήτησε να επιστρέψει στην πατρίδα, για να πεθάνει εκεί. Πράγματι, έξι – επτά μήνες μετά την επιστροφή της στην Ελλάδα, έφυγε από τη ζωή, σε ηλικία 94 ετών.
Ο πατέρας της βιογραφούμενης, Μάνθος Σαγιάννης, γεννήθηκε τον Αύγουστο του 1925. Στα εφηβικά του χρόνια ασχολήθηκε με την κτηνοτροφία και τη γεωργία. Αφού τελείωσε το σχολείο, σε ηλικία 16-17 ετών, έφυγε από το χωριό του και πήγε στην Αθήνα αναζητώντας μία καλύτερη τύχη. Στην Αθήνα, αρχικά, εργάστηκε σε ένα καφενείο. Το 1941 βρισκόταν στην πλατεία Συντάγματος την ώρα που οι Άγγλοι μάζευαν όλους τους νέους, για να τους μεταφέρουν σε στρατόπεδα εκπαίδευσης στην Αίγυπτο. Στη συνέχεια, κατά την περίοδο του Εμφυλίου Πολέμου (1946-49), πολέμησε με τον Εθνικό Ελληνικό Στρατό εναντίον του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (αντάρτες), την περίοδο 1948-49, στις μάχες του Γράμμου. Σε μια μάχη η χλαίνη του κάηκε από βόμβα, που έπεσε κοντά του, ωστόσο ο ίδιος σώθηκε, γιατί κατάφερε να τη βγάλει έγκαιρα από πάνω του. Αργότερα εξιστορούσε, συχνά, τις μαρτυρίες του από εκείνη την περίοδο στα παιδιά του, τους διηγούνταν τις τρομερές μάχες από τις οποίες γλίτωσαν μόνο έξι – επτά στρατιώτες από τη Μεραρχία του. Ο Μάνθος Σαγιάννης είναι υποστηρικτής της Δημοκρατίας και της Ανεξαρτησίας της Ελλάδας μέχρι σήμερα.
Το 1952 ο Μάνθος Σαγιάννης παντρεύτηκε με τη σύντροφο της ζωής του Πολυξένη Λιόλη, αγρότισσα και μοδίστρα, γεννημένη τον Αύγουστο του 1925 στο Αργυροχώρι του Νομού Ιωαννίνων. Η Πολυξένη απεβίωσε τον Ιούνιο του 2015 σε ηλικία 90 ετών. Το Αργυροχώρι βρίσκεται στο ΒΔ τμήμα του Νομού Ιωαννίνων και έχει υψόμετρο 370 μ. Η συνοριακή γραμμή Αλβανίας – Ελλάδας απέχει σε ευθεία μόλις 1.400 μέτρα κι εκεί βρίσκεται η εκκλησία της Παναγίας. Μεταξύ του Αργυροχωρίου και των χωριών της Β. Ηπείρου εκτείνεται ο κάμπος της Δερόπολης, τον οποίο διασχίζει ο ποταμός Δρίνος. Το Αργυροχώρι, είναι αμφιθεατρικά κτισμένο, με απεριόριστη θέα στα χωριά της Δερόπολης και είναι, κυριολεκτικά πνιγμένο στο πράσινο.
Ο Μάνθος Σαγιάννης σήμερα είναι 92 ετών και ζει στην Αστόρια της Νέας Υόρκης.
Ο παππούς της βιογραφούμενης, από την πλευρά της μητέρας της, ονομαζόταν Νικόλαος Λιόλης και κατάγονταν από το Αργυροχώρι Ιωαννίνων. Παντρεύτηκε με τη Μαγδαληνή και το ζευγάρι απέκτησε από τον γάμο του επτά παιδιά, τέσσερα αγόρια και τρία κορίτσια. Τον Γιώργο, τον Οδυσσέα, την Αγάθη, τον Κώστα, τον Χαρίση, την Ευγενία και την Πολυξένη, μητέρα της βιογραφούμενης.
Ο Γιώργος Λιόλης μετανάστευσε στην Αμερική το 1952. Παντρεύτηκε με τη Μαρίκα και το ζευγάρι απέκτησε δύο κόρες, την Άννα και την Αιμιλία. Απεβίωσε τον Ιούλιο του 2015.
