O Μιχάλης Κασιής γεννήθηκε στο Νέο Χωριό Κυθραίας της Κύπρου το 1940. Είναι γιος του Κώστα Κλάμπα με καταγωγή από τη Μια Μηλιά και της Μαρίτσας Κύρκα με καταγωγή από το Νέο Χωριό Κυθραίας. Σπούδασε στην Παιδαγωγική Ακαδημία Κύπρου και κατέχει Diploma in Education και Master Degree in Philosophy of Education από το Institute of Education University of London. Μετά από πολύχρονη καριέρα, ως εκπαιδευτικός, στην Κύπρο και το Ηνωμένο Βασίλειο αφυπηρέτησε το 2013. Σήμερα είναι Πρόεδρος του Σοσιαλιστικού Κόμματος Αποδήμων Κυπρίων Αγγλίας (παραρτήματος ΕΔΕΚ-Κύπρου), Αντιπρόεδρος της Εθνικής Κυπριακής Ομοσπονδίας (ΕΚΟ) και Πρόεδρος του Συνδέσμου Αποδήμων Νέου Χωρίου Κυθραίας. Είναι παντρεμένος με τη Μαρία Φελλά και πατέρας τριών παιδιών.
Οι οικογενειακές ρίζες του βιογραφούμενου βρίσκονται στη μεγαλόνησο Κύπρο.
Ο παππούς του, από την πλευρά του πατέρα του, ονομαζόταν Χαράλαμπος Κλάμπας και γεννήθηκε στη Μια Μηλιά Λευκωσίας το 1870. Ήταν εργάτης στα μεταλλεία ασβέστη της Κυθραίας και δυστυχώς από μία έκρηξη έχασε και τα δυο πόδια του.
Ο Χαράλαμπος Κλάμπας παντρεύτηκε με τη συγχωριανή του Άννα και το ζευγάρι απέκτησε από τον γάμο του οκτώ παιδιά, έξι αγόρια και δύο κορίτσια.
Ο πατέρας του βιογραφούμενου, Κώστας Κλάμπας ήταν στη σειρά το τρίτο παιδί της οικογένειας και γεννήθηκε δίδυμος, το 1908, στη Μια Μηλιά, σήμερα κατεχόμενο χωριό. Φοίτησε στο Δημοτικό σχολείο και όταν ολοκλήρωσε το σχολείο, εργάστηκε για ένα μικρό χρονικό διάστημα στα μεταλλεία. Το 1936 παντρεύτηκε με τη Μαρίτσα Κύρκα και εγκαταστάθηκε στο Νέο Χωριό Κυθραίας. Τότε αγόρασε πρόβατα κι έγινε βοσκός. Το ζευγάρι απέκτησε από τον γάμο του πέντε παιδιά, τρία αγόρια και δύο κορίτσια.
Ο πατέρας του βιογραφούμενου ήταν ένας καλοκάγαθος άνθρωπος, αλλά έφυγε πρόωρα από τη ζωή σε ηλικία 40 ετών, το 1948. Όταν πέθανε, το μεγαλύτερο από τα παιδιά του, ο Διομήδης ήταν 10 ετών, ο βιογραφούμενος Μιχάλης ήταν επτά ετών, η Χρυστάλλα 5 ετών, ο Χαράλαμπος (Χαμπής) 3 ετών και το μικρότερο παιδί, η Άννα ήταν μόλις 18 μηνών.
