Μενού Κλείσιμο

Χιονίδου Πηνελόπη

Η Πηνελόπη Χιονίδου Παπαδοπούλου γεννήθηκε στις 02 Απριλίου 1943 στη Θεσσαλονίκη και η καταγωγή της είναι από τον Πόντο. Είναι συνταξιούχος Αρχιτέκτων Μηχανικός.

Οι ρίζες της οικογένειάς της είναι από τον Πόντο από την πλευρά του πατέρα της και από την Κλεισούρα και τη Δοϊράνη (βλάχα) από τη μητέρα της.

Ο προπάππος της, Γεώργιος Χιονίδης, γεννημένος στη Σάντα του Πόντου, διατηρούσε μεγάλο παντοπωλείο και πολλά κτήματα. Είχε δυο γιους, τον Κοσμά (παππούς της) και τον Χαραλάμπη, πατέρα του βουλευτή της Ένωσης Κέντρου και δικηγόρου της Βέροιας, Γεωργίου Χιονίδη (έγραψε την ιστορία της Βέροιας) και τρεις κόρες, την Ελένη, την Παρθένα και την Ουρανία.

Ο παππούς της, Κοσμάς Χιονίδης, γεννήθηκε στη Σάντα, σπούδασε στο Φροντιστήριο της Τραπεζούντας και εργαζόταν εκεί ως καθηγητής. Το 1910, μετά από έρωτα, γνώρισε και παντρεύτηκε τη γιαγιά της Πηνελόπης, πολύ καλή μοδίστρα στο επάγγελμα, κόρη του Γεωργίου Σαμουρίδη, εύπορου αγγειοπλάστη και εμπόρου, που διατηρούσε εργαστήρι με 7 εργάτες στην Τραπεζούντα. Είχε τέσσερις αδερφές τη Δωροθέα, την Παλάση, την Αθηνά και τη Στάλη, μητέρα του Γεωργίου Σταυριανίδη, εξαίρετου μαθηματικού με το ομώνυμο φροντιστήριο στη Θεσσαλονίκη, κι έναν αδερφό, τον Ελευθέριο, γνωστό δάσκαλο αργότερα στα Γιαννιτσά. Απέκτησαν δυο γιους, τον Στάθη το 1913, τον πατέρα της Ιούλιο, γεννημένο το 1915, καθώς και μία κόρη, την Ιουλία.

Το 1922, μετά από εξορίες και διωγμούς, με τη βοήθεια πελάτισσας της γιαγιάς της, συζύγου Τούρκου αξιωματούχου, ήρθαν στην Ελλάδα από τους πρώτους πρόσφυγες και εγκαταστάθηκαν στην Ιθάκη. Εκεί εργάστηκε ο παππούς της ως εκπαιδευτικός και τα αγόρια πήγαιναν στο σχολείο. Τον τρίτο χρόνο απέκτησαν τη δεύτερη κόρη τους, Μαρία, η οποία παντρεύτηκε το 1953 Βρετανό αξιωματικό, τον John Redfern. Απέκτησαν 2 παιδιά, τον Τόμμυ και τη Ρίτα, 4 εγγόνια και ζουν στο Λονδίνο.

Το 1926, γίνεται η μετάθεση του παππού της στη Βέροια και κάποια χρονιά η οικογένεια αποκτά δικό της σπίτι, με θέα τον κάμπο της Βέροιας. Τα αγόρια στο Γυμνάσιο οργανώνουν την ποδοσφαιρική ομάδα της πόλης τους με αρχηγό τον Στάθη. Νέα μετάθεση στην Καλαμπάκα δεν αφήνει σε ησυχία το ζευγάρι. Η γιαγιά της πρέπει να φροντίζει τα παιδιά, να τα προσέχει και να ράβει, όταν μπορεί, για οικονομική τους ενίσχυση. Παραιτείται ο παππούς Κοσμάς, γυρίζει σπίτι στην οικογένεια και κάνει φροντιστηριακά μαθήματα, αποκτώντας κύρος και σεβασμό με το ήθος και το επίπεδο διδασκαλίας του σε όλη την περιοχή της Ημαθίας. Ο Στάθης σπουδάζει οικονομικά-λογιστικά στην Πάντειο και διορίζεται ταμίας στην Αγροτική Τράπεζα της Έδεσσας.

