Μενού Κλείσιμο

Αναστασιάδης-Σαββαΐδης Δημήτριος

Ο Δημήτριος Αναστασιάδης-Σαββαΐδης (1940-2019) δραστηριοποιήθηκε με επιτυχία στον τομέα των μονώσεων. Η εταιρεία του, FIBRAN Δ. ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΗΣ ΑΕ, αποτελεί σήμερα μία από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις παραγωγής εξηλασμένης πολυστερίνης σε όλο τον κόσμο. Πέραν της επιτυχημένης επαγγελματικής του δραστηριότητας, διακρίθηκε για την προσφορά του στον συνάνθρωπο, καθώς άφησε πίσω του πλούσιο κοινωνικό και φιλανθρωπικό έργο. Ευτύχησε να αποκτήσει με τη σύζυγό του τέσσερα παιδιά και δεκατρία εγγόνια.

Η ιστορία του Δημητρίου Αναστασιάδη αρχίζει τον Οκτώβριο του 1940 στη Δάφνη Σερρών όπου γεννήθηκε από γονείς πρόσφυγες από τη Μικρασία και τον Πόντο, τον Κωνσταντίνο και την Κυριακή Παυλικιάνη. Πριν συμπληρώσει τα τέσσερα χρόνια του, χάνει τον πατέρα του και οι σκληρές συνθήκες της κατοχικής πραγματικότητας οδήγησαν στην υιοθεσία του από την αδελφή του πατέρα του, Μαρίκα, ως μία κίνηση στήριξης προς τη μητέρα του, που είχε βρεθεί χήρα με τέσσερα παιδιά (Νίκος, Σπύρος, Δημήτρης και Γιώργος).

Η Μαρία Παυλικιάνη ήταν παντρεμένη με τον Μιχάλη Αναστασιάδη-Σαββαΐδη. Ο τελευταίος, γεννηθείς στη Νικομήδεια, είχε μεγαλώσει στο Ορτάκιο της Κωνσταντινούπολης. Κυνηγημένος από τους Τούρκους ως «λιποτάκτης» του τουρκικού στρατού κατά τον μικρασιατικό πόλεμο και τα χρόνια που ακολούθησαν, έφτασε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στην Τερπνή Σερρών. Εκεί εργαζόταν ως σαμαροποιός. Γνωρίζει και παντρεύεται την Μαρίκα, η οποία μεγάλωσε τον μικρό Δημήτρη με ιδιαίτερη αγάπη και φροντίδα.

Από τα μαθητικά του χρόνια ο μικρός Δημήτρης ξεχωρίζει για το ήθος του και την αφοσίωση σε ό,τι έκανε. Οι κακουχίες της εποχής δεν του επέτρεψαν να συνεχίσει τις σπουδές του στο γυμνάσιο, καθώς η οικογένειά του δεν είχε τη δυνατότητα να τον στηρίξει. Γι’ αυτό αποφασίζει να σπουδάσει σε μία τεχνική σχολή. Για να το επιτύχει αυτό, μάζευε «φυντάνια» ώσπου να συγκεντρώσει το ποσό που απαιτείτο. Έτσι, σε ηλικία 13 ετών, ξεκινά να φοιτά στην Τεχνική Σχολή της Καστοριάς. Κατά τις σπουδές του διακρίθηκε για το ταλέντο και την εργατικότητά του. Όντας πρώτος στην τάξη του, έγινε βοηθός του καθηγητή και βραβεύτηκε από τη Βασίλισσα Φρειδερίκη με υποτροφία για τη Σχολή Καλών Τεχνών των Αθηνών, για ένα ξυλόγλυπτο έργο του, που αποτελούσε πιστό αντίγραφο της σχολής στην οποία φοιτούσε. Μετά το πέρας των σπουδών του, επιστρέφει στην Τερπνή όπου εξασκεί την τέχνη του ξυλουργού.

