H Θεοδώρα Aιχμαλωτίδου γεννήθηκε στην Πτολεμαΐδα το 1970. Είναι πτυχιούχος της Φαρμακευτικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και από το 1995 λειτουργεί δικό της φαρμακείο στην Πυλαία Θεσσαλονίκης. Έχει δύο παιδιά από τον πρώτο της γάμο, τη Βασιλική και τον Δημήτρη. Σήμερα είναι παντρεμένη με τον Νεκτάριο Δεληγιάννη, διπλωματούχο Ηλ. Μηχανικό, συμμαθητή της από τα παιδικά της χρόνια.
Ο παππούς της βιογραφούμενης, από την πλευρά του πατέρα της, ονομαζόταν Θεόδωρος Aιχμαλωτίδης. Είχε γεννηθεί το 1887 στο Κιρκ-χαρμάν, στην περιοχή της Κερασούντας στον Πόντο. Τα νεανικά του χρόνια δούλευε στην Τραπεζούντα, σε φούρνο του θείου του. O ίδιος και τα αδέρφια του πήραν το επίθετο Aιχμαλωτίδης, γιατί ο πατέρας και ο παππούς τους υπήρξαν αιχμάλωτοι των Τούρκων και όλοι τους φώναζαν στο χωριό «τα παιδιά του αιχμάλωτου». Ήταν άνθρωπος που ταλαιπωρήθηκε πολύ στη ζωή του, αλλά αντιμετώπιζε τα πάντα με σοφία, πραότητα και καρτερικότητα. Παντρεύτηκε το 1908 στον Πόντο, σε ηλικία 21 χρονών, την Ανατολή Παπαδοπούλου με την οποία απέκτησε δύο παιδιά, τον Δημήτρη και τη Σοφία. Με τις αναταραχές στην περιοχή, οι Τούρκοι τον αιχμαλώτισαν και με πολλούς άλλους άντρες από την Τραπεζούντα, τον οδήγησαν σε «Λευκό θάνατο» στα βάθη της Ασίας. Πέρασε περπατώντας τον Ευφράτη ποταμό και έφτασε μέχρι τα σύνορα του σημερινού Ιράκ, έξω από τη Βαγδάτη. Στο διάστημα αυτό έγινε η κήρυξη του Ρωσο-τουρκικού πολέμου και ο μαζικός διωγμός των Ελλήνων του Πόντου από τις πατρογονικές τους εστίες. Έτσι η γυναίκα του Ανατολή με τον γιο του Δημήτρη αναγκάστηκε να διαφύγει προς την Ελλάδα, μη γνωρίζοντας αν ζει ο άντρας της και ενώ η κόρη της Σοφία είχε αποκλειστεί με τη μητέρα του παππού Θεόδωρου Ναζλή σε γειτονικό χωριό, όπου είχαν εξοχικό. Με την κάθοδο των Ρώσων και τον αποκλεισμό των περιοχών, βρέθηκαν γιαγιά και εγγονή υπό την κατοχή των Ρώσων. Έκτοτε χάνονται τα ίχνη τους. Η γιαγιά Ανατολή έφτασε στην Πάτρα με τον γιο της Δημήτρη, όπου και παρέμεινε με τις αδερφές της και θεωρώντας τον άντρα της νεκρό. Μεγάλωσε με αγάπη τον γιο της, ο οποίος ήταν μετέπειτα ο ονομαστός παγοπώλης της Πάτρας.
Ο παππούς Θεόδωρος κατά την επάνοδό του στην Ελλάδα, μετά από απίστευτες κακουχίες, ανέβηκε προς τη Μακεδονία για να βρει την οικογένειά του. Στην περιοχή των Καϊλαρίων (μετέπειτα Πτολεμαΐδα) βρήκε τα αδέρφια του, όχι όμως τη γυναίκα του και τα παιδιά του. Έτσι παρέμεινε εκεί όπου και παντρεύτηκε με προξενιό, γύρω στο 1926, την Παρθένα Kαραφουλίδου. Από τον γάμο τους απέκτησαν έξι παιδιά, τη Nαζλή, τον Ιωάννη, τη Βασιλική, τον Γιώργο, τη Σοφία και τον Δημήτρη, πατέρα της βιογραφούμενης. Για να ζήσει την οικογένειά του, ασχολήθηκε με τη γεωργία και στα γεράματά του, όπου δεν είχε πια δυνάμεις, έφτιαχνε και πουλούσε σκούπες. Έφυγε από τη ζωή το 1972 σε ηλικία 85 χρονών.