Ο παππούς του βιογραφούμενου, από την πλευρά της μητέρας του, ονομαζόταν Μίχαλος Κύρκα και γεννήθηκε στο Νέο Χωριό το 1870, όπου έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Ήταν εργάτης στο επάγγελμα και παντρεύτηκε με τη Χρυσταλλού Καΐλλου, με καταγωγή από το ίδιο χωριό. Το ζευγάρι απέκτησε από τον γάμο του πέντε παιδιά, τέσσερα αγόρια και ένα κορίτσι, τη Μαρίτσα, μητέρα του βιογραφούμενου. Κάποια στιγμή ο παππούς Μίχαλος έφυγε και πήγε στη Γαλλία, όπου έμεινε για ένα διάστημα και αργότερα πήρε μαζί του εκεί τον γιο του Κυριάκο. Στη Γαλλία, ο Κυριάκος πιάστηκε αιχμάλωτος και η τύχη του αγνοούνταν μέχρι το 1965, που τον ανακάλυψε η οικογένειά του και επέστρεψε στην Κύπρο.
Η μητέρα του βιογραφούμενου Μαρίτσα ήταν το δεύτερο παιδί της οικογένειας και γεννήθηκε το 1906 στο Νέο Χωριό Κυθραίας. Δυστυχώς, έμεινε χήρα πολύ νέα, σε ηλικία 42 ετών, και με πέντε παιδιά ορφανά. Για να μεγαλώσει τα παιδιά της, εργαζόταν υφάντρα το βράδυ και βοσκός την ημέρα. Ήταν πάμφτωχοι και ζούσαν από την ευεργεσία του κόσμου.
Όπως θυμάται ο βιογραφούμενος, «η μητέρα μας έλεγε πως έχουμε σύμμαχο τον Θεό κι εμείς το πιστέψαμε με όλη την ψυχή μας». Γι’ αυτό και το μεγαλύτερο παιδί της οικογένειας, ο πάτερ Διομήδης, έγινε ιερέας. Όπως αναφέρει ο βιογραφούμενος, «η μητέρα μου με μύησε στην Ελληνορθόδοξη Θρησκεία. Από μικρό παιδί ασχολούμαι με τη ψαλτική και σήμερα ψάλλω εθελοντικά σε διάφορες εκκλησίες στο Λονδίνο. Επίσης, μου αρέσει να ασχολούμαι με την κηπουρική».
Ο πάτερ Διομήδης είναι πτυχιούχος της Θεολογικής και Νομικής Σχολής, πατέρας εννέα παιδιών. Τα υπόλοιπα αδέλφια του βιογραφούμενου, η Χρυστάλλα Λαμπριά σήμερα ζει στο Λονδίνο, ο Χαράλαμπος ζει στη Λευκωσία, είναι επιπλοποιός και πατέρας δύο παιδιών (της Μαρίας και του Κώστα), τέλος η Άννα Ζερβού ζει στη Λευκωσία και είναι μητέρα δύο παιδιών (της Φρόσως και του Κώστα, οι οποίοι ζουν στην Αμερική).
Ο βιογραφούμενος, Μιχάλης Κασιής, γεννήθηκε στις 16 Ιουλίου 1940 στο Νέο Χωριό Κυθραίας.
Το Νέο Χωριό είναι κτισμένο σε υψόμετρο 125 μ. με τα βόρεια σύνορά του να αποτελούν μέρος των διοικητικών ορίων των επαρχιών Λευκωσίας-Κερύνειας. Στα δυτικά του χωριού υπάρχουν δυο μικροί ποταμοί, «τα ποταμούδκια» -ο Κάττος και ο Τενκέλης- που πηγάζουν από τον Πενταδάκτυλο και συνεχίζονται νοτιότερα για να ενωθούν με τον ποταμό Πιδιά. Πριν από την Τουρκική εισβολή του 1974 ένα σημαντικό μέρος του οικονομικά ενεργού πληθυσμού του Νέου Χωριού εργαζόταν στην πόλη της Λευκωσίας και στη βιομηχανική περιοχή της Μιας Μηλιάς. Το υπόλοιπο μέρος του οικονομικά ενεργού πληθυσμού