O Γρηγόριος Αμαξόπουλος γεννήθηκε στην Καλαμαριά Θεσσαλονίκης το 1953. Είναι απόφοιτος της Σχολής Ραδιοτηλεγραφητών του Εμπορικού Ναυτικού με ειδικότητα Ασυρματιστής. Σήμερα είναι Αυτοκινητιστής και ιδιοκτήτης επιχείρησης στον τομέα των Μεταφορών. Είναι παντρεμένος με τη Βασιλική Μούτσικα.
Ο παππούς του βιογραφούμενου, Γεώργιος Αραμπατζόγλου-Αμαξόπουλος, καταγόταν από την αυτοκρατορική οικογένεια του Νικηφόρου Φωκά. Το επώνυμο Αραμπατζόγλου προέρχεται από τον προπάππο του παππού του βιογραφούμενου, ο οποίος ήταν τεχνίτης στους αραμπάδες του Σουλτάνου. Το όνομα Αραμπατζόγλου προέρχεται από τη λέξη «αραμπάς» και την κατάληξη «ογλου», που σημαίνει «το παιδί του αμαξά». Όταν ήρθε στην Ελλάδα, το Αραμπατζόγλου εξευγενίστηκε και μετατράπηκε σε Αμαξόπουλος, κάτι αντίστοιχο δηλαδή των «αραμπάδων», οι οποίοι εξέλιπαν. O παππούς του βιογραφούμενου ήταν άνθρωπος με περιορισμένη μόρφωση, όμως πολύ καλός και εργατικός. Παντρεύτηκε με συνοικέσιο την Ευανθία Αμαξοπούλου, το γένος Βασιλειάδη.
Η γιαγιά του βιογραφούμενου ήταν δασκάλα, απόφοιτη του Ιωακειμείου Παρθεναγωγείου. Το Εθνικό Ιωακείμειο Παρθεναγωγείο Κωνσταντινουπόλεως (τουρκικά: Yoakimion Rum Kiz Lisesi) υπήρξε ένα από τα πιο σπουδαία εκπαιδευτήρια του Ελληνισμού της Κωνσταντινούπολης. Ιδρύθηκε το 1882 με δωρεά του Οικουμενικού Πατριάρχη Ιωακείμ Β΄ ο οποίος διέθεσε τα δύο οικόπεδά του στην περιοχή του Φαναρίου και συγκεκριμένα κοντά στην Εκκλησία της Παναγίας του Μουχλίου. Με την ίδρυση του Παρθεναγωγείου καλύπτονταν οι μορφωτικές ανάγκες των κοριτσιών που κατοικούσαν στις λαϊκές κυρίως συνοικίες της Κωνσταντινούπολης. Λειτούργησε για μια εκατονταετία, μέχρι το 1988. Ήταν για τις κορασίδες ό,τι ήταν για τους άρρενες η Μεγάλη του Γένους Σχολή. Η Μεγάλη του Γένους Σχολή (τουρκικά: Fener Rum Erkek Lisesi) είναι το αρχαιότερο εκπαιδευτικό ίδρυμα της Κωνσταντινούπολης. Ιδρύθηκε το 1454, όταν ο Πατριάρχης Γεννάδιος Σχολάριος κάλεσε τον φιλόσοφο Ματθαίο Καμαριώτη και του ανέθεσε να ανασυγκροτήσει την Πατριαρχική Ακαδημία, που είχε διαλυθεί στις παραμονές της Άλωσης. Το ίδρυμα αυτό αποτέλεσε τον πρόδρομο της Μεγάλης του Γένους Σχολής. Από το 1454 λειτουργεί σχεδόν αδιαλείπτως, παρέχοντας υψηλού επιπέδου μόρφωση στους Έλληνες και όχι μόνο μαθητές της. Μεταξύ των αποφοίτων της περιλαμβάνονται οι γόνοι των διαπρεπών Φαναριώτικων οικογενειών, πλήθος πατριαρχών και Ορθοδόξων Ιεραρχών, υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι της Υψηλής Πύλης (ακόμη και Τούρκοι) μέχρι και πολιτικοί του Νέου Ελληνικού κράτους. Σήμερα λειτουργεί ως σχολείο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Στα 500 χρόνια λειτουργίας του άλλαξε αρκετές φορές έδρα. Αρχικά λειτουργούσε εντός του Πατριαρχείου, που την εποχή εκείνη στεγαζόταν στον ναό των Αποστόλων και στην Παμμακάριστο. Κατά καιρούς λειτούργησε σε διάφορες οικίες στο Φανάρι ή στα χωριά του Βοσπόρου. Επί πατριαρχίας Ιωακείμ Γ’ αποφασίστηκε η ανέγερση μεγαλοπρεπούς κτιρίου, κοντά στην έδρα του Πατριαρχείου, που θα φιλοξενούσε τη Σχολή. Υπό τη διεύθυνση του Έλληνα αρχιτέκτονα Κωνσταντίνου Δημάδη οι εργασίες ολοκληρώθηκαν μέσα σε μια διετία (1881-1883). Η κατασκευή του κόστισε 17.210 Οθωμανικές λίρες και το κτηριακό συγκρότημα αποτελεί σήμα κατατεθέν του Κερατίου κόλπου, σύμβολο της χρυσής περιόδου του Ελληνισμού της Πόλης. Αποκαλείται δε συχνά από τους ντόπιους Κόκκινο Κάστρο ή Κόκκινο Σχολείο λόγω του χαρακτηριστικού σχεδίου και χρώματός του.