Ο Οδυσσέας Λιόλης παντρεύτηκε με την Περσεφόνη και το ζευγάρι απέκτησε δύο παιδιά, τη Μαγδαληνή και τον Νίκο. Ο Οδυσσέας έφυγε από τη ζωή το 2016.
Η Αγάθη Λιόλη, η αγαπητή θεία, γεννήθηκε στις 16 Ιουλίου 1931 στο Αργυροχώρι Ιωαννίνων. Γυναίκα ήπιων τόνων, εργασιομανής και άφταστη νοικοκυρά, μία κλασική Ελληνίδα μητέρα και αγρότισσα. Ένας άνθρωπος εξαιρετικά υπομονετικός. Το 1956 η Αγάθη παντρεύτηκε με τον Γιάννη Αντωνίου, κρεοπώλη στο επάγγελμα και με καταγωγή από τη Βοστίνα (Πωγωνιανή) Ιωαννίνων. Το ζευγάρι απέκτησε από τον γάμο του τρία παιδιά, τον Αντώνη, τον Λεωνίδα και τον Νικόλαο.
Ο Αντώνης Αντωνίου γεννήθηκε το 1958. Σπούδασε Διοίκηση Επιχειρήσεων και όπως αναφέρει η βιογραφούμενη, είναι άνθρωπος δυναμικός, φιλότιμος και χουβαρντάς. Λατρεύει το γκολφ και το αγαπημένο φαγητό του είναι τα σαλιγκάρια.
Ο Λεωνίδας Αντωνίου είναι επιχειρηματίας. Παντρεύτηκε με τη Zarka και το ζευγάρι έχει αποκτήσει τρία παιδιά, δύο κορίτσια και ένα αγόρι. Τη Τζούλη (Ψυχολόγος), τη Νικόλ και τον Λουκά (μαθητές).
Ο Νικόλαος Αντωνίου παντρεύτηκε με τη Τζούλη και έχει αποκτήσει από τον γάμο του μία κόρη, την Αγάθη, που σήμερα είναι παραγωγός στην τηλεόραση.
Η Αγάθη Λιόλη μαζί με τον σύζυγό της Γιάννη Αντωνίου ήταν οι τελευταίοι Έλληνες μετανάστες που ταξίδεψαν με πλοίο για τη «Γη της Επαγγελίας» και συγκεκριμένα με το ιστορικό πλοίο «Φρειδερίκη», καθώς στη συνέχεια οι μετανάστες ταξίδευαν αεροπορικώς. Ίσως να ήταν και οι τελευταίοι ταξιδιώτες, που πέρασαν τον Ατλαντικό, με τέτοιου είδους πλοίο.
Στην Αμερική η Αγάθη Λιόλη Αντωνίου αφιερώθηκε στο μεγάλωμα των παιδιών της, ενώ ο σύζυγός της, που διέθετε επιχειρηματικό μυαλό, ασχολήθηκε με τις επιχειρήσεις. Ο Γιάννης Αντωνίου άνοιξε μικρές επιχειρήσεις, οι οποίες λειτουργούν έως σήμερα, στο Long Island της Νέας Υόρκης. Στο Long Island η Αγάθη έχει έναν υπέροχο λαχανόκηπο, τον μπαξέ της δηλαδή με όλα τα λαχανικά και φρουτόδεντρα. Ακόμη και σήμερα η θεία Αγάθη ανασκαλεύει στη μνήμη της τα δύσκολα χρόνια του πολέμου.
