Ο Γεώργιος Καρνούτσος γεννήθηκε το 1955 στην Θεσσαλονίκη. Ο πατέρας του γεννήθηκε στον Βασιλικό της Ανατολικής Ρωμυλίας και η μητέρα του στην Πόλη. Σπούδασε Αρχιτέκτονας-Μηχανικός στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και έκανε μετεκπαίδευση στις ΗΠΑ. Ίδρυσε με την αδελφή του Μαρία, επίσης αρχιτέκτονα, την εταιρεία ΑΡΚΕΤΙΠΟ ΕΠΕ. Είναι παντρεμένος με την Ιφιγένεια Γεωργιάδου και έχουν αποκτήσει τρία παιδιά.
Προπάππους του βιογραφούμενου από την πλευρά του πατέρα του ήταν ο Γιάνγκος Καρνούτσος από τον Βασιλικό της Ανατολικής Ρωμυλίας, στα παράλια της Βόρειας Θράκης. Σε ολόκληρη την περιοχή ζούσαν περισσότεροι από 300.000 Έλληνες πριν το 1900. Την περίοδο 1878-1885 που η Ανατολική Ρωμυλία ήταν αυτόνομη, η υπόλοιπη Θράκη ήταν μοιρασμένη στην Βουλγαρία και στην Τουρκία. Ο προπάππους Γιάνγκος ήταν καραβοκύρης και έκανε εμπόριο στον Εύξεινο Πόντο. Απέκτησε οκτώ παιδιά, τέσσερα κορίτσια, τη Μάρθα, την Αναστασία, τη Δέσποινα και τη Σωτηρία και τέσσερα αγόρια, τον Μιχάλη, τον Κωνσταντίνο, τον παππού Γεώργιο και τον Γιάνγκο τον νεότερο. Έγινε μπακάλης στο χωριό του και όταν απεβίωσε το 1897 η επιχείρηση πέρασε στα χέρια των γιων του.
Ο παππούς του βιογραφούμενου, Γεώργιος Καρνούτσος, γεννήθηκε στον Βασιλικό, όπου και απέκτησε οικογένεια με την σύζυγό του, τη γιαγιά Καλλιρόη Σταθέλη, την οποία παντρεύτηκε το 1906. Πατέρας της Καλλιρόης ήταν ο Γιάννης Σταθέλης, ξυλουργός και μυλωνάς. Ο παππούς Γεώργιος και η γιαγιά Καλλιρόη απέκτησαν δύο παιδιά, τον Ιωάννη (Γιάνγκο), πατέρα του βιογραφούμενου και τον Παναγιώτη.
Ο Βασιλικός είναι το σημερινό Τσάρεβο της Βουλγαρίας. Κατά την διάρκεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και μετά την ανεξαρτησία της Βουλγαρίας ως το 1934 ονομάζονταν «Βασιλικός», έννοια σχετιζόμενη με τον βασιλικό θεσμό. Το 1934 η ονομασία Βασιλικός μεταφράστηκε στα βουλγαρικά ως Τσάρεβο, κατά την διάρκεια δε της κομουνιστικής περιόδου της χώρας μετονομάστηκε σε Μιτσούριν. Ο οικισμός κατοικήθηκε από τους Έλληνες ήδη από τον 6ο αιώνα π.Χ. και εκχριστιανίσθηκε πιθανόν κατά τον 3ο μ.Χ. αιώνα. Κατά τους Μέσους Χρόνους της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και μετά, οι κάτοικοι ασχολήθηκαν με την αλιεία της παλαμίδας με τις κωπήλατες βάρκες τους (αλαμάνες), την γεωργία, την παραγωγή κάρβουνου, αγαθά που προορίζονταν για την αγορά της Κωνσταντινούπολης. Στις αρχές του 14ου αιώνα ο Βασιλικός περιήλθε στην κατοχή των Οθωμανών. Το 1880 μεγάλη πυρκαγιά κατέστρεψε το μεγαλύτερο μέρος των χαρακτηριστικών ξύλινων σπιτιών της πόλης. Κατά τις διηγήσεις κάποιοι έδεσαν αναμμένο δαυλό στην ουρά ενός ποντικού, ο οποίος τρύπωνε πανικόβλητος από σπίτι σε σπίτι, με αποτέλεσμα να καεί όλη η πόλη σε μια νύχτα. Το νέο χωριό κτίσθηκε στην διπλανή χερσόνησο με ορθογωνικό σύστημα δρόμων κατά την χάραξη των μαστρο-Γιάννη Σταθέλη και μπαρμπα-Γκόγκου Καρνούτσου. Έγινε σύντομα σημαντικό και πρόκοψε, ο καϊμακάμης μετέφερε την δημαρχεία εκεί, οι δε τοπικοί του δώσανε το προσωνύμιο «κιουτσούκ Παρίς». Ο Βασιλικός είναι σήμερα φημισμένος τόπος προορισμού καλοκαιρινών διακοπών στον Εύξεινο Πόντο.