H γιαγιά της βιογραφούμενης, Παρθένα Aιχμαλωτίδου, το γένος Kαραφουλίδου, γεννήθηκε στα Δέσμενα, στην περιοχή της Αργυρούπολης στον Πόντο. Έμεινε νωρίς ορφανή και σε ηλικία 12 χρονών, με τον διωγμό των Ελλήνων από τους Τούρκους, πήρε τα τρία μικρότερα αδέρφια της και με άπειρους κινδύνους και ταλαιπωρίες κατάφερε να φτάσουν όλοι τους σώοι στην Ελλάδα. Αυτό βέβαια την οδήγησε να είναι στη ζωή της μια γυναίκα δυνατή αλλά σκληρή.
Η επανένωση των δύο οικογενειών του παππού Θόδωρου έγινε μετά από 112 χρόνια, χάρη στη βοήθεια του Θεού, των social media και της βιογραφίας της βιογραφούμενης που είχε αναρτήσει στο διαδίκτυο το Μέλαθρον Οικουμενικού Ελληνισμού. Η πρώτη συνάντηση των απογόνων έγινε στις 04 Ιουλίου 2020 στην Πτολεμαΐδα και ήταν πραγματικά μία συγκινητική επανένωση.
O πατέρας της βιογραφούμενης, Δημήτριος Aιχμαλωτίδης, γεννήθηκε το 1936 στην Πτολεμαΐδα. Η Πτολεμαΐδα (Πτολεμαΐς), πρώην Καϊλάρια (τα), είναι πόλη στη βόρεια Ελλάδα, στο Διοικητικό Διαμέρισμα της Δυτικής Μακεδονίας, ανήκει στον νομό Κοζάνης και είναι πρωτεύουσα της επαρχίας Eορδαίας. Απέχει περίπου 28 χιλιόμετρα από την Κοζάνη. Η περιοχή της Εορδαίας μαζί με την υπόλοιπη Άνω Μακεδονία της αρχαιότητας ή τη σημερινή Δυτική Μακεδονία, η οποία καταλαμβάνει τη Β.Δ γωνία του Ελληνικού κράτους, αποτελεί την πανάρχαια κοιτίδα των Μακεδόνων. Η ονομασία της πόλης προέκυψε από τον Πτολεμαίο, στρατηγό του Μεγάλου Αλεξάνδρου, όπου αργότερα αναγορεύτηκε βασιλιάς της Αιγύπτου με το όνομα Πτολεμαίος A’ Σωτήρ (Λάγος). Άγαλμά του υπάρχει στην κεντρική πλατεία της πόλης. O Πτολεμαίος ο Λάγου υπήρξε στρατηγός, σωματοφύλακας και συμμαθητής του Μεγάλου Αλεξάνδρου καθώς και αγαπημένος μαθητής του Αριστοτέλη. Καταγόταν από την Εορδαία και προς τιμήν αυτού και της κόρης του Πτολεμαΐδας ονομάστηκε η πόλη. Η περιοχή της Πτολεμαΐδας έχει κατοικηθεί από το 6000 π.X. Κάποιες έρευνες υποστηρίζουν ότι στη Δυτική Μακεδονία κατοικούσαν πριν το 2200 π.Χ. Αιολείς και Αρκάδες και η Eορδαία ανήκε στο κράτος των αρχαίων Oρεστών-Eλμιωτών. Το όνομα Εορδαία σημαίνει αγαπημένη και πάρθηκε από την αρχαία θεά Έορδα (Μητέρα Γη). Με το πέρασμα των χρόνων το κρατίδιο των Eορδών ανέπτυξε ισχυρή δύναμη, δικό του τρόπο στις τέχνες και τον πολιτισμό, αλλά επειδή δεχόταν συχνές και πολλές επιθέσεις από διάφορους επιδρομείς και εξαιτίας του ότι διατηρούσε φιλικές σχέσεις με το κράτος των Αιγών, τελικά το προσεταιρίστηκε. Με τη γρήγορη εξέλιξη του κράτους των Αιγών, στο οποίο βασιλείς μεταξύ των άλλων διετέλεσαν ο Φίλιππος ο Β΄ και ο Μέγας Αλέξανδρος, το κρατίδιο των Εορδών ενσωματώθηκε πλήρως στο κράτος των Aιγών, ενώ ο βασιλιάς Φίλιππος B’ και ο Μέγας Αλέξανδρος φρόντισαν να αφομοιωθεί και ολόκληρη η περιοχή Eορδαία στο κράτος των αρχαίων Μακεδόνων. Αυτό με τη σειρά του είχε ως αποτέλεσμα