Μενού Κλείσιμο

Κογεράκης Κύριλλος (Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ρόδου)

• Έτος Γεννήσεως: 1964
• Επάγγελμα: Ιερέας
• Τόπος Καταγωγής: Κουμάσα Μονοφατσίου Ηρακλείου, Κρήτης, Ελλάδα
• Τόπος Διαμονής: Ρόδος, Δωδεκάνησα, Ελλάδα

Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ρόδου κ. Κύριλλος Κογεράκης (κατά κόσμον Κωνσταντίνος), γεννήθηκε στην Κουμάσα Μονοφατσίου Ηρακλείου (Δήμου Γόρτυνας) στις 2 Ιουλίου 1964, με γονείς τον Ιωάννη Κογεράκη και την Ζουμπουλιά, το γένος Τσικνάκη, από οικογένεια Σφακιανής καταγωγής με ρίζες στο χωριό Καλλικράτης. Τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο στη γενέτειρά του και το Γυμνάσιο στη Βαγιονιά Μονοφατσίου. Μετά την αποφοίτησή του από το 4ο Λύκειο Ηρακλείου σπούδασε Θεολογία στο Θεολογικό Τμήμα της Θεολογικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (1982-1986). Συνέχισε τις μεταπτυχιακές του σπουδές στην Θεολογική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, στον Τομέα της Λειτουργικής, με επιβλέποντα Καθηγητή τον μακαριστό Ιωάννη Φουντούλη, τις οποίες ολοκλήρωσε υποβάλλοντας μεταπτυχιακή εργασία με τίτλο «Τα Λειτουργικά στοιχεία στα έργα του Μεγάλου Βασιλείου».

Στις τάξεις του ιερού Κλήρου εντάχθηκε το έτος 1991. Χειροθετήθηκε Μοναχός στις 17 Φεβρουαρίου 1991, στην Ιερά Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου Αγκαράθου, από τον τότε Ηγούμενό της, Αρχιμανδρίτη Γεννάδιο Σταυρουλάκη και την 23η του ίδιου μήνα χειροτονήθηκε Διάκονος από τον αοίδιμο Αρχιεπίσκοπο Κρήτης κυρό Τιμόθεο, στο Ησυχαστήριο της Αγίας Φωτεινής Ελληνοπεραμάτων Ηρακλείου.

Τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, αναχώρησε για την Αυστρία, όπου συνέχισε τις σπουδές του στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου του Γκρατς, από την οποία και αποφοίτησε το έτος 1995. Κατά το διάστημα της εκεί παραμονής του υπηρέτησε ως Αρχιδιάκονος του αειμνήστου Μητροπολίτη Αυστρίας κυρού Μιχαήλ (Στάικου) και Γραμματεύς της Ιεράς Μητροπόλεως Αυστρίας.

Μετά την αποφοίτησή του, επιστρέφοντας στην Κρήτη, χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος στις 16 Αυγούστου 1995 στο Καθολικό της Μονής της μετανοίας του από τον αοίδιμο Αρχιεπίσκοπο Τιμόθεο. Αυθημερόν έλαβε και το οφφίκιο του Αρχιμανδρίτη. Υπηρέτησε στην Ιερά Αρχιεπισκοπή Κρήτης ως Ιεροκήρυκας (1995-2000), ως Υπεύθυνος της ίδρυσης του Ραδιοφωνικού Σταθμού της και στη συνέχεια Διευθυντής του (1996-2002) και Εντεταλμένος διαφόρων τμημάτων του Επικοινωνιακού και Μορφωτικού Ιδρύματός της. Το έτος 2000 ονομάστηκε Πρωτοσύγκελλος της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κρήτης. Κατά το διάστημα της εκκλησιαστικής διακονίας του στη Κρήτη αρθρογραφούσε στον ημερήσιο και εβδομαδιαίο τοπικό Τύπο και σε διάφορα εκκλησιαστικά περιοδικά.

Μητροπολίτης Ρόδου εκλέχθηκε παμψηφεί από την Αγία και Ιερά Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου στις 20 Απριλίου 2004. Χειροτονήθηκε Επίσκοπος στις 25 του ίδιου μήνα, στην ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Ζωοδόχου Πηγής Βαλουκλή από την Αυτού Θειοτάτη Παναγιότητα, τον Οικουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο και ενθρονίστηκε στον Μητροπολιτικό Ιερό Ναό Εισοδίων της Θεοτόκου Ρόδου στις 5 Ιουνίου 2004.

Το συγγραφικό του έργο είναι πλουσιότατο, έχοντας συντάξει εκατοντάδες Ασματικές Ακολουθίες σε Αγίους και Εκκλησιαστικές Εορτές, οι περισσότερες από τις οποίες έχουν δημοσιευτεί σε συλλογικές ή άλλες επιμέρους εκδόσεις, άρθρα και κείμενα πνευματικής οικοδομής. Εκδίδει από το έτος 2005 το περιοδικό της Ιεράς Μητροπόλεως Ρόδου «Η ΟΔΟΣ». Είναι υπεύθυνος έκδοσης του περιοδικού «ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΟΣ», επίσημου Δελτίου των Μητροπόλεων της Δωδεκανήσου, Πρόεδρος της Επιτροπής Προσκυνηματικού και Θρησκευτικού Τουρισμού του εκκλησιαστικού θέματος της Δωδεκανήσου και Πρόεδρος του Πατριαρχικού Δικτύου Ποιμαντικής Διακονίας στο χώρο της υγείας.

Ως Μητροπολίτης Ρόδου έχει έντονη λειτουργική, κηρυκτική και κοινωνική παρουσία στα όρια της Επαρχίας του. Οργάνωσε στην έδρα του Εκκλησιαστικά Συνέδρια και διάφορες Διεκκλησιαστικές και Διορθόδοξες διοργανώσεις. Επιδεικνύει ιδιαίτερη μέριμνα για την καταγραφή, διαφύλαξη και προβολή της τοπικής θρησκευτικής κληρονομιάς -με τη συντήρηση Εκκλησιαστικών μνημείων και αντικειμένων λατρείας, την ίδρυση και λειτουργία Εκκλησιαστικών Μουσείων κ.ά.- την προβολή της τοπικής Εκκλησιαστικής ιστορίας και αγιολογίας, την επιμόρφωση του ιερού Κλήρου και την προνοιακή προσφορά της Εκκλησίας.