Μενού Κλείσιμο

Αγνιάδης Παναγιώτης

O Παναγιώτης Αγνιάδης γεννήθηκε στη Λιβαδειά, το 1949. Έχει σπουδάσει Λογιστική. Σήμερα είναι ιδιοκτήτης και Οικονομικός Διαχειριστής της εμπορικής επιχείρησης «AGNIADIS SPORT», που δραστηριοποιείται στον τομέα των αθλητικών ειδών. Διετέλεσε Πρόεδρος του Εμπορικού Συλλόγου Λιβαδειάς (1982-1988), Δημοτικός Σύμβουλος Λιβαδειάς (1982-1986), Νομαρχιακός Σύμβουλος Βοιωτίας (1995-2003), Οικονομικός Επόπτης της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων Ελλάδος (1988-2006). Διετέλεσε αιρετός Περιφερειακός Σύμβουλος, Πρόεδρος του Επιμελητηρίου Βοιωτίας (1988-2013), Γενικός Γραμματέας Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων Ελλάδος (2006-2013), Πρόεδρος του Κέντρου Επιχειρηματικής και Τεχνολογικής Ανάπτυξης Στερεάς Ελλάδας (2001-2013). Είναι, επίσης, Μέλος του Εθνικού Συμβουλίου Καταναλωτή του ΥΠ.ΟΙ.Α.Ν., Μέλος του Συμβουλίου Αγροτικής Ανάπτυξης του ΥΠ.ΟΙ.Α.Ν., Αντιπρόεδρος του Περιφερειακού Συμβουλίου Στερεάς Ελλάδας και τακτικό Μέλος του Περιφερειακού Ταμείου Ανάπτυξης Στερεάς Ελλάδας, Μέλος στην Επιτροπή Παρακολούθησης του Ε.Π. «Διοικητική Μεταρρύθμιση 2007-2013» και Μέλος Ομάδων Εργασιών των ΥΠ.ΟΙ.Α.Ν. και ΥΠ.ΟΙ.Ο. Είναι ιδρυτικό στέλεχος του Αθλητικού Σωματείου «ΑΚΟΛ», μέλος του Κέντρου Ρουμελιωτών Αθηνών, Επίτιμος Έφορος Προσκοπισμού, μέλος της Εταιρείας Βοιωτικών Μελετών. Υπήρξε ποδοσφαιριστής τερματοφύλακας του «ΑΠΟ Λεβαδειακός», την περίοδο 1964-1976 και είναι ιδρυτικό μέλος του Αθλητικού Κολυμβητικού Ομίλου. Είναι παντρεμένος με την Παρασκευή Τζερεμέ και έχουν αποκτήσει τρία παιδιά.