Το 1958 μετακομίζει στη Θεσσαλονίκη, όπου δραστηριοποιείται στον τομέα των μονώσεων και παράλληλα ξεκινά να παρακολουθεί το νυχτερινό γυμνάσιο. Έναν χρόνο αργότερα, ιδρύει τη δική του εταιρεία μονώσεων και εμπορίας μονωτικών υλικών. Το 1961 αναλαμβάνει τη μόνωση μεγάλων κτηριακών εγκαταστάσεων σε μία σειρά έργων, όπως σε κτήρια του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ), στο 424 Σ.Ν., στο νοσοκομείο Παπανικολάου, στο εργοστάσιο Φιξ κ.ά. Με την ανάπτυξη των δραστηριοτήτων του, προχωρά στη δημιουργία νέας εταιρείας, της «IZOTEC EΠΕ», με στόχο την κατασκευή μονώσεων. Το 1967 ιδρύει την εταιρεία «ΒΙΜΟ» στο Ωραιόκαστρο Θεσσαλονίκης. Πρόκειται για μονάδα παραγωγής διογκωμένης πολυστερίνης και αποτελεί την πρώτη παραγωγική μονάδα των επιχειρήσεών του. Το 1973, επιχειρεί με καινοτόμες κατασκευές προκατασκευασμένων κτηρίων. Η αφορμή δίνεται από Άγγλους επιχειρηματίες με τους οποίους συστήνει την εταιρεία «Ίνσταλ Μπιλτ Ελλάς Ε.Π.Ε». Τη δεκαετία του ’70, δραστηριοποιείται στη Σαουδική Αραβία, στη διαχείριση και εκτέλεση τεχνικών έργων. Εκείνη την εποχή γεννιέται η ιδέα της δημιουργίας μιας πρότυπης μονάδας παραγωγής μονωτικών υλικών.

Το 1974 ιδρύει την «FIBRAN Δ. ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΗΣ ΑΕ». Στο διάστημα που ακολουθεί συνεχίζει την εμπορία των μονωτικών υλικών και ιδιαίτερα υαλοβάμβακα. Η εμπειρία που είχε αποκτηθεί στο αντικείμενο της ελαφράς προκατασκευής στο εξωτερικό αξιοποιήθηκε και στον Ελλαδικό χώρο. Συνολικά κατασκευάστηκαν 400 σχολικές αίθουσες, 35 κλειστά γυμναστήρια, και πολλές ιδιωτικές κατοικίες. Το 1995 κατασκευάζεται βιομηχανική μονάδα στην Τερπνή Σερρών για την παραγωγή θερμομονωτικών οικοδομικών πλακών εξηλασμένης πολυστερίνης, με την εμπορική ονομασία FIBRAN XPS. Τον Ιούνιο του 1998 εγκαθίσταται και δεύτερη γραμμή παραγωγής. Από τον Ιανουάριο του 2000 λειτουργεί νέα γραμμή παραγωγής διογκωμένου πολυαιθυλενίου για προϊόντα ηχομόνωσης. Τον Σεπτέμβριο του 2001, η FIBRAN εγκαινιάζει ένα νέο συγκρότημα παραγωγής προϊόντων πετροβάμβακα στην Τερπνή Σερρών, η οποία αποτελεί την πρώτη του είδους της στην Ελλάδα. Το 2007, ολοκληρώνεται και η δεύτερη μονάδα παραγωγής πετροβάμβακα με την οποία η εταιρεία θα υπερδιπλασιάσει τη δυναμικότητά της. Παράλληλα, από το 2001 ιδρύει εταιρείες και παραγωγικές μονάδες εξηλασμένης πολυστερίνης σε Πορτογαλία, Βουλγαρία, Σλοβενία και Τσεχία, μονάδα παραγωγής διογκωμένης πολυστερίνης στη Βόρεια Μακεδονία, και εργοστάσιο παραγωγής γυψοσανίδας στην Ιταλία. Σήμερα ο όμιλος έχει παρουσία σε 70 χώρες του κόσμου και απασχολεί συνολικά 650 στελέχη στην Ελλάδα και το εξωτερικό, αναδεικνύοντας την FIBRAN μία από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις παραγωγής εξηλασμένης πολυστερίνης σε όλο τον κόσμο.

Πέραν των επαγγελματικών του δραστηριοτήτων στις οποίες και αφιερώθηκε, άρρηκτα συνδεδεμένη με την προσωπικότητά του ήταν η προσφορά στον συνάνθρωπο και στον τόπο του, στοιχείο που πήγαζε από τη βαθιά πίστη του στον Θεό. Ξεκινώντας από τη δεκαετία του ’80 και αντιλαμβανόμενος τις ανάγκες του τόπου, έδειξε ιδιαίτερη ευαισθησία στην κατασκευή σχολείων τα οποία δώρισε στην ιδιαίτερη πατρίδα του και όχι μόνο. Συνέχισε το φιλανθρωπικό του έργο καθ’ όλη την πορεία της ζωής του, άλλοτε αφανής κι άλλοτε με δημόσιο ρόλο και πραγματοποίησε μία σειρά από δωρεές στην εκπαίδευση, στην εκκλησία, στον πολιτισμό. Ένα από τα μεγαλύτερα φιλανθρωπικά του έργα είναι η κατασκευή του Ιερού Ναού των Τριών Ιεραρχών στην Τερπνή Σερρών, το οποίο αποτελεί κόσμημα για την περιοχή και παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές του τόπου. Το 1979 γίνονται τα εγκαίνια, και το έργο ολοκληρώνεται με τα θυρανοίξια του Ναού το 2001, τα οποία τελεί ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος, με τον οποίο διατήρησε μέχρι το τέλος της ζωής του στενό πνευματικό δεσμό και βαθιά προσωπική φιλία.

