Ο Κλαύδιος Κουλέας-Κουλιανός γεννήθηκε στο Ιάσιο της Ρουμανίας το 1974. Είναι πτυχιούχος του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου Σχεδίου του Μιλάνου, με μεταπτυχιακές σπουδές στη Γραφιστική. Σήμερα, είναι ιερέας και ιερουργεί στον Ιερό Ναό Υψώσεως Τιμίου Σταυρού Λοφίσκου (Λαγκαδάς Θεσσαλονίκης) της Μητροπόλεως Λαγκαδά Λιτής και Ρεντίνης. Είναι παντρεμένος με την Αναστασία Παυλίδου και έχουν αποκτήσει δύο παιδιά.
Ο πιο παλιός πρόγονος του βιογραφούμενου, από την πλευρά του πατέρα του, ονομαζόταν Ιωάννης Κούλιος και γεννήθηκε στο Ψάρι της Κυπαρισσίας το 1740. Σπούδασε οικονομικές επιστήμες στην Πάντοβα. Ήταν υπάλληλος του Εμμανουήλ Σκαρπέτη, που ήταν έμπορος και συγγραφέας ογκώδους γεωγραφικού έργου. Ο Εμμανουήλ Σκαρπέτης έφερνε όπλα από τη Φλωρεντία, εκμεταλλευόμενος την εμπορία εκκλησιαστικών σκευών-βιβλίων για τις ανάγκες των ναών της Πελοποννήσου. Ο Ιωάννης Κούλιος χειροτονήθηκε ιερέας από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Παρθένιο και στρατολογήθηκε στον αγώνα για τη Λευτεριά. Λόγω του σχήματος τού ανατέθηκε να ταξιδεύει στην Ιταλία και να φέρνει εκείνος τα εμπορεύματα, διότι έστρεφε λιγότερες υποψίες. Οι πληροφορίες αυτές προέρχονται από ένα ημερολόγιο του γιου του, Εμμανουήλ Κούλιου, που γεννήθηκε το 1774, τέσσερις μήνες μετά τον βίαιο θάνατο του πατέρα του.
Ο Ιωάννης Κούλιος σκοτώθηκε στα Ορλωφικά. Με την ονομασία «Ορλωφικά» είναι γνωστή στην ιστορία του Ανατολικού Ζητήματος η εξέγερση των Ελλήνων της Πελοποννήσου και της Κρήτης κατά την εποχή του Ρωσοτουρκικού πολέμου (1768-74) και οι επιχειρήσεις των Ρώσων στη νότια Πελοπόννησο, στα νησιά του Αιγαίου και στις δυτικές ακτές της Μικράς Ασίας.
Ο Ιωάννης Κούλιος βασανίστηκε και δολοφονήθηκε από τους Τουρκαλβανούς σε ενέδρα που του είχαν στήσει την ημέρα που επέστρεφε από το πολύμηνο ταξίδι του. Τον συνέλαβαν επ’ αυτοφώρω την ώρα που κατέβαζε τα όπλα τα οποία προορίζονταν για την Επανάσταση. Οι Τουρκαλβανοί επί εννιά χρόνια σκότωναν στην περιοχή, έκαιγαν και έσφαζαν. Η σύζυγός του Φωτεινή φυγαδεύτηκε στη Βενετία από τον αδελφό του Εμμανουήλ Σκαρπέτη, Γεώργιο Σκαρπέτη. Την εποχή εκείνη ήταν έγκυος στον γιο της Εμμανουήλ. Εγκαταστάθηκε στα ελληνόφωνα χωριά της Ιταλίας και συγκεκριμένα στο χωριό Καλημέρα. Ο Γεώργιος Σκαρπέτης πέθανε στην Κωνσταντινούπολη.
Ο Εμμανουήλ Κούλιος έγινε ιερέας στη μνήμη του πατέρα του. Χειροτονείται από τον Επίσκοπο Ανδρούσης Ιωσήφ, κατά κόσμον Ιωσήφ Νικολάου. Η Επισκοπή Ανδρούσης το 1833 μετονομάστηκε σε Επισκοπή Μεσσήνης. Ο Επίσκοπος Ιωσήφ ήταν μέλος της Φιλικής Εταιρείας και Αγωνιστής της Επανάστασης του 1821. Διετέλεσε Υπουργός Θρησκευμάτων της πρώτης ελληνικής κυβέρνησης. Προτομή του υπάρχει στην Καλαμάτα. Μετά τη χειροτόνησή του, ο Εμμανουήλ Κούλιος επιστρέφει στην Ιταλία, στο χωριό Καλημέρα, ως ιερέας και δάσκαλος. Πέθανε το 1860 στο Καλημέρα.
Ο Μιχαήλ Κούλιος ήταν ο πρωτότοκος γιος του Εμμανουήλ Κούλιου, που είχε αποκτήσει έξι παιδιά. Γεννήθηκε στο Καλημέρα το 1812. Εμπνεόμενος από τις περγαμηνές του παππού του, βοηθά ενεργά το έργο του παππού του, χειροτονούμενος Ιερέας. Ο ίδιος ήταν καραβομαραγκός στην Ιταλία. Πολλά πλοιάρια τα οποία κατασκεύασε, συμμετείχαν σε διάφορες δράσεις για την Επανάσταση του ’21. Πέθανε το 1892.
Ο μοναχογιός του Μιχαήλ Κούλιου, ο Ιωάννης Β΄ Κουλέας, γεννήθηκε το 1845. Το επώνυμο Κούλιος αλλάζει σε Κουλέας το 1837, γιατί η οικογένεια Κούλιου ήταν επικηρυγμένη στην Πελοπόννησο (οι πληροφορίες αυτές αντλούνται από τον Βάγιο Κουλέα, εγγονό του Ιωάννη Κουλέα). Ο Ιωάννης Κουλέας ήταν και αυτός ιερέας. Χειροτονήθηκε από τον Χρύσανθο Σκαρπέτη, Πατριάρχη Ιεροσολύμων και αδελφό του Εμμανουήλ Σκαρπέτη. Πέθανε το 1935.