Η καταγωγή του βιογραφούμενου, από την πλευρά του πατέρα του, είναι από την Καππαδοκία της Μικράς Ασίας. Η Καππαδοκία (Τουρκικά Kapadokya, λέξη που προέρχεται από το Περσικό Κατπατούκα που σημαίνει «η χώρα των όμορφων αλόγων»), είναι μία από τις μεγαλύτερες περιοχές της ανατολικής Μικράς Ασίας. Σήμερα το έδαφός της ανήκει σε πέντε τουρκικές επαρχίες: Καισάρειας, Νίγδης, Κιρ-Σεχίρ, Ακσαράι, Νεβσεχίρ. Οι κάτοικοι της Καππαδοκίας λέγονται Καππαδόκες. Μέχρι το 1922 και τη Μικρασιατική Καταστροφή, οπότε και η ανταλλαγή πληθυσμών, οι κάτοικοι της Καππαδοκίας κατά θρήσκευμα και εθνικότητα ήταν Μουσουλμάνοι, Τούρκοι, Κούρδοι, Αφσάροι (λαός ληστρικός) και Κιρκάσιοι (Τσερκέζοι) που μετανάστευσαν περί τον 19ο αιώνα από τη Ρωσία, Χριστιανοί Ορθόδοξοι Έλληνες, Αρμένιοι που μετανάστευσαν τον Μεσαίωνα από την Αρμενία. Ομιλούμενες γλώσσες ήταν η Ελληνική με πολλές παραφθορές, η Τουρκική, η Αρμενική και η Κουρδική. Φυσικά όρια της Καππαδοκίας είναι προς Βορρά ο Εύξεινος Πόντος, προς Ανατολή ο ποταμός Ευφράτης, προς Νότο το όρος Ταύρος και προς Δύση ο ποταμός Άλυς. Ψηλότερο βουνό είναι ο Αργαίος (4.000 μ.), συνεχώς χιονοσκεπής και η μεγάλη οροσειρά του Ταύρου. Κύριοι ποταμοί είναι ο Άλυς (από το ορυκτό αλάτι στις όχθες του), ο Ευφράτης, ο Γεσίλ Ιρμάκ και ο Σάρος (Σεϊχάν). Το έδαφος στα υψίπεδα σχηματίζει κυρίως βοσκοτόπους, είναι εύφορο προς τον Πόντο και τον Ευφράτη και δασώδες προς την οροσειρά του Ταύρου. Οι αρχαίοι Έλληνες και Λατίνοι συγγραφείς διέκριναν δύο Καππαδοκίες. Η μία, προς τον Ταύρο, αποκαλούνταν Μεγάλη Καππαδοκία με πρωτεύουσα τη Μάζακα και, επί Αλεξανδρινών χρόνων Ευσέβεια, με άλλες μεγάλες πόλεις την Καισάρεια, τη Μελιτηνή, την Τύανα, την Κόμανα. Η άλλη, αποκαλούνταν Ποντική Καππαδοκία, με πρωτεύουσα την Αμισό και άλλες πόλεις τη Φαρνακία (αργότερα Κερασούς), Τραπεζούντα, Αμάσεια και Κόμανα Ποντική. Οι κάτοικοί της, οι Καππαδόκες, πρέπει να εγκαταστάθηκαν μετά το 1600 π.Χ., αφού εκεί ήταν το κράτος των Χετταίων με πρωτεύουσα τη Χαττούσα, όπου βρέθηκαν και τα περισσότερα μνημεία. Οι Καππαδόκες φαίνεται πως είχαν στρατιωτική οργάνωση με ανώτατο άρχοντα και άλλους δευτερεύοντες ηγεμόνες. Μετά την εγκατάστασή τους, δημιούργησαν μικρότερα κράτη, με ανώτατο άρχοντα το βασιλιά, δηλαδή ένα κράτος φεουδαλικό στηριζόμενο στη στρατιωτική αριστοκρατία. Το σύστημα αυτό συνέχισε και μετά τη υποταγή τους στους Πέρσες, Μακεδόνες, Ρωμαίους. Ήταν έθνος πολεμικό αλλά όχι πολυπληθές και πολιτισμένο, γρήγορα δε οι κατακτητές αναμίχθηκαν μ’ αυτούς και έτσι οι παλαιότεροι Έλληνες τους αποκαλούσαν Λευκοσύριους ή Συρίους Καππαδόκες. Ο Μέγας Αλέξανδρος σεβάστηκε την αυτονομία της Καππαδοκίας και τη διατήρησε μέχρι το θάνατό του οπότε και οι διάδοχοί του την κατέλαβαν και την έδωσαν στον Ευμένη (322 π.Χ.). Το 315 π.Χ. καταλήφθηκε από τον Αντίγονο τον Μονόφθαλμο, όμως μετά τη μάχη στην Ιψό υπάχθηκε στο κράτος των Σελευκιδών. Πολύ γρήγορα ανέκτησε την αυτονομία της με τον Αριαράθη Γ΄, ο οποίος κατέλαβε τη Μεγάλη Καππαδοκία και τον Μιθριδάτη, που κατέλαβε την άλλη του Πόντου. Με την αυτονομία αυτή αρχίζει ιστορικά η ελληνιστική περίοδος. Παρ’ όλα αυτά δεν έλειψαν οι έριδες μεταξύ των ηγεμόνων των δύο Καππαδοκιών, με στόχο την ένωση σε μία Καππαδοκία. Το πέτυχε τελικά ο Μυθριδάτης ΣΤ΄ Ευπάτωρ αφού εκδίωξε και κακοποίησε τον Αριαράθη Η΄ (1ος αιώνας π.