Στην διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο παππούς Γεώργιος κλήθηκε στον βουλγαρικό στρατό όπως και πολλοί άλλοι άνδρες από το χωριό του και στάλθηκε στο μέτωπο της Ρουμανίας. Το 1914, εν μέσω πολέμου, το σύνολο του ελληνικού πληθυσμού απελάθηκε από τους Βούλγαρους στην Ελλάδα. Η γιαγιά Καλλιρόη είχε εν τω μεταξύ πεθάνει και έτσι τα δύο αγόρια, ορφανά και υπό την επίβλεψη του θείου τους έφθασαν μετά από πολλές δυσκολίες διά θαλάσσης στην Θεσσαλονίκη. Λίγο αργότερα ο παππούς απολύθηκε, έφθασε και αυτός στην Θεσσαλονίκη και κατάφερε να βρει τα αγόρια του μέσω του Ερυθρού Σταυρού.
Στην Θεσσαλονίκη η οικογένεια μαζί με άλλες έμεινε στην οδό Σαχτούρη στο σπίτι του Τούρκου Ρισβάνμπεη ‒ δεν είχε γίνει ακόμα η ανταλλαγή των πληθυσμών. Ο παππούς Γιώργος αγόρασε μια μηχανή και την εγκατέστησε κοντά σ’ αυτό το σπίτι, για να αλέθει χονδρό αλάτι, το οποίο συσκεύαζε και πωλούσε. Αφού μάζεψε κάποια χρήματα ενοικίασε ένα ξενοδοχείο στην οδό Ναυμαχίας Λήμνου, το ξενοδοχείο «Η Ρούμελη» και έγινε ξενοδόχος. Δύο από τα αδέλφια του έγιναν επίσης ξενοδόχοι εκείνη την εποχή (ξενοδοχεία «Saar» και «Βυζάντιο»).
Στις 18 Αυγούστου 1917 ξέσπασε η Μεγάλη Πυρκαγιά της Θεσσαλονίκης, ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα που σημάδεψαν την ιστορία της πόλης. Ήταν ένα τυχαίο γεγονός που άλλαξε σημαντικά την φυσιογνωμία της. Η πυρκαγιά έκαψε 9.500 σπίτια μέσα σε λίγες ημέρες και άφησε άστεγα πάνω από 70.000 άτομα. Οικονομικές και εμπορικές λειτουργίες, διοικητικές υπηρεσίες, χώροι αναψυχής και τα σημαντικότερα πνευματικά και θρησκευτικά ιδρύματα των εθνο-θρησκευτικών κοινοτήτων, μαζί με τα αρχεία τους καταστράφηκαν ολοσχερώς. Το ξενοδοχείο του παππού «Η Ρούμελη» χάθηκε και αυτό στην καταστροφική πυρκαγιά. Στην προσπάθειά του να σταθεί ξανά στα πόδια του, ο παππούς έστησε ένα μπακάλικο στην οδό Ολυμπίου Διαμαντή 18 καταρχάς και μετά από λίγο στην Εγνατία 32, στο οποίο εργάστηκε σε όλη την υπόλοιπη ζωή του και το οποίο συνέχισαν και εξέλιξαν τα παιδιά του ως οικογενειακή επιχείρηση.