Η γιαγιά του βιογραφούμενου, Ευανθία Βασιλειάδη, προέρχονταν από ευκατάστατη και ονομαστή οικογένεια της Πόλης. Ο πατέρας της ήταν έμπορος δερμάτων και άνθρωπος καλλιεργημένος, κοινωνικός και με μόρφωση. Ο θείος της ήταν Γραμματέας στο Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο ή Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία είναι ένα από τα αρχαιότερα κέντρα της χριστιανικής πατροπαράδοτης εκκλησίας. Ιδρύθηκε ως «επισκοπή Βυζαντίου» από τον Απόστολο Ανδρέα. Πρώτος επίσκοπος τοποθετήθηκε από τον Απόστολο Ανδρέα ο Στάχυς, ακολουθούμενος από εικοσιτέσσερις άλλους επισκόπους, με τελευταίο τον Άγιο Μητροφάνη. Με την τραγική πτώση της Κωνσταντινούπολης στους Οθωμανούς Τούρκους το 1453 η διαδικασία της προσαύξησης της δύναμης του Οικουμενικού Πατριάρχη επιταχύνεται. Από τον Σουλτάνο Μωάμεθ τον Πορθητή ο πρώτος Πατριάρχης μετά την Άλωση, Γεννάδιος Σχολάριος, κατόρθωσε να εξασφαλίσει σημαντικές παραχωρήσεις για την Εκκλησία. Στον Πατριάρχη δόθηκε εξουσία όχι μόνο θρησκευτική αλλά και πολιτική, ως ανώτατη αρχή όλων των ορθόδοξων λαών των υποκείμενων στους Τούρκους, συμπεριλαμβανομένων Σέρβων, Βουλγάρων, Αλβανών και Ελλήνων. Το Πατριαρχείο συνέβαλε στη συντήρηση της ελληνικής πολιτιστικής κληρονομιάς μαζί με την ορθόδοξη λειτουργική και εκκλησιαστική παράδοση. Εντούτοις, όταν ξέσπασε τελικά η Ελληνική Επανάσταση το 1821 ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ υπό την πίεση του Σουλτάνου αφόρισε τους επαναστάτες. Παρά την ενέργειά του αυτή την ημέρα του Πάσχα του 1821 απαγχονίστηκε στην κεντρική πύλη του Πατριαρχικού Οίκου, η οποία από τότε παραμένει σφραγισμένη. Σοβαρότερη ήταν η συρρίκνωση της δικαιοδοσίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου, που προέκυψε από τη Μικρασιατική Καταστροφή και την επακόλουθη ανταλλαγή των πληθυσμών. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο είναι ένα από τα πιο ενεργά κέντρα της σύγχρονης οικουμενικής κίνησης. Από το 1902, πήρε την πρωτοβουλία πρόσκλησης όλων των Ορθοδόξων Εκκλησιών προκειμένου να υιοθετήσουν ενιαία στάση στη πιθανότητα επανέναρξης του διαλόγου με τους άλλους χριστιανικούς οργανισμούς, συμπεριλαμβανομένης της Εκκλησίας της Ρώμης, της Αγγλικανικής Εκκλησίας και άλλων προτεσταντικών ομολογιών. Αυτή η τοποθέτηση κατέληξε στην ιστορική Εγκύκλιο του 1920, που εστάλη από το Οικουμενικό Πατριαρχείο σε όλες τις Χριστιανικές Εκκλησίες και καλούσε τους ηγέτες τους να καθιερώσουν στενότερη συνεργασία. Σκοπός αυτής της εγκυκλίου ήταν να προωθηθεί ο στόχος της ενότητας των Εκκλησιών με τη δημιουργία ενός οργανισμού αποκαλούμενου Κοινωνία των Εκκλησιών του Χριστού, στα πρότυπα της Κοινωνίας των Εθνών. Γενικά αναγνωρίζεται ότι η Εγκύκλιος του 1920 αποτέλεσε έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες που οδήγησαν αργότερα στη δημιουργία του Παγκόσμιου Συμβουλίου Εκκλησιών το 1948. Ο άγιος Απόστολος Ανδρέας θεωρείται ο ιδρυτής της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως (τότε Βυζαντίου), ενώ ο σημερινός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, είναι ο 270ος στη σειρά διαδοχής. Έδρα του Πατριαρχείου είναι ο Πατριαρχικός Οίκος του Φαναρίου, όπου βρίσκεται και ο Πατριαρχικός ναός του Αγίου Γεωργίου (1599). Το Οικουμενικό Πατριαρχείο διοικείται από τη δωδεκαμελή Ενδημούσα Ιερά Πατριαρχική Σύνοδο υπό την προεδρία του Πατριάρχη. Εκτός από την Αρχιεπισκοπή της Κωνσταντινούπολης έχει επαρχίες στην Τουρκία, στην Ευρώπη, στην Ασία, στην Αμερική και στην Ωκεανία.