Το τέταρτο παιδί του Ιωάννη Κουλέα γεννήθηκε το 1882 και πήρε το όνομα του προπάππου του Εμμανουήλ Κούλιου. Ο Εμμανουήλ Β΄ Κουλέας ακολούθησε την παράδοση της οικογένειας και έγινε και αυτός Ιερέας-Δάσκαλος. Σώζεται το πετραχήλι του ως οικογενειακό κειμήλιο και ένα βιβλίο Βίοι Αγίων της Εποχής. Πέθανε το 1948.
Ο παππούς του βιογραφούμενου, Βάγιος Κουλέας, το δεύτερο παιδί του Εμμανουήλ Κουλέα, γεννήθηκε το 1925. Φοίτησε σε Στρατιωτική Σχολή της Ιταλίας και συμμετείχε, ως Ιταλός υπήκοος και ως αξιωματικός του ιταλικού στρατού, στον πόλεμο κατά της Ελλάδας. Αρνούμενος να παραλάβει τον Λόχο του, καταδικάζεται για εσχάτη προδοσία. Ο αξιωματικός του εκτελεστικού αποσπάσματος, που ήταν παιδικός φίλος του, τον βοήθησε να αποδράσει και να διαφύγει στην Κέρκυρα. Από εκεί μεταβαίνει στη Βραΐλα της Ρουμανίας, γιατί εκεί ζούσε ένας θείος του έμπορος. Ο Βάγιος Κουλέας παντρεύτηκε τη Βασιλική Αλεξάνδρου, γόνο γνωστής οικογένειας καπνεμπόρων της Πόλης που δραστηριοποιούνταν στη Μαύρη Θάλασσα. Το ζευγάρι απέκτησε έναν μοναχογιό, τον Ιωάννη Κουλέα, πατέρα του βιογραφούμενου. Ο Βάγιος Κουλέας πέθανε το 2010.
Ο πατέρας του βιογραφούμενου, Ιωάννης Γ΄ Κουλέας, γεννήθηκε το 1954 στη Βραΐλα της Ρουμανίας. Σπούδασε πολιτικός μηχανικός και στη συνέχεια έγινε στρατιωτικός στον ρουμανικό στρατό. Το 1983, παραιτήθηκε από το στράτευμα και ήρθε στην Ελλάδα, με αφορμή τον γάμο του με τη Δέσποινα Νικολαΐδου, ποντιακής καταγωγής. Το 1989, χειροτονήθηκε ιερέας στην Κομοτηνή από τον Μακαριστό Μητροπολίτη Δαμασκηνό. Σε ηλικία περίπου 30 ετών, είχε αποκτήσει ήδη τέσσερα παιδιά.
Ο παππούς του βιογραφούμενου, από την πλευρά της μητέρας του, ονομαζόταν Ανανίας Νικολαΐδης και γεννήθηκε στο Καρς του Πόντου, στο χωριό Σάντα. Η περιοχή της Σάντας είχε επτά ελληνικά χωριά, χτισμένα πάνω στις βουνοπλαγιές. Ιδρύθηκε το 1540. Θρυλική υπήρξε η αντίσταση των κατοίκων της Σάντας εναντίον των Τούρκων κατακτητών. Ακόμα και οι γυναίκες οπλοφορούσαν για να αντιμετωπίζουν τους Τούρκους. Οι περισσότεροι κάτοικοι της Σάντας ήταν χριστιανοί. Η πλειονότητα των Ελλήνων του Πόντου αναγκάστηκαν να αφήσουν τα σπίτια τους και να βρουν άλλον τρόπο για να ζήσουν, κατά τη διάρκεια του Ρωσοτουρκικού πολέμου (1877-78). Οι περισσότεροι από τους κατοίκους της Σάντας κινήθηκαν προς τη Δημοκρατία της Γεωργίας, την Αρμενία και το νότιο μέρος της Ρωσίας. Κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οι Έλληνες της Σάντας προσπάθησαν να οργανώσουν την οπλισμένη αντίσταση ενάντια στον Τουρκικό στρατό. Οι ζώνες ανταρτών του Πόντου είχαν εμφανιστεί στα βουνά της Σάντας από το 1916, υπό την ηγεσία του Καπετάν Στυλιανού Κοσμίδη και αντιστάθηκαν επιτυχώς στην τουρκική επίθεση στις 6 Σεπτεμβρίου 1921. Μετά από την ανταλλαγή πληθυσμών, εγκαταστάθηκαν στη Μακεδονία και τη Θράκη. Η πόλη Νέα Σάντα ιδρύθηκε από τους Σανταίους στο Νομαρχιακό διαμέρισμα του Κιλκίς, στην Κεντρική Μακεδονία.
Ο Ανανίας Νικολαΐδης, σε ηλικία 13 ετών, εντάσσεται στο αντάρτικο κατά των Νεότουρκων, καθώς είδε τους δικούς του να σφάζονται μπροστά στα μάτια του. Μέντορας του ο καπετάν Ευκλείδης Κορτίδης, για τον οποίο έχει γραφτεί τραγούδι. Οι απόγονοι του Ευκλείδη Κορτίδη συναντώνται σήμερα στη Νέα Σάντα του Κιλκίς.