Χ.). Από τον Αριαράθη Γ’ μέχρι τον Αριαράθη Η΄, στη Μεγάλη Καππαδοκία καλλιεργήθηκαν με ζήλο τα ελληνικά γράμματα και η φιλοσοφία. Οι ηγεμόνες της Ποντικής Καππαδοκίας συνετέλεσαν πολύ ώστε να καταστήσουν τη χώρα τους κέντρο του ελληνισμού. Το 74 π.Χ. οι Ρωμαίοι τότε κατέλυσαν το Καππαδοκικό κράτος μεταβάλλοντάς το σε ρωμαϊκή επαρχία. Το 70 π.Χ. επανίδρυσαν το κράτος της Καππαδοκίας υπό τον Αριοβαρζάνη. Όταν αυτός πέθανε χωρίς να αφήσει απογόνους, ο Μάρκος Αντώνιος έδωσε το θρόνο στον Καππαδόκη Αρχέλαο, λόγιο και συγγραφέα, τον οποίο και κάλεσε στη Ρώμη όπου και πέθανε το 17 μ.Χ., χωρίς διάδοχο. Τότε η Καππαδοκία χωρίστηκε σε 3 επαρχίες. Κατά τη χριστιανική περίοδο αυτή, Καππαδοκία νοείται πλέον μόνο η Μεγάλη Καππαδοκία ενώ εκείνη προς τον Πόντο έχει πλέον καθιερωθεί με το όνομα Πόντος. Τον 1ο μ.Χ. αιώνα, ο εξελληνισμός της περιοχής αυτής είναι πλήρης. Ακόμη και κάποιες εβραϊκές κοινότητες μιλούν και γράφουν ελληνικά. Αυτό βοήθησε τα μέγιστα στην εξάπλωση του Χριστιανισμού. Έτσι, δημιουργούνται αξιόλογα κέντρα του χριστιανισμού όπως η Καισάρεια, η πρώτη σε ιεραρχία και κύρος μητρόπολη του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Τον 3ο-5ο αιώνα ακμάζουν η παιδεία και η φιλολογία. Εδώ διακρίνονται οι μεγάλοι πατέρες της Εκκλησίας Φερμελιανός ο Καισαρείας, Γρηγόριος ο Νεοκαισαρείας, Λεόντιος και Ευσέβιος οι Καισαρείας, Βασίλειος ο Μέγας, Γρηγόριος Ναζιανζηνός και Γρηγόριος Νύσσης (αδελφός του Μεγάλου Βασιλείου). Επί Μεγάλου Κωνσταντίνου η Καππαδοκία ενώθηκε με τον Πόντο και αποτέλεσε μικρό κράτος υπό τον ανιψιό του Αννιβαλιανό. Αλλά επί των διαδόχων του Αννιβαλιανού έγινε πάλι επαρχία του Βυζαντίου, δεχόμενη επιδρομές από γύρω λαούς. Στα τέλη του 11ου αιώνα, την Καππαδοκία υπέταξαν οι Σελτζούκοι Τούρκοι και, μετά τη διαίρεση της μεγάλης Σελτζουκικής αυτοκρατορίας, απετέλεσε μέρος του κράτους του Ικονίου ή Σουλτανάτου του Ρουμ (Ρωμανία). Τον 13ο αιώνα, μετά τη διάλυση και αυτού του κράτους, έγινε αυτόνομη χώρα κάτω από τη Δυναστεία Καραμάν εξ ου και το όνομα Καραμανία. Λίγο μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης, το κράτος αυτό καταλύθηκε και η Καππαδοκία περιήλθε στους Οθωμανούς Τούρκους. Μετά τη κατάληψη από τους Οθωμανούς και επειδή η χώρα δεν ήταν και τόσο εύφορη, άρχισε η μετανάστευση των χριστιανών. Τον 19ο αιώνα άρχισε νέα ακμή του ελληνοχριστιανικού στοιχείου και των ελληνικών γραμμάτων στην Καππαδοκία, ιδίως από το 1870, που ανυψώθηκε στο μητροπολιτικό θρόνο της Καισαρείας ο πρώην Διευθυντής της Μεγάλης του Γένους Σχολής Ευστάθιος (Κλεόβουλος). Το 1904 ο από Κωνσταντινούπολη ομογενής Καππαδόκης Συμεών Σιντόσογλου ανοικοδόμησε λαμπρό διδακτήριο όπου και λειτουργούσε η Ιερατική Σχολή μέχρι το 1916-1917 οπότε κλείστηκε οριστικά από τους Τούρκους. Η κατά Καισάρεια Ιερατική Σχολή λειτούργησε επί 35 έτη με 100 μαθητές ετησίως. Με απόφαση της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου στη Χαλκηδόνα, υπάχθηκε ο ανεξάρτητος θρόνος της Καισαρείας κάτω από τον Αρχιεπίσκοπο (μετέπειτα Πατριάρχη) της Κωνσταντινούπολης. Από τότε και μέχρι σήμερα ο Καισαρείας τάχθηκε Πρωτόθρονος υπό τον Οικουμενικό Θρόνο Μητροπολίτης, Υπέρτιμος των υπερτίμων, προς διάκριση των άλλων που καλούνται απλώς Υπέρτιμοι.

