Ο αρχιτέκτων Δημήτριος Γκοτζαμάνης του Γεωργίου γεννήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του ‘60 στην Αθήνα. Έχει καταγωγή από την πλευρά του πατέρα του από το χωριό Νυμφαίο (παλαιότερη ονομασία Νέβεσκα) κοντά στη Φλώρινα, σήμερα πασίγνωστο ανά την Ελλάδα από τα έργα του Γιάννη Μπουτάρη και την προβολή του από τον αείμνηστο Γιώργο Μέρτζο. Από την πλευρά της μητέρας του κατάγεται από την Κέα (Τζια).
Ο πατέρας του, Γεώργιος Γκοτζαμάνης, ήταν αρχιτέκτων αλλά και πολιτικός μηχανικός. Μετά τα σχολικά του χρόνια στη Θεσσαλονίκη, είχε έρθει στην Αθήνα για σπουδές πολιτικού μηχανικού αρχικά. Γοητεύτηκε από την αρχιτεκτονική κατά τη διάρκεια της πρώτης του επαγγελματικής απασχόλησης στο γραφείο του καθηγητή του στο μάθημα της αρχιτεκτονικής και μετέπειτα ακαδημαϊκού, Σόλωνα Κυδωνιάτη. Επέστρεψε στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο για να αποκτήσει και δίπλωμα αρχιτέκτονα, κι αφού εργάστηκε για λίγα ακόμη χρόνια στο γραφείο του μέντορά του και καθηγητή του, άνοιξε το δικό του γραφείο στις αρχές της δεκαετίας του ’60, το οποίο ήταν στην πρώτη του μελέτη και κατασκευή, στη γωνία της οδού Ηροδότου με την οδό Λεβέντη, με είσοδο από την οδό Ηροδότου 31.
Η δεύτερη μελέτη και κατασκευή, 2-3 χρόνια μετά από την πρώτη, ήταν μισό λεπτό περπάτημα από το νέο γραφείο του. Στα μέσα της δεκαετίας του’60, μετακόμισε με την οικογένειά του, συμπεριλαμβανομένου και του βιογραφούμενου, σε προσχολική ακόμη ηλικία, από την οδό Πλουτάρχου όπου διέμεναν, στην νεόκτιστη τότε πολυκατοικία επί της γωνίας της οδού Πατριάρχου Ιωακείμ και Ηροδότου στο Κολωνάκι της Αθήνας. Η είσοδος της πολυκατοικίας ήταν και είναι επί της οδού Ηροδότου 27, ενώ επί της οδού Πατριάρχου Ιωακείμ 31, ήταν και είναι η είσοδος του κινηματογράφου Embassy, που αποτελούσε το κύριο μέρος του υπογείου της ίδιας πολυκατοικίας.
Τα παιδικά του χρόνια, λοιπόν, ο Δημήτριος τα πέρασε στο Κολωνάκι, ένα πολύ διαφορετικό Κολωνάκι από το σημερινό, πολύ κοντά στο γραφείο του πατέρα του, που άρχισε να το επισκέπτεται από το δημοτικό κιόλας. Ολοκλήρωσε το δημοτικό και το γυμνάσιο στη Λεόντειο Σχολή Αρρένων της Νέας Σμύρνης.
Όταν ήρθε η στιγμή να πάει στο Λύκειο, ο πατέρας του μετακόμισε με την οικογένειά του στο Παλαιό Ψυχικό, στην τελευταία από τις πάμπολλες πολυκατοικίες που είχε μελετήσει και κάποιες από αυτές επίσης κατασκευάσει. Η πολυκατοικία στο Παλαιό Ψυχικό ήταν η τελευταία κατασκευή του, διότι αποφάσισε να αφιερωθεί αποκλειστικά και μόνο σε μελέτες και επιβλέψεις.