Ο Ανανίας Νικολαΐδης το 1914, μετά τη γενοκτονία, διωκόμενος κατεβαίνει στη Σμύρνη, όπου και εγκαθίσταται. Η Σμύρνη, σημερινή Ισμίρ, είναι η τρίτη μεγαλύτερη πόλη της Τουρκίας μετά την Κωνσταντινούπολη και την Άγκυρα και ο σημαντικότερος εισαγωγικός και εξαγωγικός λιμένας της Τουρκίας, με πληθυσμό 3.210.465 κατοίκους. Βρίσκεται στον Ανατολικό μυχό του ομωνύμου κόλπου της Σμύρνης, απέναντι από τη νήσο Χίου, στα κεντρικά Τουρκικά παράλια του Αιγαίου Πελάγους. Πρόκειται για μία από τις αρχαιότερες πόλεις και λιμένες της Μεσογείου, της Αρχαίας Ιωνίας. Ιδρύθηκε περί το 3000 π.Χ. και επέζησε μέχρι σήμερα. Στη μακραίωνη ιστορία της έχει αλλάξει δύο θέσεις. Η πρώτη των προϊστορικών χρόνων που αναφέρει ο Στράβων ως «παλαιά Σμύρνη» και δεύτερη που έκτισε ο Μέγας Αλέξανδρος και οι επίγονοί του κατά την Ελληνιστική περίοδο. Κατοικήθηκε από Ελληνικούς πληθυσμούς από την αρχαιότητα μέχρι και το 1922. Μέχρι τη Μικρασιατική καταστροφή, το 1922, η Σμύρνη, μόνο η πόλη, αριθμούσε 370.000 κατοίκους εκ των οποίων 165.000 ήταν Έλληνες, 80.000 Οθωμανοί Τούρκοι, 55.000 Εβραίοι, 40.000 Αρμένιοι, 6.000 Λεβαντίνοι και 30.000 διάφοροι άλλοι ξένοι. Επικρατούσα γλώσσα ήταν η Ελληνική. Η πόλη είχε ένα καθαρό ελληνικό χρώμα με ανεπτυγμένο εμπόριο και πολιτιστικές εκδηλώσεις, έτσι ώστε να αποκαλείται από τους Τούρκους ως «Γκιαούρ Ισμίρ», που σημαίνει Σμύρνη των άπιστων. Η Σμύρνη προ της καταστροφής της, το 1922, είχε 16 Ορθόδοξους Ναούς, σημαντικότερος των οποίων ήταν ο μεγάλος Μητροπολιτικός Ναός της Αγίας Φωτεινής, με το μεγαλοπρεπές και εξαίρετης τέχνης μαρμάρινο κωδωνοστάσιο, που χτίστηκε τον 14ο αιώνα, καταστράφηκε από σεισμό το 1688, ανοικοδομήθηκε το 1690 και επανοικοδομήθηκε το 1692 μετά από πυρκαγιά. Τόσο ο Ναός όσο και το κωδωνοστάσιο ανατινάχτηκαν με δυναμίτιδα από τους Τούρκους μετά την καταστροφή. Σήμερα, από τους 16 Ορθόδοξους Ναούς σώζονται μόνο δύο, ο Άγιος Βουκόλος (Αϊ Βούκλας) και ο Τίμιος Πρόδρομος της Λυγαριάς. Από τα Ελληνικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα τα σημαντικότερα ήταν η «Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης» (αρρένων) και το «Κεντρικόν Παρθεναγωγείον» (θηλέων). Η πνευματική κίνηση των Ελλήνων στη Σμύρνη άρχισε να αναπτύσσεται στις αρχές του 19ου αι. Πρώτος που φέρεται να ίδρυσε κοινωνικό Πνευματικό Κέντρο ήταν ο Κωνσταντίνος Οικονόμος, που ίδρυσε την «Ιωνική Λέσχη», η οποία διατηρήθηκε μέχρι το 1922. Ακολούθησαν το «Μουσείο» το 1838, το «Φιλολογικό Μουσείο» το 1854 κ.ά. Ιδιαίτερη ανάπτυξη είχε σημειώσει και η ελληνική δημοσιογραφία με την αρχαιότερη Ελληνική εφημερίδα, την «Αμάλθεια» που εκδιδόταν από το 1873 μέχρι το 1922. Στη Σμύρνη λειτουργούσαν δεκαεπτά τυπογραφεία και κυκλοφορούσαν 134 εφημερίδες.
Στη Σμύρνη ο Ανανίας Νικολαΐδης γνωρίζει την Ευφροσύνη Αβραμίδου και την παντρεύεται. Το 1922, μετά την Καταστροφή της Σμύρνης και τον ξεριζωμό των Ελλήνων από τις πατρογονικές εστίες τους, το ζευγάρι μεταφέρεται με αγγλικά πλοία, αρχικά στην Καλαμαριά της Θεσσαλονίκης και στη συνέχεια στο Κιλκίς, όπου εκεί δημιουργήθηκε η Νέα Σάντα. Η Νέα Σάντα είναι μεγάλος οικισμός του Νομού Κιλκίς. Βρίσκεται σε απόσταση 17 χλμ. από την πόλη του Κιλκίς και 27 χλμ. από τη Θεσσαλονίκη. Είναι κτισμένος σε ανώνυμο λόφο ανάμεσα στον Γαλλικό ποταμό και τον δρόμο Θεσσαλονίκης-Κιλκίς, σε υψόμετρο 50 μ. Στη θέση της Νέας Σάντας προϋπήρχε ο οικισμός Βολοβότι, ο οποίος κατοικούνταν από τους Τούρκους που έφυγαν με την ανταλλαγή πληθυσμών του 1923, για να έρθουν στη θέση τους Πόντιοι πρόσφυγες που προέρχονταν κυρίως από την περιοχή της Σάντας, καθώς και από άλλες περιοχές, όπως το Σταυρί, η Κρώμνη και τα Σούρμενα του Πόντου. Η τοποθεσία επιλέχτηκε από τους ίδιους τους πρόσφυγες, οι οποίοι έδωσαν στον νέο οικισμό την ονομασία Νέα Σάντα. Η οικοδόμηση του χωριού και η οριστικοποίηση της μετεγκατάστασης των προσφύγων που κατοικούσαν προσωρινά στο Ραχμανλί ολοκληρώθηκαν το 1925, με τη βοήθεια της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων (Ε.Α.Π.). Αρχικά, η Νέα Σάντα υπαγόταν διοικητικά στον Νομό Θεσσαλονίκης και από το 1934, στον Νομό Κιλκίς. Αμέσως μετά την εγκατάσταση στη νέα τους πατρίδα, οι πρόσφυγες πέτυχαν με προσωπική εργασία την υδροδότηση του χωριού και μέχρι το 1927 είχαν κατασκευάσει Δημοτικό σχολείο, καθώς και εκκλησία. Επίσης, διακρίθηκαν για τη φιλομάθειά τους. Το 1956, εγκαταστάθηκε στην περιοχή μονάδα του Ελληνικού Στρατού. Κατά τις επόμενες δεκαετίες, αρκετοί κάτοικοι έφυγαν από τη Νέα Σάντα ως εσωτερικοί μετανάστες, ενώ τα τελευταία 15 χρόνια κατέφθασαν στο χωριό παλιννοστούντες από την πρώην Ε.Σ.Σ.Δ. Από το 1998, η Νέα Σάντα αποτελεί δημοτικό διαμέρισμα του Δήμου Γαλλικού.
