Μενού Κλείσιμο

Χιωτόπουλος Γιάννης

• Έτος Γεννήσεως: 1968
• Επάγγελμα: Ναυπηγός-Μηχανολόγος-Μηχανικός
• Τόπος Καταγωγής: Αθήνα, Στερεά Ελλάδα, Ελλάδα
• Τόπος Διαμονής: -

Ο Γιάννης Χιωτόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα στις 28 Φεβρουαρίου 1968 από τον Ξενοφώντα Χιωτόπουλο και την Ειρήνη Ρήγα-Χιωτοπούλου. Οι ρίζες του από τον προπάππου και τον παππού του είναι από τη Σμύρνη, τη Σαντορίνη και το Αλεποχώρι Λακωνίας.

 

Ο βιογραφούμενος είναι μοναχοπαίδι. Μεγάλωσε στην Αθήνα, στην πλατεία Βικτωρίας. Αποφοίτησε από το 2ο Λύκειο Αθηνών και το 1985 πέρασε στο Πολυτεχνείο, όπου σπούδασε Ναυπηγός-Μηχανολόγος-Μηχανικός. Τον Φεβρουάριο του 1990, ολοκλήρωσε τις σπουδές του. Έκανε το μεταπτυχιακό του στην Αγγλία με αντικείμενο τη θαλάσσια τεχνολογία. Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, παρουσιάστηκε στο Ναυτικό, όπου υπηρέτησε τη θητεία του βοηθώντας στην κατασκευή πλοίων του πολεμικού Ναυτικού στα Ναυπηγεία Ελευσίνας. Παράλληλα, τα βράδια δούλευε σε πρόγραμμα του ΕΜΠ σχετικά με την ανταγωνιστικότητα των Ευρωπαϊκών πλοίων. Το καλοκαίρι του 1992, ξεκίνησε να εργάζεται ως αρχιμηχανικός στην εταιρεία «JOHN J RIGOS», όπου έμεινε για έξι χρόνια. Κατόπιν, εργάστηκε στην εταιρεία «DALEX SHIPPING» και από το 2000 μέχρι σήμερα εργάζεται στον νηογνώμονα «DNV GL». Σήμερα, είναι Γενικός Διευθυντής του DNV GL στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, Μέση Ανατολή και Αφρική.

Το 1998, ο βιογραφούμενος παντρεύτηκε την εκλεκτή της καρδιάς του, Αδαμαντία Μπαρτζελιώτη, με καταγωγή από τους Ταξιάρχες Ηλείας και απέκτησαν τρία παιδιά, τον Αναστάσιο, τον Ξενοφώντα και τον Δημήτριο-Ρήγα. Το 2001, μαζί με τη γυναίκα και τα πρώτα τους δύο παιδιά (τότε δύο και ενός έτους αντίστοιχα) έφυγαν για τη Σαγκάη. Το 2002, μετακόμισαν στην Κορέα, όπου έμειναν μέχρι τον Φεβρουάριο του 2008. Κατόπιν, επέστρεψαν στη Σαγκάη και τον Ιούλιο του 2016 γύρισαν πίσω στην Ελλάδα.

Αφού γεννήθηκε ο πρώτος γιος του βιογραφούμενου, εκείνος έλειπε για μεγάλα διαστήματα ανά τον κόσμο παρακολουθώντας και επισκευάζοντας πλοία των εταιρειών που δούλευε. Όταν επέστρεψε από ένα από αυτά τα μεγάλα ταξίδια, ο γιος του, που ήταν τότε ενός έτους, δεν τον αναγνώρισε (κρύφτηκε πίσω από τη μητέρα του και τη ρώτησε ποιος είναι αυτός). Γι’ αυτό και αποφάσισε να έρθει στον «DNV GL», καθώς μπορούσε να έχει μαζί του και την οικογένειά του. Ο τρίτος τους γιος γεννήθηκε στην Ελλάδα το 2004 σε γνωστό μαιευτήριο των Αθηνών. Η υγεία του όμως κλονίστηκε 25 ημέρες μετά τη γέννησή του, παρουσίασε επιπλοκές και έφτασε κοντά στον θάνατο. Μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο Παίδων και οι γιατροί του έκαναν ηλεκτροσόκ για να τον επαναφέρουν. Το ψυχολογικό σοκ που υπέστησαν οι γονείς του ήταν εξίσου μεγάλο.

