O Χρήστος Λιούλιος γεννήθηκε στην Οκτωνιά Ευβοίας το 1935. Είναι Δικηγόρος και διατηρεί δικηγορικό γραφείο, επί της οδού Αιγιαλείας 30 στο Μαρούσι. Παράλληλα, είναι επιχειρηματίας και συνιδιοκτήτης δύο ναυτιλιακών εταιρειών, που δραστηριοποιούνται με πλοία στην Ακτοπλοΐα.
Ο προπάππους του βιογραφούμενου, από την πλευρά του πατέρα του, ονομαζόταν Κυριάκος Λιούλιος και πιθανότατα κατάγονταν από την Καλαμπάκα του Νομού Τρικάλων. Ήταν οπλαρχηγός στην περιοχή της Βορείου Ηπείρου και επειδή, σύμφωνα με πληροφορίες, έχασε μία μάχη με τους Τούρκους, μετοίκησε στην Εύβοια. Για τον Κυριάκο Λιούλιο έχει γραφτεί το γνωστό δημοτικό τραγούδι «Λιούλιε καημένε Λιούλιε μου».
Στην Εύβοια ο Κυριάκος Λιούλιος εγκαταστάθηκε στο χωριό Οκτωνιά και δημιούργησε οικογένεια, που είναι η μοναδική στην περιοχή με το συγκεκριμένο επίθετο. Η περιοχή του χωριού είχε κατοικηθεί από την αρχαιότητα και σύμφωνα με τον γεωγράφο Στράβωνα και άλλων μελετητών, εδώ βρίσκονταν η αρχαία Οιχαλία αλλά και ναός της Χθόνιας Δήμητρας. Επί Τουρκοκρατίας το χωριό ήταν τοποθετημένο σε περιοχή κοντά στη θάλασσα, αλλά λόγω των πειρατικών επιδρομών οι κάτοικοι αποφάσισαν να μετεγκατασταθούν σε πιο ορεινή περιοχή, όπου κατασκεύασαν κάστρο στις ρίζες του βουνού, ανατολικά του σημερινού χωριού, τα ερείπια του οποίου σώζονται, η δε περιοχή ονομάζεται Παληόκαστρο, όπου και εγκαταστάθηκαν. Σύμφωνα με την παράδοση, οι Τούρκοι που συνέλαβαν μια γυναίκα στη Βρύση Βοϊβόντα, μετά από βασανισμούς, πληροφορήθηκαν την δίοδο προς το Κάστρο, έκαναν έφοδο και αφού κατέλαβαν και λεηλάτησαν το χωριό, αιχμαλώτισαν πολλούς από τους κατοίκους, τους οποίους μετέφεραν στην Αϋλή όπου τους έπνιξαν στη θάλασσα. Μια γυναίκα που είχε πληροφορηθεί το σχέδιό τους πήρε τις οκτώ κόρες της και έφυγαν να κρυφτούν. Μετά από καιρό η μάνα με τις οκτώ κόρες εγκαταστάθηκαν κοντά στο βουνό για να αποφύγουν τους Τούρκους και δημιούργησαν το νέο χωριό. Η ίδρυση του χωριού τοποθετείται χρονολογικά στο 1550-1600 μ.Χ. και αρχικά ονομάζονταν Οκτωνέες, Οχθωνιά και μεταγενέστερα Οκτωνιά. Στα περίχωρα της Οκτωνιάς υπάρχουν μεταβυζαντινά εξωκλήσια, με σημαντικότερο αυτών τον Άγιο Δημήτριο ή Μονή Καταρράκτη, χαρακτηρισμένο Προέχον Μνημείο του Κράτους, λόγω των αγιογραφιών υστεροβυζαντινής τέχνης που κοσμούν τον ναό. Τα εξωκλήσια αλλά και η γεωγραφική θέση του χωριού βοήθησαν και προστάτευσαν τους κατοίκους κατά την διάρκεια των πολέμων της χώρας.
Ο παππούς του βιογραφούμενου, Νικόλαος Λιούλιος, παντρεύτηκε με τη Σταματίνα Μάνη και απέκτησαν από τον γάμο τους δύο παιδιά. Τον Κυριάκο, πατέρα του βιογραφούμενου, και τον Ιωάννη. Το 1908 ο Νικόλαος Λιούλιος πήγε να εργαστεί σε ορυχείο άνθρακα και εκεί βρήκε τραγικό θάνατο, καθώς καταπλακώθηκε σε μία σήραγγα. Άφησε πίσω του τη γυναίκα του και τα δύο παιδιά του, πέντε ετών τον Κυριάκο και τριών ετών τον Ιωάννη.