Όπως αναφέρει η θεία της βιογραφούμενης Αγάθη, «γεννήθηκα το 1931. Ο πόλεμος κηρύχθηκε το 1940, όταν ήμουν μόλις 9 ετών. Ενθυμούμαι εκείνη την ημέρα τις καμπάνες που σήμαιναν και καλούσαν όλο το χωριό να μαζευτεί στην πλατεία. Αφού μίλησαν ορισμένοι άντρες, όλοι συμφώνησαν να φύγουν από το χωριό και να πάνε στο Μαυρόπουλο, ένα διπλανό χωριό, μιας και από το δικό τους θα περνούσε ο Ιταλικός στρατός. Στο Μαυρόπουλο έμειναν δύο βραδιές και στη συνέχεια επέστρεψαν στο Αργυροχώρι. Στον δρόμο της επιστροφής, ήμουν κι εγώ ανάμεσα στα γυναικόπαιδα και δεν θα ξεχάσω τη στιγμή που συναντηθήκαμε με το Ιταλικό στράτευμα και οι Ιταλοί στρατιώτες αντί να μας τρομοκρατήσουν, μοίρασαν στα μωρά γαλέτες, καραμέλες και σοκολάτες. Οι Ιταλοί έφυγαν και τα γυναικόπαιδα συνέχισαν την πορεία τους και έφτασαν στο χωριό. Λίγους μήνες αργότερα ήρθαν πάλι Ιταλοί στρατιώτες στο χωριό και έφτιαξαν έναν γύρο πολυβολεία, δημιουργώντας αναχώματα. Με τα πολυβολεία αυτά χρησιμοποιούσαν το Αργυροχώρι ως φρούριο. Ένα από τα πολυβολεία στήθηκε σχεδόν πάνω από το σπίτι μας. Εκεί εμείς είχαμε μία καλύβα, που φυλάγαμε τα τρόφιμα για τα ζώα. Στην καλύβα αυτή έμεναν και κοιμόντουσαν οι Ιταλοί στρατιώτες, οι οποίοι έμειναν στα μέρη μας περίπου έναν χρόνο και μετά έφυγαν. Εγώ δεν έβγαινα εκείνον τον χρόνο από το σπίτι, τέτοιος ήταν ο φόβος μου. Τα δύο μικρότερα αδέλφια μου πήγαιναν στους στρατιώτες και τους μιλούσαν. Τα μικρά αγόρια πήγαιναν, γιατί οι Ιταλοί τους κερνούσαν καλούδια και τους μάθαιναν τα Ιταλικά. Μεταξύ των Ιταλών στρατιωτών, υπήρχε και ένας που ήταν βίαιος. Γι’ αυτός και ένας άλλος, που ήταν Ιταλός από τη Δωδεκάνησο, είπε στην οικογένεια πως αν τους πειράξει ο κακός Ιταλός να φωνάξουν «Δωδεκανήσιε» και εκείνος θα έρθει αμέσως κοντά τους. Μία μέρα ο βίαιος Ιταλός στρατιώτης έσπασε την πόρτα του σπιτιού μας με την ξιφολόγχη του και μπήκε μέσα. Εκείνη την ώρα μέσα στο σπίτι ήταν η γιαγιά μου Άννα, εγώ και η αδελφή μου Πολυξένη. Βγήκαμε και οι δύο αδελφές και φωνάζαμε από τα παράθυρα «Δωδεκανήσιε» βοήθεια. Πράγματι εκείνος μόλις άκουσε τις φωνές, έφτασε τρέχοντας στο σπίτι και έσπασε στο ξύλο τον βίαιο Ιταλό. Του έδωσε τόσο πολύ ξύλο, που δεν τόλμησε να ξαναπατήσει στο σπίτι μας και να μας ενοχλήσει. Αφού οχυρώθηκαν καλά οι Ιταλοί στο χωριό μας, άρχισε και ο πόλεμος με τους Έλληνες. Απέναντι από το Αργυροχώρι βρίσκεται το Ραντατοβούνι και εκεί πήγαν και οχυρώθηκαν τελικά οι Ιταλοί μετά το χωριό. Στο χωριό ήρθε στη συνέχεια και εγκαταστάθηκε ο Ελληνικός στρατός. Οι δύο στρατοί μεταξύ τους αντάλλασαν οβίδες, οι οποίες έπεφταν γύρω από το σπίτι μας, αλλά, ευτυχώς, καμία δεν μας έπληξε. Συχνά, ακούγαμε σειρήνες και τρέχαμε στη γούβα του μπάρμπα – Στυλιανή, για να κρυφτούμε και να προφυλαχτούμε, όλη η γειτονιά, μέχρι να τελειώσει ο βομβαρδισμός από τα πολεμικά αεροπλάνα. Αυτή η κατάσταση συνεχίστηκε για πολλά χρόνια. Κάποιες φορές έβλεπα τους Έλληνες στρατιώτες με τον σαλπιγκτή τους να φωνάζει «Αέρα» και τους ίδιους να τρέχουν, για να καταλάβουν το Ιταλικό οχυρό.
