Ο Γιάννης Ντοκμετζίογλου είναι Ιατρός Χειρουργός, μετεκπαιδευμένος το 1988 στην τότε Δυτική Γερμανία στη Χειρουργική του Παχέος Εντέρου και σήμερα είναι Ομότιμος Καθηγητής Χειρουργικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Έχει συνταξιοδοτηθεί τον Σεπτέμβριο του 2012.
Ο Γιάννης Ντοκμετζίογλου γεννήθηκε στις 4 Ιουλίου 1945 στην Κωνσταντινούπολη, στην περιοχή Σαλμάτομβρουκ που είναι κοντά στην Πύλη του Αδριανού (Edirnekapı) στα Θεοδοσιανά τείχη. Έμεινε στο πατρικό σπίτι της μητέρας του, στο Σαλμάτομβρουκ, μέχρι τα πέντε του χρόνια και μετά μετακόμισαν στο ανακαινισμένο πατρικό του πατέρα του, στο Φανάρι. Οι σπουδές του ξεκίνησαν από το τετρατάξιο Δημοτικό Σχολείο του Μπαλατά που στεγαζόταν στην εκκλησία των και συνεχίσθηκαν στην Ιστορική Μεγάλη του Γένους Σχολή, όπου μαθήτευσε για 8 χρόνια (5η, 6η δημοτικού, τρεις τάξεις στο Γυμνάσιο και τρεις τάξεις στο Λύκειο) από την οποία πήρε το απολυτήριό του.
Το επώνυμο Ντοκμετζίογλου σημαίνει ο γιος του χυτοσιδηρά (Ντοκμετζί = χυτοσιδηράς, ογλού = γιος) στα τουρκικά. Κάποιος προπάππος του στην Καππαδοκία ήταν χυτοσιδηράς και κατασκεύαζε μεταξύ άλλων και μανουάλια για τις εκκλησίες, εξ ου και το επώνυμο αυτό. Εξ’ άλλου στην Καππαδοκία το φαινόμενο αυτό, δηλαδή το επάγγελμα να καθορίζει το επώνυμο, ήταν συνηθισμένο. Ο παππούς Απόστολος ήταν από την Νεάπολη (Νέβσεχιρ) της Καππαδοκίας όπου γεννήθηκε το 1863 και αποβίωσε στην Κωνσταντινούπολη το 1918. Ο Απόστολος ήταν, πιθανότατα, έμπορος. Η σύζυγός του Χαρίκλεια ήταν από την Καισάρεια (Κάισερι) της Καππαδοκίας, όπου γεννήθηκε το 1873 και αποβίωσε το 1961 στην Κωνσταντινούπολη. Αμφότεροι είναι ενταφιασμένοι στον οικογενειακό τάφο της οικογένειας του πατέρα του στα Νεκροταφεία της Μονής Ζωοδόχου Πηγής Μπαλουκλή.
Η Χαρίκλεια ήταν τουρκόφωνη, αφού μιλούσε μόνο τουρκικά και έτσι ο βιογραφούμενος ήταν δίγλωσσος, μεγάλωσε δηλαδή μαθαίνοντας ταυτόχρονα δύο γλώσσες, ελληνικά και τουρκικά. Πολλοί από τους Καππαδόκες μιλούσαν μόνο τουρκικά και τους έλεγαν Καραμανλήδες.