Ο πατέρας του βιογραφούμενου, Κυριάκος Λιούλιος, γεννήθηκε το 1903 στην Οκτωνιά Ευβοίας. Έζησε στο χωριό όλη τη ζωή του, εκτός από ένα διάστημα τριών ετών, που μετανάστευσε στην Ουρουγουάη, στις αρχές του 1920. Στο χωριό ασχολήθηκε με αγροτικές εργασίες.
Το 1922 ο Κυριάκος Λιούλιος παντρεύτηκε με την Αναστασία Καρλή, γεννημένη το 1902. Το ζευγάρι από τον γάμο του απέκτησε οκτώ παιδιά, πέντε κορίτσια και τρία αγόρια. Τη Σταματία, την Ευαγγελία, τον Νικόλαο, τον βιογραφούμενο Χρήστο, τη Γεωργία, την Ειρήνη, τον Παναγιώτη και τη Βασιλική.
Ο Κυριάκος Λιούλιος, μετά τον γάμο του, μετανάστευσε για διάστημα τριών ετών στην Ουρουγουάη. Στη συνέχεια, επέστρεψε στην Ελλάδα και ασχολήθηκε με τα κτήματα και το κουρείο του. Ήταν ένας διορατικός και έξυπνος άνθρωπος, που διέθετε γνώσεις πρακτικής ιατρικής και έτσι βοήθησε πολλούς ανθρώπους της περιοχής αφιλοκερδώς. Κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής (1941-44) είχε την προνοητικότητα να σπείρει παντού από πριν και έτσι κατάφερε να βοηθήσει τους συμπατριώτες του να μην λιμοκτονήσουν.
Ο Κυριάκος Λιούλιος έφυγε από τη ζωή το 2002 σε ηλικία 99 ετών, ενώ η Αναστασία Λιούλιου έφυγε από τη ζωή το 1989 σε ηλικία 87 ετών.
Η οικογένεια του βιογραφούμενου, από την πλευρά της μητέρας του, κατάγεται από την Οκτωνιά Ευβοίας. Σύμφωνα με πληροφορίες, οι πρόγονοι της οικογένειας ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στην Εύβοια μάλλον από την Ήπειρο ή τη Μικρά Ασία.
Ο παππούς του βιογραφούμενου, από την πλευρά της μητέρας του, ονομαζόταν Ευάγγελος Καρλής και ζούσε στην Οκτωνιά ασχολούμενος με τα κτήματά του. Θεωρούνταν ένας από τους πιο πλούσιους ανθρώπους του χωριού.
Ο Ευάγγελος Καρλής παντρεύτηκε με την Ειρήνη και απέκτησαν έξι παιδιά, τρία αγόρια και τρία κορίτσια. Τον Γεώργιο, τον Κωνσταντίνο, τον Αργύριο, τη Βασιλική, την Πολυξένη και την Αναστασία, μητέρα του βιογραφούμενου.
Ο βιογραφούμενος, Χρήστος Λιούλιος, γεννήθηκε στην Οκτωνιά του Νομού Ευβοίας το 1935. Φοίτησε στο Δημοτικό σχολείο του χωριού και τις δύο πρώτες τάξεις του Γυμνασίου φοίτησε στο χωριό Αυλωνάρι, που απέχει 7 χλμ. από την Οκτωνιά. Την απόσταση αυτή τη διένυε καθημερινά με τα πόδια. Τα υπόλοιπα τέσσερα χρόνια του Γυμνασίου φοίτησε στο Γυμνάσιο Κύμης. Όταν τελείωσε το Γυμνάσιο, κατάφερε κατόπιν εξετάσεων να εισαχθεί στην Ανωτάτη Εμπορική Σχολή. Τελείωσε τη Σχολή ενώ παράλληλα, κατά τη διάρκεια των σπουδών του, εργαζόταν για να μπορέσει να καλύψει τα προς το ζην. Μετά το πέρας των σπουδών του εργάστηκε για ένα διάστημα στη Ζάκυνθο πάνω στην οργάνωση επιχειρήσεων. Στη συνέχεια, αποφάσισε και ήρθε στην Αθήνα, όπου άνοιξε ένα φορολογικό-λογιστικό γραφείο, το οποίο στέφθηκε με επιτυχία. Μέσα από τη δουλειά του κατάλαβε πόσο απαραίτητες είναι οι νομικές γνώσεις και έτσι αποφάσισε να σπουδάσει στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, την οποία και ολοκλήρωσε. Έτσι, έκλεισε το λογιστικό γραφείο και αποφάσισε να ανοίξει δικηγορικό γραφείο, ασχολούμενος, κυρίως, με φορολογικές, εργατικές και εμπορικές υποθέσεις. Παράλληλα, συνέστησε συνεταιρικά δύο ναυτιλιακές εταιρείες που εκμεταλλεύονται πλοία για την ακτοπλοΐα.
