Ο Δημήτριος Γυφτέας είναι ο ιδρυτής της εταιρείας «Αγροτική Βιομηχανία Μεσσηνίας Α.Ε.-AGROVIM», η οποία δραστηριοποιείται στον χώρο της τυποποίησης και εμπορίας καινοτόμων προϊόντων ελιάς και ελαιολάδου. Αντιμετωπίζοντας τις προκλήσεις της αγοράς και διατηρώντας τις παραδόσεις, κατόρθωσε να εξελιχθεί σε μία υπερσύγχρονη και αποδοτική επιχείρηση στον τομέα του ελαιολάδου, καταφέρνοντας να βρίσκεται σήμερα στις κορυφαίες θέσεις της συγκεκριμένης αγοράς.
Ο Δημήτριος Γυφτέας γεννήθηκε το 1956 στην Καλαμάτα, με γονείς τους αγρότες Ανδρέα Γυφτέα και Ελένη Μέντζα. Ένα διαχρονικά ανήσυχο πνεύμα ο πατέρας του, έβλεπε πως με το κτήμα που κατείχε τότε στην Ανατολική Παραλία της πόλης, αλλά και με την αγροτική ενασχόληση γενικότερα δεν μπορούσε να βιοποριστεί ‒η οικογένεια είχε γίνει ήδη πενταμελής με τον ερχομό του Δημήτρη αλλά και των δυο μικρότερων αδερφών του, της Ευγενίας το 1958 και της Σταυρούλας το 1960.
Έτσι λοιπόν, το 1964 αποφασίζει να πουλήσει ένα μικρό μέρος από το κτήμα του και με τα χρήματα αυτά να αγοράσει ένα ΙΧ Peugeot 304, ξεκινώντας έτσι να δουλεύει παράνομα ως ταξιτζής, αλλά και να το νοικιάζει για περαιτέρω χρήση σε τρίτους. Δυο χρόνια αργότερα, ξεκινά επισήμως την εμπορική του δραστηριότητα στον κλάδο των ζωοτροφών με κατάστημα που ανοίγει στην οδό Μαυρομιχάλη αλλά και των αγροτικών προϊόντων με την αγορά του Ρέντη στην Αθήνα.
Τον γιο του τον έπαιρνε πάντα μαζί στην αγορά για να του μάθει το εμπόριο κι έτσι αισίως από 16 ετών και μετά, ο Δημήτρης κάθε Σάββατο βρίσκεται στου Ρέντη να πληρώσει αλλά και να πληρωθεί από τους άλλους εμπόρους. Τελειώνοντας το Λύκειο, ξεκινά τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις στην Αεροπορία, ενώ παράλληλα συνεχίζει να δουλεύει μαζί με τον πατέρα του, ο οποίος έχει ανοίξει και μια βιοτεχνία με ξηρούς καρπούς. Η δουλειά αρχίζει να πηγαίνει καλύτερα κι έτσι αποφασίζουν να στραφούν στην εξαγωγή αγροτικών προϊόντων και πιο συγκεκριμένα στις ελιές, στο λάδι, στα πορτοκάλια, στο καρπούζι αλλά και στα ξηρά σύκα. Ανήσυχο πνεύμα ο πατέρας, ανήσυχο και ο γιος, που ήδη επεξεργαζόταν το σενάριο να δημιουργήσει κάτι δικό του, μιας και δεν ήθελε να εξαρτάται πάντα από την οικογενειακή επιχείρηση.
Αρχές της δεκαετίας του ’80 και πιο συγκεκριμένα το 1982, ο 26χρονος Δημήτρης στρέφεται στην εστίαση και ανοίγει μαζί με τον φίλο του Γιώργο Αθανασίου την πιτσαρία «Esperia». Παρότι η πιτσαρία αυτή ανοίγει δίπλα από τη βιοτεχνία του πατέρα του, σε μια «άγονη» τότε περιοχή της πόλης, γίνεται γρήγορα στέκι μικρών και μεγάλων. Σήμερα, 40 χρόνια μετά, συνεχίζει τη λειτουργία της με την ίδια επιτυχία.
Έναν χρόνο αργότερα και μαζί με την αδερφή του Ευγενία, ο Δημήτρης επισκέπτεται την Αμερική, με στόχο τη διερεύνηση της αγοράς και την εύρεση νέου πελατολογίου. Και κάπως έτσι «ρομαντικά» ξεκινούν τις εξαγωγές τόσο στην Αμερική όσο και στον Καναδά.