Ο παππούς του βιογραφούμενου, από την πλευρά του πατέρα του, ονομαζόταν Συμεών Αγνιάδης. Ήταν γεννημένος τη δεκαετία 1870-1880 και ζούσε στη Νίγδη της Καππαδοκίας. Η επαρχία Νίγδης (επαρχία Νιγντέ) είναι επαρχία της κεντρικής Τουρκίας στην περιοχή της Καππαδοκίας. Βρίσκεται ανάμεσα στις επαρχίες Ικονίου και Μερσίνης, Αδάνων, Καισάρειας, Ακσαράι και Νεβσεχίρ. Πρωτεύουσα της είναι η Νίγδη, με πληθυσμό 104.119 κατοίκους.

Ο Συμεών Αγνιάδης καταγόταν από πλούσια ελληνική οικογένεια, που ασχολούνταν με το εμπόριο ελληνικών προϊόντων. Η οικογένεια Αγνιάδη είχε μέλη που φοίτησαν στη Μεγάλη του Γένους Σχολή, στο Φανάρι. Ο παππούς του βιογραφούμενου ήταν εξαίρετο μέλος της ελληνικής κοινότητας. Παντρεύτηκε την Ευθυμία, με καταγωγή από την Καππαδοκία. Από το γάμο τους απέκτησαν τέσσερα παιδιά: τον Ιωάννη, πατέρα του βιογραφούμενου, την Καλλιόπη, την Πηνελόπη και τη Μαριάνθη.

Ο Συμεών και η Ευθυμία Αγνιάδη πέθαναν πριν τον ξεριζωμό του 1922. Τα παιδιά τους ήρθαν πρόσφυγες στην Ελλάδα, μετά την καταστροφή του 1922 και τον ξεριζωμό των Ελλήνων από τις πατρογονικές εστίες τους. Έφτασαν στον Πειραιά και εγκαταστάθηκαν αρχικά στη Δραπετσώνα και αργότερα στην Κοκκινιά.

Ο πατέρας του βιογραφούμενου, Γιάννης Αγνιάδης, γεννήθηκε το 1905. Όταν εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα, πήγε στην Ορμύλια Χαλκιδικής, όπου του είχε παραχωρηθεί κλήρος από την ανταλλαγή. Στην περιοχή αυτή υπήρχε, εκείνη την εποχή, έντονο το πρόβλημα της ελονοσίας και αποφασίζει να πουλήσει τον κλήρο του. Έμεινε για ένα μικρό χρονικό διάστημα στη Θεσσαλονίκη και στη συνέχεια, κατέβηκε σαν πλανόδιος-γυρολόγος προς το νότο, έχοντας σαν μοναδικό περιουσιακό στοιχείο ένα τρίκυκλο. Πάνω στο τρίκυκλο κουβαλούσε την πραμάτεια του και γύριζε στα πανηγύρια, με σκοπό να φτάσει στον Πειραιά και να συναντήσει τις αδελφές του. Στην πορεία του πέρασε από τη Λιβαδειά. Εκεί γνωρίζει τη Βασιλική Τοπολιάτη, την παντρεύεται και εγκαθίσταται μόνιμα στην πόλη της Λιβαδειάς από το 1945.

