Μενού Κλείσιμο

Κωνσταντινίδης Μύρων

• Έτος Γεννήσεως: 1937
• Επάγγελμα: -
• Τόπος Καταγωγής: Ζαχαράτο, Κιλκίς, Μακεδονία, Ελλάδα
• Τόπος Διαμονής: Νέα Υόρκη, ΗΠΑ

Ο Μύρων Κωνσταντινίδης γιος του Ζαχαρία Κωνσταντινίδη και της Μαρίας Θεοδωρίδου, γεννήθηκε στο Ζαχαράτο του Κιλκίς το 1937. Ενώ ήταν ακόμη μαθητής Γυμνασίου, έδωσε εξετάσεις και εισήχθη στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, ενώ μετά την αποφοίτησή του μετέβη στο Κέντρο Εκπαίδευσης Πατρών και στη Σχολή Πεζικού Χαλκίδος. Στη συνέχεια, πήγε στην Αμερική για σπουδές Ιατρικής, τελικά όμως ακολούθησε Κλασικές Σπουδές στο Columbia University. Είναι κάτοχος master και δύο διδακτορικών, ενώ πέρα από το διδακτικό του έργο σε πολλά πανεπιστήμια και κολλέγια, έχει διατελέσει Σύμβουλος κυβερνητών και του Προέδρου των Ηνωμένων Σωματείων Μείζονος Νέας Υόρκης. Έχει δώσει πολλές διαλέξεις και έχει πραγματοποιήσει πλήθος ομιλιών για θέματα που άπτονται των ζητημάτων του Ελληνισμού. Από τον γάμο του με την Παρθενόπη Ιωαννίδου έχει αποκτήσει δύο γιους, τον Ζαχαρία και τον Ιωάννη. Χάρη στο πλούσιο και πολύπλευρο έργο του, καθιερώθηκε ως ένας από τους πρώτους που τεκμηρίωσε με πληρότητα το έργο και τη συμβολή (θετική και αρνητική) των Σοφιστών της αρχαίας Ελλάδος-ως οι πρώτοι επαγγελματίες εκπαιδευτικοί της Ανθρωπότητας..

Ο παππούς του βιογραφούμενου, Ηλίας Κωνσταντινίδης, γεννήθηκε πιθανόν στην Τραπεζούντα του Πόντου, όμως με τους διωγμούς του ελληνικού στοιχείου από τους Τούρκους έφυγε μαζί με τα τρία του αδέλφια από την πατρίδα του και βρήκε καταφύγιο στην τότε πρωτεύουσα της Συρίας, Χαλέπι. Εκεί έφτιαξε ένα εργοστάσιο σαπωνοποιίας. Με τη σύζυγό του Σάρα απέκτησαν τέσσερα παιδιά, τον πατέρα του βιογραφούμενου Ζαχαρία, τον Κωνσταντίνο, τον Νικόλαο και την Ελένη. Το 1919 πήρε την οικογένειά του και έφυγαν για την Ελλάδα, όπου εγκαταστάθηκαν μόνιμα. Ο Ηλίας Κωνσταντινίδης ήταν ένας άνθρωπος πνευματικός, εξαιρετικά γενναιόδωρος και δοτικός, φιλάνθρωπος σε σημείο που έπεφτε θύμα εκμετάλλευσης, πολύ καλοσυνάτος και αγαπητός σε όλους. Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 85 ετών.

Η σύζυγός του Σάρα γεννήθηκε πιθανόν στη Συρία και προερχόταν από πολυμελή οικογένεια. Ήταν μια γυναίκα καλόκαρδη και γενναιόδωρη, που αγαπούσαν πολύ όλοι όσοι τη γνώρισαν. Απεβίωσε σε ηλικία 90 ετών.