Ο πατέρας του βιογραφούμενου, Σταύρος Αμαξόπουλος, γεννήθηκε το 1914 και ήταν το μοναδικό παιδί της οικογένειας που επέζησε. Ο αδερφός του, Παναγιώτης, πέθανε σε μικρή ηλικία, όταν προσβλήθηκε από την ισπανική γρίπη το 1918. Η αδερφή του Αναστασία (Τσατσιό) πέθανε σε ηλικία πέντε ετών μετά από τραυματισμό στο κεφάλι. Ο Σταύρος Αμαξόπουλος έζησε τα ταραγμένα χρόνια της νεότερης Ελληνικής ιστορίας, ως Έφεδρος Ανθυπολοχαγός: Αλβανικό μέτωπο (1940), Γερμανική κατοχή (1941-1944), Εμφύλιος Πόλεμος (1946-1949). Στη συνέχεια, ανέπτυξε έντονη πολιτική και συνδικαλιστική δραστηριότητα, ενώ διατηρούσε δικό του Στεγνοκαθαριστήριο στη Θεσσαλονίκη. Υπήρξε δύο φορές υποψήφιος βουλευτής και δύο φορές υποψήφιος δήμαρχος Καλαμαριάς. Ήταν άνθρωπος καλλιεργημένος και αγαπητός στους συνανθρώπους του. Πίστευε ότι ζούσε από θαύμα καθώς σε μία μάχη έπεσε σε ναρκοπέδιο. Απεβίωσε το 1971.
Όταν ο πατέρας του βιογραφούμενου, Σταύρος Αμαξόπουλος, έφτασε πρόσφυγας στην Καλαμαριά, η πόλη ήταν μία παραγκούπολη, μία προσφυγούπολη. Τον χειμώνα από τις βροχές η λάσπη κάλυπτε τα πάντα και οι άνθρωποι, ιδιαίτερα οι γυναίκες, δεν ένοιωθαν καθόλου ευχάριστα μέσα στα «λασποπάπουτσα».
Η μητέρα του βιογραφούμενου Ελένη, το γένος Χρηστίδη, καταγόταν επίσης από την Κωνσταντινούπολη. Οι γονείς της ήρθαν στη Θεσσαλονίκη λίγο πριν ξεσπάσει ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ανησυχώντας από την επανάσταση των Νεότουρκων.
O βιογραφούμενος, Γρηγόριος Αμαξόπουλος, γεννήθηκε στην Καλαμαριά Θεσσαλονίκης το 1953. Η οικογένεια τον προόριζε για αξιωματικό καριέρας του Ελληνικού Στρατού αλλά εκείνος δεν δέχτηκε να ακολουθήσει αυτή την πορεία. Αποφοίτησε από το 8ο Γυμνάσιο-Λύκειο και συνέχισε τις σπουδές του στη Σχολή Ραδιοτηλεγραφητών του Εμπορικού Ναυτικού, λαμβάνοντας την ειδικότητα του Ασυρματιστή. Κατόπιν ασχολήθηκε με τις μεταφορές και σήμερα έχει τη δική του μεταφορική επιχείρηση. Από τον πατέρα του κληρονόμησε την αγάπη του για τα κοινά και την πολιτική. Είναι παντρεμένος με την επιχειρηματία Βασιλική Μούτσικα.