Ο Βασίλειος Καρούνης (1925-2019) γεννήθηκε στα Πάκια Λακωνίας. Τα δύσκολα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου μετανάστευσε στον Καναδά και επιστρέφοντας στην Ελλάδα ίδρυσε το ξενοδοχείο Four Seasons Hotel στη Γλυφάδα. Οι κόρες του, Ρούλα και Πάμη Καρούνη, στα χνάρια του πατέρα τους διευθύνουν σήμερα το ξενοδοχείο.
Ο παππούς του βιογραφούμενου από τη μεριά του πατέρα του ονομαζόταν Κωνσταντίνος Καρούνης, έζησε στο 1800 και ασχολήθηκε με τη γεωργία. Ο παππούς του από την πλευρά της μητέρας του ονομαζόταν Ηλίας Καλανιώτης και καταγόταν από την Αρκαδία. Αρχικά επιδόθηκε στην τέχνη της κατασκευής παπουτσιών. Παντρεύτηκε την Ευανθία Τσαντρίζου και εγκαταστάθηκαν στα Πάκια Λακωνίας, αποκτώντας πέντε κόρες. Εκεί ο Ηλίας Καλανιώτης αναγκάστηκε να αλλάξει επάγγελμα και έτσι ασχολήθηκε με γεωργικές εργασίες.
Ο πατέρας του, Δημήτριος Καρούνης, γεννήθηκε το 1882 και η μητέρα του το 1902. Με βάση τα λεγόμενα του Δημητρίου Καρούνη, οι ρίζες των Καρουναίων είναι πολύ παλιές. Είναι Λάκωνες από αιώνες, αλλά η ρίζα του επιθέτου Καρούνη προέρχεται από την Ασία και η καταγωγή ήταν αρχικά από το Κουσάντασι της Μικράς Ασίας, μια παροικία 95 χιλιόμετρα από τη Σμύρνη. Ο Δημήτριος και η γυναίκα του ζούσαν στα Πάκια Λακωνίας και την ευτυχία τους ολοκλήρωσαν τα έξι τους παιδιά, ο Αντώνης, ο Παναγιώτης, ο Θεόδωρος, ο Ηλίας, ο Βασίλης και η Μάρθα.
Ο Βασίλειος Καρούνης γεννήθηκε το 1925 στα Πάκια Λακωνίας. Έζησαν δύσκολα χρόνια με πρωταγωνιστές τη φτώχεια, την εξαθλίωση και το φόβο των Γερμανών. Τα παιδιά το 1942 δούλευαν στα κτήµατα για να προστατευτούν από τους Γερμανούς. Ο Βασίλης σαν νεαρός έφηβος κρυβόταν σε μια ελιά και σε δύο σπηλιές στην περιοχή Διάσελο όπου ήταν τα οικογενειακά κτήματα. Αυτή η ελιά υπάρχει μέχρι και σήμερα και είναι υπεραιωνόβια. Κρέας έτρωγαν μια φορά τον μήνα και στις γιορτές. Ο πατέρας τους έσφαζε τα ζώα που είχε και τα έκρυβε σε στάμνες μέσα στη γη για να μην τα πάρουν οι Γερμανοί και οι Ιταλοί. Ο Βασίλης παρακολούθησε το σχολείο έως τη Β΄ γυμνασίου και ενώ έπαιρνε τα γράμματα, δεν μπόρεσε να προχωρήσει παρακάτω στο σχολείο επειδή, λόγω των καταστάσεων, έπρεπε να βοηθήσει την οικογένειά του στις γεωργικές εργασίες.
Λόγω της Κατοχής και του Εμφυλίου, αποφάσισε να μεταναστεύσει στον Καναδά για μια καλύτερη ζωή. Του έκανε πρόσκληση ο αδερφός του ο Παναγιώτης και έτσι ξεκίνησε με δανεικά ρούχα να βρει την τύχη του. Δούλεψε σκληρά, έβγαλε χρήματα και πηγαινοερχόταν στην Ελλάδα. Σε ένα από τα ταξίδια του είδε την όμορφη Μανιατοπούλα Κωνσταντίνα Πετρακάκου και αντικρίζοντάς την συνειδητοποίησε επί τόπου ότι αυτή ήταν η γυναίκα που θα παντρευόταν. Η Κωνσταντίνα ήταν κόρη του Εμμανουήλ Πετρακάκου, ενός μεγαλόβαθμου αξιωματικού αστυνομίας πόλεων. Ο Εμμανουήλ ήταν ένας μορφωμένος άνθρωπος, ένας χαρακτηριστικά ωραίος άντρας και άνθρωπος με όμορφη ψυχή που πρόσφερε πολλά στην οικογένειά του αλλά και στην κοινότητά του. Είχε πολεμήσει το 1922 στο Μικρασιατικό μέτωπο. Η Κωνσταντίνα είχε δύο αδελφές και έναν αδελφό που όμως είχαν την ατυχία να χάσουν τη μητέρα τους όταν η Κωνσταντίνα ήταν ακόμη σε μικρή ηλικία. Το γεγονός αυτό τη σημάδεψε αλλά και την έκανε πιο δυνατή να αντιμετωπίσει τη ζωή. Δούλευε και σαν δακτυλογράφος στο Γενικό Επιτελείο Στρατού.