Ο πατέρας του βιογραφούμενου, Ζαχαρίας Κωνσταντινίδης, γεννήθηκε στο Χαλέπι της Συρίας το 1895. Κάποια στιγμή της ζωής του, η οικογένειά του μετακινήθηκε και πάλι στην Τραπεζούντα, σύντομα όμως επέστρεψαν στη Συρία. Σε ηλικία 15 ετών έφυγε από την οικογενειακή εστία και πήγε στη Σμύρνη, όπου σπούδασε Οδοντιατρική Συριακού Τύπου (δηλαδή παθολογία, οδοντιατρική και πρακτικές πτυχές τους, όπως αφαίμαξη με βδέλλες κ.λ.π.). Αυτή η επιστήμη υπάρχει μέχρι σήμερα και εφαρμόζεται παράλληλα με την κλασσική οδοντιατρική. Όταν επέστρεψε στο Χαλέπι, άνοιξε ένα οδοντιατρείο τέτοιου τύπου και έγινε τόσο πλούσιος, ώστε οι εξήντα οικογένειες που τον ακολούθησαν όταν μετεγκαταστάθηκε στην Ελλάδα, έδωσαν στον συνοικισμό που έμειναν στο Κιλκίς το δικό του όνομα, τον ονόμασαν δηλαδή συνοικισμό Ζαχαράτου. Τα πλούτη του ήταν τέτοια, που περιφερόταν με τη χρυσή του ράβδο ανάμεσα στους άρχοντες με τους οποίους συναναστρεφόταν. Για κάθε ένα από τα παιδιά του είχε ξεχωριστό υπηρέτη που τα συνόδευε στο σχολείο ή όπου αλλού πήγαιναν.

Ο Ζαχαρίας Κωνσταντινίδης υπήρξε ανέκαθεν φυσιογνωμία ηγετική και βαθύς γνώστης της ανθρώπινης φύσης. Αυτό φαίνεται και από το ακόλουθο περιστατικό. Όταν ήταν μόλις δεκαεπτά ετών, τον κάλεσαν να καταταγεί στον Τουρκικό Στρατό. Εκείνος, πριν πάει, πήρε τον μικρό αδελφό του Νικόλα, ο οποίος ήταν τότε δεκατριών ετών και του είπε: «Νικόλα, θέλεις να μάθεις πώς λειτουργεί αυτός ο κόσμος;» Μεταγενέστερα, ο ίδιος ο Νικόλας διηγήθηκε την εμπειρία που βίωσε με τον αδελφό του. Ανέφερε πως όταν έφθασαν στην υπηρεσία κατάταξης στο Χαλέπι, ο Ζαχαρίας πλησίασε τον λοχία που ήταν αρμόδιος και του είπε: «Θέλω να με απαλλάξεις αντί του ποσού των τριάντα λιρών. Όταν μου φέρεις την απαλλαγή, θα πάρεις άλλες τριάντα λίρες». Προηγουμένως, είχε πει  στον αδελφό του: «Πρόσεξε πώς θα διαχειριστώ την απαλλαγή μου από τον στρατό, πληρώνοντάς τους. Σε λίγο, θα μου φέρουν πίσω τα χρήματά μου, καθώς και την απαλλαγή, και μάλιστα θα με παρακαλάνε να φύγω για να μην τους εκθέσω». Λίγο αργότερα και μπροστά σε όλους τους νεοσυλλέκτους είπε, παρόντος του λοχία: « Κύριοι, ενώ θέλω να υπηρετήσω, αυτός ο λοχίας μου φέρνει απαλλαγή επί αμοιβή, για να με βγάλουν από τον στρατό. Εγώ, όμως, δεν θέλω!» Μόλις το άκουσε αυτό ο λοχίας, του έκλεισε το στόμα, του έδωσε πίσω τα χρήματα και τον έδιωξε από τον στρατό.