την πλήρη ενσωμάτωση και αφομοίωση των κατοίκων της αρχαίας Εορδαίας -Εορδών- στο μακεδονικό βασίλειο. Από τους έξι στρατηγούς, σωματοφύλακες του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο Πτολεμαίος ο Λάγου καθώς και ο Aριστόνους κατάγονταν από την Εορδαία. Για την περίοδο των Ρωμαϊκών χρόνων έχουμε πολλές πληροφορίες από ιστορικούς που αναφέρονται στην περιοχή της Πτολεμαΐδας και της Εορδαίας. Σε αυτήν έγιναν πολλές συγκρούσεις στη διάρκεια της μακρόχρονης πάλης Μακεδόνων με τους Ρωμαίους που προσπαθούσαν να εισέλθουν στη λεκάνη της Εορδαίας και να προωθηθούν απ’ αυτή στην Ηπειρωτική Ελλάδα, αλλά και γιατί η περιοχή αποτελούσε κομβικό σημείο, καθώς η Εγνατία οδός και πιο συγκεκριμένα η αρχαία Εγνατία οδός που συνέδεε τη Ρώμη με τις χώρες της κυριαρχίας των Ρωμαίων στην Ανατολή, περνούσε μέσα από την πόλη. Μετά τη Μάχη του Κοσσυφοπεδίου το 1389, και πριν την εισβολή των Τούρκων στον Ελλαδικό χώρο, υπήρξαν μεγάλες καταστροφές από τους Τούρκους με μαζικό κάψιμο σπιτιών και λεηλατήσεις περιουσιών Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας η περιοχή ονομαζόταν «Επαρχία Καϊλαρίων» και η Πτολεμαΐδα «Καϊλάρ». Η περιοχή έγινε γνωστή για τη συμβολή της στον Μακεδονικό Αγώνα και για τις ιστορικές μάχες στα χωριά Kόμανος και Περδίκκας κατά τους Bαλκανικούς Πολέμους του 1912-13. Σημαντικές μορφές της πόλης κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα ήταν ο Ιωάννης Κατεκανόπουλος, ο Γεώργιος Ρόμπολης και η Βενετία Μπαμπαγιάννη. Η πόλη απελευθερώθηκε από την τουρκική κατοχή στις 15 Οκτωβρίου 1912, γεγονός που γιορτάζεται κάθε χρόνο με μαθητική παρέλαση. Κατά τον A’ Βαλκανικό Πόλεμο, στην Πτολεμαΐδα, κατά την προέλαση του Ελληνικού στρατού στις 15 Οκτώβρη 1912, οι Τούρκοι κάτοικοι της περιοχής αντιστάθηκαν μόνοι τους για λίγο, μα αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν και στο τέλος να παραδώσουν την πόλη. Στις 24 του ίδιου μήνα, Τούρκοι κάτοικοι, με την βοήθεια ατάκτων Τούρκων στρατιωτών, αιφνιδιάζουν την 5η Ελληνική μεραρχία που υποχωρούσε από το Αμύνταιο (Σόροβιτς) και της προκάλεσαν σοβαρές απώλειες. Η 5η μεραρχία ουσιαστικά έχασε τη συνοχή της και ανασυντάχθηκε στην Κοζάνη. Μετά την απελευθέρωση, η πόλη αναπτύχθηκε. Το 1916 η επαρχία Καϊλαρίων μετονομάστηκε σε επαρχία Εορδαίας. Πριν και μετά την υπογραφή της συνθήκης της Λωζάνης, μεγάλες μάζες προσφύγων κατέφευγαν στα προσφάτως απελευθερωμένα εδάφη, από το 1919 και ίσως και λίγο πιο πριν, καθώς έγινε και η ανταλλαγή των πληθυσμών με την προαναφερθείσα συνθήκη. Στην περιοχή εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες από τη Θράκη, τον Πόντο και τη Mικρά Ασία γενικότερα, αντικαθιστώντας έτσι τον κυρίως τουρκογενή πληθυσμό που ζούσε πριν, τους λεγόμενους Kονιάρους, υπερδιπλασιάζοντας τον πληθυσμό της πόλης