Ο βιογραφούμενος τελείωσε το Δημόσιο Λύκειο Παλαιού Ψυχικού με Άριστα και τρεις μήνες αργότερα έφυγε για σπουδές πολιτικού μηχανικού στην Ελβετία και πιο συγκεκριμένα στο φημισμένο Γαλλόφωνο Πολυτεχνείο της Λωζάνης EPFL.
Μετά την πάροδο δυο ετών, αποφάσισε να στρέψει το ενδιαφέρον του προς την αρχιτεκτονική, η οποία είχε αρχίσει να τον ελκύει όλο και περισσότερο, εν μέρει λόγω κάποιων κοινών μαθημάτων που οι φοιτητές πολιτικοί μηχανικοί του Πολυτεχνείου της Λωζάνης μοιράζονταν με το τμήμα αρχιτεκτονικής.
Η αλλαγή αυτή προκάλεσε και την αλλαγή της σχολής, όπου αφήνοντας πια την Ελβετία, μετακόμισε στο ‒εν μέρει‒ γαλλόφωνο Βέλγιο για να φοιτήσει στη διάσημη σχολή Académie Royale des Beaux-Arts et d’ architecture Victor Horta, όπου η σχολή αρχιτεκτονικής μοιραζόταν το ίδιο κτίριο με τη Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών των Βρυξελλών.
Η συνύπαρξη με τους μελλοντικούς ζωγράφους, γλύπτες και άλλους μελλοντικούς καλλιτέχνες τον επηρέασε βαθιά, αλλά η αρχιτεκτονική σχολή τελικά εντάχθηκε στο νεόκτιστο τότε Πολυτεχνείο των Βρυξελλών, αφήνοντας το κτίριο της Ακαδημίας των Καλών Τεχνών, όπου και συνέχισε το τρίτο, τέταρτο και πέμπτο και τελευταίο έτος των σπουδών του.
Στην πτυχιακή του εργασία, επέλεξε μια εις βάθος μελέτη των φοιτητικών εστιών, εργασία που ακόμη και σήμερα ο βιογραφούμενος θεωρεί ότι είναι η πιο μεγάλη σε κλίμακα που έκανε ποτέ, αναφερόμενος στην πρακτική της εφαρμογή όπου ενέταξε ένα κτίριο φοιτητικών εστιών, ένα κτίριο γραφείων με καταστήματα στο ισόγειο, με στοές καλυμμένες με υαλοπέτασμα για τον φυσικό φωτισμό και αερισμό των γραφείων αλλά και την προστασία των πεζών από το βροχερό κλίμα του Ευρωπαϊκού βορρά, για τις οποίες (στοές σκεπασμένες με υαλοπέτασμα) φημίζεται η Γάνδη, οι Βρυξέλλες αλλά και πολλές άλλες πόλεις του Βελγίου. Ήταν και μια από τις τεχνικές του πρωτοπόρου Βέλγου αρχιτέκτονα των αρχών του 20ού αιώνα Victor Horta, ιδρυτή της αρχιτεκτονικής σχολής στην οποία φοιτούσε και ο οποίος ήταν και θεωρείται ο πρωτοπόρος του κινήματος της Art Nouveau, μιας αρχιτεκτονικής τάσης πιο κοντά στη φύση και όχι τόσο αυστηρά γεωμετρική όσο η παράλληλη ανθούσα τάση της εποχής, η πιο γνωστή Art Deco.
Μετά το τέλος των σπουδών του στην Αρχιτεκτονική κι αφού πρώτα εξασφάλισε την άδεια επαγγέλματος στην Ελλάδα, συνέχισε για έναν ακόμη χρόνο μεταπτυχιακές σπουδές στην Πολεοδομία, στο Πανεπιστήμιο UCL του Λονδίνου. Ακολούθησε η στρατιωτική του θητεία στην Πολεμική Αεροπορία και ύστερα συνέχισε την εργασία του ως αρχιτέκτων στο γραφείο του πατέρα του ‒στο οποίο ασκούνταν και ως φοιτητής τα καλοκαίρια‒ αλλά αυτή τη φορά ως επαγγελματίας πτυχιούχος αρχιτέκτων με μεταπτυχιακό.