Λίγο καιρό μετά από αυτό το περιστατικό, τον κάλεσαν ξανά στον στρατό για υποχρεωτική υπηρεσία. Τότε, ο Ζαχαρίας είχε δεσμό με τη Βικτώρια, μια καλλονή από αριστοκρατική και πλούσια οικογένεια, από την οποία ζήτησε να τον περιμένει για να παντρευτούν μόλις απολυθεί. Οι γονείς της, όμως, αποφάσισαν να την παντρέψουν με κάποιον άλλον και την έκλεισαν μέσα στο σπίτι, απαγορεύοντάς της οποιαδήποτε επαφή με τον νεαρό που της έκλεψε την καρδιά. Η Βικτώρια, όμως, βρήκε τρόπο να ενημερώσει τον αγαπημένο της, ο οποίος την ημέρα του γάμου της έφυγε από τον στρατό και παρουσιάστηκε στην εκκλησία. Μόλις η κοπέλα τον είδε, εγκατέλειψε τον γαμπρό και επέστρεψε στο σπίτι της, ακυρώνοντας τον γάμο.

Παρότι ο Ζαχαρίας αγαπούσε τη Βικτώρια, κάποιος φίλος του τού πρότεινε να την περάσει από μια δοκιμασία, προτού τη ζητήσει σε γάμο, αμέσως μετά το πέρας της στρατιωτικής του θητείας, κάτι που θα μετάνιωνε για το υπόλοιπο της ζωής του. Η Βικτώρια έφυγε για την Αμερική με την επέμβαση του πατρός της.. Από τη στεναχώρια της, μάλιστα, έπαθε φυματίωση και λίγο αργότερα πέθανε. Ο Ζαχαρίας επέστρεψε στον στρατό για να ολοκληρώσει τη θητεία του.

Τα χρήματα δεν διάβρωσαν τον χαρακτήρα του Ζαχαρία. Τον τεράστιο πλούτο που απέκτησε, τον χρησιμοποιούσε για να βοηθάει τους φτωχούς και όλους τους Έλληνες που έρχονταν με τα καραβάνια από την Τουρκία στη Συρία, για να γλυτώσουν από την τουρκική καταπίεση. Τους έδινε χρήματα, τους φιλοξενούσε και κατόπιν τους βοηθούσε να πάνε στην Ελλάδα.

Μετά από προτροπή της μητέρας του, παντρεύτηκε τη Μαρία Θεοδωρίδου, η οποία του χάρισε επτά παιδιά, την Όλγα, τη Σάρα, τη Μάρθα, τη Βαρβάρα, την Αικατερίνη, τον Ιωάννη και τον Μυρώδη (Μύρωνα). Το 1919 πήρε την απόφαση να μετοικήσει με την οικογένειά του στην Ελλάδα, στη «χώρα των θεών, των αγίων και των ηρώων», όπως την αποκαλούσε ο ίδιος. Λόγω όμως των πολιτικών εξελίξεων στη Μικρά Ασία, το πλοίο που  τους μετέφερε προσάραξε στην Ανατολική Εύβοια, όπου παρέμειναν για έξι μήνες, ζώντας μέσα σε σκηνές και κάτω από τραγικές συνθήκες διαβίωσης. Στη συνέχεια τους έστειλαν στη Μακεδονία και τελικά εγκαταστάθηκαν στο Κιλκίς, στην περιοχή που πήρε το όνομά του από τον πατέρα του βιογραφούμενου, στον συνοικισμό Ζαχαράτου. Εκεί, εκείνος ασχολήθηκε αναγκαστικά με τη γεωργία, αν και δεν είχε την παραμικρή ιδέα για την καλλιέργεια της γης, αφού ο ίδιος ήταν οδοντίατρος. Τελικά, δεν τα κατάφερε διόλου άσχημα, καθώς έφτιαξε κι έναν κήπο με μια βρύση, η οποία έφερε το όνομά του. Ήταν η «βρύση του Ζαχαρία».