Ο πατέρας της, Ιούλιος Χιονίδης, σπουδάζει μαθηματικά στο ΑΠΘ και παράλληλα δουλεύει ως λογιστής στα γραφεία των ΚΤΕΛ στη Θεσσαλονίκη. Σε αυτή την πόλη γνωρίστηκαν και αγαπήθηκαν οι γονείς της. Η μητέρα της, Αικατερίνη Φουρκαλίδου, του Δημητρίου και της Μαρίας, ήταν μια ωραία νέα απόφοιτος του Ανώτατου Παρθεναγωγείου της Θεσσαλονίκης. Εργαζόταν στα γραφεία της Υπηρεσίας Λοιμωδών στην οδό Εθνικής Αμύνης, όταν ερωτεύθηκε τον πατέρα της. Παντρεύτηκαν με την έναρξη του πολέμου, το 1941.

Ο παππούς, Δημήτριος Φουρκαλίδης, από τη Δοϊράνη ήρθε στη Θεσσαλονίκη με τις δυο αδερφές του, τη Σουλτάνα Μόσχου και τη Σοφία. Διατηρούσε υποδηματοποιείο κοντά στον Λευκό Πύργο με πολλούς υπαλλήλους. Ήταν ιδρυτικό μέλος της θεατρικής ομάδας και της μουσικής σκηνής και Όπερας της Θεσσαλονίκης. Αναφέρεται σε πολλούς τόμους των καλλιτεχνικών δρώμενων της πόλης, είχε φωνή τενόρου, έγραψε θεατρικά έργα κι ήταν λάτρης του γλεντιού. Σύχναζε στο καφενείο του Μήττα, γωνία Εθνικής Αμύνης και Εγνατίας, με καλλιτέχνες. Γιαγιά της ήταν η Μαρία Αναστασιάδου, το γένος Ελένης Σίμου Σιμώτα από την Κλεισούρα. Ήταν υφασματέμπορος στη Θεσσαλονίκη και μέλος του Ελληνικού Αμυντικού Κομιτάτου. Μακεδονομάχος, απόγονος του Ιωάννη Αναστασίου Σιμώτα, από την Πογδοριανή Κουρέντων Μολδαβίας, μεγαλέμπορα, με καταγωγή από την Κλεισούρα, που συμμετείχε στην Ελληνική Επανάσταση, όταν εκδηλώθηκε στις παραδουνάβιες ηγεμονίες το 1821. Αγωνιστής του ΄21, ενίσχυε οικονομικά τον αγώνα για την απελευθέρωση της Ελλάδας από τους Τούρκους. Τη γιαγιά Μαρία που μεγάλωσε στην Πόλη, όπου ο πατέρας της είχε αρτοποιείο στο Φανάρι, μετά το θάνατο της μητέρας της και τους άλλους δυο γάμους του πατέρα της, την υιοθέτησε ο θείος της Γιάννης Σιμώτας με τη γυναίκα του Κατίνα, που δεν είχαν παιδιά. Ο θείος, όπως και ο πατέρας του, ήταν μεγάλος υφασματέμπορος στη Θεσσαλονίκη, με εμπορικές διασυνδέσεις στην Ευρώπη και τη Μακεδονική ενδοχώρα. Καθώς και τα αδέλφια του, Τασιούλας και Στέφανος Σιμώτας.

Ο παππούς Δημητρός και η γιαγιά της Μαρίκα, όπως τους αποκαλούσαν, απέκτησαν έναν γιο τον Μανώλη, τη μητέρα της Πηνελόπης, Αικατερίνη και την Ευανθία. Η μητέρα τους είχε κι έναν γιο από τον πρώτο της γάμο, το Θανάση Ζήκα. Μένουν όλοι μαζί σε ιδιόκτητο σπίτι στην πρώτη πάροδο της Μελενίκου, απέναντι από το Πανεπιστήμιο, προίκα της μαμάς τους. Η καταστροφή όμως ξεκινά με το κάψιμο του μαγαζιού του παππού από ανταγωνιστές του (για δεύτερη φορά) και δεν μπορεί πια να ορθοποδήσει λόγω ηλικίας. Σιγά σιγά ξοδεύονται όλα τα χρήματα, το σπίτι και τα κοσμήματα της μαμάς τους. Μετακομίζουν σε ένα υπόγειο διαμέρισμα στους Χορτατζήδες. Με τον θάνατό της γιαγιάς της σε ηλικία 44 χρόνων, η οικογένεια πέφτει στην αφάνεια.