Η σύζυγος του βιογραφούμενου αφιερώθηκε ολόψυχα στο μεγάλωμα των τριών γιων της οικογένειας εγκαταλείποντας και την καριέρα της ως μαία και όπως αναφέρει συχνά «εγώ μεγάλωσα τέσσερα αγόρια», αναφερόμενη και στο ταξιδιάρικο πνεύμα του βιογραφούμενου. «Η σύζυγός μου είναι ο θεμέλιος λίθος της οικογένειάς μας, ο λόγος που νιώθουμε μαζί» αναφέρει ο βιογραφούμενος.

Ο βιογραφούμενος αναφέρει από διηγήσεις του παρελθόντος πως όταν οι Τούρκοι μπήκαν στη Σμύρνη το 1922, ο προπάππους, η προγιαγιά του και τα τέσσερα παιδιά τους βρίσκονταν σε ένα φούρνο για να πάρουν συσσίτιο. Τότε, σταμάτησε μια τουρκική άμαξα έξω από τον φούρνο, έριξε με το πολυβόλο μια ριπή και τους θέρισε όλους εκτός από τον παππού του βιογραφούμενου και τη μικρή του αδερφή, επειδή ήταν μικροί και η ριπή πέρασε πάνω από τα κεφαλάκια τους. Τις κραυγές των παιδιών τις άκουσε μια νεαρή Ελληνίδα, η οποία τα διέσωσε και τα έφερε στην Ελλάδα. Τη μικρή αδερφή του παππού την άφησε στη Θεσσαλονίκη σε συγγενείς της.

Το όνομα αυτής της κοπέλας ήταν Σοφία Βέμπο. Αυτή μεγάλωσε τον παππού και τον βοήθησε να σπουδάσει στο Πολυτεχνείο Μεταλλειολόγος.

Ο παππούς Γιάννης έφτιαξε στη Σαντορίνη και στη Νίσυρο  μια επιχείρηση εξόρυξης και επεξεργασίας ελαφρόπετρας και Θηραϊκής γης. Ο παππούς είχε ξεκινήσει από το μηδέν και κατάφερε να δημιουργήσει μία από τις πιο μοντέρνες εξαγωγικές επιχειρήσεις της Ελλάδος.

Στη Σαντορίνη γνώρισε τον καπετάν Νικόλα, ο οποίος εκτελούσε τις μεταφορές από τα μεταλλεία στην υπόλοιπη Ελλάδα και το εξωτερικό. Έγιναν πολύ καλοί φίλοι και μάλιστα έγιναν συμπέθεροι, παντρεύοντας τα παιδιά τους.

Ο παππούς Γιάννης είχε παντρευτεί τη Βάσω, εκλεκτή της καρδιάς του, η οποία έλεγαν ότι ήταν πολύ όμορφη γυναίκα. Απέκτησαν τρία παιδιά. Την Αθηνά, τον Ξενοφώντα, πατέρα του βιογραφούμενου και τη Μαρία. Δυστυχώς ο παππούς πέθανε νωρίς από λάθος διάσημου της εποχής γιατρού.

Το 1982, η επιχείρηση «ΧΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ ΑΕ» πτώχευσε από μια μεγάλη φυσική καταστροφή. Η ζημία ήταν τεράστια για εκείνη την εποχή. Ο παππούς του βιογραφούμενου είχε αποβιώσει και την επιχείρηση την διαχειριζόταν ο γιος του. Έτσι, ο πατέρας του βιογραφούμενου αποφάσισε να φύγει γιατί τον κυνηγούσαν τα χρέη και έκανε νέο ξεκίνημα στη ζωή του στην Αμερική.