Για το όνομα αυτό υπάρχουν δύο εκδοχές: η μία είναι περιοχική, σύμφωνα με την οποία επειδή στην Καππαδοκία υπήρχε μία μεγάλη πεδιάδα που λεγόταν Καραμάν, οι καταγόμενοι από την ευρύτερη περιοχή αυτή λέγονταν Καραμανλήδες. Η άλλη εκδοχή είναι θρησκευτική. Όταν οι Οθωμανοί κατέκτησαν την Καππαδοκία πολλά χρόνια πριν την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, ο Σουλτάνος ζήτησε, όπως γινόταν συνήθως, να γίνουν Μουσουλμάνοι με την απειλή σφαγής. Ο βεζύρης του που ήξερε τους Καππαδόκες, είπε στον Σουλτάνο πως αυτοί εδώ δεν πρόκειται να αλλαξοπιστήσουν γιατί είναι πολύ πιστοί Χριστιανοί (καρά = μαύροι, ιμανλήδες = πιστοί) κι έτσι βρέθηκε η μέση λύση να αλλάξουν τη γλώσσα, κάτι το οποίο δέχθηκαν οι Καππαδόκες και έγιναν τουρκόφωνοι, όμως επειδή δεν ήθελαν να χάσουν την επαφή με την ελληνική γλώσσα διατήρησαν την ελληνική γραφή, μάθαιναν δηλαδή και γνώριζαν το ελληνικό αλφάβητο και έγραφαν τα τουρκικά με ελληνικά γράμματα, που ήταν μία παγκόσμια πρωτοτυπία. Κυκλοφορούσαν σχολικά, εκκλησιαστικά βιβλία, Ευαγγέλια, περιοδικά εγκυκλοπαίδειες με αυτή τη γραφή.
Όταν με την Ανταλλαγή ήλθαν στην Ελλάδα, οι τουρκόφωνοι Καππαδόκες ήθελαν να διαβάζουν. Για τον λόγο αυτό υπήρξαν τυπογραφεία στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη, στην Καβάλα, που τύπωναν τέτοια βιβλία μέχρι το 1935. Ο βιογραφούμενος δέχεται την θρησκευτική εκδοχή του ονόματος, επειδή η γιαγιά του Χαρίκλεια ήταν πολύ πιστή Χριστιανή.
Ο Απόστολος και η Χαρίκλεια απέκτησαν τρία αγόρια στην Καππαδοκία τα οποία αποβίωσαν σε επιδημία διφθερίτιδας. Μετανάστευσαν στην Κωνσταντινούπολη όπου ο Απόστολος αγόρασε σπίτι στο Φανάρι, που τότε ήταν η κορυφαία συνοικία της Πόλης και την κατοικούσαν αποκλειστικά Έλληνες. Απέκτησαν άλλα τρία αγόρια, στα οποία έδωσαν τα ίδια ονόματα των παιδιών τους που αποβίωσαν. Ο Μιχάλης, ο μεγαλύτερος από τα τρία αδέλφια και πατέρας του βιογραφούμενου, γεννήθηκε το 1907 στην Κωνσταντινούπολη και πέθανε στις 5 Νοεμβρίου 1970 στην Κωνσταντινούπολη και είναι ο τελευταίος που ενταφιάσθηκε στον οικογενειακό τους τάφο στα Νεκροταφεία Μπαλουκλή.
Ο Πρόδρομος, δεύτερος στη σειρά αδερφός, γεννήθηκε το 1910 στην Κωνσταντινούπολη. Ήταν υπάλληλος σε ζαχαροπλαστείο. Αποβίωσε στη Θεσσαλονίκη το 1985, όπου είχαν μεταναστεύσει με τη σύζυγό του Κατερίνα. Ήταν άτεκνοι.
Ο μικρότερος αδελφός, ο Γιάννης, γεννήθηκε το 1911 στην Κωνσταντινούπολη και αποβίωσε το 1982 στην Αθήνα, όπου είχαν μεταναστεύσει το 1971 με τη σύζυγό του Δέσποινα. Ο Γιάννης ήταν υπάλληλος σε αλλαντοπωλείο και στη συνέχεια στο ζαχαροπλαστείο του πεθερού του, στην Πόλη. Απέκτησε δύο παιδιά, τον Απόστολο που γεννήθηκε το 1943 στην Πόλη και ζει στην Αθήνα και τη Χαρίκλεια, που γεννήθηκε το 1951, επίσης στην Πόλη και ζει στην Αθήνα.