ασχολείτο με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Το Νέο Χωριό, λόγω κυρίως της γειτνίασής του με το μεγάλο αστικό κέντρο της Λευκωσίας, γνώρισε αξιόλογη πληθυσμιακή αύξηση από το 1881 μέχρι το 1973. Μετά το 1964, εξαιτίας των διακοινοτικών ταραχών που ακολούθησαν την Τουρκοκυπριακή ανταρσία, οι Τουρκοκύπριοι κάτοικοι του Νέου Χωριού εγκατέλειψαν το χωριό τους και μετακινήθηκαν σε γειτονικά αμιγή Τουρκοκυπριακά χωριά, στο πλαίσιο των οδηγιών της Άγκυρας για δημιουργία στο νησί ισχυρών Τουρκοκυπριακών θυλάκων. Το 1973 οι Ελληνοκύπριοι κάτοικοι του χωριού ανέρχονταν στους 1.421. Το χωριό πιστεύεται ότι ιδρύθηκε σχετικά πρόσφατα, κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας και, συγκεκριμένα, κατά του 17ο ή αρχές του 18ου αιώνα. Κατά τα Μεσαιωνικά χρόνια υφίστατο στην περιοχή φέουδο που σημειώνεται σε παλαιούς χάρτες ως Gnogor. Πιθανόν το φέουδο αυτό να είχε κατασχεθεί από τους Τούρκους αργότερα, με αποτέλεσμα οι Έλληνες κάτοικοι του οικισμού να ιδρύσουν στην ίδια περιοχή νέο χωριό, που πήρε ακριβώς αυτή την ονομασία: Νέο Χωριό. Είναι όμως πιθανόν την ονομασία αυτή να την πήρε όχι επειδή ιδρύθηκε σ’ αντικατάσταση άλλου, αλλά όταν επανήλθαν στον παλαιό μεσαιωνικό οικισμό οι Έλληνες κάτοικοί του. Σχετική είναι και η παράδοση για το τζαμί του χωριού, το Χαλίλ Πασά τζαμί. Αναφέρεται ότι τούτο ήταν αρχικά Ελληνική εκκλησία αφιερωμένη στον Άγιο Νικόλαο, που μετετράπη σε τέμενος από τους Τούρκους, το πρώτο μάλιστα στο οποίο προσετέθη μιναρές στην Κύπρο. Για τον λόγο αυτό οι Τούρκοι ονόμαζαν το χωριό Μιναρελίκιογιο, δηλαδή χωριό του μιναρέ. Την τουρκική αυτή ονομασία δίνουν στο χωριό και σήμερα. Αργότερα, οι Έλληνες κάτοικοι του χωριού έκτισαν νέα εκκλησία, αφιερωμένη στον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο. Στις 6 Σεπτεμβρίου 2015 στον ιερό ναό Αγίου Χαραλάμπους Νέου Χωρίου Κυθραίας τελέστηκε το καθιερωμένο ετήσιο εθνικό μνημόσυνο των πεσόντων και εν ψυχρώ εκτελεσθέντων κατοίκων του χωριού κατά την Τουρκική εισβολή του 1974.
Ο Μιχάλης Κασιής έζησε πολύ δύσκολα παιδικά χρόνια, ορφανός από πατέρα σε ηλικία 7 ετών, μέσα στη στέρηση και τη φτώχεια. Όπως αναφέρει ο ίδιος, «τέλος Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, φτώχεια, πείνα και ορφάνια για μας. Ριχτήκαμε όλοι στη δουλειά από μικρά παιδιά. Ο Διομήδης κωμοδρόμος-μηχανικός στο θείο του. Εγώ βοσκός και για βοσκό με προόριζαν. Έτσι οι προύχοντες του χωριού συμβούλευαν τη μητέρα μου, για να μπορέσω να ζήσω την οικογένεια. Τα άλλα τρία μικρότερα αδέλφια ήταν πολύ μικρά για να εργαστούν».