Έβλεπα τις οβίδες να σκοτώνουν και κατακρεουργούν τα παλικάρια μπροστά στα μάτια μου. Άκουγα τους πυροβολισμούς και το σύνθημα «Αέρα, Αέρα» έως την ώρα που τέλειωσε ο πόλεμος και έφυγαν και οι δύο στρατοί. Ο πόλεμος τέλειωσε, οι Ιταλοί έχασαν και ήρθαν οι Γερμανοί. Κατά τη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής (1941-44) στο χωριό μας φυλάξαμε και σπίτι – σπίτι κρύψαμε τέσσερις – πέντε Ιταλούς στρατιώτες, οι οποίοι κρύβονταν από τους Γερμανούς στρατιώτες. Το 1947, κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου (1946-49), έφτασε ο πόλεμος στο χωριό. Στο Αργυροχώρι τότε ζούσαν περίπου είκοσι αγόρια, τα οποία κρύφτηκαν από τον φόβο του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδος (αντάρτες). Ένα από αυτά τα αγόρια είχε υπηρετήσει στον στρατό και ήταν ο καθοδηγητής των υπολοίπων. Αυτός τους συμβούλευσε να πάνε στα σπίτια τους και να πάρουν φαγώσιμα και ρούχα και στη συνέχεια να συναντηθούν και όλοι μαζί να φύγουν προς ένα ξωκλήσι, που θα ήταν η κρυψώνα τους. Έτσι και έγινε. Γύρω από το ξωκλήσι άκουγαν φασαρία και φωνές, τη φράση «Τις ει» και άλλα. Το γλυκοχάραμα έφυγαν ένας – ένας προς τους Αγίους, όπου συνάντησαν τον Ελληνικό Στρατό και τους πήγαν στα Γιάννενα. Εκεί έμειναν σε ένα σχολείο. Μετά από μία- δύο εβδομάδες μία κοπέλα στο χωριό, που γνώριζε από τον άντρα της πώς θα καθοδηγούσε τα μεγαλύτερα κορίτσια, οργάνωσε μία απόδραση αυτών των κοριτσιών από το χωριό.
Μεταξύ τους ήταν και η μητέρα της Φρειδερίκης, η Πολυξένη. Τα κορίτσια πράγματι έφτασαν στα Γιάννενα και εκεί έζησαν την πείνα και τη φτώχεια. Κάποια στιγμή αποφάσισα να πάρω ένα μεγάλο καρβέλι ψωμί και μία αλλαξιά ρούχα για τα αδέλφια μου και να πάω στα Γιάννενα, μαζί με τον μπάρμπα Κουζούνα. Όταν φτάσαμε στα Γιάννενα, τα αδέλφια μου έμεναν στο σχολείο και η αδελφή μου Πολυξένη έμενε σε ένα ξενοδοχείο μαζί με έναν χωριανό, τον μπάρμπα Τάτση. Εκεί πήγα κι εγώ. Στη συνέχεια, η Κυβέρνηση έβγαλε απόφαση ένταξης των ανταρτόπληκτων σε οικίες και έτσι έμπαιναν και έμεναν μαζί με άλλες οικογένειες στα σπίτια τους. Μετά από αυτή την απόφαση, εμείς μείναμε όλα τα αδέλφια μαζί σε σπίτι με άλλες οικογένειες, οκτώ άτομα σε ένα δωμάτιο. Δύο μήνες αργότερα, στο χωριό έδιωξαν τη γιαγιά και τη μητέρα μου από το σπίτι μας, καθώς και άλλες χωριανές από τα δικά τους σπίτια.