Το 1985 παντρεύεται στην Καλαμάτα την Ελένη Γεωργακοπούλου και αποκτούν μαζί τρία παιδιά, τη Μαριλένα, τον Ανδρέα και τον Παναγιώτη. Ωστόσο, ο επόμενος χρόνος θα είναι καθοριστικός καθώς η μεσσηνιακή πρωτεύουσα πλήττεται από τον φονικό σεισμό του ’86.
Με τον πατέρα του αλλά και την αδερφή του, που εκείνο το διάστημα ζει στη Γαλλία, αποφασίζουν να φτιάξουν καινούριο εργοστάσιο αλλά και την εταιρεία «Ανδρέας Γυφτέας Α.Ε». Στην περιοχή «Βάλτος», κοντά στο αεροδρόμιο και σε έκταση 5.000 τ.μ, ξεκινά αισίως τη λειτουργία του το 1989. Πολλές οι «τρικυμίες» και δύσκολα χρόνια. Από τη μια οι δουλειές δεν πήγαιναν όσο καλά αναμενόταν, από την άλλη το δάνειο που είχε ληφθεί για να γίνει η επένδυση τοκιζόταν με ποσοστό 35%.
Το πείσμα ωστόσο αλλά και η πίστη του Δημήτρη ήταν σίγουρα τα συστατικά εκείνα που συνέβαλαν στο να μην το βάλει κάτω. Δουλειά στην πιτσαρία το καλοκαίρι, δουλειά στο εργοστάσιο χειμώνα-καλοκαίρι. Ατέλειωτες ώρες στο τρέξιμο και σε όλα τα πόστα… οδηγός, μάστορας, πωλητής, γευσιγνώστης και φυσικά… εγγυητής του τελικού προϊόντος. Έτσι ξεχώρισε και στηρίχθηκε περαιτέρω από τους παραγωγούς της Μεσσηνίας αλλά και της Λακωνίας. Γιατί ο λόγος του ήταν πάντα «συμβόλαιο», γιατί ακόμα κι όταν δεν μπορούσε να τους πληρώσει και τους καθυστερούσε, δεν τους άλλαζε τους όρους συνεργασίας αλλά ούτε και τη συμφωνηθείσα τιμή. Περαιτέρω, ο πατέρας του αρχίζει να αποχωρεί από την εταιρεία, αφήνοντας τη διαχείρισή της στον γιο του Δημήτρη.
Με τον καιρό, ο βιογραφούμενος έβλεπε πως με τα χρήματα που έβγαζε και τους υπέρογκους τόκους που τον βάραιναν δεν θα μπορούσε να πάει «μακριά» την επιχείρηση και να διασφαλίσει τη βιωσιμότητά της. Αποφασίζει λοιπόν να πάψει τη λειτουργία της «Ανδρέας Γυφτέας Α.Ε» και να ιδρύσει την εταιρεία «Δημήτρης Γυφτέας και ΣΙΑ Ε.Ε», με στόχο να αποφύγει τους δυσβάστακτους τόκους που είχαν φτάσει το 40%.
Μια ημερομηνία-σταθμός για την εταιρεία είναι σίγουρα το 1992, όπου το τυποποιημένο έξτρα παρθένο ελαιόλαδο «ILIADA» εισχωρεί στην αγορά του Ηνωμένου Βασιλείου. Ο Δημήτρης Γυφτέας το βράδυ δουλεύει στο εστιατόριο και με όσα χρήματα κερδίζει πηγαίνει το πρωί και αγοράζει το καλύτερο ελαιόλαδο της Μάνης. Έτσι, με μηδενικό κεφάλαιο ή οποιαδήποτε άλλη χρηματοδότηση το ελαιόλαδο «ILIADA» κατέχει σήμερα μια από τις πρώτες θέσεις στα ράφια της Βρετανίας.
Ένα χρόνο αργότερα, από «Δημήτρης Γυφτέας και ΣΙΑ Ε.Ε», η εταιρεία μετονομάζεται σε «Αγροτική Βιομηχανία Μεσσηνίας Α.Ε» (AGROVIM), έτσι όπως ονομάζεται έως και σήμερα. Παράλληλα, και παρά την επιτυχία του προϊόντος στις ξένες αγορές, πίσω στην Καλαμάτα ο «κλοιός» από τις τράπεζες σφίγγει επικίνδυνα. Μετά από μια δύσκολη διαπραγμάτευση το 1995, ο Δημήτρης καταφέρνει με μακροχρόνιο διακανονισμό να αγοράσει τις εγκαταστάσεις της «Ανδρέας Γυφτέας Α.Ε», μιας και αυτές βρίσκονταν σε καθεστώς υποθήκης. Ο δρόμος από εκεί και πέρα απλά… μονόδρομος. Με συνέταιρο πια την αδερφή του Ευγενία, που αναλαμβάνει την προώθηση του προϊόντος με εξαγωγικό γραφείο στην Αθήνα, ανακαινίζει το υπάρχον εργοστάσιο και το επεκτείνει περαιτέρω σε 7.000 τ.μ.