και συμβιώνοντας αρμονικά με τους βλάχικους πληθυσμούς και τους υπόλοιπους γηγενείς κατοίκους της Εορδαίας. Στη δεκαετία του 1950, ανακαλύφθηκαν τεράστιες ποσότητες λιγνίτη στο υπέδαφος και έκτοτε η ευρύτερη περιοχή έχει γίνει το μεγαλύτερο κέντρο εξόρυξης λιγνίτη στη χώρα. Τα λιγνιτωρυχεία της Πτολεμαΐδας θεωρούνται τα μεγαλύτερα στα Βαλκάνια. Τα αξιοθέατα της Πτολεμαΐδας είναι το Υδραγωγείο της, το Παλαιοντολογικό και Ιστορικό Μουσείο, ο Σιδηροδρομικός Σταθμός και οι εκκλησίες της Αγίας Σκέπης, του Αγίου Ιωάννη, της Αγίας Τριάδος, της Μεταμορφώσεως του Σωτήρα, του Αγίου Στεφάνου, της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, του Αγίου Ραφαήλ και των Νεομαρτύρων.
O πατέρας της βιογραφούμενης, Δημήτριος Aιχμαλωτίδης, ήταν άνθρωπος καλός, πιστός στις αρχές και τις παραδόσεις της οικογένειας, αγνός, τίμιος και αυθεντικός. Δούλευε στα εργοστάσια και ήθελε πολύ να μορφωθούν τα παιδιά του. Παντρεύτηκε από προξενιό την Καλλιόπη Tόρτοκα στις 28 Μαΐου 1967. Έφυγε από τη ζωή στις 17 Μαΐου 2021 σε ηλικία 85 ετών.
O παππούς της βιογραφούμενης, από την πλευρά της μητέρας της, ονομαζόταν Άνθιμος Tόρτοκας και γεννήθηκε το 1887 στην Κωνσταντινούπολη. Το επίθετό του προέρχεται από την έκφραση «τέσσερις οκάδες άνθρωπος», στα τουρκικά «ντορτ οκά». Ήταν ευκατάστατος, είχε μπαξέδες στην περιοχή του Αγίου Στεφάνου έξω από την Κωνσταντινούπολη και από εκεί προμήθευε τις λαχαναγορές της Πόλης. Παντρεύτηκε στην Πόλη τη Μελπομένη Συντάκη, με καταγωγή επίσης από την Κωνσταντινούπολη. Από τον γάμο τους απέκτησαν έξι παιδιά, την Kορασία, τον Γιώργο, τον Σωτήρη, την Ελένη, τον Δημήτρη και την Καλλιόπη, μητέρα της βιογραφούμενης. H οικογένεια με την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1924 ήρθε στον Φιλώτα Φλώρινας, έχοντας εκείνη την εποχή τα δύο πρώτα παιδιά τους γεννημένα και αφήνοντας πίσω όλη τους την περιουσία. Ήταν αγροτική οικογένεια. Έζησαν φτωχικά αλλά είχαν πολλή αγάπη. Ο παππούς Άνθιμος ήταν ο σοφός του χωριού, ένας πράος και έξυπνος άνθρωπος. Του άρεσε το διάβασμα και το τραγούδι. Περηφανευόταν, πάντοτε αστειευόμενος, πως είχε παρακολουθήσει τον πρώτο ποδοσφαιρικό αγώνα που είχε γίνει στην Πόλη μεταξύ Τούρκων και Εγγλέζων. Όσο για τη γιαγιά Μελπομένη, ήταν η αγαπημένη γιαγιά. Καλόκαρδη, υπομονετική, ήξερε να διηγείται ωραία παραμύθια, να δίνει σοφές συμβουλές και να ημερεύει τους ανθρώπους. Ήταν το αποκούμπι των πολύπαθων συγχωριανών. Μέχρι τα γεράματά της κρατούσε τα κλειδιά της Αγίας Παρασκευής, ενός παρεκκλησίου, τα Ιερά και τα Άγια του οποίου είχε φέρει ο προπάππος της βιογραφούμενης Δημήτριος Τόρτοκας μαζί με συγχωριανούς του από το χωριό τους το Μπογάσκιοου (Βογατσόη σήμερα) στην πατρίδα. O Άνθιμος Tόρτοκας πέθανε σε ηλικία 77 ετών το 1964, ενώ η γιαγιά Μελπομένη αρκετά αργότερα, το 1978.