Αφού λοιπόν την είδε σε ένα από τα ταξίδια του ο Βασίλης και την ερωτεύτηκε, της έκανε πρόσκληση να έρθει στον Καναδά όπου την αρραβωνιάστηκε. Τα δύο κορίτσια που απέκτησαν, η Σταυρούλα (Ρούλα) και η Καλλιόπη (Πάμη), γεννήθηκαν στον Καναδά. Ήταν όμως όνειρο ζωής του Βασίλη να επιστρέψει στα πάτρια εδάφη και τα παιδιά του να λάβουν ελληνική μόρφωση και επέστρεψε στην Ελλάδα το 1968 για να ξεκινήσει μια ξενοδοχειακή επιχείρηση. Τελικά το 1971 πέτυχε τον στόχο του, ύστερα από πολλά -κυρίως γραφειοκρατικά- εμπόδια και άνοιξε το ξενοδοχείο Four Seasons Hotel στην Γλυφάδα επί της παραλιακής λεωφόρου, το οποίο λειτουργεί έως και σήμερα.
Ο Βασίλης ήταν ένα από τα άτομα που συνέβαλαν στη δημιουργία του Ελληνοκαναδικού συλλόγου στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Τα κορίτσια, που μεγάλωσαν και πλέον έχουν τις δικές τους οικογένειες, έχουν τη διεύθυνση του ξενοδοχείου τα τελευταία 20 χρόνια. Από την ώρα που χτίζονταν τα θεμέλια ως και σήμερα που το δουλεύουν τα κορίτσια, η ψυχή του είναι μέσα στο ξενοδοχείο.
Η Ρούλα έχει δύο παιδιά, την Κωνσταντίνα που τελειώνει το λύκειο και είναι ένα κορίτσι με μεγάλη καρδιά και τον Γιώργο που πάει στην πρώτη λυκείου και είναι ένα σιωπηλό αγόρι με τρυφερά συναισθήματα.
Η Πάμη είναι παντρεμένη με τον Κωνσταντίνο Κουλικούρδη, ένας πατέρας που μεγάλωσε σωστά τον μοναχογιό του τον Φίλιππο ο οποίος φοιτά στο Πανεπιστήμιο Πατρών στο τέταρτο έτος ως μηχανικός-μηχανολόγος αεροναυπηγός και είναι ένα παιδί μετρημένο.
Ο Βασίλης Καρούνης απεβίωσε στις 20 Ιουνίου 2019, πλήρης ημερών. Του άρεσε να βοηθάει κόσμο αφιλοκερδώς και ήταν ένας άνθρωπος απλός με πλούσιο εσωτερικό κόσμο. Τα λόγια του ήταν λίγα αλλά οι πράξεις του μεγάλες. Η Κωνσταντίνα έλεγε πάντα πως «ό,τι καλό κάνεις θα το βρεις, όπως και ό,τι κακό κάνεις». Το ρητό αυτό με την πάροδο όλων αυτών των χρόνων φαίνεται να επαληθεύεται ειδικά στον χώρο του ξενοδοχείου και της οικογένειας όπου ο Βασίλης Καρούνης είχε δώσει τόσα και το καλό πάντα επιστρέφεται. Μπορεί να μην είχε βγάλει το σχολαρχείο της εποχής, αλλά του άρεσε να διαβάζει τα πάντα, ακόμη και πιο εξεζητημένα αναγνώσματα. Μεγαλώνοντας, για να μην νιώθει ότι σκουριάζει το μυαλό του, του άρεσε σε καθημερινή βάση να λύνει σταυρόλεξα. Είχε τρομερό μνημονικό και μπορούσε να ανακαλέσει ιστορίες και λεπτομέρειες με ευκολία. Του άρεσε να μαζεύονται τρεις-τέσσερις φίλοι και να πίνουν το κρασάκι τους με μεζέ, τον οποίο συνήθως έφτιαχνε ο Γρηγόρης Κοτσώνης ο οποίος είχε το εστιατόριο «Το Τζάκι» στη Γλυφάδα. Είχε ιδιαίτερη αγάπη για τα ζώα και το αγαπημένο του σκυλάκι ήταν η Κιάρα, που τον αναζητά ακόμα. Παρόλο που φαινομενικά ήταν σκληρός άνθρωπος με μετρημένα λόγια, ήταν ένας άνθρωπος δοτικός, φιλόξενος και με βαθιές ευαισθησίες που φαίνονται από τις πράξεις του οι οποίες έδειχναν αγάπη για τον πλησίον του. Είχε πολλές ιστορίες να διηγηθεί από τον πόλεμο και αυτά που πέρασε από την μικρή του ηλικία ως να ορθοποδήσει. Για τα παιδιά του ο Βασίλης ήταν ένας ήρωας και τότε και τώρα. «Μακάρι να μπορούσε να είναι κοντά μας», λένε, «και να έβλεπε περήφανα τα εγγόνια του να μεγαλώνουν και να ανοίγουν και αυτά τα φτερά τους».