Το ανήσυχο πνεύμα όμως του Δημήτρη δεν σταματά να σκέφτεται και να επεξεργάζεται το επόμενό του βήμα. Γέννημα θρέμμα της «Παραλίας», βάζει στο μάτι το 2003 ένα εμβληματικό και συνάμα ιστορικό κτήριο αυτής… το διατηρητέο ξενοδοχείο του 1927 «Αμέρικα». Η διαδικασία απόκτησης μακρόχρονη και με αρκετά εμπόδια. Οι δέκα κληρονόμοι του ακινήτου, διασκορπισμένοι σε διαφορετικά μέρη του πλανήτη, κάνουν τη διαδικασία όλο και πιο μπερδεμένη, με τον Δημήτρη τελικώς να το αποκτά το 2008.
Την ίδια χρονιά, εκλέγεται μέλος του Επιμελητηρίου Μεσσηνίας (θέση που κατείχε έως και το 2017) ενώ γίνεται πρόεδρος του Εξαγωγικού του τμήματος για 5 χρόνια. Μια θέση με ιδιαίτερη σημασία για τον ίδιο, καθώς μπόρεσε να δώσει τη δική του «μάχη» για τα προϊόντα που αγάπησε και τον βοήθησαν όσο τίποτε άλλο στη ζωή του, το Π.Ο.Π ελαιόλαδο αλλά και τις ελιές της Μεσσηνίας.
Η εκκίνηση ανακατασκευής του ξενοδοχείου γίνεται μέσα στο 2008 αλλά δυστυχώς -όπως αναφέρει και ο σοφός λαός- «κανείς δεν άγιασε στον τόπο του». Μικροπολιτικά συμφέροντα και ανούσιες καταγγελίες οδηγούν στην παύση των εργασιών για 10 ολόκληρα χρόνια, κάτι που στοιχίζει στον ίδιο και την οικογένειά του τόσο οικονομικά όσο και συναισθηματικά. Με τη βοήθεια της δυναμικής μηχανικού Κυριακής Μωρακέα, το ξενοδοχείο βρίσκεται σήμερα σε τροχιά εντατικών εργασιών, ενώ αναμένεται να λειτουργήσει μέσα στο 2022.
Έτσι, φτάνουμε στο σήμερα όπου τα δυο αδέρφια, με σκληρή δουλειά και εξειδίκευση στον τομέα τους, έχουν καταστήσει την AGROVIM ως μία εταιρεία με εξαγωγές καινοτόμων προϊόντων ελιάς και ελαιολάδου σε 55 χώρες του κόσμου και τον μεγαλύτερο διακινητή ελαιολάδου στην εγχώρια αγορά.
Ο Δημήτρης Γυφτέας, πάντα σε άμεση επαφή με τον παραγωγό και την αγορά ευρύτερα, δοκιμάζει και ελέγχει πρώτα ο ίδιος κάθε προϊόν που φτάνει στο εργοστάσιο. Μόνο έτσι θεωρεί πως διασφαλίζεται η σταθερή ποιότητα, με την αγάπη και το μεράκι που χρόνια τώρα «εμπεριέχει» η κάθε συσκευασία που καταλήγει στον καταναλωτή. «Οι παραγωγοί είναι το κεφάλαιο της εταιρείας, χωρίς αυτούς δεν υπάρχει μέλλον» αναφέρει χαρακτηριστικά ο ίδιος. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως οι παραγωγοί και φίλοι του πια τον φωνάζουν «Βασιλιά του λαδιού», μιας και πάντα είναι κοντά τους με τις καλύτερες τιμές της αγοράς.
Στα 65 του χρόνια σήμερα, αυτές τις αξίες μεταλαμπαδεύει στα παιδιά του, με τον ίδιο πάντα στην ενεργό και πολύπλευρη δράση. Από καρδιάς ευχαριστεί τους παραγωγούς της Μεσσηνίας για τη χρόνια συνεργασία, για την πίστη τους στο πρόσωπό του και την προσφορά τους στο προϊόν, καθώς όλοι μαζί συνέβαλαν στο να αποκτήσει ο τόπος αλλά και το «Καλαμάτα Π.Ο.Π Ελαιόλαδο» την αναγνώριση που πραγματικά αξίζει.