Μενού Κλείσιμο

Κονιτόπουλος Μιχάλης

Ο Μιχάλης Κονιτόπουλος, γιος του γνωστού και αγαπημένου βιολιστή και δημιουργού της νησιώτικης παραδοσιακής μουσικής Γιώργου Κονιτόπουλου από τον Κινίδαρο της Νάξου, λειτουργεί τουριστικό κατάλυμα στην Αλυκή της Πάρου από το 1990. Το κατάλυμα είναι κτισμένο πάνω και δίπλα στο σπίτι του πατέρα του, ο οποίος είχε δραστηριοποιηθεί επαγγελματικά στο νησί της Πάρου, διασκεδάζοντας επί δεκαετίες γενιές Παριανών στα τοπικά πανηγύρια και τις άλλες λαϊκοθρησκευτικές εκδηλώσεις τους. Από την αγάπη του για το νησί, είχε κτίσει σπίτι εκεί και πέρασε μεγάλο διάστημα της ζωής του δημιουργώντας. Συνδέθηκε δε με δυνατές φιλίες με τους ντόπιους. Μερικά από τα πιο γνωστά νησιώτικα όπως «Στην Πάρο και στην Νάξο», «Θα πάω να βρω τον Μάουκα» κ.ά. έγιναν εκεί.

Ο «βάρδος του Αιγαίου» είναι ο τίτλος που έχει δοθεί στον Γιώργο Μιχ. Κονιτόπουλο (1933-1991), τον αρχηγό της μουσικής οικογένειας των Κονιτοπουλαίων, που είναι γνωστοί όχι μόνο Πανελλήνια, αλλά και πέρα από την Ελλάδα. Είναι όμως, λίγος, μικρός, γιατί όχι μόνο η Νάξος, οι Κυκλάδες, το Αιγαίο, αλλά και η Ελλάδα ολόκληρη, οι όπου γης Έλληνες τραγουδούν και χορεύουν τα τραγούδια του.

Ο πατέρας του βιογραφούμενου, Γιώργος Κονιτόπουλος, γεννήθηκε το 1933 στην Αθήνα. Γονείς του ο φημισμένος βιολιτζής από τον Κινίδαρο Νάξου, Μιχάλης Κονιτόπουλος (Μωρός) και η Μαρία Φυρογένη από την Κεραμωτή. Ο πόλεμος του ’40 ανάγκασε την οικογένεια Κονιτόπουλου να επιστρέψει στον Κινίδαρο.

Ο Γιώργος, ζώντας σε οικογενειακό περιβάλλον όπου ακουγόταν το βιολί και έχοντας καλλιτεχνική έμφυτη κλίση προς το τραγούδι ‒θείο δώρο‒ άρχισε από μικρός να ασχολείται με το βιολί. Δάσκαλός του ο πατέρας του Μιχάλης, που όμως, επειδή δεν ήθελε ο γιος του να γίνει επαγγελματίας οργανοπαίχτης, δεν του έδειχνε συστηματικά. Με το ζόρι τον άφηνε να πιάνει το δοξάρι.

Ήθελε να τον βοηθάει στην αρχή στις δουλειές του στα χωράφια και αργότερα, μετά την Κατοχή, όταν ο Γιώργος πήγε κρυφά και έδωσε εξετάσεις στο γυμνάσιο και άρχισε να φοιτά, τον ήθελε να συνεχίσει να σπουδάζει. O Γιώργος όμως πήγε και αγόρασε το πρώτο του φτωχό βιολί, «τον πλάτανο» όπως τον ονόμαζε και συνέχισε να παίζει κρυφά, παράλληλα με τις σπουδές του και τις υπόλοιπες δουλειές.

Η πρώτη δημόσια καλλιτεχνική του εμφάνιση έγινε στη Χώρα, ενώ ήταν μαθητής ακόμη. Κουλουριώτες ψαράδες έχουν αράξει τις ανεμότρατές τους λόγω της χειμωνιάτικης κακοκαιρίας και έχουν βγει στη στεριά, στου Μαρμαρά το καφενείο. Ο Γιώργος γνωρίζει την Κουλουριώτικη σούστα, πλησιάζει τους ψαράδες, εκείνοι ζητούν να τους παίξει κάτι και εκείνος τους παίζει όλη νύχτα το ίδιο κομμάτι με λαουτιέρη τον Πέπο. Έτσι, χαρτζιλικώνεται, γλυκαίνεται και παίρνει το πρώτο επαγγελματικό βάπτισμα του καλλιτέχνη.