Η γη που τους δόθηκε προοριζόταν αποκλειστικά για την καλλιέργεια σιτηρών. Δυστυχώς, όμως, η παραγωγή δεν επαρκούσε για την οικογένεια. Έτσι, ο πατέρας του βιογραφούμενου φύτεψε σε κάποια από τα κτήματα αμπέλια και διάφορα οπωροφόρα δένδρα, όπως ροδακινιές, συκιές, βερυκοκιές κ.ά. είδη και έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του να αυξήσει την παραγωγή του και να θρέψει τη γυναίκα και τα παιδιά του. Τη γη που κατείχε την άφηνε ελεύθερη για χρήση και από τις εξήντα οικογένειες με τις οποίες ήρθε από το Χαλέπι στο Κιλκίς. Όποιος ήθελε μπορούσε να πάρει από τα φρούτα που παρήγαγε.

Ο Ζαχαρίας Κωνσταντινίδης ήταν ένας άνδρας όμορφος, με εμφάνιση αρχοντική, ύφος αυστηρό αλλά και ένα υπέροχο χαμόγελο, γεννημένος ηγέτης. Δεν άπλωσε ποτέ χέρι επάνω στα παιδιά του και προτιμούσε να τα συνετίζει με τα λόγια και με το βλέμμα του. Τους είχε ενσταλάξει τον σεβασμό προς τον συνάνθρωπο, καθώς και τις ηθικές αξίες και αρχές που χαρακτήριζαν τον ίδιο. Άνθρωπος δραστήριος και εξαιρετικά δημιουργικός, γενναιόδωρος και μεγαλόψυχος, βοηθούσε  πάντα όποιον είχε ανάγκη, δίνοντας ακόμη και από το υστέρημά του. Είναι χαρακτηριστικό ότι όσους έρχονταν στο Ζαχαράτο και ζητούσαν καταφύγιο ή φιλοξενία, τους έστελναν κατευθείαν στον πατέρα του βιογραφούμενου. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην καινούργια του πατρίδα δεν εξάσκησε το επάγγελμα του οδοντιάτρου, φρόντιζε όμως δωρεάν τα δόντια και των εξήντα οικογενειών που τον ακολούθησαν στην Ελλάδα, δίχως ποτέ να του το ζητήσει κανείς. Στον συνοικισμό όλοι τον σέβονταν και τον εκτιμούσαν, ενώ αποτελούσε τον συμβουλάτορά τους για τα οικονομικά και οικογενειακά τους προβλήματα.

Ο Ζαχαρίας Κωνσταντινίδης υπήρξε πολύ μορφωμένος. Μιλούσε άψογα την αραβική, τη συριακή, την τουρκική, την αρμενική και επαρκώς την ελληνική γλώσσα. Ήταν ιδιαίτερα καλλίφωνος και  έψελνε στην εκκλησία, ενώ συχνά οι φίλοι του απολάμβαναν την υπέροχη φωνή του σε συγκεντρώσεις και γιορτές. Είχε ένα μοναδικό χάρισμα να ενώνει τους ανθρώπους και να τους κάνει  με έναν ωραίο, σοφό και φιλοσοφημένο τρόπο να ξεχνούν τις διαφορές τους. Υπήρξε, όμως, και φλογερός πατριώτης. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, ήταν οργανωμένος στην Αντίσταση και αρχηγός στον Νομό Κιλκίς, ενώ κινητοποιούσε άτομα να φύγουν για τη Μέση Ανατολή ή να μεταφέρουν όπλα στους αντάρτες. Το θάρρος και τη φιλοπατρία του την κληροδότησε και στα παιδιά του, αφού η κόρη του Σάρα ήταν αρχηγός της Νεολαίας στο Κιλκίς και στη Θεσσαλονίκη. Απεβίωσε το 1948, σε ηλικία 53 ετών.