Ο βιογραφούμενος άρχισε να εργάζεται τα καλοκαίρια από την ηλικία των 10 ετών στα καμίνια, στα χτίσματα και όπου αλλού υπήρχε δουλειά. Φοίτησε στο Δημοτικό σχολείο και επειδή ήταν άριστος μαθητής συνέχισε το σχολείο με την προτροπή του δασκάλου του. Όταν αποφοίτησε από το Δημοτικό, έγινε βοσκός, αλλά συνέχισε τις σπουδές του. Κάθε μέρα μετά το σχολείο πήγαινε στα κτήματα και έπαιρνε μαζί του τα βιβλία του και διάβαζε. Ο χαμός του πατέρα του τού στοίχισε πολύ και πάντα τον απασχολούσε. Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες αποφοίτησε από το Παγκύπριο Γυμνάσιο το 1958 και το 1959 εισήχθη στην Παιδαγωγική Ακαδημία.
Όπως αναφέρει ο ίδιος, «κατέληξα δάσκαλος εντελώς τυχαία. Το χρωστάω στον δάσκαλό μου κύριο Λογγίνο και στον θείο μου Γιώρκο, αδελφό του πατέρα μου, ο οποίος είπε πως είναι κρίμα ο Μιχαλάκης (έτσι με φώναζε ο θείος) να γίνει βοσκός, αφού είναι καλός μαθητής».
Σαν έφηβος έζησε τον Απελευθερωτικό Αγώνα της Κύπρου 1955-1959. Σαν νέος αγωνίστηκε κατά της ανταρσίας των Τουρκοκυπρίων το 1963. Επίσης, αντιτάχθηκε στο προδοτικό πραξικόπημα της ΕΟΚΑ Β’ το 1974, πολέμησε ως έφεδρος στρατιώτης στην Τουρκική εισβολή που ακολούθησε. Η πιο τραγική, όμως, εμπειρία του ήταν αυτή της φυγής από το χωριό του στις 14 Αυγούστου 1974.
Αφού περάτωσε τις σπουδές του, το 1961, διορίστηκε δάσκαλος στη Χαρδακιώτισσα Κυθραίας. Εκεί εργάστηκε για διάστημα τριών ετών (1961-1964) και στη συνέχεια μετατέθηκε στο Νέο Χωριό Κυθραίας, όπου υπηρέτησε για άλλα επτά χρόνια (1964-1972), και στη Βώνη (αρχαίο χωριό), όπου υπηρέτησε για δύο χρόνια (1972-1974).
Το 1966 ο Μιχάλης Κασιής παντρεύτηκε με τη συγχωριανή του Μαρία Φελλά, κόρη του Κύπρου και της Θέκλας, γεννημένη στις 5 Μαρτίου 1943 στο Νέο Χωριό. Η Μαρία Φελλά υπήρξε μέλος του προσωπικού της Κυπριακής Ύπατης Αρμοστείας από το 1981-2003. Το ζευγάρι απέκτησε από τον γάμο του τρία παιδιά: τον Κύπρο, τον Κώστα και τον Αγαθοκλή.
Ο Κύπρος Κασιής σπούδασε Μαθηματικά και Στατιστική, ενώ εργάστηκε για ένα διάστημα, ως εκπαιδευτικός, στο Λονδίνο. Παντρεύτηκε με την Κυπριακής καταγωγής Γεωργία Γιαννακού και το ζευγάρι απέκτησε από τον γάμο του δύο κόρες, τη Λουκία και τη Μαρία. Όταν επέστρεψαν στην Κύπρο, ο Κύπρος Κασιής εργάστηκε για μία δεκαετία στην Αγγλική Σχολή Λευκωσίας και στη συνέχεια άνοιξε δικό του φροντιστήριο προετοιμασίας μαθητών, το οποίο λειτουργεί έως σήμερα.
Ο Κώστας Κασιής σπούδασε Οικονομικά και εργάστηκε στη Λαϊκή Τράπεζα. Είναι παντρεμένος με την Άννα Κυθρεώτη και έχουν αποκτήσει δύο παιδιά, τον Μιχάλη και την Αθηνά.