Η αρχική του αρμοδιότητα στο γραφείο του πατέρα του ήταν να σχεδιάζει τις προσόψεις και λοιπές όψεις των κτιρίων, όπου εφήρμοσε αυτά που είχε διδαχθεί, δηλαδή ότι η εξωτερική όψη πρέπει να αντανακλά και την εσωτερική λειτουργία μιας κατοικίας, στις οποίες είχε πλέον στρέψει το ενδιαφέρον του το γραφείο στη μεγάλη του πλειοψηφία, και όχι να μιμείται παλαιότερα είδη αρχιτεκτονικής, όπως π.χ. την αντιγραφή των νεοκλασικών κτιρίων της Αθήνας. Στη συνέχεια επεκτάθηκε σε όλα τα στάδια της σχεδίασης και έκδοσης αδειών και σταδιακά έμαθε να είναι ο γενικός επιβλέπων στη φάση της κατασκευής τους.
Το μεγαλύτερο μάθημα που ο ίδιος ο βιογραφούμενος πιστεύει ότι έλαβε εκείνη την εποχή ήταν η αποστολή του να φέρει εις πέρας με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τις επιθυμίες των πελατών του γραφείου. Πολλοί πελάτες αλλά και φίλοι του πατέρα του ήταν τρομαγμένοι από τη λεγόμενη μοντέρνα (μπρουτάλ) αρχιτεκτονική, την απίστευτη μονοτονία της, λόγω της ειδικής προσαρμογής της στα ελληνικά δεδομένα της Αθήνας κυρίως αλλά και άλλων ελληνικών πόλεων στις οποίες συνέρρεε ο κόσμος της υπαίθρου, τις δεκαετίες του ’50, ’60 και του ’70, κυρίως εξαιτίας του κατά τα άλλα ευφυέστατου συστήματος της αντιπαροχής. Οι πελάτες αλλά και φίλοι αυτοί του πατέρα του, οι οποίοι εκείνη την εποχή ήταν σχεδόν αποκλειστικά στην 6η, 7η και 8η δεκαετία της ζωής τους (πολύ πριν την έναρξη των φτηνών στεγαστικών δανείων με την ένταξη της Ελλάδας στο ευρώ, που έδωσε τη δυνατότητα για πρώτη φορά και σε πολύ νεότερους ανθρώπους να αγοράσουν ή και να κτίσουν τη δική τους κατοικία), τον έκαναν να εμπεδώσει ότι μοναδική αποστολή του ήταν να εκπληρώσει σωστά τη θολή εικόνα που αυτοί είχαν για την ιδεώδη κατοικία που ονειρεύονταν επί πολλές δεκαετίες και όχι να προσπαθήσει να τους μεταπείσει. Αυτό ήταν ένα μάθημα που ξεπέρναγε τα στενά όρια της αρχιτεκτονικής και του επαγγέλματός του.
Άλλωστε, αρκετοί από τους ίδιους αυτούς πελάτες και φίλους του πατέρα του, όλοι καταξιωμένοι επαγγελματίες στον χώρο τους, ανέθεταν στο γραφείο και την μελέτη και επίβλεψη των κτιρίων όπου στεγάζονταν τα γραφεία της επιχείρησής τους, όπου εκεί η δυνατότητα σχεδιασμού πολύ πιο μοντέρνας αρχιτεκτονικής ήταν όχι μόνον αποδεκτή αλλά και απαίτηση.