Έδιωχναν τον κόσμο από τα αρχοντικά τους σπίτια, που είχαν βιος, για να σφετεριστούν τις περιουσίες τους. Ένας από τους αντάρτες βοήθησε τη γιαγιά και τη μάνα μου, αλλά οι υπόλοιποι τον πήραν είδηση και τον σκότωσαν. Οι δύο γυναίκες κατάφεραν τελικά και έφτασαν στα Γιάννενα και τις συνάντησα. Η γιαγιά μου πριν φύγει από το σπίτι, έκρυψε τις λίρες της στο μαντρί, σε ένα σημείο μεταξύ τοίχου και σκεπής. Στα Ιωάννινα έμειναν όλοι μαζί τρία χρόνια. Εντωμεταξύ ο ένας αδελφός μου, ο Χαρίσης είχε τοποθετηθεί σε οικοτροφείο, κάποια στιγμή τον είδα, αλλά δεν τον άφηναν να φύγει. Μάλιστα, τον μετέφεραν σε οικοτροφείο της Θεσσαλονίκης και επέστρεψε κοντά μας έπειτα από πέντε χρόνια. Η μικρότερη αδελφή μου, η Ευγενούλα (Νούλα), όταν ο στρατός μάζεψε τα μωρά, τοποθετήθηκε σε παιδούπολη στην Αθήνα και εκεί έμεινε για τρία χρόνια. Τα παιδιά δεν τα έδιναν πίσω κι εμείς ήμασταν παιδιά ορφανά, πολύ αγαπημένα, που το ένα προστάτευε το άλλο. Όταν μετά από τρία χρόνια επιστρέψαμε στο χωριό μας, η γιαγιά το μόνο που βρήκε στο καταστραμμένο πια σπίτι ήταν το κουτί με τα κοσμήματα που έκρυψε στο μαντρί. Στο κουτί υπήρχαν τριάντα λίρες και δύο πεντόλιρα και με αυτά έκαναν την προίκα της Πολυξένης».
Το τέταρτο παιδί της οικογένειας Λιόλη, ο Κώστας Λιόλης, παντρεύτηκε με την Αγγελική και το ζευγάρι απέκτησε δύο παιδιά, ένα αγόρι και ένα κορίτσι. Τον Χαρίση και την Αλεξία. Ο Κώστας εργαζόταν στο Hilton Hotel και ήταν ο πρώτος από την οικογένεια που ήρθε στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, σε ηλικία μόλις 17 ετών και έξι μηνών, με πρόσκληση υιοθεσίας από τον Στέφανο Παπαντωνίου, θείο της γιαγιάς Μαγδαληνής.
Ο Χαρίσης Λιόλης έφυγε από τη ζωή σε ηλικία μόλις 18 ετών, μετά την επιστροφή του από το ορφανοτροφείο της Θεσσαλονίκης.
Η Ευγενία (Νούλα) Λιόλη παντρεύτηκε τον Βασίλειο Σίγκα, με καταγωγή από τη Γλύνα της Βορείου Ηπείρου. Το ζευγάρι απέκτησε από τον γάμο του δύο παιδιά, την Έφη και τη Μαγδαληνή.
Η βιογραφούμενη, Φρειδερίκη Σαγιάννη Παναγιωτάκη, γεννήθηκε στις 8 Οκτωβρίου 1953 στις Ποντικάτες Ιωαννίνων, στην Περιοχή Πωγωνίου στην Ήπειρο. Είναι χτισμένες σε μικρή απόσταση από τα Ελληνοαλβανικά σύνορα, δίπλα στο πανέμορφο δάσος της Μπούνας. Το χωριό μνημονεύεται σε Οθωμανικό κατάστιχο του 1431, ως Bondicati. Το όνομα του χωριού υποδηλώνει χώρο κατοικίας ομώνυμης πατριάς ή φυλής (τσέτας), ενώ για ορισμένους μελετητές είναι ο τόπος της φάρας του Ποντίκη, οικογένεια αρχοντική των Ιωαννίνων. Κατ’ άλλους πιθανολογείται, ως ισχυρότερη εκδοχή, πως η ονομασία οφείλεται στο ότι οι πρώτοι κάτοικοι του χωριού κατάγονταν από την περιοχή του Πόντου ή ότι η ονομασία προέρχεται από το «Ποντίφηξ», ή από την αρχαιοελληνική λέξη «Πόντος», εξαιτίας συγκεκριμένων όμβριων υδάτων στην περιοχή.