Ο Μιχάλης, ο πατέρας του βιογραφούμενου, ήταν κόφτης και σχεδιαστής υποδημάτων. Την εποχή εκείνη ήταν προσοδοφόρα τέχνη, αφού όλα τα υποδήματα γίνονταν κατόπιν παραγγελίας. Ειδικά οι καλοί τεχνίτες κατασκεύαζαν και υποδήματα για ανθρώπους με κάποιες ιδιομορφίες στα πόδια. Ο πατέρας του βιογραφούμενου ήταν εξειδικευμένος στον τομέα αυτό και είχε πολλούς και καλούς πελάτες. Έμαθε την τέχνη αυτή στο ελληνικό κατάστημα Αλτίν Τσιζμέ (Altın Çizme = Χρυσή Μπότα) του Ονούφριου Καρκιλίδη που κατασκεύαζε υποδήματα κατά παραγγελία και πελάτης του συγκεκριμένου καταστήματος ήταν ο Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ (Mustafa Kemal Atatürk). Στη φωτογραφία 13 (του 1936, όπως γράφεται στη φωτογραφία, από το οικογενειακό αρχείο του βιογραφούμενου) βλέπουμε τον Κεμάλ να βγαίνει από το κατάστημα με την ψυχοκόρη του και στην άκρη δεξιά, όπως βλέπουμε τη φωτογραφία, τους δύο σωματοφύλακές του. Κάτω από τον τίτλο του καταστήματος φαίνεται και το έτος ίδρυσης: 1900.
Το κατάστημα αυτό βρισκόταν στην περιοχή της Πόλης Σίρκετζι (Sirkeci), όπου βρισκόταν και βρίσκεται και σήμερα ο Σιδηροδρομικός Σταθμός που ήταν και είναι η αφετηρία για τα τραίνα που πηγαίνουν στα δυτικά παραλιακά προάστια της Πόλης στην Προποντίδα, καθώς και στις διάφορες πόλεις της Θράκης και της Ευρώπης.
Το κατάστημα επί παραγγελία υποδημάτων του Μιχάλη ήταν στο Χαβιαρόχανο, που ήταν μία υπαίθρια κλειστή αγορά με πολλά καταστήματα στο κέντρο του Γαλατά, με μεγάλες σιδερένιες πόρτες εισόδου και εξόδου, που άνοιγαν το πρωί και έκλειναν το βράδυ. Η πινακίδα του καταστήματός του έφερε τον τίτλο Πλατινένια Μπότα (Platın Çizme). Ο τίτλος είναι επηρεασμένος από το μαγαζί που έμαθε την τέχνη του. Απ’ ότι θυμάται ο βιογραφούμενος, όταν τον έπαιρνε ο πατέρας του μαζί του τα καλοκαίρια για παρέα στο κατάστημά του όταν ήταν μικρός, είχε μεγάλα τετράδια με πολύ χοντρά εξώφυλλα, τα οποία τα άνοιγε και ο πελάτης πατούσε τα δύο του πόδια, στα δύο φύλλα του ανοιχτού τετραδίου και σχεδίαζε το περίγραμμα των ποδιών, μετρούσε τις διαστάσεις τους, που καταγράφονταν στις αντίστοιχες σελίδες, μαζί με τα στοιχεία του πελάτη και φυλάσσονταν στο αρχείο, για μεταγενέστερες παραγγελίες. Ο πελάτης στη συνέχεια επέλεγε το είδος και το χρώμα του δέρματος που επιθυμούσε από το δειγματολόγιο, το σχέδιο, τον συνδυασμό χρωμάτων (υπήρχαν τότε δίχρωμα και τρίχρωμα υποδήματα), από διάφορα περιοδικά που περιείχαν τα σύγχρονα σχέδια. Στη συνέχεια ετοίμαζε από χοντρό χαρτόνι τα πατρόν των διαφόρων κομματιών της πρόσοψης, που φυλάγονταν και αυτά για μεταγενέστερες παραγγελίες, με τα οποία έκοβε στον πάγκο από το δέρμα επιλογής του πελάτη τα διάφορα κομμάτια της πρόσοψης. Στη συνέχεια ονομάτιζε τα καλαπόδια του πελάτη και τα διαμόρφωνε σύμφωνα με τα πόδια του και τις πιθανές ιδιομορφίες, αν υπήρχαν, και αυτά βέβαια φυλάσσονταν στο αρχείο του καταστήματος για επόμενες παραγγελίες.