Το 1932, η Αικατερίνη, η μητέρα της Πηνελόπης, στα δεκαέξι της, αναλαμβάνει το μεγάλωμα της εξάχρονης αδερφής της. Ο παππούς ανοίγει ένα τσαγκαράδικο στην περιοχή του Λευκού Πύργου, για να επιδιορθώνει παπούτσια πλέον στους γνωστούς του πελάτες. Μέχρι τα ογδόντα του εργαζόταν, πήρε σύνταξη στα ογδόντα δύο του και μετά από λίγους μήνες πέθανε.

Οι αδελφοί της, έφιπποι Αξιωματικοί, πολεμούν για την πατρίδα και στο τέλος του παντρεύονται. Ο Εμμανουήλ απέκτησε δύο παιδιά, τον Δημήτρη και τη Μαρία. Ήταν υπάλληλος της ΤΑΕ και μετά της Ολυμπιακής. Ο Αθανάσιος ήταν ξυλέμπορας.

Η Πηνελόπη Χιονίδου γεννήθηκε στο Ρωσικό Μαιευτήριο. Τα πρώτα της χρόνια, δίνει σε όλους πολλή χαρά και παίρνει πολλή αγάπη από όλους. Ο πατέρας της αρρωσταίνει και μεταφέρεται στην περιοχή του Ασβεστοχωρίου που έχει καλύτερο κλίμα. Η οικογένειά του αποφασίζει να πουλήσει το σπίτι στη Βέροια και έρχονται να μείνουν με ενοίκιο στη Θεσσαλονίκη όλοι μαζί. Ξαφνικά αρρωσταίνει ο παππούς της. Στα τέσσερά της χρόνια χάνει την ίδια ημέρα τον παππού Κοσμά, 58 χρόνων και το θείο της Στάθη 34, έφεδρο αξιωματικό του τακτικού στρατού, σε ενέδρα των ανταρτών στην περιοχή Βαρβάρα στον Πολύγυρο. Χαρακτηρίστηκε Ήρωας του Ελληνικού Κράτους. Η οικογένεια πενθούσε για χρόνια.

Η Πηνελόπη από τριών χρόνων έπαιζε τη δασκάλα, εμμονή που θα την ακολουθεί σε όλη της τη ζωή. Ο πατέρας της κάποτε γίνεται καλά και γυρίζει στο σπίτι. Πιάνει δουλειά ως διαχειριστής σε τεχνική εταιρεία του Χαράλαμπου Γιαννακόπουλου. Η οικογένεια παραμένει στο σπίτι της οδού Ελιμείας, που σήμερα λέγεται Σααδή Λεβή. Ο πατέρας της τραγουδούσε θαυμάσια σαν τενόρος, ζωγράφιζε υπέροχα, ήταν πάντα γελαστός και ιδεολόγος αριστερός, που τον σέβονταν όλοι όσοι τον γνώριζαν, συγγενείς, φίλοι και συνεργάτες. Η οικογένεια σύχναζε σε κάθε παράσταση που ερχόταν στην πόλη και κυρίως στο Βασιλικό Θέατρο. Η μητέρα της ήταν πολύ κομψή.

Πήγε στο 11ο Δημοτικό, σε ένα διατηρητέο κτίριο στη γωνία Δελφών και Μιαούλη. Μικρή έκανε χορό και πιάνο, έμαθε Αγγλικά και ζωγράφιζε πολύ ωραία από την Α΄ τάξη. Συνέχισε το σχολείο στο Α΄ Γυμνάσιο Θηλέων επί της Εθνικής Αμύνης, με Γυμνασιάρχη τον Χατζηζήση, καθηγητή και του πατέρα της. Αποφοίτησε από το τμήμα Αρχιτεκτόνων της Πολυτεχνικής Σχολής του ΑΠΘ με σπουδαίους καθηγητές, όπως τους κυρίους Μουτσόπουλο, Καραντινό, Φατούρο, Λεφάκη, Μπούρα, Τσώκου, Κωνσταντινίδη, Αργυρόπουλο, Νιτσιώτα, Τσούκα, Πενέλη και άλλους.