Ο Αγαθοκλής Κασιής σπούδασε Νομικά και είναι κάτοχος Master και ΜΒΑ. Σήμερα ζει στο Λονδίνο και είναι ένας διαπρεπής δικηγόρος, συνέταιρος στον Οίκο Bishop and Sewell στο Λονδίνο. Είναι παντρεμένος με τη δικηγόρο Κιμπερλύ, με καταγωγή από τον Καναδά, και το ζευγάρι έχει αποκτήσει δύο κόρες. Την Αμέλια και τη Μέϊσα Φλώρενς.
Όταν έγινε η εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο το 1974, ο βιογραφούμενος υπηρετούσε στη Βώνη. Όπως θυμάται, «όλα κατέρρευσαν, αν και το ΡΙΚ μετέδιδε ότι ο στρατός μας αναδιπλώνεται ομαλά (ούτε καν ξέραμε τι εννοούσαν). Από το πρωί τα τουρκικά αεροπλάνα βομβαρδίζουν το χωριό μας με βόμβες ναπάλμ. Πανικός. Κραυγές αγωνίας. Παναγιά μου βοήθα μας. Φεύγουμε από το χωριό με το αυτοκίνητό μας. Η γυναίκα μου έγκυος εννέα μηνών ετοιμόγεννη, τα δύο παιδιά μου ηλικίας 6 και 4 ετών και η πεθερά μου. Στο δρόμο προς τη Μία Μηλιά βλέπουμε τα τουρκικά τανκς, πάμε προς τον Άγιο Θεόδωρο, για να τα αποφύγουμε, μας επιτίθενται τα τουρκικά αεροπλάνα, σταματάμε με το αυτοκίνητο και πάμε να κρυφτούμε πίσω από μία ελιά. Τη γυναίκα μου την πιάνουν οι πόνοι από τον φόβο της. Η Παναγιά μας βοήθησε. Γλιτώσαμε. Καταλήξαμε πρόσφυγες στην Κυπερούντα και μετά στον Πεδουλά, όπου μείναμε για τρεις μήνες».
Στη συνέχεια εγκαταστάθηκαν στον Πρόδρομο, όπου εκεί ο Μιχάλης Κασιής διορίστηκε Διευθυντής στο σχολείο του χωριού και υπηρέτησε μέχρι το 1975. Κατόπιν υπηρέτησε στο σχολείο της Δευτεράς, ως Βοηθός Διευθυντής (1975-1977) και τότε, το 1977, έλαβε μία υποτροφία από το Βρετανικό Συμβούλιο-Moray House School of Education – TESL Teaching English as a Second Language. Πήγε στο Εδιμβούργο, όπου σπούδασε διδασκαλία της Αγγλικής γλώσσας.
Επέστρεψε από τη Σκωτία το 1978 και δύο χρόνια αργότερα, το 1980, διορίστηκε στην Κυπριακή Εκπαιδευτική Αποστολή στο Λονδίνο, όπου υπηρέτησε ως Διευθυντής στα Ελληνικά Παροικιακά σχολεία Kingsbury, Moss Hall, Woodhouse, Barnet, Croydon. Στο σχολείο του Barnet φοιτούσαν τότε τριακόσιοι σαράντα (340) μαθητές και δίδασκαν τριάντα επτά (37) δάσκαλοι. Ταυτόχρονα παρακολούθησε μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών στο Institute of Education University of London (Ινστιτούτο Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου του Λονδίνου), όπου απέκτησε Diploma in Education και Master Degree in Philosophy of Education.
Το 1985, αν και είχε τελειώσει η πενταετής σύμβασή του και έπρεπε να επιστρέψει στην Κύπρο, υπέβαλλε παραίτηση από το Υπουργείο Παιδείας Κύπρου και μεταπήδησε στην Αγγλική Εκπαίδευση, όπου εργάστηκε μέχρι το 2013.