Η διαδικασία συνεχιζόταν με τους συνεργάτες του, που ήταν ο φόντιατζης, που συναρμολογούσε τα κομμάτια της πρόσοψης και τα φοδράριζε και του κάλφα, που ήταν ο τελικός κατασκευαστής του υποδήματος, που τοποθετούσε την πρόσοψη στο καλαπόδι και ένωνε, με ραφή στο χέρι, την πρόσοψη με τη βάση (σόλα και τακούνι, που ήταν από χοντρό δέρμα), που και αυτά είχαν ετοιμασθεί από τον Μιχάλη σύμφωνα με τα πατρόν. Το ζευγάρι ήταν έτοιμο σε δέκα μέρες περίπου. Όπως διαπιστώνεται, η κατασκευή ήταν μία μεγάλη και περίπλοκη διαδικασία απολύτως χειροποίητη -για τον λόγο αυτό αναφέρθηκε με τόσες λεπτομέρειες από τον βιογραφούμενο, όπως τα έζησε- όμως το παπούτσι ταίριαζε σαν γάντι στο πόδι του πελάτη, ειδικά σε αυτόν που είχε κάποιες ιδιομορφίες.
Ο Μιχάλης ορφάνεψε από πατέρα σε ηλικία 11 χρόνων και αναγκάστηκε να σταματήσει τις σπουδές του στην 4η δημοτικού για να εργαστεί και να συντηρήσει την οικογένεια, αφού ήταν ο μεγαλύτερος από τα τρία αδέλφια. Πάντως του άρεσε το διάβασμα και διάβαζε πολύ. Θυμάται ο βιογραφούμενος, όταν ήταν έφηβος, τον πατέρα του να διαβάζει την Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης, που ήταν ογκώδες βιβλίο το οποίο το έπαιρνε μαζί του στο μαγαζί του και επειδή τέτοια βιβλία ήταν απαγορευμένα στην Τουρκία, είχε ντύσει το βιβλίο με αδιαφανές χρωματιστό χαρτί, για να μην φαίνεται ο τίτλος. Φαίνεται πως την αγάπη του για την Ιστορία την κληρονόμησε ο βιογραφούμενος από τον πατέρα του.
Η Πηνελόπη Μπορμπόρογλου, μητέρα του βιογραφούμενου ήταν το μεγαλύτερο από τα τέσσερα παιδιά του Γιάννη και της Μαγδαληνής Μπορμπόρογλου.
Ο Γιάννης Μπορμπόρογλου, του οποίου ο βιογραφούμενος φέρει το όνομα, γεννήθηκε το 1890 στη Μουταλάσκη (σήμερα Τάλας) της Καππαδοκίας, που ήταν μία παραθεριστική κωμόπολη, κοντά στην Καισάρεια (Κάισερι σήμερα) και αποβίωσε το 1967 στην Πόλη. Η σύζυγός του, Μαγδαληνή, γεννήθηκε το 1892 στη Νίγδη της Καππαδοκίας και αποβίωσε το 1971 στην Πόλη. Αμφότεροι είναι ενταφιασμένοι στον οικογενειακό τους τάφο στα Νεκροταφεία Εγρίκαπι στο προάστιο Εντιρνέκαπι (Πύλη του Αδριανού) της Πόλης. Οι Τούρκοι στον πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ξαναπήραν φαντάρους από τις μειονότητες τις «20 ηλικίες», όπως χαρακτηρίστηκαν, άνδρες από 20-40 χρόνων που είχαν ήδη υπηρετήσει και τους έστειλαν με τα περιβόητα Τάγματα Εργασίας (Αμελέ Ταμπουρού) στην Ανατολή με σκοπό να τους εξοντώσουν με κοπιαστική εργασία και άθλιες συνθήκες διαβίωσης. Όπως ήταν φυσικό ελάχιστοι