Η μητέρα του βιογραφούμενου έμεινε στην Ελλάδα μαζί με τον βιογραφούμενο. Τα έβγαζε δύσκολα πέρα γιατί δεν είχε δουλέψει ποτέ. Την υποστήριζε όμως η οικογένειά της μέχρι το 1997, την ημέρα που έγιναν τα εγκαίνια του ξενοδοχείου του αδερφού της στη Σαντορίνη, η μητέρα του έπεσε σε κώμα από εγκεφαλικό που υπέστη και μετά από τρεις ημέρες έφυγε από τη ζωή.

Ο παππούς του βιογραφούμενου, από τη μητέρα του, ο καπετάν Νικόλας παντρεύτηκε την εκλεκτή της καρδιάς του, τη γιαγιά Χριστίνα και απέκτησαν τρία παιδιά, την Ειρήνη, μητέρα του βιογραφούμενου, τον Βαγγέλη και τον Αναστάσιο.

Ο καπετάν Νικόλας ήταν μεγάλη προσωπικότητα, από τους παλιούς κλασσικούς καπετάνιους και άνθρωπος πολύ φιλόξενος. Στο σπίτι του έρχονταν όλοι οι νησιώτες Σαντορινιοί. Για το πλήρωμά του είχε ένα μικρό σεντούκι και μέσα σε αυτό έβαζε λίρες, με τις οποίες βοηθούσε όποιον χρειαζόταν.

Όταν ξεκίνησε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος είχε επτά βαπόρια, τα οποία όμως του τα πήρανε οι Γερμανοί και στη συνέχεια βυθίστηκαν από τους συμμάχους. Σημειωτέον ότι ο παππούς δεν έλαβε ποτέ καμία αποζημίωση. Ξαναξεκίνησε ανασύροντας ένα βουλιαγμένο πλοίο σε αβαθή κοντά σε βραχονησίδα, φορτωμένο με γερμανικές βόμβες. Παρ’ όλα αυτά εκείνος έφερε δύτες, οι οποίοι αφαίρεσαν τις βόμβες μία-μία (μαζί και ο παππούς), με ρυμουλκό το μετέφερε στον Πειραιά, το επισκεύασε και ξεκίνησε από την αρχή.

Ο παππούς είχε μεγάλη αγάπη στον βιογραφούμενο. Ο ίδιος ο βιογραφούμενος θυμάται ότι στην κηδεία του παππού του είχε παρευρεθεί πάρα πολύς κόσμος που τον αγαπούσε και μέχρι σήμερα μιλούν με τα καλύτερα λόγια για εκείνον στη μνήμη του.

Ο βιογραφούμενος αγαπάει ιδιαίτερα την ποίηση, με την οποία ασχολήθηκε για κάποιο διάστημα, αλλά λόγω αυξημένων εργασιακών υποχρεώσεων σταμάτησε το γράψιμο.

Πιστεύει όμως ότι κάποια στιγμή θα ξαναβρεί την έμπνευσή του. Το μότο του στη ζωή είναι «Να μην εγκαταλείπεις ποτέ». Αγαπάει τους ανθρώπους και τη θάλασσα, θεωρεί πως το μεγαλύτερο αμάρτημα στον άνθρωπο είναι η αχαριστία και πιστεύει ότι η πραγματική δικαίωση έρχεται αλλά αργά.

Κλείνοντας, καταθέτει από ψυχής ένα ποίημα που έγραψε ο ίδιος με τον τίτλο:

«Το μετέωρο βήμα του manager»

 

«Αγνάντεψε τ’ απέραντο

από ψηλά εκεί

και τώρα νιώσε τους άλλους

με τη σειρά να γλύφουν

 

Να εξαργυρώσεις έφθασε

η πολυπόθητη ώρα

μα η διαδρομή σε κούρασε

και ξέχασες γιατί,

την κορυφή αυτή

τρελά επιθυμούσες

 

Και ξέχασες τη μάνα σου,

τον φίλο, την αγάπη

και μια κι ο ίδιος

τ’ όνομά σου δεν το ξέρεις

άσε τους άλλους να στο πουν

ήρθε κιόλας η σειρά τους

 

Α και μην ξεχάσεις

Τη γραβάτα να ισιώσεις

στον γκρεμό πριν τσακιστείς»