Τον Δεκέμβριο του 1919 ο παππούς ξαναπαντρεύτηκε. Γυναίκα του ήταν η Μαρίκα Στασινού, κόρη του Θεοχάρη Στασινού από την Κωνσταντινούπολη. Η Μαρίκα μεγάλωσε και μορφώθηκε στο περιβάλλον του Πατριαρχείου, καθώς ήταν ανιψιά του Πατριάρχη Αντιοχείας Νικόδημου. Ήταν παιδαγωγός και προϊσταμένη του Κολλεγίου Hill στην Πόλη το οποίο με τα γεγονότα του πολέμου κατέληξε στην Αθήνα, όπου και λειτουργεί ως σήμερα στην περιοχή της Πλάκας. Η οικογένεια έμεινε στην οδό Θεοφίλου στο Κουλέ Καφέ. Ο παππούς Γιώργος ενεργοποιήθηκε στον Συνεταιρισμό Προσφύγων Σαράντα Εκκλησιών και αποκαταστάθηκε τελικά το 1930 παίρνοντας ένα οικόπεδο στην οδό Ραιδεστού 23 στις Σαράντα Εκκλησιές στη Θεσσαλονίκη. Εκεί έκτισε το 1931 το σπίτι του όπου και πέθανε το 1945. Η γιαγιά Μαρίκα απεβίωσε το 1975.
Από την πλευρά της μητέρας του, παππούς του βιογραφούμενου ήταν ο Βασίλης Ποιμενίδης από την Καλλίπολη. Μικρό παιδί έζησε στο λιμάνι της Κωνσταντινούπολης και στην συνέχεια εκπαιδεύτηκε ως οδηγός αυτοκινήτου και χειριστής μηχανημάτων, έως ότου κατέληξε οδηγός στην Βρετανική Πρεσβεία της Πόλης. Έχοντας ασυλία με αυτήν του την ιδιότητα, ήρθε στην Ελλάδα λίγο αργότερα από την ανταλλαγή των πληθυσμών και εγκαταστάθηκε στην Καλαμαριά, όπου του παραχώρησε η Πρόνοια οικόπεδο και σπίτι. Την δεκαετία του 1930 δούλεψε στην ΟΥΛΕΝ ως χειριστής βυθοκόρου στα έργα της λίμνης Κερκίνης. Τα δύσκολα χρόνια της κατοχής τον βρήκαν οδηγό φορτηγού μεταφορών. Αργότερα εργάσθηκε στον ΟΑΣΘ ως οδηγός λεωφορείου, από όπου και συνταξιοδοτήθηκε. Ο παππούς Βασίλης είχε παντρευτεί το 1921 στην Κωνσταντινούπολη την Ευφροσύνη Τριανταφυλλίδου, με την οποία απέκτησε τρία κορίτσια. Την Ελένη που γεννήθηκε στην Πόλη το 1923 και τις Ζουμπουλιά και Ελεωνόρα που γεννήθηκαν στην Καλαμαριά. Η γιαγιά Ευφροσύνη, ψυχή του σπιτιού εκείνες τις δύσκολες εποχές, ήταν μοδίστρα, έπαιζε δε μαντολίνο για να νανουρίζει τις κόρες της. Απεβίωσαν και οι δύο στην Θεσσαλονίκη. Η Ζουμπουλιά παντρεύτηκε τον Valentino Redaeli, μηχανολόγο μηχανικό από το Μιλάνο που εργαζόταν στην Ελλάδα. Απέκτησαν δύο παιδιά, τον Rodolfo και τον Βασίλη και έζησαν στο Μιλάνο και αργότερα στην Θεσσαλονίκη. Η Ελεωνόρα παντρεύτηκε τον Γεώργιο Μαγαζή και απέκτησαν δύο παιδιά, τον Βασίλη και την Ξανθίπη. Ήταν και οι δύο καθηγητές και έζησαν πολλά χρόνια στο Χιούστον και αργότερα στην Θεσσαλονίκη.