Η Λιβαδειά, ή Λειβαδιά, ή Λεβάδεια (κατά το επισημότερο παλαιότερα) είναι πρωτεύουσα του νομού Βοιωτίας, πρώην Αττικοβοιωτίας, της άλλοτε ομώνυμης επαρχίας Λιβαδειάς, έδρα του σύγχρονου δήμου Λεβαδέων και της Ιεράς Μητροπόλεως Θηβών και Λεβαδείας. Με την σημερινή ονομασία δεν την αναφέρει ο Όμηρος, πολλοί, όμως, ιστορικοί μεταξύ των οποίων και ο Παυσανίας θεωρούν ότι υπήρχε επί Ομήρου όπου και την ταυτίζουν με τη Μίδεια που πιθανότερο να ήταν το ομηρικό όνομά της. Με αυτό το όνομα αναφέρεται από τον Όμηρο ανάμεσα στις βοιωτικές πόλεις που συμμετείχαν στον Τρωικό πόλεμο υπό τους: Πηνέλεων, Λήιτον, Αρκεσίλαον, Προθοήνορα και Κλονίον. Αργότερα φέρεται να μετονομάστηκε σε Λεβάδεια από τον Αθηναίο Λέβαδο, που μετοίκησε τους κατοίκους σε υπώρεια παρακείμενου λόφου. Κατά τους ιστορικούς χρόνους, η Λιβαδειά ήταν περίφημη για το πανάρχαιο Μαντείο του Τροφωνίου, το οποίο είχαν επισκεφθεί και συμβουλευθεί ο Κροίσος, ο Μαρδόνιος, ο Αιμίλιος Παύλος κ.ά. Πήρε μέρος στο κοινό των Βοιωτών, έχοντας κοινό νόμισμα και ακολούθησε την τύχη των άλλων βοιωτικών πόλεων. Το 395 π.Χ. λεηλατήθηκε από τον Λύσανδρο, λίγο πριν από τη Μάχη της Αλιάρτου και το 86 π.Χ. όπου συνέβη η κατάληψη και λεηλασία του ναού του Τροφωνίου από τον Αρχέλαο, στρατηγό του Μιθριδάτη, πριν τη Μάχη της Χαιρώνειας μεταξύ αυτού και των Ρωμαίων υπό τον Σύλλα. Παρά ταύτα γνώρισε όμως ιδιαίτερη ακμή κατά τον 2ο μ.Χ. αιώνα λόγω των πολλών ιερών και ναών της. Η αρχαία πόλη ήταν κτισμένη στη δεξιά όχθη της Έρκυνας και ερείπιά της ήλθαν στο φως μετά από ανασκαφές. Τα περισσότερα οικοδομήματα (λουτρό, αγορά, δρόμος, μητρώο) καθώς και μεγάλος αριθμός επιγραφών χρονολογούνται από τον 4ο π.Χ. ως τον 3ο μ.Χ. αιώνα. Κατά τους πρώτους αιώνες της βυζαντινής περιόδου η πόλη της Λιβαδειάς δεν παρουσίασε ιδιαίτερη ανάπτυξη, μετά τις καταστροφές που είχε υποστεί από τους Χριστιανούς. Η αγροτική οικονομία της πόλης αντιμετώπισε σοβαρά προβλήματα από τις βαρβαρικές επιδρομές του 4ου και των αρχών του 5ου αιώνα, ιδίως υπό του Αλάριχου και κατά τη μεταβατική περίοδο του 7ου αιώνα λόγω σεισμών όπου και τελικά ερημώθηκε. Από τον 9ο αιώνα γνώρισε αξιόλογη οικονομική ανάπτυξη μέσα στα πλαίσια της γενικότερης οικονομικής προόδου του θέματος του ελλαδικού χώρου. Η οικονομική ακμή της πόλης των Θηβών ευνόησε την ακμή και της Λιβαδειάς μέχρι τα μέσα του 12ου αιώνα, αλλά οι ληστρικές επιδρομές των Νορμανδών αποδυνάμωσαν την καλλιέργεια και τη βιομηχανία μεταξιού στην ευρύτερη περιοχή και περιόρισαν την εμπορική κίνηση. Μετά την κατάληψη της νότιας Ελλάδας από τους Φράγκους της Δ΄ Σταυροφορίας (1204), η Λιβαδειά παραχωρήθηκε στον «κύριο των Αθηνών» Όθωνα ντε λα Ρός και, έναν αιώνα αργότερα, μετά την ήττα των Φράγκων από τους Καταλανούς στη μάχη του Αλμυρού (1311), οι κάτοικοι παρέδωσαν το κάστρο της πόλης στους νικητές με αντάλλαγμα την παραχώρηση προνομίων. Την περίοδο αυτή η Λιβαδειά γνωρίζει μεγάλη εμπορική ακμή. Δύο χρόνια μετά την παράδοση της Αθήνας στον Μωάμεθ Β΄ τον Πορθητή (1458), η Λιβαδειά περιήλθε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και αποτέλεσε καζά, διοικητική υποπεριφέρεια, που υπαγόταν ως το 1470 στο σαντζάκιο Τρικάλων και αργότερα στο σαντζάκιο Ευρίπου. Τον 16ο αιώνα η Λιβαδειά ήταν χάσι (τόπος χατζήδων) Οθωμανών αξιωματούχων και από την 3η ή 4η δεκαετία του 17ου αιώνα υπήρξε βακούφι της Μέκκας ή, κατ’ άλλους, της Μεδίνας. Παρά τις καταστροφές που είχε υποστεί η Λιβαδειά κατά τη διάρκεια του Τουρκο-ενετικού πολέμου το 1694 και το 1695, από τις αρχές του 18ου αιώνα οι συνθήκες που είχαν διαμορφωθεί βοήθησαν στην ανάπτυξη της οικονομικής δραστηριότητας. Χορηγήθηκαν στους κατοίκους ιδιαίτερα προνόμια αυτοδιοίκησης, με συνέπεια την ενίσχυση του κοινοτικού θεσμού και τη δημιουργία μιας τάξης αρχόντων. Παρά το γεγονός ότι το ρεύμα της μετανάστευσης υπήρξε περιορισμένο, από τη Λιβαδειά προήλθαν άνδρες που διακρίθηκαν στις ελληνικές παροικίες της Ρωσίας και της κεντρικής Ευρώπης. Εκτός από τον Λάμπρο Κατσώνη, από τη Λιβαδειά και την περιοχή της («Χώρα της Λιβαδειάς») κατάγονταν κληρικοί, λόγιοι και έμποροι της διασποράς. Στις παραμονές της Επανάστασης του 1821, η «Γκιαούρ Λιβαδειά», όπως την ονόμαζαν οι Τούρκοι για τον πολυάριθμο ελληνικό πληθυσμό της, είχε 10.000 Έλληνες κατοίκους, που επιδίδονταν στη γεωργία, το εμπόριο και τη βιοτεχνία. Το 1820 η πόλη ήταν το κέντρο των ενεργειών της Φιλικής Εταιρείας στην ανατολική Στερεά Ελλάδα, στην οποία και είχαν μυηθεί οι πρόκριτοί της Νικόλαος Νάκος, Ιωάννης Λογοθέτης και Ιωάννης Φίλων. Οι πρόκριτοι της Λιβαδειάς όρισαν τον κάτοικο της Λιβαδειάς Αθανάσιο Διάκο, την ανάληψη της αρχηγίας των όπλων στη περιοχή σε συνεργασία με τον από Αράχοβα σύντροφό του Βασίλη Μπούσγο. Η έκρηξη της Επανάστασης στη περιοχή της Λιβαδειάς εκδηλώθηκε τη νύκτα της 25ης προς την 26η Μαρτίου του 1821. Στις 31 Μαρτίου, κατελήφθη η πόλη ενώ οι Τούρκοι, που είχαν κλειστεί στον πύργο Ώρα, παραδόθηκαν και στις 13 Απριλίου παραδόθηκε το κάστρο. Δύο μήνες περίπου μετά, στις 26 Ιουνίου, διερχόμενος από την περιοχή ο Ομέρ Βρυώνης καταλαμβάνοντας την πόλη, εκτός του κάστρου πυρπόλησε μεγάλο μέρος της αυτής. Στην περιοχή δόθηκαν οι τελευταίες μάχες του Αγώνα. Το 1828 στην Ανατολική Στερεά, με επικεφαλής τον Δημήτριο Υψηλάντη, οι Τούρκοι που βρίσκονταν στη Λιβαδειά πολιορκήθηκαν από το σώμα του Βάσου Μαυροβουνιώτη και από άτακτο ιππικό, και στις 5 Νοεμβρίου 1828 παρέδωσαν την πόλη. Νέο όμως τουρκικό σώμα υπό τον Μαχμούτ πασά κατέλαβε και πάλι τη Λιβαδειά, που αναγκάστηκε όμως να την εγκαταλείψει τις 8 Φεβρουαρίου 1829, για να αποφύγει την κύκλωση με το σχέδιο που εφάρμοζε ο Γεώργιος Καραϊσκάκης. Μετά δε τη μάχη της Πέτρας εξαφανίστηκαν και όλοι οι Τούρκοι από την Βοιωτία. Με τη συγκρότηση του υποτυπώδους ελληνικού κράτους επί Ι. Καποδίστρια, η Λιβαδειά άρχισε να ανασυγκροτείται. Οι κάτοικοι που είχαν καταφύγει σε άλλες περιοχές επανήλθαν και το 1841 η πόλη ήταν πλέον ένα από τα εύρωστα οικονομικά κέντρα του νεοπαγούς Ελληνικού Βασιλείου. Στη Λιβαδειά βρίσκονται: το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία, που είναι κτισμένο κοντά στα ερείπια ναού του Διός Βασιλέως, το εκκλησάκι της Αγίας Ιερουσαλήμ στη σπηλιά της Ζωοδόχου Πηγής, δίπλα στο εκκλησάκι του Αϊ-Μηνά, η μονή Λυκουρέση, της οποίας η σκεπή (ήταν φτιαγμένη από μόλυβδο) χρησιμοποιήθηκε κατά τη περίοδο της Τουρκοκρατίας για τη κατασκευή φυσιγγίων.