Η Φρειδερίκη Σαγιάννη αποφοίτησε από το Δημοτικό σχολείο του χωριού και παρακολούθησε τις δύο πρώτες τάξεις του Γυμνασίου Πωγωνιανής. Τον Μάρτιο του 1967 μετανάστευσε με τους γονείς και τα αδέλφια της στη Νέα Υόρκη. Μία από τις πιο όμορφες αναμνήσεις που έχει κρατήσει από εκείνο το ταξίδι ήταν η έκπληξη που ένοιωσε, όταν είδε τα φώτα της Νέας Υόρκης, καθώς προσγειωνόταν με το αεροπλάνο. Έμοιαζαν τόσα πολλά όσα και τα άστρα του ουρανού. Η ίδια εγγράφηκε στο Γυμνάσιο 141, στην Αστόρια της Νέας Υόρκης και εντάχθηκε σε μία τάξη για τα παιδιά των μεταναστών. Συμπτωματικά ο δάσκαλος της τάξης ήταν Έλληνας, ένας καταπληκτικός δάσκαλος, ο κύριος Έτσιος. Ένας υπομονετικός δάσκαλος, που αγαπούσε τους μαθητές του, δηλαδή ακριβώς το αντίθετο από τις εμπειρίες που είχε από τους δασκάλους της στην Ελλάδα, που ήταν βάρβαροι και χωρίς ενδιαφέροντα. Ο ίδιος δάσκαλος είχε την τύχη να τη διδάξει και τη δεύτερη χρονιά και τη βοήθησε να μάθει την Αγγλική. Αυτός ο άνθρωπος υπήρξε ο μέντορας, για να βάλει τον στόχο να γίνει και η ίδια εκπαιδευτικός. Η βιογραφούμενη διατηρεί όμορφες αναμνήσεις και από τα χρόνια που φοιτούσε στο Λύκειο (High School) του Long Island. Διατηρεί μάλιστα τις καλύτερες εντυπώσεις από τον Διευθυντή του σχολείου, το οποίο ήταν οργανωμένο και βοηθούσε πολύ τους μαθητές. Όπως αναφέρει η ίδια, «νοιώθω ευγνωμοσύνη για τον Διευθυντή κ. Horowitz, ο οποίος θυμάμαι δύο – τρεις φορές την εβδομάδα έκανε τον γύρο στους διαδρόμους για να διαπιστώσει ο ίδιος την εύρυθμη λειτουργία του σχολείου». Αποφοίτησε από το Λύκειο με άριστη βαθμολογία (92 στα 100) και συνέχισε σπουδές στη Βιολογία, στο Hunter College του Μανχάταν, απ’ όπου αποφοίτησε και με τη δυνατότητα να διδάξει ως καθηγήτρια.
Αρχικά, η Φρειδερίκη Σαγιάννη εργάστηκε, ως βιολόγος ερευνήτρια, στο New York Hospital, για τρία χρόνια, όπου έλαβε μέρος σε μία έρευνα στην Παιδιατρική Ενδοκρινολογία. Αν και το εργασιακό περιβάλλον της ήταν πολύ σκληρό για την ίδια, είχε την τύχη να γνωρίσει τη Dr. Maria Knew, η οποία ήταν τμηματάρχης και μία από τις ελάχιστες γυναίκες σε μία τόσο υψηλή θέση. Η γυναίκα αυτή την ενέπνευσε, καθώς υπήρξε ένα απτό παράδειγμα, που της έδωσε το κίνητρο να σκεφτεί πως και η γυναίκα μπορεί να ολοκληρώσει τα όνειρα, τους στόχους και τα σχέδια που έχει για το μέλλον στην Αμερική.
Τον Σεπτέμβριο του 1978 προσελήφθη από το σχολείο του Αγίου Δημητρίου στην Αστόρια, για να διδάξει και σαν εκπαιδευτικός σύμβουλος. Παρέμεινε στη θέση αυτή έως το 1981, έχοντας στο ενεργητικό της ένα πλούσιο έργο, όπως την διαγραφή του νέου και πρώτου Λυκείου της Διασποράς. Το 1982 συνέχισε τις σπουδές της στο πανεπιστήμιο Columbia University, Teachers College in NYC, στον κλάδο Σχολική Διοίκηση. Τον 9/1984 έγινε Διευθύντρια στο A. Fantis Parochial School and Jamaica Day, St. Demetrios Jamaica, μέχρι το 1998. Από το 1998 – 2014 διετέλεσε Science Teacher, MS 216Q, ενώ από τον 9/2015 – 6/2016 διετέλεσε Διευθύντρια Σχολείου, στο Holy Cross Day School. Την περίοδο 9/16 – 6/17 διετέλεσε Εκπαιδευτικός Σύμβουλος και Προγραμματιστής Προσωπικού στο Ελληνοαμερικανικό σχολείο του Αγίου Δημητρίου. Τέλος από τον 7/2017 έως σήμερα είναι Υπεύθυνη για την πιστοποίηση/εξέταση των καθηγητών στην Ελληνική γλώσσα και Leadership ικανότητες για διευθυντές.