Ο πατέρας του βιογραφούμενου, Ιωάννης Καρνούτσος, γεννήθηκε στον Βασιλικό το 1907. Ήρθε ως πρόσφυγας στην Θεσσαλονίκη στην ηλικία των 7-8 ετών. Το 1924 αποφοίτησε από την Εμπορική Σχολή (σημερινό λύκειο) με την ειδικότητα του λογιστή. Επί 15 χρόνια δούλεψε ως υπάλληλος στην Ελευθέρα Ζώνη στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, η οποία λειτουργούσε τότε ως αδασμολόγητος χώρος για την εξυπηρέτηση κυρίως της Σερβίας. Παράλληλα δούλευε ως λογιστής σε εταιρείες της πόλης. Συντηρούσε επίσης την οικογενειακή επιχείρηση του μπακάλικου μαζί με τον πατέρα του και τον αδελφό του, η οποία εξελισσόταν σε εμπορική επιχείρηση. Ο αδελφός του, Παναγιώτης Καρνούτσος αποφοίτησε από την Αβερώφειο Σχολή Λαρίσης ως γεωπόνος και πήρε κλήρο στην περιοχή του αποξηραμένου Βάλτου των Γιαννιτσών για πρότυπες καλλιέργειες. Έτσι αναπτύχθηκε η οικογενειακή επιχείρηση μηχανικής καλλιέργειας «Αφοί Καρνούτσου», η οποία δραστηριοποιήθηκε σε όλη την περιοχή από τους πρόποδες του Καϊμακτσαλάν έως και την Χαλκιδική διενεργώντας με τα μηχανήματά της σπορές, θερισμούς, αλωνισμούς και γενικά γεωργικές εργασίες. Ο Παναγιώτης παντρεύτηκε την Ελευθερία Αθανασιάδου από τα Γιαννιτσά και απέκτησαν τρία αγόρια, τον Γεώργιο, πολιτικό μηχανικό, τον Κωνσταντίνο, οδοντίατρο, και τον Νικόλαο, επίσης πολιτικό μηχανικό.
Ο Ιωάννης Καρνούτσος υπήρξε εργατικός, πολυπράγμων, πρωτοπόρος, δημιουργικός και εφευρετικός αλλά και κοσμοπολίτης. Μετά το 1954 κράτησε το κατάστημα στην Εγνατία 32, το οποίο και μετεξέλιξε σε εμπορικό ευρέως φάσματος: εμπορία δίσκων βινυλίου, εισαγωγές ποδηλάτων, ειδών φωτισμού (Petromax), βιοτεχνία γραμμοφώνων κ.ά. Άσκησε το εμπόριο ως το 1992 και απεβίωσε το 2010.
Η μητέρα του βιογραφούμενου, Ελένη Ποιμενίδου, αποφοίτησε από την Γερμανική Σχολή Θεσσαλονίκης. Με το τέλος της Κατοχής η Ελένη όντας τρίγλωσση (ελληνικά-γερμανικά-αγγλικά) δούλεψε ως γραμματέας στην Αθήνα και την Θεσσαλονίκη (Schenker, John Deere κ.ά.) έως το 1950, οπότε γνώρισε τον Ιωάννη και μετά από ειδύλλιο παντρεύτηκαν. Η Ελένη υπήρξε έντονη προσωπικότητα και με τον τρόπο της ωραία φιγούρα της εποχής. Το ζευγάρι άφησε εποχή στην κοινωνία της πόλης με την φινέτσα, την πρωτοπορία, την συμμετοχή τους στις κοινωνικές ομάδες της (ΧΑΝΘ, ΕΟΣ, Μέριμνα του Παιδιού κ.ά.). Απέκτησαν δύο παιδιά, τον βιογραφούμενο Γεώργιο και την Μαρία.