Ο Γιάννης και η Βασιλική Αγνιάδη, το γένος Τοπολιάτη, απέκτησαν από το γάμο τους δύο παιδιά: τον Συμεών και τον βιογραφούμενο Παναγιώτη. Ο Συμεών Αγνιάδης χάθηκε από ατύχημα στα έξι (6) του χρόνια.

Στη Λιβαδειά, ο Γιάννης Αγνιάδης, ανοίγει ένα κατάστημα και δραστηριοποιείται στο γενικό εμπόριο. Το κατάστημα έχει, κυρίως, είδη ρουχισμού ανδρικά, γυναικεία, παιδικά, κλωστικά είδη, υφάσματα κ.ά. Την επιχείρηση αυτή διατηρεί μέχρι και τη δεκαετία του ’60. Στη συνέχεια, συνταξιοδοτείται και αναλαμβάνει τα ηνία του καταστήματος ο βιογραφούμενος. Ο Γιάννης Αγνιάδης, κατά την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου, τον Οκτώβριο του 1941, παρότι σαν Μικρασιάτης θα μπορούσε με 50 δραχμές να μην πάει στον πόλεμο, εκείνος από φιλοπατρία προτίμησε να πολεμήσει και γύρισε με κρυοπαγήματα και στα δύο πόδια του. Ο Γιάννης Αγνιάδης, μετά τη συνταξιοδότησή του, κατάφερε να ξαναδεί την πατρίδα του τη Νίγδη και αφού εκπλήρωσε το όνειρό του, λίγο αργότερα, έφυγε από τη ζωή το 1985. Ο πατέρας του βιογραφούμενου ήταν πράος άνθρωπος, ιδιαίτερα καλλιεργημένος, μιλούσε τη Γαλλική και έχαιρε ιδιαίτερης εκτίμησης στην πόλη. Υπήρξε τρυφερός πατέρας και άψογος σύζυγος.

Η οικογένεια του βιογραφούμενου, από την πλευρά της μητέρας του, έχει καταγωγή από το μαρτυρικό Δίστομο. Το Δίστομο είναι μία ημιορεινή κωμόπολη στο νοτιοδυτικό τμήμα της επαρχίας Λιβαδειάς του νομού Βοιωτίας, δημοτική ενότητα του Καλλικρατικού δήμου Διστόμου-Αράχωβας-Αντίκυρας και έδρα του δήμου με τρεις οικισμούς, τον οικισμό του Διστόμου, τον οικισμό της Παραλίας Διστόμου και τον οικισμό του Αγίου Νικολάου. Στην αρχαιότητα το Δίστομο λεγόταν Άμβροσσος ή Άμβρωσσος ή Άμφρυσσος και ανήκε στην Φωκίδα. Ιδρύθηκε από τον ομώνυμο ήρωα και στην πόλη υπήρχε ιερό της θέας Άρτεμης Δικτυνναίας. Η ΄Άμβροσσος ήταν μία από τις πόλεις που κατέστρεψε ο περσικός στρατός του Ξέρξη στο πέρασμά του από την Φωκίδα. Ξεθεμελιώθηκε το 346 π.Χ. από το Φίλιππο Β΄ τον Μακεδόνα κατά τον Ιερό πόλεμο και γκρεμίστηκε το διπλό τείχος της πόλης το οποίο επαναχτίστηκε λίγο πριν από τη μάχη της Χαιρώνειας (338 π.Χ.) και το 198 π.Χ. κυριεύτηκε από τους Ρωμαίους με αρχηγό τον Φλαμινίνο. Επί Βυζαντινής Αυτοκρατορίας η περιοχή δέχτηκε επιδρομές από Γότθους, Ούννους και Σλάβους. Μετά την πρώτη άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204 μ.Χ. κυριάρχησαν στην περιοχή οι Φράγκοι, οι Ενετοί, οι Καταλανοί και τέλος οι Τούρκοι. Είναι από τα λίγα μέρη της περιοχής που πέρασαν αδιάλειπτα στην ιστορία χωρίς ερήμωση. Από Ευρωπαίους περιηγητές (1610-1895), έχουμε μαρτυρίες για αρχαία έθιμα από τους κατοίκους του Διστόμου και για μέρος που αριθμούσε 110 μέχρι 130 σπίτια (1776). Επίσης για αυστηρά μονόγλωσσο μέρος, πράγμα που σχολίασαν όλοι οι περιηγητές, γιατί εκείνη την περίοδο (από το 1400) είχαν εισβάλλει Σλάβοι και Αλβανοί στην ευρύτερη περιοχή Βοιωτίας και Αττικής, με αποτέλεσμα να μην ακούνε την ελληνική γλώσσα οι Ευρωπαίοι περιηγητές σε άλλα μέρη. Κατά την Επανάσταση του 1821 στο Δίστομο έγιναν δύο μάχες: η πρώτη στις 9 Μαΐου 1825 και η δεύτερη τον Ιανουάριο του 1827. Το Δίστομο συμμετείχε στους Βαλκανικούς Πολέμους 1912-1913 και στη Μικρασιατική εκστρατεία 1921-1922. Το Δίστομο έγινε ιδιαίτερα γνωστό για τη σφαγή, που πραγματοποιήθηκε από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής, στις 10 Ιουνίου του 1944. Την ημέρα αυτή οι Γερμανοί προχώρησαν σε εκτεταμένες σφαγές αφήνοντας πίσω τους 223 νεκρούς, ανάμεσά τους και βρέφη. Η θηριωδία αυτή ξεσήκωσε παγκόσμια κατακραυγή και ακόμα και σήμερα προκαλεί συγκίνηση. Σε εξέλιξη βρίσκεται και η αγωγή των θυμάτων του Διστόμου, εναντίον του Γερμανικού Δημοσίου, θέμα που αποτελεί παγκόσμια είδηση και πάντα παρακολουθείται με ενδιαφέρον εδώ και αρκετά χρόνια με πρωτοπόρους στον αγώνα της δικαίωσης το Θηβαίο δικηγόρο Ιωάννη Σταμούλη και το Διστομίτη αστροφυσικό και μεταφραστή Αργύρη Σφουντούρη, που έγινε ταινία η ζωή του (Ένα τραγούδι για τον Αργύρη) και έκανε τον γύρο του κόσμου. Στα αξιοθέατα της πόλης συγκαταλέγονται η Μουσειακή συλλογή Διστόμου, το Μουσείο Θυμάτων Ναζισμού στο χώρο του παλιού Δημοτικού Σχολείου Διστόμου, το Μαυσωλείο των θυμάτων της 10ης Ιουνίου 1944 στο λόφο Κάναλες και η Ακρόπολη της Άμβροσσου.