Υπάρχουν αναρίθμητοι μη κερδοσκοπικοί κοινωφελείς οργανισμοί και φορείς της Ορθοδοξίας που στήριξε έμπρακτα αλλά πάντα αθόρυβα, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Για την προσφορά του στην Ορθόδοξη Εκκλησία, του απονέμεται ο τίτλος του Άρχοντος Χαρτουλαρίου από τον Μακαριστό Πατριάρχη Δημήτριο, και παράλληλα συμμετέχει στο διοικητικό συμβούλιο της αδελφότητος των Οφφικιάλων του Οικουμενικού Πατριαρχείου «Παναγία η Παμμακάριστος». Ορόσημο αποτελεί και η δημιουργία της Μονάδας Φροντίδας Ηλικιωμένων «ΑΛΚΜΗΝΗ» στην Τερπνή Σερρών, η οποία αποτελούσε όνειρό του για τη φροντίδα των εργαζομένων της επιχείρησης που περνάνε στην τρίτη ηλικία. Η Μονάδα δημιουργήθηκε με γνώμονα το ρητό που θέλει έναν άνθρωπο αλλά και μία κοινωνία να κρίνονται από τον τρόπο που φέρονται στους ηλικιωμένους τους. Ως φόρο τιμής στη σύζυγό του, Αλκμήνη, αφιέρωσε το όνομά της στο ύστατο έργο του.

Στην προσωπική του ζωή, δημιούργησε με περίσσεια αγάπη την οικογένεια που πάντα ονειρευόταν. Το 1963 παντρεύεται την αγαπημένη του Αλκμήνη Καρούση, γεννηθείσα το 1942, την οποία γνώριζε από το χωριό που μεγάλωσαν μαζί ως παιδιά. Η σύζυγός του αποτέλεσε το μεγαλύτερο στήριγμα στην επαγγελματική του πορεία και στάθηκε αρωγός σε κάθε κεφάλαιο της κοινής τους ζωής. Μαζί απέκτησαν τέσσερα παιδιά (Μαρία, Μιχάλης, Αλκινόη, Κωνσταντίνος) και 13 εγγόνια. Τα παιδιά του και οι οικογένειές τους συνεχίζουν το όραμα που εκείνος ξεκίνησε και τους άφησε παρακαταθήκη.

Ο Δημήτριος Αναστασιάδης απεβίωσε το καλοκαίρι του 2019, περιτριγυρισμένος από τη σύζυγο, τα παιδιά και όλα τα εγγόνια του, αφήνοντας πίσω σημαντική κληρονομιά, τόσο πνευματική όσο και επαγγελματική. Υπήρξε ένας από τους πιο πετυχημένους Έλληνες επιχειρηματίες που όμως ποτέ δε λησμόνησε τη γενέτειρά του, καλύπτοντας τις ανάγκες της περιοχής, παρουσιάζοντας παράλληλα πλούσιο κοινωνικό και φιλανθρωπικό έργο. Η αξία της οικογένειας, η εργατικότητα, η φιλοπατρία, η έμφυτη τάση για φιλανθρωπία και η βαθιά πνευματικότητα, είναι ίσως τα πιο χαρακτηριστικά στοιχεία της ηθογράφησης της προσωπικότητας του Δημητρίου Αναστασιάδη. Ο ίδιος είχε πει:

 

«Όταν κάνεις μία προσφορά, […] εγώ το αισθάνομαι έτσι: όπως ένας καλλιτέχνης κάνει έναν πίνακα, [τον ενδιαφέρει,] όχι τα λεφτά που θα πάρει, αλλά το έργο που έχει δουλέψει και έχει δημιουργήσει. Νοιώθεις μια ικανοποίηση [να] βλέπεις το έργο που έχεις συμβάλει για να γίνει.»