Μια οικογενειακή τραγωδία που χτύπησε την οικογένεια, στο τέλος των μεταπτυχιακών του σπουδών, έκαναν τον πατέρα του να αποφασίσει να εγκαταλείψει το γραφείο στο Κολωνάκι και να το μεταφέρει στο Παλαιό Ψυχικό, απόφαση με την οποία ο βιογραφούμενος, αν και διαφώνησε κάθετα, σεβόμενος την πραγματική αιτία αυτής της μετακόμισης και το πένθος των γονέων του, αποφάσισε να ακολουθήσει τον πατέρα του σε αυτή τη μετακόμιση, κρατώντας όμως και ένα μικρό τμήμα του γραφείου του Κολωνακίου, αυτή τη φορά με είσοδο από την οδό Λεβέντη, ενώ το υπόλοιπο γραφείο ενοικιάστηκε σε συνάδελφο, ο οποίος εξακολουθεί μέχρι σήμερα να το χρησιμοποιεί, με την ίδια είσοδο που είχε από την εποχή που κτίσθηκε, δηλαδή την είσοδο επί της οδού Ηροδότου 31.
Τα χρόνια πέρασαν και το νέο αρχιτεκτονικό γραφείο του βιογραφουμένου άρχισε να ανθίζει και αυτό, έως ότου έπαψε τελείως να πηγαίνει στο γραφείο του πατέρα του, οργανώνοντας το καινούριο με τις νέες τεχνολογίες ηλεκτρονικής σχεδίασης και προσλαμβάνοντας αποκλειστικά και μόνον αποφοίτους του Μετσόβιου Πολυτεχνείου, οι οποίοι δεν είχαν εργαστεί ποτέ σε προηγούμενα γραφεία. Κι αυτό διότι θεώρησε τον εαυτό του αρκετά ώριμο και κατατοπισμένο, ώστε να καθοδηγήσει ο ίδιος πια στα τέλη της 4ης δεκαετίας της ζωής του, μια νέα γενιά Ελλήνων αρχιτεκτόνων και των δυο φύλων.
Η καθημερινή τριβή με τους νεότατους και νεότατες αρχιτέκτονες και αρχιτεκτόνισσες του έδωσε και την πρώτη πολύ θετική εντύπωση για τη νέα γενιά και τη φιλοσοφία τους συγκριτικά με τη δική του γενιά. Αυτά δυστυχώς διακόπηκαν πολύ απότομα το 2009-2010 με την οικονομική κρίση που χτύπησε τη χώρα και ιδιαίτερα τον κατασκευαστικό κλάδο.
Εργοτάξια που είχαν ήδη ξεκινήσει ερημώθηκαν, μελέτες στο τελικό στάδιο έγκρισής τους ακυρώθηκαν και αυτή η έλλειψη ευκαιριών κυρίως για τους νεότερους μηχανικούς αλλά και για τους λίγο παλαιότερους, ο βιογραφούμενος πιστεύει ότι μας στοίχισε πολύ σαν χώρα, με την οριστική μετανάστευση της πλειοψηφίας τους (brain-drain). Επειδή όμως ουδέν κακόν αμιγές καλού, ο βιογραφούμενος βρήκε πολύ περισσότερο χρόνο να εμβαθύνει σε πνευματικά και φιλοσοφικά θέματα που τον απασχολούσαν ήδη την τελευταία δεκαετία. Διαπίστωσε το προφανές, ότι ένας άνθρωπος είναι πολλά περισσότερα από το επάγγελμά του, το οποίο δεν τον ορίζει σε καμία περίπτωση και έδωσε πολύ περισσότερη πρακτική βάση σε αυτά, παράλληλα με τη γέννηση της κόρης του την ίδια ακριβώς εποχή.
Εάν υπάρχει κάτι που τον ενοχλεί περισσότερο και από τα κακά συνεργεία των οικοδόμων, είναι αυτή η καταναλωτική μανία, η παντελής έλλειψη πνευματικότητας που χαρακτηρίζει την πλειοψηφία της σημερινής ελληνικής κοινωνίας, που φτάνει στο έπακρό της κάθε χρόνο κατά τη διάρκεια της εβδομάδος των Παθών και πριν από την Κυριακή του Πάσχα.
