Μενού Κλείσιμο

Βαρβαγιάννη Βάγια

Η Βάγια Βαρβαγιάννη γεννήθηκε στο Πλωμάρι Λέσβου το 1954 και μαζί με τα αδέρφια της αποτελούν πιστούς φύλακες της παράδοσης στην παραγωγή ούζου. Η Βάγια είναι μία από τους διαχειριστές της Ποτοποιίας Βαρβαγιάννη με παράδοση 160 ετών από το έτος ίδρυσής της. Ο προπάππους Ευστάθιος Βαρβαγιάννης, ως διορατικός επιχειρηματίας, ήταν ο πρώτος που τυποποίησε το προϊόν και άρχισε να εμφιαλώνεται στο χέρι χρησιμοποιώντας έναν χάλκινο αποστακτήρα κατασκευασμένο από το 1902, ο οποίος σήμερα φυλάσσεται στο Μουσείο Ούζου. Σήμερα η επιχείρηση έχει περάσει στα χέρια της πέμπτης και έκτης γενιάς της οικογένειας, οι οποίοι εκσυγχρονίζονται και επενδύουν στην ποιότητα, χωρίς καμία έκπτωση στην παράδοση της παραγωγής ούζου.

 

Οι ρίζες της βιογραφούμενης βρίσκονται στο Πλωμάρι Λέσβου και ανήκει στην πέμπτη γενιά διαδοχής της Ποτοποιίας Βαρβαγιάννη, μια από τις καθιερωμένες εταιρείες απόσταξης στην Ελλάδα, με εξαγωγές των προϊόντων της από το 1925. Αυτή η εύφορη γη και το εξαίσιο κλίμα γεννούν, έως και σήμερα, μια αξεπέραστη ποικιλία γλυκάνισου, ένα φυτό που παίζει καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία του ούζου, αλλά και δεκάδες άλλα αρωματικά φυτά που συμπληρώνουν την υπέροχη γεύση του ούζου. Σ’ αυτόν τον τόπο, ο Ευστάθιος Βαρβαγιάννης ξεκίνησε τη διαδικασία της πρώτης απόσταξης και την παραγωγή του άριστης ποιότητας ούζου, που από τότε έγινε γνωστό με την ονομασία Ούζο Βαρβαγιάννη Μπλε.

Η ιδιαιτερότητα του Πλωμαρίου οφείλεται στην προέλευση των κατοίκων του, οι οποίοι προέρχονται από πολλά μέρη της Ελλάδας όπως το δηλώνει και το επώνυμό τους· Ανδριώτης, Μωραΐτης, Τσιριγώτης, Κρητικός κ.ά. Από τον 19ο αι. εγκαταστάθηκαν αρκετοί νησιώτες, επωφελούμενοι από τις προοπτικές της οικονομικής ανάπτυξης και την περιορισμένη οθωμανική παρουσία στην περιοχή.

Ο Ευστάθιος Βαρβαγιάννης (1805-1873) και ο αδερφός του Ιωάννης Βαρβαγιάννης, ήταν ναυτικοί από την Άνδρο ή από τη Νάξο και έφυγαν για την Οδησσό της Ρωσίας. Κατά την επιστροφή τους στο Πλωμάρι της Λέσβου, γύρω στα 1860, ο Ευστάθιος Βαρβαγιάννης ήταν φορτωμένος με την εμπειρία και τη γνώση της απόσταξης από την Οδησσό.

Ο Ευστάθιος Βαρβαγιάννης, ο ιδρυτής της ποτοποιίας, φθάνει στο Πλωμάρι και ιδρύει οικοτεχνία παραγωγής ούζου κοντά στον ποταμό Σεδούντα, 200 περίπου μέτρα από τη σημερινή αγορά. Κατείχε καλά τα μυστικά της απόσταξης και είχε επανδρώσει την επιχείρηση με αποστακτήρες οι οποίοι είχαν κατασκευαστεί -ο πρώτος το 1858 και ο δεύτερος το 1902- στην Κωνσταντινούπολη και σήμερα φυλάσσονται στο Μουσείο της επιχείρησης. Ο Ευστάθιος το 1873 πεθαίνει και τα ηνία τα παίρνει ο γιος του Ιωάννης Βαρβαγιάννης (1827-1906) και προπάππους της βιογραφούμενης, ο οποίος εμπλούτισε τον εξοπλισμό σε μια περίοδο ανάπτυξης του Πλωμαρίου, όπου τα εμπορεύματα προωθούνταν διά θαλάσσης.

