Ο παππούς του βιογραφούμενου από την πλευρά του πατέρα του, ο Μόσχος Δημισκίδης, γεννήθηκε και έζησε στο Νεοχώρι Ορεστιάδας. Εργάστηκε ως αγρότης και κτηνοτρόφος μέχρι που βγήκε στη σύνταξη. Παντρεύτηκε τη σύζυγό του, Αγάπη Δρακίδου, και απέκτησαν επτά παιδιά. Πολέμησε στην Αλβανία το 1940, όμως δεν αναμείχθηκε στον εμφύλιο. Υπήρξε φιλήσυχος άνθρωπος και μαζί με τη γιαγιά Αγάπη μεγάλωσαν τα εγγόνια τους, όταν τα παιδιά τους δούλευαν στη Γερμανία. Ο παππούς απεβίωσε σε ηλικία 67 χρόνων και η γιαγιά σε ηλικία 66 ετών, αφού ασθένησε από καρκίνο.
Ο παππούς του βιογραφούμενου από την πλευρά της μητέρας του, ο Γεώργιος Θωμαΐδης, γεννημένος επίσης στο Νεοχώρι Ορεστιάδας όπου και έζησε, ήταν μυλωνάς και μάλιστα ήταν ο μυλωνάς του χωριού του. Παντρεύτηκε τη γυναίκα του, Μαρία Κιτσικούδη, και απέκτησαν πέντε κόρες. Ο παππούς Γεώργιος απεβίωσε σε ηλικία 80 ετών, ενώ η γιαγιά σε ηλικία 84 ετών.
Ο Αναστάσιος Δημισκίδης, ο πατέρας του Μόσχου Δημισκίδη, γεννήθηκε στις 04 Απριλίου 1937 και έζησε κι εκείνος στο Νεοχώρι. Ήταν κτηνοτρόφος και αγρότης μέχρι που πήγε στον στρατό για να υπηρετήσει τη θητεία του. Αργότερα, έφυγε μετανάστης στη Γερμανία, μένοντας εκεί για 16 περίπου χρόνια. Επέστρεψε, όμως, στο Νεοχώρι και ασχολήθηκε ξανά με τη γεωργία. Με τη γυναίκα του, τη Σοφία Θωμαΐδου, απέκτησαν τέσσερα παιδιά, εκ των οποίων οι δίδυμοι γιοι, Δημήτρης και Γεώργιος, γεννήθηκαν στη Γερμανία. Σήμερα, οι γονείς του βιογραφούμενου έχουν αποβιώσει.
Ο Μόσχος Δημισκίδης μεγάλωσε στο Νεοχώρι όπου τελείωσε το Δημοτικό. Στην Ορεστιάδα τελείωσε το Γυμνάσιο και το Λύκειο, ενώ αργότερα έδωσε εξετάσεις στη Σχολή Ευελπίδων και στη Σχολή Τεχνικών Υπαξιωματικών Αεροπορίας, όπου όμως δεν εισήχθη. Υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία στα τεθωρακισμένα, ενώ μετά την απόλυσή του έφυγε μαζί με την αδερφή του, Αγάπη, για τη Θεσσαλονίκη, για να φοιτήσει εκείνη στο Τμήμα Νοσηλευτικής των ΤΕΙ, και έμεινε εκεί για έναν χρόνο. Κατόπιν, επέστρεψε πίσω στην Ορεστιάδα και άρχισε να εργάζεται ως εργάτης πρώτα και έπειτα ως χειριστής γερανού, μέχρι τον Δεκέμβρη του 1985. Τότε, έδωσε εξετάσεις για εκτελωνιστής και πέτυχε, κάνοντας μάλιστα την άσκησή του για δυόμισι χρόνια στην Αλεξανδρούπολη. Ακολούθως, πήρε την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος και παντρεύτηκε τη σύζυγό του, Βάγια Κουκίδου, με την οποία απέκτησε έναν γιο, τον Αναστάσιο, πτυχιούχο μηχανικό πληροφορικής και επικοινωνίας στις Σέρρες, με μεταπτυχιακή ειδίκευση στα οικονομικά και δευτερεύουσα μεταπτυχιακή ειδίκευση στη σχόλη ΑΣΠΑΙΤΕ, όπως επίσης και με πτυχίο στην αθλητική δημοσιογραφία, καθώς και πτυχίο Εκτελωνιστή. Παντρεύτηκε το 2021 τη Ροδούλα Λυμπερίδου.