Στην αρχή προσελήφθη στο νεοσυσταθέν τότε Κέντρο Διγλωσσίας στο Harringay. Στο Κέντρο ανελίχθηκε σε διάφορες βαθμίδες ώσπου έγινε Υπεύθυνος Μαθητών Εθνικών Μειονοτήτων. Μετά στο Τμήμα Παιδείας του Δημαρχείου του Χάρινγκεϋ σε διάφορα σχολεία, Συντονιστής Εκπαίδευσης παιδιών που έχουν την Αγγλική ως δεύτερη γλώσσα. Παράλληλα, συνέχισε να εργάζεται στην Παροικιακή Εκπαίδευση μέχρι το 2009. Λόγω της θέσης του έπρεπε να επισκέπτεται όλα τα σχολεία και να εξετάζει αν τα παιδιά βρίσκονται περιθωριοποιημένα.
Ταυτόχρονα συνεργάστηκε με το Τμήμα Εξετάσεων του Πανεπιστημίου του Λονδίνου (ULEAC-EDEXCEL) ως υπεύθυνος της Ελληνικής γλώσσας -Chief examiner (GCE-GCSE-AL) από το 1982-1992. Διετέλεσε εξεταστής της Ελληνικής για το διπλωματικό σώμα του Υπουργείου Εξωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου. Ακόμη υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Α-Level λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο.
Το 1991 επέστρεψε στην Κύπρο, όπου διεύθυνε το σχολείο στον Κόρνο, ένα από τα μεγαλύτερα Δημοτικά σχολεία της Κύπρου. Την περίοδο 1992-2013 εργάστηκε ξανά στην Αγγλική Εκπαίδευση. Ο βιογραφούμενος αφυπηρέτησε το 2013.
Κατά τη διάρκεια της καριέρας του ο Μιχάλης Κασιής επέδειξε σημαντική κοινωνική δράση. Είναι Πρόεδρος του Σοσιαλιστικού Κόμματος Αποδήμων Κυπρίων Αγγλίας (παραρτήματος ΕΔΕΚ-Κύπρου). Ως Αντιπρόεδρος της Εθνικής Κυπριακής Ομοσπονδίας (ΕΚΟ) έρχεται σε επαφή με μέλη του Αγγλικού Κοινοβουλίου και λαμβάνει μέρος στην ενημέρωση των Αγγλικών πολιτικών κομμάτων. Όπως σημειώνει, «από τις επαφές μας θα έλεγα ότι φιλέλληνες Άγγλοι πολιτικοί είναι οι Robin Cook, Pauline Green, Roger Gales, Allan Meal, Tom Cox, Borrows, Sheridan, Teresa Villier και πολλοί άλλοι».
Ο Μιχάλης Κασιής είναι Πρόεδρος του Συνδέσμου Αποδήμων Νέου Χωρίου Κυθραίας.
Ο ίδιος υπήρξε συνδικαλιστής της Παγκύπριας Οργάνωσης Ελλήνων Δασκάλων (ΠΟΕΔ) από το 1973-1980 στη θέση του Γενικού Οργανωτικού Γραμματέα.