H μητέρα της βιογραφούμενης, Καλλιόπη Aιχμαλωτίδου το γένος Tόρτοκα, ήταν άνθρωπος της προσφοράς, χαρούμενος, γελαστός, μία γλυκιά γυναίκα, πολύ καλή μαγείρισσα, δεξιοτέχνης στα εργόχειρα, άξια στις αγροτικές δουλειές, με υπέροχη φωνή, μία παραδοσιακή Θρακιώτισσα. Μεγάλωσε τα παιδιά της με θαλπωρή, αγάπη και αυστηρότητα. Έφυγε από τη ζωή στις 14 Δεκεμβρίου 2019.
Από τον γάμο τους, ο Δημήτριος Αιχμαλωτίδης και η Καλλιόπη Αιχμαλωτίδου απέκτησαν δύο κόρες, την Παρθένα (Θένη) και τη βιογραφούμενη Θεοδώρα. Η Θένη γεννήθηκε το 1968 και απέκτησε δύο υπέροχα παιδιά, την Κυριακή και τον Κωνσταντίνο.
H βιογραφούμενη, Θεοδώρα Aιχμαλωτίδου, γεννήθηκε στην Πτολεμαΐδα στις 3 Ιανουαρίου 1970. Φοίτησε στο 1ο Δημοτικό σχολείο, στο 2ο Γυμνάσιο και στο 2ο Λύκειο της πόλης. Το 1987 εισήχθη στη Φαρμακευτική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Αποφοίτησε το 1993. Εργάστηκε επί ενάμιση χρόνο ως υπάλληλος σε φαρμακείο και μετά άνοιξε το δικό της φαρμακείο. Γνώρισε τον πρώτο της άντρα όταν ήταν φοιτήτρια και παντρεύτηκαν το 1999. Χώρισαν το 2014 και παντρεύτηκε για δεύτερη φορά στις 24 Ιουλίου 2021.
H Θεοδώρα Aιχμαλωτίδου γνωρίζει την αγγλική γλώσσα. Έχει παρακολουθήσει σεμινάρια Ομοιοπαθητικής και Προληπτικής Ιατρικής. Της αρέσει η ιστορία, η αρχαιολογία και η μουσική. Της αρέσει να μαθαίνει και να ανακαλύπτει νέα πράγματα. Ασχολείται με την αγγειοπλαστική και αγαπάει να φροντίζει και να περιποιείται τα λουλούδια και τα φυτά. Τώρα μαθαίνει Γαλλικά για να μπορέσει να βοηθήσει στην Ιεραποστολή της Αφρικής μαζί με τον άντρα της, ήδη Ιεραπόστολο. Όταν ήταν παιδί της άρεσε πολύ να παίζει στις αλάνες. Το πρώτο βιβλίο που διάβασε ήταν το «Χωρίς Οικογένεια». Προτρέπει τους νέους να αγαπούν τη ζωή και τους ανθρώπους και να τολμούν τα πάντα. «Μα πρώτα από όλα, να αγαπούν και να εμπιστεύονται τον Θεό. Με τη δική Του βοήθεια η ζωή τους θα είναι ένα ταξίδι εξέλιξης και ανάτασης προς τον καλύτερο εαυτό τους και προς αυτό που πραγματικά αγαπά η ψυχή τους. Κι αυτό δίνει στην ψυχή χαρά, ομορφιά και πληρότητα. Και αγάπη. Γιατί αυτό ήταν, είναι και θα είναι το ζητούμενο, για όσο υπάρχουν άνθρωποι στη γη.»