Το 1969, άνοιξε το πρώτο της τεχνικό γραφείο στην οδό Καστριτσίου. Μαζί της στεκόταν πάντα ο πατέρας της, που την βοήθησε και με τις γνωριμίες του. Συστεγάζεται και συνεργάζεται με τον Ηλία Μάμαλη, πολιτικό μηχανικό. Το 1970 προσλαμβάνεται ως καθηγήτρια στην Τεχνική Σχολή «ΕΥΚΛΕΙΔΗΣ», όπου διδάσκει στα τμήματα Εργοδηγών Δημοσίων Έργων και Διακοσμητών, μαθήματα της ειδικότητάς της.

Τον Αύγουστο του 1970, παντρεύεται τον Στέφανο Παπαδόπουλο γεννημένο το 1940 στη Θεσσαλονίκη. Ο πατέρας του, Γεώργιος, ήταν από την Κύζικο της Μ. Ασίας κι η μητέρα του, Αικατερίνη Στεφανίδου, από το Πλωμάρι της Μυτιλήνης. Είχαν και μία κόρη, τη Μαλαματή Τσακίρη. Οι γονείς του ήταν φίλοι των δικών της κι έτσι τα παιδιά γνωρίζονταν από μωρά.

Ο σύζυγός της, πτυχιούχος σχεδιαστής, ήταν διορισμένος στο Πολυτεχνείο, στο Σπουδαστήριο Εικαστικών τεχνών με τον Χρήστο Λεφάκη και μετά τον Νίκο Σαχίνη, απ’ όπου και συνταξιοδοτήθηκε. Παράλληλα, ασχολήθηκε με τη φωτογραφία ερασιτεχνικά, με συμμετοχή σε πολλές ατομικές και ομαδικές εκθέσεις στη Νέα Διαγώνιο, γκαλερί του Ντίνου Χριστιανόπουλου. Γνώρισε αξιόλογους ανθρώπους κι έκτοτε συνεργάζεται μαζί τους. Ασχολήθηκε επίσης με τις Ασφάλειες Ζωής με πολύ καλές επιδόσεις και βραβεία, για τριάντα οκτώ χρόνια περίπου.

Μαζί απέκτησαν δύο παιδιά, τον Γεώργιο-Ιούλιο το 1972 και την Αικατερίνη το 1978, γεννημένα στη Θεσσαλονίκη. Παράλληλα με το μεγάλωμα των παιδιών της, στον ιδιωτικό τομέα, έχοντας γραφείο μελετών, σχεδίασε και κατασκεύασε πολλά ιδιωτικά έργα, πολυώροφες οικοδομές, εργοστάσια, μεζονέτες εντός και εκτός Θεσσαλονίκης και σε άλλες πόλεις, διαμόρφωσε και διακόσμησε δεκάδες διαμερίσματα, καταστήματα, βιτρίνες, εκθεσιακούς χώρους, όπως επίσης σχεδίασε και κατασκεύασε πολλά σύγχρονα-πρακτικά έπιπλα. Ως εργολάβος, έκτισε πολυώροφη οικοδομή στην Αλεξάνδρεια Ημαθίας.

Στην εκπαίδευση, μετά τη δημοσιοποίηση το 1981 της σχολής «ΕΥΚΛΕΙΔΗΣ», παραμένει ως δημόσιος υπάλληλος και κλείνει το γραφείο της. Δίδασκε και μέχρι τη συνταξιοδότησή της το 2007 στο 11ο Τεχνικό Λύκειο στα Τμήματα Διακοσμητών και Γραφικών Τεχνών μαθήματα ειδικότητος, όπως Σχέδιο Ελεύθερο-Γραμμικό, Ιστορία Τέχνης Αρχιτεκτονικής, Οικοδομικές κατασκευές, Διακοσμητική Σύνθεση, Φωτογραφία, Διαφήμιση, Γράμματα και Αριθμούς, Έπιπλο.

Ως υπεύθυνη των τμημάτων, οργάνωσε εκθέσεις έργων των μαθητών και πολλές εκπαιδευτικές επισκέψεις, προετοίμασε πολλούς για την Αρχιτεκτονική Σχολή και ΤΕΙ, για τα τμήματα Διακοσμητικής και Γραφιστικής. Πολλούς μαθητές της βοήθησε να γίνουν συνάδερφοί της. Ήταν πολύ δοτική στην τάξη με πολλές γνώσεις και ποικιλία θεμάτων, ώστε τα μαθήματα να μην γίνονται μονότονα. Ήταν όμως και αρκετά αυστηρή. Εργάστηκε επί δεκαετίες σε επιτροπές βαθμολόγησης γραπτών, Πανελληνίων εξετάσεων. Συνεργάστηκε πολλές φορές με το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο σε θέματα οργάνωσης της ύλης πολλών μαθημάτων ειδικότητας, καθώς και στη δημιουργία του Τμήματος Γραφικών Τεχνών, στα Τεχνικά Λύκεια. Ως καθηγήτρια στη ΣΕΛΕΤΕ, εκπαίδευσε πολλούς συναδέρφους της.