Όπως σημειώνει ο βιογραφούμενος, «η εργασία μου με Κυπριόπουλα τόσο μέσα στο παροικιακό σχολείο όσο και μέσα στο Αγγλικό σύστημα με έφερε αντιμέτωπο με τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα παιδιά μας. Την περίοδο 1982/83 σε μερικά σχολεία το 1/5 των μαθητών ήταν Κυπριόπουλα. Τα Κυπριόπουλα, όπως και παιδιά όλων των άλλων εθνικών μειονοτήτων, διατρέχουν τον κίνδυνο αφομοίωσης από τη δυνατότερη Αγγλική κουλτούρα. Σιγά-σιγά, με τον καιρό, ανεπαίσθητα υιοθετούν τις αξίες της Αγγλικής κοινωνίας. Ξεχνούν τη μητρική τους γλώσσα και σε κάποιο στάδιο τους δημιουργείται μέσα τους η απορία: «τι είμαι εγώ; Άγγλος ή Κύπριος Έλληνας;» Η οργανωμένη παροικία, η Εκκλησία, το Παροικιακό Σχολείο, η Οικογένεια (κυρίως οι γιαγιάδες και οι παππούδες) είναι οι δυνάμεις εκείνες οι οποίες συντηρούν τη διατήρηση του Ελληνισμού στο κάθε ξενιτεμένο Ελληνόπουλο. Έστω κι αν η Ελληνική γλώσσα σιγά-σιγά λιγοστεύει, τα παιδιά βαθιά μέσα τους παραμένουν Έλληνες. Και το έχουμε δει πολλές φορές. Όταν η Ελλάδα κέρδισε το Ευρωπαϊκό Κύπελλο, εκατοντάδες χιλιάδες Κυπριόπουλα-Ελληνόπουλα κατέκλυσαν τους δρόμους και τις πλατείες του Βόρειου Λονδίνου με σημαίες και Ελληνικά τραγούδια, περήφανα για το κατόρθωμα αυτό του Ελληνισμού. Από την άλλη μεριά, οι εκκλησίες είναι γεμάτες κάθε Κυριακή, ιδιαίτερα στις ημέρες του Πάσχα, σε σημείο που οι περισσότεροι παρακολουθούν τη λειτουργία στην αυλή. Η δημιουργία παραρτημάτων όλων των Κυπριακών Πολιτικών Κομμάτων, αλλά και οι πολυάριθμοι σύνδεσμοι των χωριών, που υπάρχουν σκορπισμένοι σε όλη τη Μεγάλη Βρετανία, πηγάζουν από τη νοσταλγία και την αγάπη της πατρίδας. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο και η προσπάθεια που καταβάλλει το Κέντρο Οικουμενικού Ελληνισμού για καταγραφή των Ελλήνων της διασποράς, ενδυναμώνει τον Ελληνισμό κάθε απόδημου και συμβάλλει στην επιβίωσή του».
Ο βιογραφούμενος παραθέτει στη συνέχεια ορισμένες χρήσιμες πληροφορίες για την Ελληνοκυπριακή Παροικία Λονδίνου. Στο Λονδίνο κατοικούν περίπου 300.000 Ελληνοκύπριοι. Σε όλο το Ηνωμένο Βασίλειο λειτουργούν εβδομήντα (70) παροικιακά σχολεία με 7.000-8.000 μαθητές. Το πρόγραμμα των σχολείων αποτελείται από μαθήματα γλώσσας, πατριδογνωσίας, ελληνικών χορών και τραγουδιών και κάθε χρόνο εορτάζονται οι εθνικοί μας επέτειοι. Οι απόφοιτοι μαθητές των παροικιακών σχολείων διαθέτουν επιπρόσθετα προσόντα (αναγνώριση Ελληνικής γλώσσας) για εισαγωγή στα πανεπιστήμια. Η Παροικία είναι οργανωμένη σε ενενήντα τέσσερις (94) Ελληνορθόδοξες εκκλησιαστικές κοινότητες. Η Παροικία είναι, επίσης, οργανωμένη σε σωματεία κάθε είδους (επαγγελματικά, αθλητικά, κ.ά.), ενώ όλα τα Κυπριακά κόμματα διατηρούν παραρτήματα στο Ηνωμένο Βασίλειο. Όλα τα σωματεία βρίσκονται υπό την αιγίδα της Εθνικής Κυπριακής Ομοσπονδίας (ΕΚΟ). Η παροικία διαθέτει σήμερα διαπρεπείς επαγγελματίες, δικηγόρους, λογιστές, ιατρούς, καθηγητές πανεπιστημίων και πολλούς δασκάλους, ενώ ανάμεσα στους πλουσιότερους Άγγλους πολίτες βρίσκονται και επιχειρηματίες Κύπριοι.