Αργότερα, ο Ελευθέριος Βενιζέλος μετέφερε πρόσφυγες και ίδρυσε οικισμούς στη Θράκη. Έτσι, η οικογένεια του Ανανία Νικολαΐδη εγκαταστάθηκε στο Θρυλόριο της Κομοτηνής. Το Θρυλόριο είναι ένα χωριό 10 χλμ. περίπου ανατολικά της Κομοτηνής. Το χωριό δημιουργήθηκε μετά τη Συνθήκη της Ανταλλαγής Πληθυσμών του 1923 από Πόντιους πρόσφυγες. Το χωριό φέρει το όνομα του Αυστραλού ύπατου αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών George Davine Treloar, ο οποίος έβαλε θεμέλια και όρθωσε πολλούς προσφυγικούς οικισμούς στη Θράκη, μεταξύ των οποίων και το Θρυλόριο. Η εκκλησία του χωριού βρίσκεται στην πλατεία του και είναι αφιερωμένη στους Αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη. Στο Θρυλόριο το ζευγάρι έμεινε μέχρι το 1952, όπου μετανάστευσε για τη Βραΐλα της Ρουμανίας. Στη Βραΐλα έμειναν μέχρι το 1976 που επαναπατρίστηκαν στο Θρυλόριο.
Ο Ανανίας και η Ευφροσύνη Νικολαΐδη, το γένος Αβραμίδου, απέκτησαν από τον γάμο τους δώδεκα παιδιά. Από τα παιδιά αυτά επέζησαν τα επτά κι αυτά διασκορπίστηκαν σε διάφορα σημεία της Ευρώπης (Γερμανία, Ρουμανία, Βουλγαρία, Ορφανοτροφείο). Το 1978, όλη η οικογένεια κατάφερε να μαζευτεί στο Θρυλόριο για να ζήσει μοναδικές στιγμές.
Η Δέσποινα Νικολαΐδου, μητέρα του βιογραφούμενου, γεννήθηκε το 1953. Είναι πτυχιούχος της Ιατρικής Σχολής των Σκοπίων. Γνώρισε τον Ιωάννη Κουλέα στη Ρουμανία, όπου και παντρεύτηκαν. Από τον γάμο τους απέκτησαν τέσσερα παιδιά: τον Κελεστίνο (Κελεντίνο), που είναι νοσηλευτής, την Κονσουέλα, που είναι πτυχιούχος της Θεολογικής Σχολής Αθηνών, τον Καταλίν, που είναι δημοσιογράφος-καρικατογράφος και τον βιογραφούμενο Κλαύδιο.
Ο βιογραφούμενος, Κλαύδιος Κουλέας-Κουλιανός, γεννήθηκε στο Ιάσιο της Ρουμανίας την 10η Ιουλίου 1974. Ήταν ο πρωτότοκος γιος της οικογένειας. Το όνομα Κουλιανός προέρχεται από το οικόσημο του Ιωάννη Κουλέα, που είχε ως προστάτη της οικογένειάς του τον Απόστολο και Ευαγγελιστή Ιωάννη που τιμάται στις 8 Μαΐου. Η παράδοση αυτή ξεκινάει από τον Μιχαήλ Κούλιο (1812-1892). Ο προστάτης της οικογένειας του βιογραφούμενου είναι οι Ταξιάρχες και έχει τον Άγγελο ως οικόσημο.
Το 1989, ο Κλαύδιος Κουλέας-Κουλιανός αποφοίτησε από το Εκκλησιαστικό Γυμνάσιο Ξάνθης και το 1993 αποφοίτησε από το Ενιαίο Πολυκλαδικό Λύκειο Κομοτηνής με την ειδικότητα «Εφαρμογή Πληροφορικής». Το 1993, υπηρέτησε τον ελληνικό στρατό ως ΔΕΑ. Το 1998 αποφοίτησε από το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Σχεδίου του Μιλάνου με την ειδικότητα του Αρχιτέκτων Εσωτερικής Δόμησης (Interior Design), ενώ το 1999 πήρε μεταπτυχιακό στη Γραφιστική. Μετά την αποφοίτησή του, το 1998, εργάστηκε ως δημοσιογράφος στο ελληνικό ραδιόφωνο BBC της Κύπρου, ανταποκριτής της εφημερίδας «ΠΑΤΡΙΔΑ» στην Κύπρο και δημοσιογραφικό στέλεχος στον τηλεοπτικό σταθμό «Λόγω» της Εκκλησίας της Κύπρου. Από το 2000 έως το 2004, διετέλεσε συμβασιούχος ωρομίσθιος Καθηγητής Πληροφορικής στις Σχολές Αστυνομίας Κομοτηνής και Διδυμοτείχου του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης και στον Οργανισμό Επαγγελματικής και Εκπαιδευτικής Κατάρτισης του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων. Παράλληλα, διατηρούσε στο Διδυμότειχο Ατελιέ Γραφικών Τεχνών-Διακοσμητικό Γραφείο επί της οδού Μπουμπουλίνας και Όθωνος στο Διδυμότειχο, αποπερατώνοντας αρκετά κτίρια στην περιοχή.