Όλα αυτά τα χρόνια, ο γιος της, Γεώργιος-Ιούλιος Παπαδόπουλος (Γιούλης), μαθαίνει Ρωσικά στο δημοτικό και 15 χρόνων, παίρνει αργυρό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς αγώνες της Ρωσικής γλώσσας στη Μόσχα. Γίνεται μέλος της παιδικής χορωδίας Αγίας Τριάδας Θεσσαλονίκης με φωνή άλτο. Μελετά πιάνο στο Νέο Ωδείο με καθηγήτρια την Άννα Τσίτσα-Κούνιο και αποφοιτά με άριστα παμψηφεί και πρώτο βραβείο. Φοιτά στο τμήμα μουσικολογίας του ΑΠΘ. Συνεχίζει στα δεκαοκτώ του χρόνια στη Royal Academy of Music του Λονδίνου με υποτροφία, πιάνο και διεύθυνση ορχήστρας. Είναι κάτοχος MMus από το King’ s College του Λονδίνου και Ph.D Ιστορικής Μουσικολογίας από το University of Washington του Seattle, όπου δίδαξε επί έξι χρόνια. Το 2003, προτάθηκε για το Αριστείο Διδασκαλίας. Πήρε υποτροφίες των Ιδρυμάτων Σκυλίτση, Λίλιαν Βουδούρη και του Βρετανικού Συμβουλίου. Το 2003, η Διδακτορική του διατριβή κέρδισε παμψηφεί το βραβείο της “American Brahms Society” με την υποτροφία Karl Geiringer για την καλύτερη εργασία της χρονιάς. Παραμένει επί έντεκα χρόνια καλλιτεχνικός διευθυντής του Δημοτικού Ωδείου Καβάλας, το οποίο και αναβάθμισε σε μέγιστο βαθμό. Στα ενδιαφέροντά του περιλαμβάνονται επίσης η Αισθητική της Μουσικής και η Φιλοσοφία της Τέχνης, καθώς και η Εξέλιξη του Κονσέρτου για πιάνο. Έχει δημοσιεύσει τακτικά εργασίες σε διεθνή συνέδρια στην Ευρώπη και Αμερική. Σήμερα είναι Διευθυντής του Κρατικού Ωδείου Θεσσαλονίκης.

Είναι παντρεμένος από το 2005 με τη Σιρανούς Τσαλικιάν, σοπράνο, με πλούσια παρουσία στην Ελλάδα και το εξωτερικό, σε ερμηνείες πρωταγωνιστικών ρόλων, μόνιμη σολίστ του Θεάτρου Dessau (Γερμανία) και της ΕΛΣ, με εμφανίσεις από το 1997 στο Μ. Μουσικής Αθηνών, Εθνική Λυρική Σκηνή, Όπερα Θεσσαλονίκης. Αποφοίτησε από την τάξη της Βαρβάρας Τσαμπαλή στο Νέο Ωδείο Θεσσαλονίκης. Ολοκλήρωσε τις σπουδές της με Δίπλωμα από τη Μουσική Ακαδημία της Βιέννης, με καθηγήτρια την Ελένη Καρούσο (Μονωδία) και διδάσκει Μονωδία στο Ν. Ωδείο Θεσσαλονίκης. Μιλάει πέντε γλώσσες.