Ουσιαστικά επαγγελματίας αρχίζει να είναι μετά τον στρατό, το 1958. Ένα περιστατικό, μια καντάδα έξω από την Ελληνογαλλική σχολή της Χώρας, γεγονός τρομερά αξιόποινο για το αυστηρό σχολείο της εποχής εκείνης, ήταν η αφορμή να φύγει μόνος για την Αθήνα. Μένει στην Κυψέλη, δουλεύει σε μπακάλικο και παράλληλα φοιτά στο 8ο νυχτερινό γυμνάσιο, το οποίο όμως δεν θα μπορέσει να τελειώσει λόγω πολλών δυσκολιών. Συντροφιά με το βιολί του στρατεύεται κι εκει «ξέτριψε» για τα καλά στο βιολί.

Σταθμός για την καλλιτεχνική πορεία του Γ. Κονιτόπουλου είναι το 1958. Τότε βρίσκει στην Αθήνα την Ειρήνη την αδελφή του, τραγουδίστρια στον Σίμωνα Καρρά. Με την αδελφή και το θείο του Φυρογένη σαν κομπανία δίνουν εξετάσεις στο E.I.P. σε επιτροπή με πρόεδρο τον Σίμωνα Καρρά. Πέτυχαν και από τότε ο Γιώργος Κονιτόπουλος και η αδελφή του ταυτίστηκαν με το Κυκλαδίτικο τραγούδι. Η επιτυχία αρχίζει. Το 1960 κυκλοφορεί δύο μικρούς δίσκους 45 στροφών με δύο παραδοσιακά τραγούδια και δύο δημιουργίες δικές του.

Ο Γιώργος Κονιτόπουλος έκτοτε γράφει, συνθέτει, εκτελεί, παίρνει ξεχασμένους σκοπούς και τραγούδια, τα ξαναζωντανεύει και τα κάνει κτήμα του λαού. Βάζει το νησιώτικο τραγούδι στα στόματα και τα σπίτια των Ελλήνων.

Βγάζει το νησιώτικο τραγούδι έξω από τα Κυκλαδίτικα όρια, το κάνει γνωστό στο πανελλήνιο και τραγουδιέται σ’ όλη την Ελλάδα και όπου υπάρχουν Έλληνες, στα ελληνικά μαγαζιά της Βόρειας και Νότιας Αμερικής, της Ευρώπης και της Αυστραλίας. Σιγά-σιγά γίνεται κάτι σημαντικό. Δεν νοείται γλέντι σε σπίτια, κέντρα, πανηγύρια, δεν γίνεται διασκέδαση χωρίς «Νησιώτικα».

Ο κόσμος αγαπά το νησιώτικο, o Κονιτόπουλος ταυτίζεται με το νησιώτικο και δημιουργείται Σχολή Κονιτοπουλαίων, που συνεχίζει να έχει έντονη παρουσία στο μουσικό στερέωμα της πατρίδας μας, με τα καλλιτεχνικά δημιουργήματά του, τα αδέλφια του, τα ανίψια του και την κόρη του τη Νάσια, που συνεχίζουν να προβάλλουν το έργο του και το νησί.

Στις 18 Ιουνίου 1991 ο Γιώργος Κονιτόπουλος φεύγει ξαφνικά από κοντά μας, αλλά το έργο του μένει. Μένει η μουσική, μένουν τα τραγούδια του. Κληρονομιά του περισσότερα από πεντακόσια τραγούδια (70 περίπου παραδοσιακά), συνθέσεις, δημιουργίες του.

Ο γνωστός συγγραφέας Ν. Κεφαλληνιάδης, που δεν άφησε πτυχή της Ναξιακής ζωής που να μην την έχει θίξει, έγραψε βιβλίο για τον βάρδο του Αιγαίου, τον Γιώργο Κονιτόπουλο και σκέφτηκε να ιδρυθεί Μουσείο «Γιώργου Κονιτόπουλου» στον Κινίδαρο Νάξου, το χωριό του.

O γιος του, Μιχάλης Κονιτόπουλος, υιοθέτησε την πρόταση αυτή και δώρισε δύο οικόπεδα στον Δήμο Νάξου με τον όρο στο ένα από αυτά να ιδρυθεί μουσικό λαογραφικό μουσείο και στο άλλο κοινοτικός ξενώνας εις μνήμην του Γιώργου Κονιτόπουλου.