Ο Χρήστος Λιούλιος διετέλεσε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Ένωσης Εφοπλιστών Ακτοπλοΐας, καθώς και Αντιπρόεδρος και Γενικός Γραμματέας. Επίσης, διετέλεσε επί σειρά ετών μέλος και Πρόεδρος του Συλλόγου «Εν τω Αττική Ευβοέων» και Πρόεδρος των απανταχού Οκτωνιατών.
Σήμερα ο βιογραφούμενος, Χρήστος Λιούλιος, διατηρεί δικηγορικό γραφείο επί της οδού Αιγιαλείας 30 στο Μαρούσι και στο γραφείο του απασχολεί αρκετούς συνεργάτες. Μέσα από το γραφείο του, που βρίσκεται σε έναν νέο χώρο, ελέγχει και τις υπόλοιπες εταιρείες του.
Παλαιότερα, ο Χρήστος Λιούλιος είχε συστήσει με τα αδέλφια του κατασκευαστικές εταιρείες και εταιρείες ενοικίασης ιστιοπλοϊκών σκαφών και ηλεκτρικών ειδών.
Το 1969 ο Χρήστος Λιούλιος παντρεύτηκε την Αικατερίνη Κουμαριανού, κόρη του Θεόδωρου Κουμαριανού, με καταγωγή από την Άνδρο. Η Αικατερίνη Κουμαριανού εργάστηκε όλα τα χρόνια της κοινής τους ζωής μαζί με τον βιογραφούμενο και τον στήριξε σε όλες τις επαγγελματικές επιλογές του. Το ζευγάρι το 1978 απέκτησε έναν γιο, τον Κυριάκο.
Ο Κυριάκος Λιούλιος είναι πτυχιούχος της Νομικής Σχολής από Αγγλικό πανεπιστήμιο. Σήμερα ασχολείται με τουριστικές επιχειρήσεις και διαχειρίζεται Τουριστική Εταιρεία.
Ο βιογραφούμενος αφιερώνει τον ελεύθερο χρόνο του στο κυνήγι και το ψάρεμα. Αν και από ατύχημα, σε ηλικία πέντε (5) ετών, έχασε από τον καρπό το αριστερό χέρι του, τούτο δεν στάθηκε εμπόδιο σε όλες τις δραστηριότητές του.
Ο Χρήστος Λιούλιος θεωρεί ότι το ζήτημα της παράνομης εισροής μεταναστών στην Ελλάδα είναι ένα μεγάλο πρόβλημα. Πιστεύει ότι η Πολιτεία δεν πρέπει να το αντιμετωπίσει με βίαια μέσα, αλλά με σύννομο και πολιτισμένο τρόπο. Η Ελλάδα με τον πληθυσμό των 10 εκατομμυρίων δεν είναι σε θέση να συντηρεί 1,5 εκατομμύριο μετανάστες. Στο σημείο αυτό αναφέρει πόσο τον προβληματίζουν όσα ακούγονται σχετικά με την προστασία πολιτών από τη Χρυσή Αυγή. Θεωρεί πως η εκάστοτε κυβέρνηση πρέπει να αντιμετωπίσει σε προτεραιότητα αυτό το θέμα και να εξασφαλίσει τη φύλαξη των συνόρων της χώρας. Αναφορικά με την ελληνική γλώσσα είναι της άποψης ότι θα πρέπει να επανέλθει η καθαρεύουσα, καθώς πιστεύει ότι δεν μπορεί να εξισώνεται ο γραπτός με τον προφορικό λόγο. Μέσω της γλώσσας διατηρήθηκε το ελληνικό έθνος ανά τους αιώνες.
Ο Χρήστος Λιούλιος πιστεύει ότι οι πρωταρχικές αξίες στον άνθρωπο είναι η ακεραιότητα, η εντιμότητα και η προσήλωση στο καθήκον. Τάσσεται «υπέρ της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και τούτο γιατί μέσω αυτής είναι δυνατό να διατηρηθούν στο διηνεκές ο πολιτισμός, η γλώσσα και οι αξίες μας. Το κράτος, όπως αποδείχτηκε, είναι ανήμπορο να παίξει αυτόν τον σπουδαίο ρόλο και όποτε προσπάθησε, λόγω της διάβρωσής του, δυστυχώς, απέτυχε».