Ο παππούς του βιογραφούμενου, από την πλευρά της μητέρας του, ονομαζόταν Ανδρέας Τοπολιάτης. Ήταν αγρότης. Παντρεύτηκε τη Μαρία Καλομοίρη, με καταγωγή από τη Λιβαδειά. Από το γάμο τους απέκτησαν δύο παιδιά: τη Βασιλική, μητέρα του βιογραφούμενου, και την Παναγιώτα (Νότα).

Η Παναγιώτα Τοπολιάτη παντρεύτηκε το 1945 τον Άγγλο Αξιωματικό Tommy Newton και έκτοτε εγκαταστάθηκε στην Αγγλία. Από το γάμο της απέκτησε δύο παιδιά: τη Μαρία και τον John.

Η μητέρα του βιογραφούμενου, Βασιλική Αγνιάδη, το γένος Τοπολιάτη, γεννήθηκε στη Λιβαδειά το 1910. Η οικογένειά της είχε εγκατασταθεί μόνιμα στη Λιβαδειά. Ήταν μία δραστήρια γυναίκα και υπήρξε η καλύτερη μοδίστρα της περιοχής. Ένα μέρος της οικογενειακής περιουσίας οφείλεται στη βελόνα της. Η ίδια είχε ενεργή συμμετοχή στο οικογενειακό κατάστημα και ήταν η αρχική έμπνευση κάθε ενέργειας. Ήταν αυτή που ανακαίνισε το κατάστημα, το 1967, όταν ανέλαβε τα ηνία ο βιογραφούμενος. Αξίζει να σημειωθεί πως το 1958 πήγε στο Παρίσι και φοίτησε σε Σχολή Κοπτικής Ραπτικής. Το δίπλωμά της υπάρχει ακόμη. Ήταν μία γυναίκα που δεν άφηνε τίποτα στην τύχη του. Κρατούσε το ταμείο της οικογένειας και χειριζόταν τα οικονομικά της. Σαν μητέρα ήταν πολύ τρυφερή. Έφυγε από τη ζωή το 2000 σε ηλικία 90 ετών.

Ο βιογραφούμενος, Παναγιώτης Αγνιάδης, γεννήθηκε στη Λιβαδειά, στις 3 Απριλίου 1949. Φοίτησε στο Δημοτικό σχολείο και Γυμνάσιο της Λιβαδειάς και δύο τάξεις, την έκτη τάξη του Δημοτικού και την πρώτη τάξη του Γυμνασίου, φοίτησε στην Αθήνα. Στη συνέχεια, φοίτησε σε Σχολή Λογιστικής, αναγνωρισμένη από το Κράτος. Όταν αποφοίτησε, υπηρέτησε ως έφεδρος Αξιωματικός εφοδιασμού μεταφορών, για είκοσι οκτώ (28) μήνες. Ο βιογραφούμενος από μικρός αγαπάει το ποδόσφαιρο και γενικά τον αθλητισμό. Από το 1964 μπαίνει στην ομάδα του Λεβαδειακού, όπου παίζει στα 15 του, στην πρώτη ομάδα, σαν τερματοφύλακας. Μέχρι και το 1976 συνεχίζει να παίζει ποδόσφαιρο στην αγαπημένη του ομάδα. Το 1967 και το 1968 η ομάδα είχε την καλύτερη άμυνα της Β΄ Εθνικής. Στις δύο αυτές περιόδους ο βιογραφούμενος δεν έλειψε από κανέναν αγώνα. Το 1968, ο βιογραφούμενος αναλαμβάνει το ανακαινισμένο κατάστημα των γονιών του και σταδιακά το αλλάζει για να το μετατρέψει τελικά σε κατάστημα αθλητικών ειδών. Το κατάστημα αυτό λειτουργεί έως σήμερα επί της οδού Μπουφίδου 27, στον πεζόδρομο της πόλης, με την επωνυμία «AGNIADIS SPORT». Το 1974-75, ο βιογραφούμενος, μαζί με τους κ.κ. Γιώργο Νίκα και Λεωνίδα Σαραντίδη, ιδρύουν τον Αθλητικό Κολυμβητικό Όμιλο. Ο όμιλος δραστηριοποιείται έως σήμερα και έχει στο δυναμικό του 800 παιδιά.