Ο Ιωάννης Βαρβαγιάννης το 1856 παντρεύεται τη Μαριγώ Κουτλή και θα αποκτήσουν πέντε παιδιά: την Αδαμαντία, τη Σουλτάνα, τον Ευστάθιο, την Αικατερίνη και τον Νικόλαο. Ο μεγαλύτερος γιος Ευστάθιος (1879-1954) και παππούς της βιογραφούμενης, στα 22 του χρόνια θα υπηρετήσει για δύο χρόνια εθελοντικά στις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις, σε μια εποχή τεταμένων σχέσεων μεταξύ Ελλάδος και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στις 22 Μαρτίου του 1897, ένα μήνα σχεδόν πριν την έναρξη του ελληνοτουρκικού πολέμου, θα καταταγεί στο Βασιλικό Ναυτικό και λίγους μήνες αργότερα, σύμφωνα με τον νόμο «περί κατατάξεως εθελοντών εν τω Ελληνικώ στρατώ» θα εγγραφεί στο δημοτολόγιο του Δήμου Αθηναίων. Οι τρεις αδερφές του Ευστάθιου είχαν προικιστεί σύμφωνα με τα έθιμα της εποχής και ο Νικόλαος είχε μεταναστεύσει στην Αμερική.

Ο παππούς της βιογραφούμενης, Ευστάθιος Βαρβαγιάννης (1879-1954), αναλαμβάνει την επιχείρηση όταν η Ελλάδα βρίσκεται στη δίνη του εθνικού διχασμού και των πολεμικών περιπετειών που κορυφώνονται με τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922. Ωστόσο η ποτοποιία δεν κλυδωνίστηκε και αμέσως μετά την απελευθέρωση, ο Ευστάθιος μεταφέρει την επιχείρηση στον Ταρσανά, δίπλα από τη θάλασσα. Στο πρώτο μισό του 20ού αι. παρατηρείται στο Πλωμάρι αξιοσημείωτη εμπορική κίνηση, γεγονός που βοηθά την επιχείρηση να αποκτήσει τη φήμη που της αναλογεί, χάρη στην εξαιρετική ποιότητα ούζου. Έφτανε σε βαρέλια στα περισσότερα ελληνικά λιμάνια και μέχρι την Βηρυτό και την Αλεξάνδρεια.

Ο Ευστάθιος, ως διορατικός επιχειρηματίας, ήταν ο πρώτος που τυποποίησε το προϊόν και άρχισε να εμφιαλώνεται στο χέρι, φέρνοντας την ένδειξη «Υπερεξαιρετικόν ΑΑ63». Η ονομασία οφείλεται σε έναν αμφορέα χωρητικότητας 63 κιλών – 50 οκάδων, που σήμερα φυλάσσεται στο Μουσείο Ούζου. Ακόμη, το παράδειγμα του Ευστάθιου Βαρβαγιάννη που πρόσφερε τρεις χιλιάδες οκάδες λάδι όπως και το 80% της έκτασης όπου χτίστηκε το δημοτικό νοσοκομείο του Πλωμαρίου, σημερινό Κέντρο Υγείας, είναι ακόμη ζωντανό στην οικογένεια.

Ο μοναχογιός του Ευστάθιου Βαρβαγιάννη, Ιωάννης (1920-1987) και πατέρας της βιογραφούμενης, πηγαίνει το 1938 να σπουδάσει χημικός. Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τις σπουδές του, αφού ξέσπασε ο πόλεμος στην Ελλάδα. Στα χρόνια της κατοχής, η επιχείρηση υπολειτουργούσε και αυτό σήμαινε τη μείωση του εισοδήματος. Όμως, χάρη στην προνοητικότητα του Ευστάθιου, ο οποίος είχε φροντίσει ό,τι χρήματα είχε να τα τοποθετήσει σε γη και ζώα, ήταν μια εξασφάλιση της περιουσίας και του μέλλοντος της επιχείρησης.

Ο Ιωάννης υπηρέτησε στο Πολεμικό Ναυτικό μέχρι τον Μάιο του 1946 και κατόπιν ανέλαβε τη διεύθυνση της επιχείρησης, αφού ο πατέρας του αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας. Λίγο αργότερα, το 1947 θα παντρευτεί την Ειρήνη Στεφανή και θα αποκτήσουν τρία παιδιά, τον Στάθη (1948), τον Μανώλη (1950) και τη Βάγια (1954). Ως νέος επιχειρηματίας τότε, αναδιοργάνωσε την επιχείρηση και την προμήθευσε με νέο μηχανολογικό εξοπλισμό και από το 1965 άρχισαν πάλι οι εξαγωγές ούζου, αρχικά στις Ηνωμένες Πολιτείες, λίγο αργότερα στη Νότιο Αφρική και την Αυστραλία και ακολουθούν ευρωπαϊκές χώρες όπως η Γερμανία, η Γαλλία και το Βέλγιο. Δύο νέα αποστάγματα κάνουν την είσοδό τους εκείνη την περίοδο, το ούζο «Εύζων» το 1962 και το «Αφροδίτη» το 1964, το οποίο αρχικά θα προοριζόταν μόνο για εξαγωγές. Χαρακτηριστικό γνώρισμα του Γιάννη Βαρβαγιάννη ήταν η εξωστρέφειά του, η εκτίμηση των συγχωριανών του και η κοινωνική ζωή στα καφενεία όπου σύχναζε ο ανδρικός πληθυσμός του Πλωμαρίου. Στη μνήμη όλων έχει μείνει η μορφή αυτού του πληθωρικού άντρα, του ικανού και διορατικού επιχειρηματία που είχε δίπλα του το στήριγμα της οικογένειας, τη μητέρα της βιογραφούμενης, η οποία πάντοτε τους ενθάρρυνε και δυστυχώς απεβίωσε στις 14 Ιουνίου 2020. Συνεχίζοντας το έργο της κοινωνικής προσφοράς, ο Γιάννης Βαρβαγιάννης προσέφερε στην κοινότητα Τρυγόνα μία πηγή για να λυθεί το θέμα της ύδρευσης.