επέστρεψαν. Ένας από τους ελάχιστους που επέστρεψαν ήταν και ο Γιάννης που γύρισε μετά από 4 χρόνια αφάνταστης ταλαιπωρίας. Η οικογένειά του τον θεωρούσε πεθαμένο. Όταν κτύπησε την πόρτα και του άνοιξε η μητέρα του, τον πέρασε για ζητιάνο, αξύριστος όπως ήταν και με παλιά ρούχα, του έκλεισε την πόρτα κατάμουτρα και χρειάστηκε να της πει πως ήταν ο γιος της ο Γιάννης για να τον αναγνωρίσει και να τον σφίξει στην αγκαλιά της. Ο παππούς Γιάννης ήταν υποδιευθυντής στο υποκατάστημα του εργοστασίου υφασμάτων του Γεωργίου Κυριακίδη στην Πόλη. Είχε άλλα τρία αδέλφια: τον Πρόδρομο, τον Αλέκο και την Ολυμπία. Ο Πρόδρομος ήταν ξυλέμπορος στην Πόλη και συγχρόνως μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Μεγάλης του Γένους Σχολής, σαν παλιός απόφοιτός της. Ο Πρόδρομος με τη γυναίκα του Φρόσω, που ήταν και νονοί του βιογραφούμενου, μετά τα γεγονότα της 6-7 Σεπτεμβρίου 1955 μετανάστευσαν με τα παιδιά τους Πηνελόπη και Γιώργο στην Αμερική. Ο Αλέκος με την απόβαση των Ελλήνων στη Σμύρνη και την απελευθέρωση της Πόλης κρέμασε μία τεράστια Ελληνική σημαία στο σπίτι του αδελφού του Γιάννη στο Σαλμάτομβρουκ. Όταν άλλαξαν όμως τα πράγματα και τον κυνηγούσαν οι Τούρκοι να τον σκοτώσουν, έφυγε στη Νότιο Αμερική για να σωθεί και χάθηκαν τα ίχνη του. Η Ολυμπία έζησε και αποβίωσε στην Πόλη. Η γιαγιά Μαγδαληνή, σύζυγος του παππού Γιάννη, είχε άλλα δύο αδέλφια, τη Σοφία που έζησε και πέθανε σε μεγάλη ηλικία στην Πόλη και τον Αλέκο που αποβίωσε σε ηλικία 18 χρόνων.
Η μητέρα του βιογραφούμενου, Πηνελόπη Μπορμπόρογλου, γεννήθηκε το 1915 στην Πόλη, μετανάστευσε στην Αθήνα το 1986 και αποβίωσε εκεί το 2006. Είχε άλλα τρία αδέλφια, όπως έχει ήδη προαναφερθεί. Την Κυβέλη, που γεννήθηκε το 1917 και αποβίωσε πολύ νέα, το 1938 από ενδοκαρδίτιδα και ενταφιάσθηκε, όπως και οι γονείς της, στον οικογενειακό τους τάφο στα Νεκροταφεία του Εγρίκαπι. Τον Βασίλη, που γεννήθηκε στην Πόλη, ήταν γιατρός, παντρεύτηκε την προξενική υπάλληλο Έφη Βουτσινά το 1968, μετανάστευσαν στην Αθήνα το 1989, και αποβίωσε το 2009 στην Αθήνα. Ήταν άτεκνοι. Τη Γεωργία, που γεννήθηκε το 1925 στην Πόλη και είχε μία σχέση αμοιβαίας αγάπης με τον βιογραφούμενο, ήταν δηλαδή σαν δεύτερη μητέρα του, αφού ήταν πολύ νέα όταν γεννήθηκε ο βιογραφούμενος και συνέβαλε ουσιαστικά στο μεγάλωμά του. Παντρεύτηκε τον Κώστα Γκιόλμα το 1949, απέκτησαν ένα γιο, τον Χρήστο, που μετανάστευσε το 1973 στην Αθήνα και ζει εκεί. Η Γεωργία μετανάστευσε στην Αθήνα το 1985 και αποβίωσε το 1989.