Η κόρη της, Αικατερίνη Παπαδοπούλου, ξεκίνησε τριών ετών μπαλέτο μέχρι τα 16 της. Από 6 ετών, άρχισε μαθήματα βιολιού και με καθηγήτρια την Εύη Δελφινοπούλου, παίρνει Πτυχίο Άριστα, Δίπλωμα Άριστα και Πρώτο Βραβείο με καθηγήτρια την Ειρήνη Ντράγκνεβα. Έχει κάνει, επίσης, πιάνο. Αποφοίτησε από τα ΤΕΙ με Πτυχίο Τεχνολόγου Φυτικής Παραγωγής. Δημιούργησε τρία σύνολα (κουαρτέτα, τρίο), στα οποία συμμετέχει και η ίδια, το PRIMAVERA με κορίτσια, το πρώτο κουαρτέτο στη Θεσσαλονίκη που έπαιζε κλασικές διασκευές, το FORTISSIMO πάλι με κορίτσια, αλλά και με μοντέρνα βιολιά, με πολλαπλές εμφανίσεις στην TV, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό και το TRINITY ELECTRIC STRING TRIO πάλι με κορίτσια, που παίζει περισσότερο Rock, διασκευές σε συναυλίες σε όλη την Ελλάδα και τα νησιά. Συμμετέχει σε πολλές ορχήστρες και σύνολα. Διδάσκει βιολί σε Δημοτικά Ωδεία.

Είναι παντρεμένη από το 2006 με τον Βενιαμίν Γεωργιάδη, γεννημένο το 1974 στη Γερμανία, πολιτικό μηχανικό του ΑΠΘ, με master στη Σεισμική Μηχανική και τις Αντισεισμικές Κατασκευές. Εργάζεται στο κατασκευαστικό τμήμα μεγάλης αλυσίδας καταστημάτων ως υπεύθυνος κατασκευών. Είναι αριστούχος κλαρινετίστας του Κρατικού Ωδείου Θεσσαλονίκης. Μετέχει περιστασιακά σε διάφορα μουσικά σύνολα. Έχουν δύο γιους, τον Γεώργιο, γεννημένο στις 16 Απριλίου 2009 και τον Στέφανο, γεννημένο στις 21 Μαΐου 2014. Είναι δύο υπέροχα εγγόνια, που γεμίζουν όλες τις ώρες της βιογραφούμενης στο να τα εκπαιδεύσει, να τα κανακέψει, να τα διασκεδάσει και να τα καμαρώσει, όσο θα υπάρχει στη ζωή.

Η Πηνελόπη συνεχίζει να σχεδιάζει ό,τι της ζητηθεί, να ενημερώνεται για ό,τι σύγχρονο κυκλοφορεί στον τομέα της, να προσφέρει σε οργανώσεις και κυρίως να βοηθάει αυτούς που την έχουν ανάγκη, δοτική ακόμη και στα 78 της χρόνια. Εύχεται να έχει το μυαλό της γερό, για να μπορεί να δημιουργεί και με τη φαντασία της ακόμα όμορφες εικόνες που να μπορεί να μοιραστεί με τον άνδρα της.

Τα τελευταία χρόνια, που η ζωή όλων στιγματίστηκε από τη βαθιά οικονομική κρίση αλλά και την πανδημία του κορωνοϊού SARS-CoV-2, η Πηνελόπη ήρθε αντιμέτωπη με τη επάρατη νόσο, την οποία καταπολέμησε και συνεχίζει σήμερα, με εργασιομανία, να σχεδιάζει και να επιβλέπει έργα. Σχεδίασε λοιπόν και επέβλεψε την ανέγερση τριώροφης οικοδομής στο Πανόραμα και ανακαίνισε ένα οροφοδιαμέρισμα στην Καστοριά, σχεδιάζοντας παράλληλα έπιπλα και για τα δύο αυτά κτίσματα. Παράλληλα, όλα αυτά τα χρόνια βοηθά, ως Αντιπρόεδρος της λέσχης Lions στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, ανθρώπους που έχουν ανάγκη. Φροντίζει τα παιδιά της και τα εγγόνια της, ενώ ο σύζυγός της Στέφανος ασχολείται με την αρχειοθέτηση του πλουσιότατου φωτογραφικού του αρχείου, υλικό το οποίο αποτελεί το επιστέγασμα 60 ετών ασχολίας με την τέχνη της φωτογραφίας.

Το 2020 έφυγαν αρκετοί συγγενείς, φίλοι και γνωστοί. Η Πηνελόπη περιμένει με προσμονή τα αποτελέσματα των εμβολίων κατά του κορωνοϊού, καθώς της λείπουν πολύ οι επαφές με τα παιδιά της και οι αγκαλιές των εγγονιών της. Παραμένει όμως γερή, κάνοντας κουράγιο οραματιζόμενη το μέλλον μετά την πανδημία. Όσο είναι καλά, παραμένει μάχιμη και έτοιμη να εξυπηρετήσει κάθε ανάγκη.