Η μητέρα του βιογραφούμενου, Μαρία Θεοδωρίδου, γεννήθηκε το 1902 στο Χαρπούτ, κοντά στην Τραπεζούντα, μια πόλη όπου ζούσαν Έλληνες και Αρμένιοι. Μιλούσε Αρμενικά, Ελληνικά, Κουρδικά και Αραβικά. Σπούδασε στην Ιωακείμιο Σχολή της Κωνσταντινούπολης και έγινε δασκάλα, δίχως όμως ποτέ να ασκήσει το επάγγελμα αυτό. Όταν παντρεύτηκε τον Ζαχαρία Κωνσταντινίδη ήταν μόλις 16 ετών. Γυναίκα ευγενική και ήρεμη, πολύ όμορφη και εξαιρετικά σεμνή, ιδιαίτερα μορφωμένη, υπήρξε βαθιά γνώστρια της αρμενικής γλώσσας και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό ώστε ήταν η μια από τους δύο Έλληνες που έγραφαν άρθρα στο Διεθνές Αρμενικό Περιοδικό Maranatha. Ο άλλος Έλληνας ήταν ο αδελφός του πατέρα του βιογραφούμενου, Νικόλαος Παππάς. Η Μαρία Θεοδωρίδου υπήρξε μια πολύ τρυφερή μητέρα, που μεγάλωσε τα παιδιά της με περίσσια στοργή, αγάπη και φροντίδα. Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 84 ετών.

Ο πατέρας της ήταν στρατηγός του τουρκικού στρατού, ενώ οι δύο μεγαλύτεροι γιοι του έγιναν ανώτεροι αξιωματικοί του στρατού. Συνολικά  απέκτησε τέσσερα παιδιά, τους δύο γιους που προαναφέρθηκαν, τη Μαρία και τον Γρηγόρη. Όταν η Μαρία επέστρεψε στο Χαρπούτ από τις σπουδές της στην Κωνσταντινούπολη, βρέθηκε αντιμέτωπη με μια αναπάντεχη πολιτική κατάσταση, εξαιτίας του τουρκικού σχεδίου για την εξόντωση των Ελλήνων, των Ποντίων και των Αρμενίων.  Μέσα στη τρομερή αναταραχή που ακολούθησε, ο πατέρας  της και τα δύο μεγαλύτερα αδέλφια της σκοτώθηκαν. Τότε εκείνη πήρε τον εννιάχρονο αδελφό της Γρηγόρη, τον έντυσε με γυναικεία ρούχα και τον έκρυψε μέσα σε κάτι βάτους, μέχρι να ξεκαθαρίσει η κατάσταση. Στη συνέχεια, τα δύο αδέλφια φιλοξενήθηκαν από μια φιλική τους, αριστοκρατική οικογένεια και λίγο αργότερα έφυγαν με ένα καραβάνι για τη Συρία. Εκεί γνωρίστηκαν με τη γιαγιά του βιογραφούμενου Σάρα, η οποία τους πήρε υπό την προστασία της και τελικά, εκτιμώντας την καλλιέργεια, τον χαρακτήρα και την ομορφιά της κοπέλας, την πάντρεψε με τον γιο της.

Ο βιογραφούμενος Μύρων Κωνσταντινίδης γεννήθηκε στο Ζαχαράτο του Κιλκίς στις 9 Σεπτεμβρίου του 1937. Τελείωσε το δημοτικό στο σχολείο του συνοικισμού και τις δύο πρώτες τάξεις του γυμνασίου στο Κιλκίς. Στη συνέχεια, έδωσε εξετάσεις στη Στρατιωτική Σχολή (Σ.Μ.Υ.). Πέρασε με επιτυχία όλα τα στάδια των εξετάσεων και κατάφερε να εισαχθεί στη σχολή, από την οποία αποφοίτησε το 1954. Κατόπιν, μετέβη στο Κέντρο Εκπαίδευσης Πατρών, όπου παρέμεινε μέχρι το 1956. Από εκεί, επιλέχθηκε για να παρουσιαστεί ως εκπαιδευτής στη Σχολή Πεζικού Χαλκίδος, σε επίπεδο μετεκπαίδευσης, μένοντας εκεί για επτά χρόνια.