Ο Μιχάλης παντρεύτηκε την Πηνελόπη στο Πατριαρχείο το 1944. Απέκτησαν δύο παιδιά, τον βιογραφούμενο Γιάννη που γεννήθηκε το 1945, όπως έχει προαναφερθεί, και την Κυβέλη που γεννήθηκε το 1951.
Η Πηνελόπη ήταν απόφοιτος του Ιωακείμειου Παρθεναγωγείου στο Φανάρι. Ήθελε να σπουδάσει Ιατρική, παρακολούθησε κάποια μαθήματα στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Κωνσταντινούπολης μαζί με τον αδελφό της Βασίλη, που ήταν φοιτητής τότε, αλλά ο πατέρας της δεν της το επέτρεψε. Πιθανότατα την επιθυμία της αυτή την κληρονόμησε ο γιος της Γιάννης που από πολύ μικρός ήθελε να γίνει γιατρός, που αργότερα η επιθυμία του αυτή έγινε εμμονή. Η Πηνελόπη ήταν Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Φιλοπτώχου Αδελφότητας Αντιφωνητού Ποτηρά (από το 1953 μέχρι το 1959), που το αποτελούσαν 7 γυναίκες, που στεγαζόταν στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου κοντά στο πατρικό του σπίτι στο Φανάρι.
Η επιθυμία του βιογραφούμενου να γίνει γιατρός ήταν πολύ μεγάλη, αφού όταν αποφοίτησε το 1963 από τη Μεγάλη του Γένους Σχολή, έδωσε εξετάσεις μόνο στην Ιατρική Σχολή, ενώ είχε τη δυνατότητα να δώσει σε όλες τις Σχολές, αφού οι εξετάσεις ήταν σε διαφορετικές ημερομηνίες. Δεν πέρασε στις εξετάσεις. Εργάστηκε για ένα χρόνο στο ελληνικό πολυκατάστημα Άνκαρα Παζάρ στην Πλατεία Ταξίμ, αρχικά ως ταμίας και μετά στο Λογιστήριο, επειδή ήθελε να μαζέψει κάποια χρήματα για το ενδεχόμενο, αν δεν περάσει στην Ιατρική, να μεταναστεύσει για σπουδές στην Ελλάδα για να εκπληρώσει τον στόχο που είχε βάλει. Το 1964 έδωσε ξανά εξετάσεις, με το σύστημα πολλαπλών (10) επιλογών που εφαρμόσθηκε για πρώτη φορά τότε. Πέρασε στη Γαλλική Φιλολογία αλλά για να πραγματοποιήσει τον διακαή του πόθο και την εμμονή να γίνει γιατρός, ήλθε στη Θεσσαλονίκη και εγγράφηκε στην Ιατρική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Η απόφαση αυτή ήταν πολύ δύσκολη για τον βιογραφούμενο, επειδή θα έφευγε πρώτη φορά μακριά από το σπίτι του. Όμως ήταν αποφασισμένος για να επιτύχει τον σκοπό της ζωής του να κάνει όλες τις θυσίες που ήταν απαραίτητες. Ο πατέρας του Μιχάλης, ενώ τον έπαιρνε τα καλοκαίρια μαζί του στο κατάστημά του για παρέα, όταν ήταν μικρός, όπως έχει προαναφερθεί, ποτέ του δεν προσπάθησε να τον πείσει να ακολουθήσει την τέχνη του, επειδή αφενός γνώριζε την επιθυμία του γιου του να γίνει