Ο Παναγιώτης Αγνιάδης το 1971 παντρεύεται την Παρασκευή Τζερεμέ, με καταγωγή από το Προσήλιο Βοιωτίας. Από το γάμο τους απέκτησαν τρία παιδιά: τη Βασιλική (Βάντα) και τα δίδυμα αδέλφια Παναγιώτη (Νότη) και Γιάννη.

Η Βασιλική (Βάντα) Αγνιάδη γεννήθηκε το 1972. Σήμερα είναι Χημικός Μηχανικός, με μεταπτυχιακές σπουδές στην Αγγλία. Γνωρίζει τρεις ξένες γλώσσες. Εργάζεται ως ανώτερο στέλεχος της πολυεθνικής εταιρείας «Colgate-Palmolive». Είναι παντρεμένη με τον Οικονομολόγο Γιώργο Βοτζίδη.

Ο Παναγιώτης (Νότης) και ο Γιάννης Αγνιάδης γεννήθηκαν το 1975. Ο Παναγιώτης Αγνιάδης έχει σπουδάσει Διοίκηση Επιχειρήσεων και είναι παντρεμένος με τη Βασιλική (Βίκυ) Βαμβακά. Το ζευγάρι απέκτησε δύο κόρες: την Παρασκευή (Εύα) και την Ηλιάνα Μαρίνα. Και τα δύο παιδιά του βιογραφούμενου εργάζονται στην οικογενειακή επιχείρηση.

Ο Γιάννης Αγνιάδης έχει παρακολουθήσει σεμινάρια σε θέματα Διοίκησης Επιχειρήσεων, Λογιστικής, Marketing και Προώθησης Πωλήσεων στο Πανεπιστήμιο Πειραιά, στην Ελληνική Εταιρεία Διοίκησης Επιχειρήσεων και αλλού. Γνωρίζει την Αγγλική. Παντρεύτηκε την Βασιλική Παπατριανταφύλλου και απέκτησαν δύο παιδιά, την Άννα και τον Παναγιώτη. Αξίζει να αναφερθεί ότι ο εγγονός Παναγιώτης γεννήθηκε την ίδια μέρα και τον ίδιο μήνα με τον παππού του, τον βιογραφούμενο Παναγιώτη.

Ο βιογραφούμενος διετέλεσε Πρόεδρος του Εμπορικού Συλλόγου Λιβαδειάς (1982-1988), Δημοτικός Σύμβουλος Λιβαδειάς επί Δημαρχίας Γιάννη Περγαντά (1982-1986), Νομαρχιακός Σύμβουλος Βοιωτίας επί Νομαρχίας Σ. Σταμούλη (1995-2003) και Οικονομικός Επόπτης της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων Ελλάδος (1988-2006).

Διετέλεσε επίσης Πρόεδρος του Επιμελητηρίου Βοιωτίας (1988-2013), Γενικός Γραμματέας Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων Ελλάδος (2006-2013) και Πρόεδρος του Κέντρου Επιχειρηματικής και Τεχνολογικής Ανάπτυξης Στερεάς Ελλάδας (2001-2013).

Ο βιογραφούμενος είναι ο μακροβιότερος Πρόεδρος Επιμελητηρίου στην Ελλάδα.

Είναι, επίσης, Μέλος του Εθνικού Συμβουλίου Καταναλωτή του ΥΠ.ΟΙ.Α.Ν., Μέλος του Συμβουλίου Αγροτικής Ανάπτυξης του ΥΠ.ΟΙ.Α.Ν., Αντιπρόεδρος του Περιφερειακού Συμβουλίου Στερεάς Ελλάδας και τακτικό Μέλος του Περιφερειακού Ταμείου Ανάπτυξης Στερεάς Ελλάδας, Μέλος στην Επιτροπή Παρακολούθησης του Ε.Π. «Διοικητική Μεταρρύθμιση 2007-2013», Μέλος στην Ομάδα Εργασίας για τη δημιουργία Υπηρεσίας Αγοράς για την εξαγορά και την πώληση μικρομεσαίων επιχειρήσεων του ΕΟΜΜΕΧ.

Ο βιογραφούμενος είναι μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου Διαχείρισης και Διοίκησης Βιομηχανικής Περιοχής Θίσβης Βοιωτίας, Μέλος της νομοπαρασκευαστικής διεπιμελητηριακής επιτροπής για την κωδικοποίηση της επιμελητηριακής νομοθεσίας, της Επιτροπής για την αναμόρφωση του Ν.3025/05 και της Επιτροπής εξέτασης ενδικοφανών προσφυγών του Ν.3325/05, του ΥΠ.ΟΙ.Α.Ν. και Μέλος της Επιτροπής του ΥΠ.ΟΙ.Ο. για τη φορολογική μεταρρύθμιση.

Ο Παναγιώτης Αγνιάδης ήταν υποψήφιος Αντιπεριφερειάρχης στις τελευταίες αυτοδιοικητικές εκλογές και σήμερα είναι αιρετός Περιφερειακός Σύμβουλος.

Ο βιογραφούμενος είναι ιδρυτικό στέλεχος του Αθλητικού Σωματείου «ΑΚΟΛ», μέλος του Κέντρου Ρουμελιωτών Αθηνών, Επίτιμος Έφορος Προσκοπισμού, μέλος της Εταιρείας Βοιωτικών Μελετών.