Όταν απολύθηκε το 1961, πήγε στην Αμερική για να σπουδάσει Ιατρική, αρχικά στο Fresno State College στην Καλιφόρνια. Στο πανεπιστήμιο έγραψε μια εργασία με θέμα «Επιστήμη και Χριστιανισμός», που απέσπασε το πρώτο βραβείο από τον κοσμήτορα, ο οποίος προσφέρθηκε να βοηθήσει τον βιογραφούμενο να κάνει αιτήσεις σε καλύτερα πανεπιστήμια, όπως του Χάρβαρντ και της Κολούμπια. Έγινε δεκτός στο δεύτερο κι εκεί, με σύσταση του διακεκριμένου ιστορικού Biekermann αποφάσισε να στραφεί σε κλασικές σπουδές. Το 1967 παίρνει το Bachelor of Arts, ενώ στο ίδιο πανεπιστήμιο κάνει master επάνω στο ίδιο αντικείμενο. Στη συνέχεια, εκπονεί το διδακτορικό του στο N.Y University, καθώς στο Columbia δεν υπάρχει ο αρμόδιος καθηγητής για κριτικές εκδόσεις. Αξίζει, βέβαια, να σημειωθεί ότι σε όλη τη διάρκεια των σπουδών του εργαζόταν.

Το διδακτορικό του αφορούσε μια διατριβή του Γαληνού, του σπουδαιότερου μετά τον Ιπποκράτη Έλληνα γιατρού της αρχαιότητας, «περί τρόμου και παλμού και σπασμού και ρίγους», στην οποία ο ίδιος έκανε μια κριτική έκδοση. Η έκδοση αυτή δεσμεύτηκε από την Ακαδημία Επιστημών του Βερολίνου, για να δημοσιευτεί από τη δική της σειρά εκδόσεων ( Corpus Medicorum Graecorum).

Κατά τη διάρκεια των σπουδών του ασχολήθηκε ιδιαίτερα με εθνικά θέματα, όπως το Κυπριακό, το Δυτικό Θρακικό και το Σκοπιανό, κινητοποιώντας την ομογένεια να λάβει μέρος σε συλλαλητήρια διαμαρτυρίας μπροστά από το κτίριο του Ο.Η.Ε. Υπήρξε Σύμβουλος του Κυβερνήτη της Πανμακεδονικής Ενώσεως, εκδίδοντας περιοδικό με αρθρογραφίες και διορθώνοντας τους λόγους και τα άρθρα των κυβερνητών. Παράλληλα, διετέλεσε Σύμβουλος του Προέδρου των Ηνωμένων Σωματείων Μείζονος Νέας Υόρκης, ενώ έδινε διαλέξεις σε αμερικανικά πανεπιστήμια και σε μορφωτικά κέντρα, από το Τορόντο του Καναδά μέχρι τη Φλόριντα και από τα Πανεπιστήμια της Βοστώνης μέχρι τα Πανεπιστήμια του  Σικάγο στο Ιλινόις. Συνολικά, έδωσε 368 διαλέξεις, πέρα από τις πολυάριθμες ομιλίες που έχει πραγματοποιήσει στον χώρο της ομογένειας.

Κατά τη δεκαετία του 1980 εκπονεί τη δεύτερη διδακτορική διατριβή του μέσα σε οκτώ μήνες, με θέμα «Οι σοφιστές στην Αρχαία Ελλάδα», η οποία τον καθιερώνει ως έναν από τους πρώτους ειδικούς πάνω στους Σοφιστές της αρχαίας Ελλάδας, που ήσαν οι πρώτοι επαγγελματίες εκπαιδευτικοί της Ανθρωπότητας. Το 1982 παντρεύτηκε την Παρθενόπη Ιωαννίδου, η οποία γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά, τον Ζαχαρία και τον Ιωάννη.

Ο Ζαχαρίας Κωνσταντινίδης γεννήθηκε το 1983 στη Νέα Υόρκη. Έλαβε τη βασική και μέση εκπαίδευση στη Θεσσαλονίκη και στη συνέχεια σπούδασε Διοίκηση Επιχειρήσεων στο Πανεπιστήμιο της Μακεδονίας, ενώ πήρε master από το Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ. Εργάστηκε αρχικά στην Procter & Gable Hellas στην Ελλάδα και στη συνέχεια πήγε με προαγωγή στο Λος Άντζελες. Επίσης, είναι κάτοχος ενός ακόμη master (MBA) από το Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ και  σήμερα εργάζεται σε μεγάλη πολυεθνική εταιρεία στη Νέα Υόρκη.