γιατρός και αφετέρου η πεποίθησή του ήταν πως ένας νέος πρέπει ο ίδιος να επιλέξει αυτό που θέλει να κάνει στη ζωή του, γιατί τότε θα το κάνει καλά και πρέπει οι γονείς του να τον βοηθήσουν σε αυτό. Την πεποίθησή του αυτή την έκανε πράξη, ενώ είχε σοβαρό οικονομικό πρόβλημα αφού το κατάστημα του καταστράφηκε στα γεγονότα της 6-7 Σεπτεμβρίου 1955 και μόλις το ανακαίνισε και άρχισε να δουλεύει ξανά, το 1959 απαλλοτριώθηκε όλη η περιοχή του Χαβιαρόχανου, λόγω του ότι έγιναν υπόγειες διαβάσεις στο Γαλατά, όπως της Ομόνοιας. Έτσι ουσιαστικά έμεινε χωρίς δουλειά και θα είχε όλο το δίκαιο με το μέρος του να προσπαθήσει να αποτρέψει τον γιο του να πάει στην Ελλάδα για να γίνει γιατρός και να παραμείνει στην Πόλη και να σπουδάσει Γαλλική Φιλολογία. Δεν το έκανε και έπεισε τη γυναίκα του λέγοντάς της: «άφησε το παιδί να κάνει αυτό που θέλει γιατί θα το κάνει καλά», που ήταν η πεποίθησή του, όπως έχει προαναφερθεί. Η μητέρα του δεν ήθελε ο γιος της να φύγει για σπουδές στην Ελλάδα, όμως πείσθηκε από τον σύζυγό της και οι δύο μαζί βοήθησαν τον γιο τους να πραγματοποιήσει τον σκοπό της ζωής του. Όλα αυτά ο βιογραφούμενος τα θυμάται με πολλή συγκίνηση και δακρύζει όταν σκέφτεται πως το ότι έγινε γιατρός, το οφείλει στους γονείς του και ειδικότερα στον πατέρα του. Δυστυχώς κάτι που τον στενοχωρεί ιδιαίτερα είναι ένα τραγικό γεγονός, που συνέβη κατά τη διάρκεια των πτυχιακών του εξετάσεων, όταν αποβίωσε ο πατέρας του και η μητέρα του δεν τον ενημέρωσε για το γεγονός, φοβούμενη να μην αναβληθεί ή ακόμη και να ανασταλεί η απόκτηση του πτυχίου Ιατρικής, που ήταν ο διακαής πόθος του Γιάννη. Ο πατέρας του κηδεύθηκε χωρίς να είναι παρόντα τα παιδιά του, αφού και η αδελφή του ήταν μαζί του στη Θεσσαλονίκη, για να γνωρίσει την Ελλάδα. Έτσι ολοκλήρωσε τις σπουδές του κι έγινε και το σχετικό γλέντι για την απόκτηση του πτυχίου. Έγραψε και μία ευχαριστήριο επιστολή προς τους γονείς του, την οποία ο πατέρας του δεν την διάβασε ποτέ. Μετά έμαθαν για το τραγικό γεγονός και ταξίδεψαν στην Πόλη με την αδελφή του και επισκέφθηκαν τον τάφο για το τελευταίο αντίο, αφού δεν παραβρέθηκαν στην κηδεία. Από τότε και για όσο θα ζήσει ο Γιάννης θα τον στεναχωρεί και θα τον λυπεί το γεγονός ότι δεν είχε την δυνατότητα να τον ευχαριστήσει, προσφέροντας έστω και το ελάχιστο, σε αντάλλαγμα για όσα του προσέφερε ο πατέρας του.