Το 2005, ο Κλαύδιος Κουλέας-Κουλιανός παντρεύτηκε την Αναστασία Παυλίδου, απόφοιτη Οικονομίας και Διοικήσεως των Τ.Ε.Ι. Καλαμάτας (Χρηματοοικονομικής και Ελεγκτικής). Το ζευγάρι έχει αποκτήσει δυο τέκνα, τον Μιχαήλ-Άγγελο Κουλέα (2011) και τη Δέσποινα-Δωροθέα Κουλέα (2018). Ο βιογραφούμενος, όντας από πολύτεκνη οικογένεια και γιος ιερέα, εκπλήρωσε τον παιδικό του πόθο να γίνει ιερέας. Στις 20 Οκτωβρίου 2005, χειροτονήθηκε στην Κορνοφωλιά Διάκονος από τον Σεβασμιότατο Μακαριστό Μητροπολίτη Διδυμοτείχου Ορεστιάδας και Σουφλίου, κ.κ. Νικηφόρο, ενώ στις 8 Ιανουαρίου του 2006 χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος και τοποθετήθηκε στον Ιερό Ναό Κοιμήσεως Θεοτόκου Κορνοφωλιάς.
Η κοινότητα Κορνοφωλιάς συστάθηκε με το Π.Δ 30-7-1924 (ΦΕΚ Α177/1924) και απαρτιζόταν από τρεις οικισμούς, την Κορνοφωλιά που ήταν η έδρα της κοινότητας, τη Λύρα και τη Λυκόφη που αποσπάστηκαν με Π.Δ., η μεν πρώτη το 1927 και η δεύτερη το 1946.
Η πρώτη θέση του οικισμού ήταν στη συμβολή των δύο ποταμών-χειμάρρων Μαγγάζι ή Διαβολόρεμα και Καμηλοπόταμου, από αρχαιοτάτων χρόνων. Στην Επανάσταση του 1821 οι κάτοικοι της Κορνοφωλιάς συμμετείχαν στην εξέγερση. Σημαντικότεροι ήρωες αυτής της περιόδου ήταν οι οπλαρχηγοί Αθανάσιος Μπελιάς (Καραμπελιάς) και Γεώργιος Γιαννακούδης. Ο Θανάσης Μπελιάς (Καραμπελιάς), όπως διασώζει η προφορική παράδοση, είχε σχηματίσει αρχικά ανταρτικό σώμα στο όρος Γκίμπρενα της περιοχής του Σουφλίου. Αργότερα, αφού πρώτα μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία, τάχθηκε στο πλευρό του Αλέξανδρου Υψηλάντη και μετά την αποτυχία του επαναστατικού κινήματος στη Μολδοβλαχία, κατευθύνθηκε μαζί με πολλούς άλλους αγωνιστές προς τη Νότια Ελλάδα. Η οδύσσεια αυτή κατέληξε σε οδυνηρό τέλος για τους περισσότερους απ’ αυτούς εξαιτίας των κακουχιών και της έλλειψης περίθαλψης. Διασχίζοντας την οροσειρά της Ροδόπης, ο Καραμπελιάς έπεσε σε τουρκική ενέδρα, συνελήφθη και απαγχονίστηκε στην Αδριανούπολη. Η μορφή του πήρε θρυλικές διαστάσεις και ο χαμός του έγινε δημοτικό τραγούδι. Μαζί με τον Θανάση Μπελιά πολέμησε και ο (Καρα)Γιάννης Καρυοφυλίδης από το χωριό Σύδιον (Σιαχίνκιοϊ) των Μαλγάρων. Η προφορική παράδοση αναφέρει ότι μαζί οδήγησαν 1.500 πολεμιστές από τη Θράκη στη Μολδοβλαχία, πληροφορία αρκετά διογκωμένη και μάλλον αβάσιμη για τις διαστάσεις της. Συμπατριώτης του Καραμπελιά ήταν ο Γιαννακούδης, ο οποίος γλίτωσε από τα δεινά της Μολδοβλαχίας, πολέμησε στη Νότια Ελλάδα και αργότερα επέστρεψε στο χωριό του. Στην Κορνοφωλιά γεννήθηκε ο λόγιος και ιεροκήρυκας του 18ου αιώνα, Σταμάτιος Παπάς. Στα ρωμαϊκά χρόνια ονομαζόταν Ζειρηνία ή Ζεβρών (Zervae=Ζέρβαι) ή Zurbae. Στα χρόνια του Ιουστινιανού ονομαζόταν Ζδεβρήν, ενώ στα μεταβυζαντινά χρόνια Οπάν ή Παν εξ’ ου και Παντερι=Παν+ντερε = ποταμάκι του Οπάν ή Παν, Κλεισούρα και Μαυροπήγαδο ή Μαυροπήγαδο της Κλεισούρας. Ο ποταμός Μαγγάζι ή Διαβολόρεμα λέγονταν και Μαυροπόταμος και Καραμπουνάρ Σού (Kara+bunar = Μαύρο+πηγάδι). Το 1500 μ.Χ. τα ονόματα Καρά Γιουσούφ, Σεκμπάν Βιρανί, Καρά Μπουνάρ ίσως και Οπάν προσδιορίζουν τον ίδιο οικισμό. Το 1637 μ.Χ. το όνομα που αναφέρεται είναι Karabunar Derbent = Μαυροπήγαδο της Κλεισούρας. Ίσως αυτά τα χρόνια να έγινε η μετακίνηση των κατοίκων του οικισμού στη σημερινή του θέση σε ένα άλλο Μαυροπήγαδο. Από το 1700 μ.Χ. ο οικισμός στη σημερινή του θέση αναφέρεται ως Κουρουνοφωλιά ή Κορνοφωλιά. Η ονομασία αυτή προέρχεται από τις λέξεις κουρούνα και φωλιά.
Με δικές του πρωτοβουλίες και εργασίες, ο βιογραφούμενος κατάφερε, με τη συνδρομή των Κορνοφωλιωτών, να φέρει σε πέρας ένα επίπονο έργο. Το 2009 πλέον, τελείωσε η αναπαλαίωση και αναστύλωση του ενοριακού Ναού και του Κωδωνοστασίου. Ο Ναός ανεγέρθηκε το έτος 1858. Η παρουσία του νέου ναού ουσιαστικά αντανακλούσε τη συμμετοχή των κατοίκων του χωριού στις νέες κοινωνικοοικονομικές και πολιτικές συνθήκες και την αυξανόμενη χειραφέτηση των Ελλήνων.