Ο Ιωάννης Κωνσταντινίδης γεννήθηκε το 1984 στη Νέα Υόρκη. Τελείωσε το δημοτικό σχολείο, το γυμνάσιο και το Λύκειο όπου αρίστευσε στη Θεσσαλονίκη και στην ίδια πόλη σπούδασε στο Πολυτεχνείο. Έκανε το μεταπτυχιακό του στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Ξάνθης και σε λίγο καιρό τελειώνει εκεί το διδακτορικό του.

Ο βιογραφούμενος, Μύρων Κωνσταντινίδης, ίδρυσε το 1975 στη Νέα Υόρκη έναν σύλλογο πενήντα (50) ειδημόνων για την προώθηση και επίλυση του Κυπριακού προβλήματος, με αφορμή την τουρκική εισβολή στο νησί στις 20 Ιουλίου του 1975. Ο σύλλογος αυτός σε συνεργασία με άλλους ομογενειακούς συλλόγους κινητοποίησε όλο τον Ελληνισμό της Ομογένειας σε ολόκληρη την Αμερική να συγκεντρωθεί για διαμαρτυρία έξω από τον Λευκό Οίκο. Πράγματι, συγκεντρώθηκαν 52.000 Έλληνες. Με τον Σύλλογο αυτόν δημιούργησαν ένα τάγμα Ελλήνων εθελοντών, με 600 αξιωματικούς και 1800 οπλίτες, για να πάνε στην Κύπρο. Τελικά αυτό δεν έγινε, με παρέμβαση του τότε Υπουργού Εθνικής Αμύνης  Ευάγγελου Αβέρωφ, ο οποίος τους τόνισε ότι η προσφορά τους στην Αμερική είναι μεγαλύτερη από αυτήν που θα μπορούσαν να παράσχουν στην Κύπρο.

Ανάμεσα σε πολυάριθμες άλλες εθνικές και μορφωτικές εθνωφελείς δραστηριότητες, επί τρία συναπτά έτη (1978-1981) κάθε Δευτέρα, για μισή ώρα (χωρίς διακοπές) είχε ραδιοφωνικές εκπομπές πάνω στη φιλοσοφία και ιστορία της αρχαίας Ελληνικής ιατρικής στο ραδιοφωνικό πρόγραμμα του ραδιοσταθμού WEVD της Νέας Υόρκης.

Ο Μύρων Κωνσταντινίδης εργάστηκε στην Bethleem Steel Co. στο Μπρούκλιν, η οποία καινοτομούσε ανακαινίζοντας τρία αμερικανικά πλοία για να τα στείλει στη Φλόριντα με σκοπό να συλλέξουν τα προσθαλασσωμένα διαστημόπλοια της ΝΑΣΑ. Δίδαξε Αρχαία και Νέα Ελληνικά στο Stuyvesant High School, ενώ υπήρξε καθηγητής στο Bronx Science High School και στο St. Demetrios High School της Αστόρια, στο Queen’s College και στο St. John’s College στην Αννάπολις του Μέριλαντ, στο Ν.Υ University, στο Columbia University, στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης (όπου δίδαξε επί έντεκα χρόνια Φιλοσοφία και Παγκόσμιους Πολιτισμούς) και στο St. John’s University (όπου δίδαξε επί είκοσι χρόνια Φιλοσοφία, Κλασικές Σπουδές, Νεοελληνική Λογοτεχνία και Γλώσσα). Επίσης, δημιούργησε μια εταιρεία προώθησης Νεοελληνικών Σπουδών σε Αμερικανικά Πανεπιστήμια, ενώ υπήρξε ο εμπνευστής της προσπάθειας για την καθιέρωση Προγραμμάτων Νεοελληνικών Σπουδών στο Columbia University και στο N.Y University.