Η συνεχής επίθεση που δέχονται οι καταναλωτές κατά τη διάρκεια αυτής της εβδομάδας από διαφημιζόμενες αλυσίδες σουπερμάρκετ και άλλων εταιρειών για το γιορτινό τραπέζι της Κυριακής του Πάσχα έχει εντελώς εξαλείψει το ιδιαίτερο νόημα αυτής της εβδομάδος, που απαιτεί βαθιά αυτοσυγκέντρωση, απομόνωση, νηστεία και αυτοκριτική, και μόνο γέλια του προκαλεί πια η έκφραση «με βαθιά κατάνυξη οι πιστοί παρακολούθησαν την περιφορά του Επιταφίου» και αλλά τέτοια κωμικοτραγικά, κατά τη διάρκεια του βραδινού δελτίου ειδήσεων.
Ο βιογραφούμενος πιστεύει και βλέπει ιδίοις όμμασι πόσο έχει αλλάξει η Αθήνα με μικρά και σταθερά βήματα (εξαιρουμένων των αλλαγών μεγάλης κλίμακος που δημιουργήθηκαν για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004), αλλά και όλη η Ελλάδα με έργα που δημοσιεύονται σε νέα αρχιτεκτονικά περιοδικά καθώς και στην τηλεοπτική εκπομπή της κρατικής τηλεόρασης «Αστικό τοπίο».
Συγκρίνοντας τους φίλους και συνομηλίκους του με την ακόμη νεότερη γενεά που έχει προκύψει, τους λεγόμενους millennials, πιστεύει ακράδαντα ότι βρίσκονται έτη φωτός μπροστά από τη δική του και δεν παύει να κρύβει τον θαυμασμό του και την αισιοδοξία του για το μέλλον της χώρας, αλλά και της πόλης των Αθηνών, όταν πια έρθει η ώρα να αποσυρθεί η παλαιά γενεά και να αναλάβουν τα ηνία οι νεότεροι και ικανότεροι εκπρόσωποι αυτών των γενεών. Σε αυτό, έρχεται συχνά πυκνά σε αντίθεση με τους φίλους του, οι οποίοι συνεχίζοντας μια κακή παράδοση θεωρούν ότι ό,τι πράττουν οι νεότεροι είναι κατά πολύ χειρότερο από αυτά τα οποία οι ίδιοι πέτυχαν, μια διαφωνία που τον διασκεδάζει και συχνά προκαλεί με την καλή έννοια τους φίλους του για να συγκρουστούν για άλλη μια φορά επ’ αυτού.
Ο βιογραφούμενος, στην προσωπική του ζωή, γνώρισε τη σύντροφό του στο Λονδίνο, «υιοθετώντας» τον δίχρονο γιο της μέχρι να φτάσει σε ηλικία να πάει στο σχολείο στο Λονδίνο απ’ όπου κατάγονται και οι δυο βιολογικοί του γονείς και έχει και μια μικρή κόρη 11 ετών, με την οποία ζει σε ανεξάρτητη κατοικία στο Παλαιό Ψυχικό έχοντας την κηδεμονία της, χωρισμένος πια από τη μητέρα της κόρης του, η οποία εξακολουθεί να ζει στην Αθήνα αλλά σε διαφορετική συνοικία. Η σχέση του με την Αγγλίδα μητέρα της κόρης του παραμένουν φιλικές. Τα προσεχή Χριστούγεννα θα επισκεφτεί μαζί με την κόρη του για πρώτη φορά το Νυμφαίο, τον τόπο καταγωγής του πατέρα του, ο οποίος απεβίωσε ανήμερα των Φώτων το 2017 σε ηλικία 89 ετών.
Στο εγγύς μέλλον έχει την πρόθεση να κάνει την πρώτη από τις πολλές επισκέψεις που θα ήθελε στο Άγιο Όρος.