Ο ναός γνώρισε πολλές περιπέτειες. Πυρπολήθηκε τον Οκτώβριο του 1912 από τους Τούρκους και ξανακτίστηκε μετά την απελευθέρωση με τις φιλότιμες προσπάθειες των κατοίκων του χωριού. Τα εγκαίνια του ανακαινισθέντος λαμπρού ναού τελέσθηκαν το 1925. Ο ναός αποτελεί μια εντυπωσιακή λιθόκτιστη ξυλόστεγη τρίκλιτη βασιλική, τυπική για την ύστερη μεταβυζαντινή περίοδο και τους χρόνους μετά το 1934. Η στέγη της επάνω από το μεσαίο κλίτος είναι υπερυψωμένη και οι φέρουσες αυτήν τοιχοποιίες διατρυπώνται από παράθυρα, εντείνοντας με τον τρόπο αυτό τη μεγαλοπρέπεια του ναού. Τα τρία κλίτη ορίζονται με διπλή κιονοστοιχία, η οποία απαρτίζεται από ξύλινους λεπτούς κίονες, «ντυμένους» με γύψο, ώστε να δίνουν την εντύπωση συμπαγών κτιστών κιόνων, κυκλικών σε κάτοψη και απομειούμενων από κάτω προς τα επάνω. Απλό ξύλινο τέμπλο, τυπικό του μεσοπολέμου, χωρίζει το ιερό από τον κυρίως ναό. Επάνω από τον πρόναο αναπτύσσεται υπερώο σε δύο ορόφους, από τους οποίους ο επάνω δεν έχει οπτική επαφή με τον ναό σήμερα, καθώς φράσσεται με ξύλινο διάφραγμα. Στο ιερό εγγράφονται τέσσερις μικρές κόγχες και η μεγάλη και βαθιά κεντρική αψίδα, στην οποία ανοίγεται χαμηλό παράθυρο. Οι δεσποτικές εικόνες του τέμπλου δεν είναι παλαιές σε αντίθεση με άλλες, οι οποίες είναι με φροντίδα αναρτημένες στους τοίχους του κυρίως ναού. Οι τελευταίες προέρχονται τόσο από την φάση του 1858 όσο και από τον «αρχαίο» ναό του Αγίου Αθανασίου. Χρονολογούνται στα 1815-1816 και είναι οι δεσποτικές εικόνες του τότε ναού, εκτός από μία παλαιότερη εικόνα του Παντοκράτορα η οποία φέρει χρονολόγηση 1805. Το στιβαρό κωδωνοστάσιο αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικά του χωριού, πλην του ανώτερου τμήματός του το οποίο προστέθηκε το 1975. Είναι ένα Εκκλησιαστικό μνημείο που κοσμεί το χωριό και τον Βόρειο Έβρο. Ο βιογραφούμενος συμμετείχε ενεργά στην έκδοση ενός συγγράμματος (παρακαταθήκη για τους νεότερους) του Αρχαιολόγου και Επιβλέπων της Αναπαλαίωσης Αθανάσιου Γουρίδη, φιλοτεχνώντας το εξώφυλλό του με τίτλο «Από την αρχαία Ζειρήνια στην Κορνοφωλιά του σήμερα».
Τον Ιούνιο του 2011, ο Κλαύδιος Κουλέας-Κουλιανός αποφοίτησε επιτυχώς από το Ινστιτούτο Επαγγελματικής και Εκπαιδευτικής Κατάρτισης στην ειδικότητα «Εκκλησιαστική και Πολιτιστική Κατάρτιση».
Την 1η Ιανουαρίου 2012, μετατέθηκε στον Ιερό Ναό Προφήτη Ηλία Κουφοβούνου. Το Κουφόβουνο είναι οικισμός του Δήμου Διδυμοτείχου στον βόρειο Έβρο. Βρίσκεται σε έναν χαμηλό λόφο κοντά στη δεξιά όχθη του ποταμού Ερυθροπόταμου, σε υψόμετρο 70 μ. Κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής περιόδου, το Κουφόβουνο κατοικείται κυρίως από Βούλγαρους και Τούρκους. Καταλήφθηκε από τους Έλληνες στο τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και έγινε μέρος της Ελλάδας. Ο σημερινός πληθυσμός του είναι, κυρίως, απόγονοι των Ελλήνων προσφύγων από την Ανατολική Θράκη.
Με την υποστήριξη και την αγάπη των ενοριτών του Κουφοβούνου καθαρίστηκε και ξανά καθαγιάστηκε η Αγία Τράπεζα, επίσης ράφτηκαν νέα καλύμματα για την Αγία Τράπεζα. Αναπαλαιώθηκαν τα δύο μπρούτζινα μανουάλια, τα οποία βρίσκονται στον πρόναο. Αναζωογονήθηκε και αναπλάστηκε το προαύλιο της εκκλησίας, πάντα με τη φιλότιμη συνδρομή των κατοίκων του χωριού. Αναπαλαιώθηκε η γλυπτική κτητορική επιγραφή επάνω από το υπέρθυρο της βασιλικής εισόδου, όπου αναγράφεται και το έτος ανέγερσης του ναού. Αναπαλαιώθηκε η βασιλική είσοδος της εκκλησίας, φτάνοντας στην αρχική της κατάσταση, η οποία και ανάγεται στον 19ο με 20ό αι. Δημιουργήθηκε το Πνευματικό Κέντρο Νέων της ενορίας με έδρα το παλιό Δημοτικό Σχολείο. Δημιουργήθηκε στο Πνευματικό Κέντρο Νέων της ενορίας Δανειστική Βιβλιοθήκη και εντός λειτουργεί ένα μικρό λαογραφικό μουσείο. Δημιουργήθηκε το Τμήμα Εθελοντισμού της ενορίας για τις δράσεις της, με αρωγό τον πολιτιστικό Σύλλογο Κουφοβούνου. Αναβίωσε το διήμερο πανηγύρι που γινόταν τα παλαιότερα χρόνια εις τιμήν του εορτάζοντος Ναού, με ειδικά αφιερώματα στην Ιστορία του Γένους. Δημιουργήθηκε Ενοριακή Ιματιοθήκη (ρουχισμός) για τους οικονομικά βαλλόμενους συμπολίτες. Δημιουργήθηκε Τμήμα Αλληλεγγύης σε συνεργασία με το στρατόπεδο Χατζιπετή, δίνοντας είδη πρώτης ανάγκης, κατά τη διάρκεια όλου του χρόνου, σε συγχωριανούς, μακροχρόνια ανέργους, πολύτεκνους, οικονομικά ευάλωτους συμπολίτες. Μηχανογραφήθηκε πλήρως το διοικητικό τμήμα της ενορίας με τη συνδρομή του Συλλόγου Γυναικών. Δημιουργήθηκε καλοκαιρινό σινεμά στο Πνευματικό Κέντρο. Δημιουργήθηκε Τμήμα Δωρεάν Ενισχυτικής Διδασκαλίας για όλους τους μαθητές. Δημιουργήθηκε μονοπάτι 470 μ. προς το Αγίασμα του Προφήτη Ηλία και έγινε ανάπλαση του χώρου, με τη συνδρομή του Στρατοπέδου Χατζιπετή. Δημιουργήθηκε Τμήμα Δωρεάν Εκμάθησης Η/Υ στον χώρο του Πνευματικού Κέντρου. Δημιουργήθηκε η Εθελοντική Ομάδα Κουφοβούνου με σκοπό την ανάδειξη, τον εξωραϊσμό, την προβολή, τη διάσωση, τη διάδοση της πολιτιστικής παράδοσης και ταυτότητας του χωριού.