Ο βιογραφούμενος είχε αποφασίσει να γίνει χειρουργός. Επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη και ολοκλήρωσε την υποχρεωτική υπηρεσία υπαίθρου στη Χειρουργική Κλινική του Γενικού Νοσοκομείου Λήμνου όπου παρέμεινε για ένα χρόνο και συγχρόνως ειδικεύθηκε στη Χειρουργική για το ίδιο χρονικό διάστημα. Από το 1972 συνέχισε την ειδίκευσή του στην Προπαιδευτική Χειρουργική Κλινική, με Διευθυντή, τότε, τον αείμνηστο Καθηγητή Όμηρο Αλετρά, του Νοσοκομείου Α Χ Ε Π Α. Το 1973, μετά από πρόταση του Καθηγητή Αλετρά, έγινε Πανεπιστημιακός Βοηθός. Το 1975, ολοκλήρωσε την ειδίκευσή του στη Χειρουργική και μετά από επιτυχείς εξετάσεις έγινε Γενικός Χειρουργός. Στη συνέχεια ολοκλήρωσε τη Διδακτορική του Διατριβή, μία Κλινική Μελέτη με θέμα: Καρκίνωμα Θυρεοειδούς Μελέτη 140 ασθενών, με επιβλέποντα Καθηγητή τον αείμνηστο Τάσο Αηδονόπουλο, ο οποίος όταν το 1987 ίδρυσε τη Γ’ Χειρουργική και ήταν ο πρώτος Διευθυντής της, του έκανε την τιμή να τον συμπεριλάβει μαζί με κάποιους συναδέλφους από την Προπαιδευτική Χειρουργική, στα ιδρυτικά μέλη της Γ’ Χειρουργικής. Το 1988, μετεκπαιδεύτηκε για 6 μήνες στη Χειρουργική του Παχέος Εντέρου, στην τότε Δυτική Γερμανία. Ακολούθησε πανεπιστημιακή καριέρα και περνώντας όλες τις βαθμίδες της μετά από πολλαπλές κρίσεις, το 2007 έγινε Τακτικός Καθηγητής. Κατά τη διάρκεια της καριέρας του έχει συγγράψει μόνος ή και με άλλους συναδέλφους του, γύρω στις 160 εργασίες, που δημοσιεύθηκαν σε ελληνικά και ξένα Επιστημονικά Περιοδικά, καθώς και κεφάλαια σε βιβλία Ιατρικού περιεχομένου. Τον Σεπτέμβριο του 2012, συνταξιοδοτήθηκε μετά από 41 χρόνια προϋπηρεσίας. Στη συνέχεια εκλέχθηκε από τον Χειρουργικό Τομέα Ομότιμος Καθηγητής.
Στην προσωπική του ζωή, ο βιογραφούμενος παντρεύτηκε, το 1973, την Κυριακή Χαρπίδου, η οποία γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Ο πατέρας της ήταν ο Γεώργιος Χαρπίδης, ο οποίος γεννήθηκε το 1914 στην Οινόη του Πόντου και ήλθε το 1923 με την Ανταλλαγή στη Θεσσαλονίκη, όπου έζησε και αποβίωσε το 1997. Η μητέρα της ήταν η Όλγα Αϊβάζογλου-Χαρπίδου, η οποία γεννήθηκε το 1921 στο Ικόνιο της Μικράς Ασίας και ήλθε το 1923 με την Ανταλλαγή στη Θεσσαλονίκη, όπου έζησε και αποβίωσε το 2002.
Η Κυριακή Χαρπίδου-Ντοκμετζίογλου είναι πτυχιούχος Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Απέκτησαν δύο παιδιά, την Πηνελόπη και τον Μιχάλη. Η Πηνελόπη γεννήθηκε το 1974 και είναι απόφοιτος της Σχολής Δημοσιογραφίας του Α.Π.Θ. Είναι παντρεμένη με τον James Gibson κι έχουν δύο κορούλες, τη Μελίνα, κοντά 10 χρόνων και την Εριφύλη, κοντά 5 χρόνων. Ζουν στο Southampton της Αγγλίας. Ο Μιχάλης γεννήθηκε το 1977 και είναι απόφοιτος της Νομικής Σχολής του Α.Π.Θ. Είναι παντρεμένος με τη Μαρία Ιωαννίδου, ζουν στο Λουξεμβούργο και έχουν δύο παιδιά, ένα αγοράκι, τον Άρη κοντά 5 χρόνων και μία κορούλα, την Έλλη κοντά 2 χρόνων.
Ο βιογραφούμενος αισθάνεται τον εαυτό του πολύ ευτυχή που πέτυχε τον στόχο του να γίνει γιατρός και δικαίωσε την πεποίθηση του πατέρα του, επειδή θέλει να πιστεύει πως είχε μία επιτυχημένη καριέρα. Είναι υπερήφανος για τη σύζυγό του, που ήταν άξιος συμπαραστάτης σε όλη του την πορεία και για τα δύο παιδιά του.που απέκτησαν, τα οποία του χάρισαν τέσσερα χαριτωμένα και πολυαγαπημένα εγγονάκια.