Αργότερα, ήρθε νέα βελτιωμένη πρόταση από τον ερευνητή της Ναξιώτικης μουσικοχορευτικής παράδοσης και πανεπιστημιακό Σταύρο Σπηλιάκο, για τη δημιουργία ιδρύματος υπό την επωνυμία ΜΟΥΣΙΚΟ-ΧΟΡΟΛΟΓΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΝΑΞΟΥ «ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΟΝΙΤΟΠΟΥΛΟΣ» με έδρα τον Κινίδαρο και με σκοπό αρχικά να αποτελέσει κέντρο σπουδών ανώτερης γενικής μόρφωσης, κοινωνικών υπηρεσιών μελέτης και προβολής του έργου του Γιώργου Κονιτόπουλου, του Ναξιακού και όλου του Αιγαιοπελαγίτικου μουσικού και χορευτικού πολιτισμού. Επίσης, να οργανώνει Σχολή στον Δήμο Νάξου υψηλού επιπέδου με πρότυπες κτιριακές εγκαταστάσεις, με ξενώνα, βιβλιοθήκη, εκθεσιακό χώρο, αίθουσες με χρηστική δισκοθήκη, αίθουσα μαθημάτων μουσικών οργάνων και χορού, αίθουσες εκτέλεσης ερευνητικών προγραμμάτων και διαλέξεων, συνεδρίων εθνικής και διεθνούς εμβέλειας, σεμιναρίων και συναντήσεων όλων των ηλικιών και όλων των επαγγελμάτων, ιδίως των νέων, στον ορίζοντα των αξιών του αιγαιοπελαγίτικου πολιτισμού και ανθρωπισμού. Τέλος, να εποπτεύεται από το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο της Αθήνας και να διοικείται από Διοικητικό Συμβούλιο που θα απαρτίζεται από τους άμεσα εμπλεκόμενους φορείς (Δήμος, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Εκκλησία, πολιτιστικοί σύλλογοι).

Ζήτησε λοιπόν την κινητοποίηση όλων των πολιτών της Νάξου και τη συμπαράσταση προσώπων και φορέων με κατάθεση γνώσης για τη δημιουργία ενός τέτοιου ιδρύματος. Είπε επί λέξει: «Καλή είναι η αγάπη του τόπου μας, αλλά για πράγματα που είναι μικρά και όχι για τόσο σημαντικά όσο αυτό στο οποίο αναφερόμαστε. Η λαϊκή δημιουργία και μάλιστα αυτή που διαμόρφωσε τρόπο ζωής σ’ ένα κομμάτι γης και των ανθρώπων της δεν ανήκει μόνο στους ίδιους, ανήκει στους Έλληνες, ανήκει στην ανθρωπότητα. Είναι Ελληνικός πολιτισμός που έτσι κι αλλιώς πρώτοι οι ξένοι τον χαρακτήρισαν ως οικουμενικό».

Η σύσταση του Ιδρύματος έγινε και δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ (φ.1599, τ. Β΄, 26/10/2004) πλην όμως παρέμεινε ανενεργό από τότε λόγω κατάργησης νομικών προσώπων στους δήμους λόγω Καλλικράτη και περιορισμού των δημοσιονομικών δαπανών λόγω μνημονίων αλλά και άλλων μικροπρεπών λόγων.

O Μιχάλης Κονιτόπουλος οργάνωνε επί σειρά ετών στη μνήμη του πατέρα του τριήμερο πολιτιστικό πανηγύρι στην Αλυκή της Πάρου, σε συνεργασία με τον Δήμο Πάρου, τον ερμηνευτή Παντελή Θαλασσινό και άλλους φορείς.

Η «ΒΙΛΑ ΚΟΝΙΤΟΠΟΥΛΟΣ» λειτουργεί στην Αλυκή ως ένας χώρος φιλοξενίας αντάξιος της φήμης και της γνώσης των Κονιτοπουλαίων στη νησιώτικη μουσική παράδοση και χαρακτηρίζεται από την έμπρακτη αγάπη για την ανάδειξη της απλότητας και του ψυχικού μεγαλείου του γνήσιου ελληνικού λαϊκού πολιτισμού στους ξένους επισκέπτες της.