Στις 14 Σεπτεμβρίου 2015 κοινοποιήθηκε στον Κλαύδιο Κουλέα-Κουλιανό μετάθεση για το χωριό Σιταριά Έβρου από όπου θα συνέχιζε το ιερατικό του έργο. Μέχρι και την 1η Μαΐου 2016 παράλληλα εξυπηρετούσε χωριά τα οποία δεν είχαν ιερέα όπως: Λάδη, Ποιμενικό, Μεγάλη Δοξιπάρα, Σιτοχώρι, Καρωτή, Πραγγί, Λεπτή Ορεστιάδος. Θεωρώντας ότι ο Ιερατικός Κύκλος στη Μητρόπολη Διδυμοτείχου Ορεστιάδος και Σουφλίου για αυτόν έκλεισε, ζήτησε να αποχωρήσει και να συνεχίσει σε άλλη Μητρόπολη το έργο του.
Ο Μητροπολίτης Λαγκαδά Λιτής και Ρεντίνης (Νομός Θεσσαλονίκης) κ.κ Ιωάννης Τασιάς άνοιξε διάπλατα τις αγκάλες του και έκανε δεκτό το αίτημα μεταθέσεώς του και στις 7 Μαΐου 2016 τον τοποθέτησε ως Προϊστάμενο του Ιερού Ναού Υψώσεως Τιμίου Σταυρού Λοφίσκου. Στη νέα του ενορία δεν άργησε ούτε μέρα να ξεδιπλώσει τις αρετές του και την όρεξή του για εργασία. Άμεσα τον Ιούνιο αναπαλαίωσε πλήρως ένα σημαντικό παρεκκλήσι για τον Λοφίσκο καθότι και αυτό προσφυγικό (παρεκκλήσιο των Επτά παίδων Μακαβαίων μετά της Μητρός Σολομονής και διδασκάλου τους Ελεαζάρου) όπου εορτάζεται την 1η Αυγούστου. Παραμονή της Εορτής (31 Ιουλίου 2016) ο Μητροπολίτης Λαγκαδά Λιτής και Ρεντίνης, εκθειάζοντας τα έργα του βιογραφούμενου Ιερέως με ένα συγκινητικότατο λόγο, τον χειροθετεί δίδοντάς του και τα δύο Οφίκια του Εγγάμου Ιερέως, αυτού του Οικονόμου (το Επιγονάτιο) και του Πρωτοπρεσβυτέρου (Επιστήθιου Σταυρού). Σημειωτέον ένα μυστηριακό γεγονός, ότι ο κτήτορας του Ενοριακού Ναού της Κοινότητος Λοφίσκου ήταν ο Μακαριστός Μητροπολίτης Διδυμοτείχου Ορεστιάδας και Σουφλίου, κ.κ. Νικηφόρος, όντας τότε διωκόμενος εκ των τελευταίων μαθητών της Χάλκης ως Αρχιμανδρίτης την περίοδο 1964-1970.
Έκτοτε αναπαλαιώθηκε και το παρεκκλήσι των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης και Χριστοφόρου που βρίσκεται στην είσοδο του χωριού. Όπως και στον Ενοριακό Ναό, τον Ιούνιο του 2019 τοποθετήθηκε μαρμάρινο δάπεδο με τη συνδρομή των κατοίκων και ιδιαίτερα του αποδήμου Ελληνισμού της Αυστραλίας και της Γερμανίας.
Ο Λοφίσκος (Τοπική Κοινότητα Λοφίσκου-Δημοτική Ενότητα Βερτίσκου) ανήκει στον Δήμο Λαγκαδά της Περιφερειακής Ενότητας Θεσσαλονίκης που βρίσκεται στην Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας, σύμφωνα με τη διοικητική διαίρεση της Ελλάδας όπως διαμορφώθηκε με το πρόγραμμα «Καλλικράτης». Η επίσημη ονομασία είναι «ο Λοφίσκος». Έδρα του δήμου είναι ο Λαγκαδάς και ανήκει στο γεωγραφικό διαμέρισμα Μακεδονίας. Ο Λοφίσκος έχει υψόμετρο 447 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας. Οι κάτοικοι του χωριού προέρχονται ως επί το πλείστον από το χωριό Ιντζέκιοϊ της Ανατολικής Θράκης. Την 12η Οκτωβρίου 1922 εγκατέλειψαν οριστικά τις πατρογονικές τους εστίες και εγκαταστάθηκαν στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης και κυρίως στα χωριά που είχαν φιλοξενηθεί από το 1914 έως το 1920. Έτσι 85 οικογένειες εγκαταστάθηκαν στο Κρυονέρι, 45 οικογένειες στον Λοφίσκο, 37 οικογένειες στο Μονόλοφο, 15 στη Χρυσαυγή, 10 στο Καλαμωτό, στα Νέα Μάλγαρα και αλλού. Το Γκίρμιτς (Κρυονέρι) και το Καρά-Ομερλή (Λοφίσκος) αποτέλεσαν Κοινότητα έως το 1932 και οι κάτοικοι των δύο χωριών συνδέονται στενά έως και σήμερα. Οι πρόσφυγες εκ Ιντζέκιοϊ έφεραν μαζί τους και κειμήλια τα οποία σώζονται έως και σήμερα. Οι κάτοικοι του Ιντζέκιοϊ την 6η Μαΐου 1914 έντρομοι από τις αλλεπάλληλες επιδρομές ενόπλων Τούρκων, κατέβηκαν στο Αυδήμι, επιβιβάσθηκαν σε καράβια και αναχώρησαν για την Ελλάδα. Επίσης έχει και Ποντίους και Σαρακατσάνους.