Σήμερα, η Ποτοποιία Βαρβαγιάννη συνεχίζεται στα χέρια της πέμπτης και της έκτης γενιάς δηλαδή από τη βιογραφούμενη και τους δύο ανιψιούς της, τον Ιωάννη Ευσταθίου Βαρβαγιάννη και τον Ιωάννη Εμμανουήλ Βαρβαγιάννη, οι οποίοι συνδιαχειρίζονται με τη θεία τους την οικογενειακή επιχείρηση, συνεχίζοντας με επιτυχία το έργο των προηγούμενων γενεών, με την ίδια προσήλωση στον παραδοσιακό τρόπο παραγωγής. Η πέμπτη γενιά μεγάλωσε μέσα στη βιοτεχνία, περνώντας πολλές ώρες δίπλα στον πατέρα τους, για να μάθουν αλλά και να τον ξεκουράζουν.

Ο μεγάλος αδερφός, Στάθης Βαρβαγιάννης, από μικρός ήθελε να γίνει χημικός, αλλά τελικά σπούδασε στη Φαρμακευτική Σχολή. Είναι παντρεμένος με την Αθανασία Ζουρέλη και έχει δύο παιδιά, τον Ιωάννη (1977) και τον Ανδρέα (1981). Ο Μανώλης Βαρβαγιάννης, παρά την αγάπη του για την αγγλική φιλολογία, σπούδασε λογιστικά και Διοίκηση επιχειρήσεων. Αφοσιώθηκε ήδη από το 1973 στην επιχείρηση βοηθώντας τον πατέρα του. Από τον γάμο του με τη Δέσποινα Σανιδά απέκτησε τρία παιδιά, τη Μαρία (1978), τον Γιάννη (1980) και τη Φωτεινή (1986), οι οποίοι εργάζονται επίσης στην Ποτοποιία.

Η βιογραφούμενη σπούδαζε Παιδαγωγικά στην Ακαδημία Μυτιλήνης, αλλά προτίμησε να αφοσιωθεί στην οικογένειά της και έτσι διέκοψε τις σπουδές της. Παντρεύτηκε το 1975 τον Παναγιώτη Φρυδά, γεννημένο στο Πλωμάρι, γιο της Πελαγίας Βεκρελή και του Ιωάννη Φρυδά, με τον οποίο απέκτησαν δύο παιδιά· τον Γιάννη (1976) και την Ειρήνη (1981). Ο Γιάννης είναι απόφοιτος του Πανεπιστημίου Μακεδονίας και ασχολείται με το υποκατάστημα της Ποτοποιίας Βαρβαγιάννη Βόρειας Ελλάδας και ζει στη Θεσσαλονίκη. Η Ειρήνη σπούδασε δημόσιες σχέσεις και εργάζεται στην Ποτοποιία Βαρβαγιάννη στην Αθήνα, όπου και διαμένει. Έχει παντρευτεί τον Γιάννη Λαμπρόπουλο και έχει ένα παιδάκι 4 ετών, τον Φώτη Λαμπρόπουλο.

Ο Στάθης, ο Μανώλης και η Βάγια διοικούν την εταιρεία και προσπαθούν να βαδίζουν στα βήματα των προηγούμενων γενεών «οι οποίοι αναζητούσαν το καινούριο είτε αυτό είχε να κάνει με επέκταση σε νέες αγορές είτε με αλλαγές που σχετίζονται με τις μηχανολογικές εγκαταστάσεις ή τον μηχανολογικό εξοπλισμό». Αρχή τους είναι ότι η επένδυση στην ποιότητα δεν μπορεί παρά να αποδώσει. Η έκτη γενιά μπήκε δυναμικά, αφού έξι από τα επτά παιδιά των ιδιοκτητών ασχολούνται με την επιχείρηση και ακολουθούν τα βήματα των γονιών τους με εκτίμηση προς την παράδοση και όχι ως επαγγελματική διέξοδο, αλλά ως υποχρέωση στη συνέχιση της ιστορίας της ποτοποιίας και το όραμα του παππού τους, Ιωάννη Βαρβαγιάννη, στου οποίου τα χέρια η ποτοποιία έκανε τα μεγαλύτερα βήματα μπροστά.