Το 1986 η Φρειδερίκη Σαγιάννη παντρεύτηκε με τον ηλεκτρολόγο Γιώργο Παναγιωτάκη, γιος του Στέφανου και της Μαρίας, με καταγωγή από τη Χίο, αλλά και πρόσφυγες από το Σουδάν μετά τον διωγμό το 1963, όπου ζούσαν. Η Χίος είναι νησί του Ανατολικού Αιγαίου και απέχει ελάχιστα από τις ακτές της Μικράς Ασίας. Είναι το πέμπτο μεγαλύτερο σε μέγεθος νησί στην Ελλάδα. Η Χίος έχει μεγάλη απόδημη κοινότητα σε Λονδίνο και Νέα Υόρκη. Τα κύρια προϊόντα που εξάγει είναι η μαστίχα, το λάδι, τα σύκα και το κρασί, ενώ έχει διεθνή φήμη για το μέγεθος και την ποιότητα της ναυτιλίας της. Πρωτεύουσα του νομού είναι η πόλη της Χίου, που λέγεται και Χώρα. Το 1566 το νησί κατακτάται από τους Τούρκους, το 1822 συντελείται η καταστροφή της Χίου με 30.000 σφραγισθέντες, για να ακολουθήσει η απελευθέρωση το 1912.
Το ζευγάρι απέκτησε από τον γάμο του έναν γιο, τον Στέφανο. Ο Στέφανος Παναγιωτάκης γεννήθηκε τον Δεκέμβριο του 1986 και είναι ένα παιδί ανεξάρτητο, υπάκουο και δημιουργικό. Ένα παιδί που αγαπά την οικογένεια και ειδικά της γιαγιάδες του. Για πολλά χρόνια συνόδευε τη γιαγιά του Πολυξένη στα ψώνια που έκανε στο super market. Σήμερα είναι καθηγητής και διδάσκει Ιστορία σε Γυμνάσιο της Νέας Υόρκης. Τον Νοέμβριο του 2015 παντρεύτηκε με τη λογοθεραπεύτρια Allison Ferrari και το ζευγάρι απέκτησε έναν γιο, τον μικρό Λίο – Λεωνίδα, ο οποίος γεννήθηκε τον Ιούλιο του 2017.
Σήμερα η Φρειδερίκη Σαγιάννη Παναγιωτάκη εργάζεται κατά περιόδους στο Υπουργείο Παιδείας, στη Νέα Υόρκη, ως επιθεωρήτρια, με σύμβαση. Στο πλαίσιο των καθηκόντων της διορθώνει τα γραπτά των εκπαιδευτικών, που παίρνουν μέρος σε διαγωνισμούς κάλυψης θέσεων Διευθυντών Σχολείων, 2 – 3 φορές τον χρόνο. Η ίδια έχει διατελέσει για έξι χρόνια μέλος του Ανώτατου Εκπαιδευτικού Συμβουλίου της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αμερικής, επί θητείας Αρχιεπισκόπου Ιακώβου και είναι μέλος της Οργάνωσης των Παροικιακών Σχολείων της Πολιτείας της Νέας Υόρκης. Η Φρειδερίκη Σαγιάννη Παναγιωτάκη αφιερώνει τον ελεύθερο χρόνο της στο διάβασμα, την πεζοπορία/περπάτημα, τις παραθαλάσσιες διαδρομές και τα ταξίδια σε αρχαιολογικούς χώρους. Της αρέσει ιδιαίτερα να επισκέπτεται τα εθνικά πάρκα της Αμερικής, όπως το Grand Canyon και Muir Woods, με τα υπέροχα κόκκινα δέντρα στην Καλιφόρνια, και άλλα οικολογικά τοπία και υδατοπάρκα στο Μεξικό. Ασχολείται και με τον κήπο της, που καλλιεργεί πολλές τριανταφυλλιές και θάμνους για πεταλούδες και μελίσσια.