Σύμφωνα με τον βιογραφούμενο, «ο ιερέας που περιορίζεται μόνο στα λειτουργικά του καθήκοντα και παραμερίζει τα ποιμαντικά του καθήκοντα, δεν ζει αληθινά και παραδειγματικά τον Χριστό. Στην ιερατική μου ζωή έχω, ως οδηγό, το ιερό κείμενο στο κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο (10, 1-21) και στο κατά Λουκά Ευαγγέλιο (15, 1-8), το οποίο και σας παραθέτω: Και τι κάνει ο καλός βοσκός; Αυτός, έλεγε ο Χριστός, γνωρίζει τα πρόβατά του πολύ καλά. Τους έχει δώσει μάλιστα και ονόματα και τα φωνάζει ένα-ένα με το όνομά τους στοργικά. Και όταν τα βγάζει από το μαντρί, πηγαίνει μπροστά, για να τους δείχνει τον δρόμο, για να μην χαθούν. Και από πίσω τον ακολουθούν τα πρόβατα, νιώθοντας ασφάλεια. Τον ακολουθούν, γιατί γνωρίζουν τη φωνή του, το σφύριγμά του. Και αν κάποιος άλλος τα φωνάξει, δεν πηγαίνουν κοντά του, γιατί καταλαβαίνουν από τη φωνή του ότι δεν είναι ο δικός τους τσοπάνης. Τόσο πολύ στενά συνδεδεμένα είναι τα πρόβατα με τον τσοπάνη τους. Ο καλός ποιμένας κάνει και κάτι ακόμα πιο σπουδαίο. Όταν τα πρόβατά του κινδυνεύουν, βάζει ο ίδιος σε κίνδυνο τη δική του ζωή, τη θυσιάζει, για να σωθούν τα πρόβατά του. Αυτό δεν το κάνει ο πληρωμένος βοσκός, γιατί δεν είναι δικά του τα πρόβατα. Αυτός μόλις δει τον λύκο να έρχεται, αφήνει τα πρόβατα και φεύγει για να σωθεί ο ίδιος. Κι ο λύκος αρπάζει τα πρόβατα και διαλύει το κοπάδι.»
Για αυτό το «Δωρεάν λάβετε, δωρεάν δώτε» το έχει ως πυξίδα στην Ιερατική του ζωή. Λέει ο Χριστός: «σου δίνω να δίνεις, Φιλάνθρωπος να γίνεις. Άγιοι γίνεσθε, ότι Άγιος Εγώ Ειμί και όλους σας καλώ στην Αιώνια Ζωή. Θα είμαι κοντά σας ανά πάσα στιγμή στις ανάγκες σας στη Γη, εάν μου δείξετε Υπακοή».
«Ο Θαυμαστός, Πολυέλαιος, Παντοδύναμος Θεός δίνει εντολές γεμάτες καλοσύνη και όποιος τις τηρήσει χαρούμενος θα γίνει. Επιβάλλεται να αποβάλουμε εντελώς τον Εγωισμό τον άπρεπο Ατομισμό, ζώντας μονάχα για τον δικό μας εαυτό».
«Μάθετε το σωστό, Σεμνά και Ταπεινά να κυκλοφορείτε στον κόσμο αυτό, προσφέροντας άδολη Αγάπη και αδελφή και αδελφό. Αλλήλων τα βάρη βαστάζετε. Να βοηθάτε εσείς οι υγιείς όποιον στη Γη κουράζεται. Αδιαφορίας θέση εντός σας μη βάζετε. Σαν άνθρωπος του Θεού τους πάντας να συμπονάτε και να συμπαραστέκεστε. Την κατά δύναμη βοήθεια, υλική ή πνευματική, αφιλοκερδώς να προσφέρετε. Ποτέ μην παραφέρεστε και σε σκάνδαλα μην εμπλέκεσθε. Η Ζωή με τις πολλές διακυμάνσεις, άλλους ανεβάζει, άλλους κατεβάζει. Πολλοί που πέφτουν σε κρυφό μαράζι και κανείς δεν τους κοιτάζει, είναι κάποιοι πρώην ευκατάστατοι και τώρα φτωχοποιημένοι και δεν κρατούν ανοιχτό το χέρι, ζητώντας βοήθεια από κάποιον να τους φέρει. Είναι Ευχής Έργον όταν τους ανακαλύψεις και μπορείς να τους βοηθήσεις. Σου δίνεται η ευκαιρία κι εσύ τις καλές σου πράξεις να αυξήσεις. Πρόσεχε, όμως, χωρίς κωδωνοκρουσίες να το ποιήσεις. Η φράση της Αγίας Γραφής περιγράφει καθαρά την αξία της πράξης της κρυφής, της καλής. “Μη γνώτω η αριστερά τι ποιεί η δεξιά”. Η καλή Φιλανθρωπία χωρίς υστεροβουλία βραβεύεται με Θεία Ευλογία. Να απευθύνετε λόγο γλυκό και παρηγορητικό σε κάθε πτωχό, αυτό αρέσει στο Θεό!» συμβουλεύει.