Το 1988, ο βιογραφούμενος άνοιξε εκτελωνιστικό γραφείο στην Ορεστιάδα, ενώ παράλληλα συνεταιρίστηκε με τον Δημήτριο Νικολαΐδη για τέσσερα χρόνια. Από το 1993 έως το 2002, εργάστηκε ως ιδιωτικός υπάλληλος στην εταιρεία «Ι. ΜΙΧΟΣ ΕΠΕ», ανοίγοντας μάλιστα κι άλλο γραφείο στο Ορμένιο του Έβρου κοντά στα σύνορα, στη βορειότερη κατοικημένη περιοχή της Ελλάδας. Το 2006 όμως, όταν η Βουλγαρία εντάχθηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση, έκλεισε το γραφείο. Από το 2007 και έκτοτε, διατηρεί εκτελωνιστικό γραφείο στην Ορεστιάδα, καθώς και ένα υποκατάστημα στον συνοριακό σταθμό του Τελωνείου Κήπων του Έβρου.
Το διάστημα 1990-1994, διετέλεσε κοινοτικός σύμβουλος στην κοινότητα Νεοχωρίου, ενώ παράλληλα ήταν ο Αντιπρόεδρος της κοινότητας για ένα χρόνο, ιδρυτικό μέλος της ομάδας μπάσκετ «ΦΙΛΙΑ» Ορεστιάδας, μέλος του αιμοδοτικού συλλόγου Νεοχωρίου, του χορευτικού και πολιτιστικού συλλόγου του τόπου του, καθώς και δάσκαλος χορού.
Το Νεοχώρι, τόπος καταγωγής του βιογραφούμενου, απέχει από την Ορεστιάδα επτά χιλιόμετρα, ενώ αριθμεί γύρω στους 1.000 με 1.200 κατοίκους που ασχολούνται με τη γεωργία. Παρουσιάζει ένα ιδιαίτερο ιστορικό και λαογραφικό ενδιαφέρον. Παλαιότερα στο χωριό διοικητής υπήρξε Τούρκος Αγάς που είχε τις εκτάσεις γης και τους ντόπιους εργάτες στη δούλεψή του, ενώ παράλληλα υπήρχε και τζαμί, που όμως γκρεμίστηκε όταν έφυγε ο Αγάς. Από τις πέτρες του οι κάτοικοι έχτισαν το σχολείο και την εκκλησία του χωριού που είναι αφιερωμένη στο Άγιο Αθανάσιο, τον πολιούχο του χωριού. Το σχολείο διατηρείται ακμαίο μέχρι και σήμερα, ενώ η παλιά εκκλησία γκρεμίστηκε και ανοικοδομήθηκε καινούρια πια. Η μνήμη του Αγίου Αθανασίου τιμάται δύο φορές τον χρόνο. Τη μια στις 18 Ιανουαρίου και την άλλη στις 2 Μαΐου. Στην πρώτη γιορτή του Αγίου ακολουθείται το εξής έθιμο: οι επίτροποι της εκκλησίας συγκεντρώνουν χρήματα, αγοράζουν δύο με τρία μοσχάρια, τα σφάζουν στην εκκλησία μετά τη λειτουργία και τα διαμοιράζουν στους χωριανούς, για να τα μαγειρέψουν στιφάδο, το λεγόμενο «κουρμπάνι». Στη δεύτερη γιορτή, μετά τη λειτουργία και την περιφορά της εικόνας του Αγίου και την ανακομιδή των λειψάνων του, οι κάτοικοι του χωριού διοργανώνουν πολιτιστικές εκδηλώσεις και στήνουν γλέντι στην πλατεία, χορεύοντας με τη συμμετοχή μάλιστα μουσικών συγκροτημάτων.