Ο βιογραφούμενος, Γεώργιος Καρνούτσος, γεννήθηκε το 1955 στην Θεσσαλονίκη. Μαθήτευσε στα Πρότυπα της Παιδαγωγικής Ακαδημίας, συνέχισε στην Γερμανική Σχολή Θεσσαλονίκης και έπειτα σπούδασε στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης στο τμήμα Αρχιτεκτόνων της Πολυτεχνικής. Μετεκπαιδεύτηκε σε ενεργειακές σπουδές στις ΗΠΑ. Επιστρέφοντας στη Θεσσαλονίκη δούλεψε στο ελεύθερο επάγγελμα ως αρχιτέκτονας και το 1991 ίδρυσε με δύο ακόμη συναδέλφους του την εταιρεία «ΑΡΚΕΤΙΠΟ ΕΠΕ», η οποία ασχολήθηκε με μελέτες και κατασκευές οικοδομικών έργων σε όλη την Βόρειο Ελλάδα, την Βουλγαρία και την Ρουμανία.
Παντρεύτηκε την Ιφιγένεια Γεωργιάδου, ιδιωτική υπάλληλο, με καταγωγή από πλευράς πατέρα (Ιορδάνη Γεωργιάδη) από το Προκόπι (Ürgüp) και τον Άγιο Κωνσταντίνο της Καισάρειας της Καππαδοκίας. Η περιοχή της Καππαδοκίας, κοιτίδα του Χριστιανισμού, πατρίδα τεσσάρων Μεγάλων Ιεραρχών και χαμένη πατρίδα των Ελλήνων που εκπατρίσθηκαν μετά την Μικρασιατική Καταστροφή το 1923, χαρακτηρίσθηκε από την εξής ιδιαιτερότητα: οι Οθωμανοί υποχρέωσαν τον πληθυσμό να επιλέξει να διατηρήσει γλώσσα ή θρησκεία. Αυτοί διάλεξαν την θρησκεία κι έτσι μιλούσαν και λειτουργούσαν στην εκκλησιά στα τούρκικα, αναπτύσσοντας και μια ιδιαίτερη γραφή, τα καραμανίτικα. Η μητέρα της Ιφιγένειας (Άννα Κωδούνη) καταγόταν από την Αρναία Χαλκιδικής. Ο Γεώργιος και η Ιφιγένεια απέκτησαν τρία παιδιά, την Ελένη (1990) και την Μυρτώ-Ιωάννα (1992), οι οποίες μετά από σπουδές αρχιτεκτονικής στο T.U. της Βιέννης ζουν και εργάζονται εκεί και τον Ιωάννη (2000), φοιτητή Χημικό Μηχανικό στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Η αδελφή του βιογραφούμενου, Μαρία Καρνούτσου, γεννήθηκε το 1954. Μαθήτευσε στην Γερμανική Σχολή Θεσσαλονίκης και σπούδασε Αρχιτεκτονική στο T.U. της Βιέννης. Εξάσκησε την αρχιτεκτονική στην ΑΡΚΕΤΙΠΟ ΕΠΕ ως συνεταίρος του αδελφού της. Παντρεύτηκε τον Άγγελο Σισμανόπουλο, με καταγωγή από την Σμύρνη, επίσης αρχιτέκτονα στο επάγγελμα και ιδρυτή της τεχνικής εταιρείας ΕΡΓΟ 3 ΑΤΕ.
Ο Γεώργιος Καρνούτσος ζει σήμερα με την οικογένειά του στην Θεσσαλονίκη. Μέλη της ευρύτερης οικογένειας Καρνούτσου ζουν σήμερα στην Αθήνα και την Θεσσαλονίκη, αλλά και στο New Jersey των ΗΠΑ. Μέλη της ευρύτερης οικογένειας Ποιμενίδου ζουν σήμερα στην Αθήνα, την Θεσσαλονίκη, το Queens και το Long Island των ΗΠΑ. Η οικογένεια Γεωργιάδου είναι εγκατεστημένη στην Αθήνα, την Θεσσαλονίκη, την Κωνσταντινούπολη και την Καβάλα. Δεν υπάρχουν στοιχεία για απομείναντες στον Βασιλικό ή στο Προκόπι της Καππαδοκίας.