Οι προγονικές ρίζες της Αικατερίνης Γεωργουδάκη ξεκινούν από την Κρήτη και φθάνουν έως τη Θεσσαλονίκη, όπου γεννήθηκε και η ίδια το 1942. Είναι Ομότιμη Καθηγήτρια Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης με τεράστιο εύρος δραστηριοτήτων και προσφοράς, τόσο στον τομέα των μαθημάτων όσο και στο συγγραφικό και μελετητικό τομέα. Από τις 4 Φεβρουαρίου 1998 είναι συνταξιούχος.
Ο πατέρας της βιογραφούμενης, Δημήτρης Γεωργουδάκης (1910-1977) ήταν το μεγαλύτερο από τα εννέα παιδιά του Γεωργίου Γεωργουδάκη από τη Ραμνή και της Αικατερίνης Ροδουσάκη από τον Βάμο της επαρχίας Αποκορώνου στο νομό Χανίων. Ο Γεώργιος Γεωργουδάκης πήρε πτυχίο Νομικής από το Πανεπιστήμιο Αθηνών και αρχικά διορίστηκε Αγρονόμος στον Μυλοπόταμο της Κρήτης και αργότερα Ειρηνοδίκης. Παραιτήθηκε όμως και πήγε στην Αδριανούπολη για να δικηγορήσει. Από εκεί βρέθηκε στην Κοζάνη το 1919, όπου τον διόρισε Τμηματάρχη Γενικής Διοικήσεως Δυτικής Μακεδονίας ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Στην Κοζάνη γεννήθηκαν οι δύο μικρότεροι γιοι, Χρήστος και Κώστας και όλα τα παιδιά τελείωσαν εκεί τη βασική τους εκπαίδευση. Επιπλέον, οι δύο μεγάλοι γιοι, Δημήτρης και Στρατής, άφησαν εποχή ως ποδοσφαιριστές στον «Ολυμπιακό» Κοζάνης, τότε πρωταθλητή Δυτικής Μακεδονίας. Ο Δημήτρης Γεωργουδάκης εισήχθη στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης το 1929. Ως φοιτητής κέρδισε πολλά μετάλλια σε αγώνες στίβου στη Θεσσαλονίκη. Τον Ιούλιο του 1936 ήταν ένας από τους δρομείς που μετέφερε την Ολυμπιακή φλόγα, όταν αυτή πέρασε και από την Κοζάνη στην πορεία της από την Ολυμπία στο Βερολίνο.
Με την πτώση του Βενιζέλου, ο Γεώργιος Γεωργουδάκης απολύθηκε από τη θέση του ως Τμηματάρχης και άρχισε να ασκεί το επάγγελμα του δικηγόρου, αρχικά στην Κοζάνη και μετά το 1937 στη Θεσσαλονίκη, μαζί με τον Δημήτρη.
Στη Θεσσαλονίκη ο Δημήτρης γνώρισε την Αντιγόνη Βραχουλά, την οποία παντρεύτηκε το 1941. Απέκτησαν δύο παιδιά, την Αικατερίνη (1942) και τον Γιώργο (1944). Ως πρωτότοκος γιος πολύτεκνης οικογένειας, ο Δημήτρης δεν στρατεύτηκε σε νεαρή ηλικία. Κλήθηκε το 1941 σε κέντρο εκπαίδευσης στην Πελοπόννησο για άτομα μεγαλύτερης ηλικίας, αλλά δεν πρόλαβε να πάει στο μέτωπο, γιατί οι Γερμανοί κατέλαβαν την Ελλάδα. Φοβούμενος την έλευση των Γερμανών από βορρά, ο Γεώργιος έστειλε στην Κρήτη -για μεγαλύτερη ασφάλεια- τη σύζυγο, τη μεγάλη κόρη Χρυσούλα και τα δύο νεαρά αγόρια, Χρήστο και Κώστα. Η κατάληψη της Κρήτης από τις δυνάμεις του άξονα όμως, η καταναγκαστική εργασία που επέβαλαν στα δύο αγόρια και άλλες κακουχίες απειλούσαν καθημερινά τη ζωή τους.
Η μητέρα της βιογραφούμενης, Αντιγόνη Βραχουλά (1910-1980), ήταν το έκτο από τα εννέα παιδιά του Ιωάννη Βραχουλά, υποδηματοποιού στο επάγγελμα, με καταγωγή από τη Μυτιλήνη και της Μαρίας Βραχουλά, το γένος Γιαννούλη, που καταγόταν από την Επανομή του νομού Θεσσαλονίκης. Ο Ιωάννης και η Μαρία έμεναν σε ιδιόκτητο διώροφο σπίτι πίσω από την εκκλησία της Παναγίας Αχειροποίητου, στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Μετά τον θάνατο του Ιωάννη και τους γάμους των μεγαλύτερων θυγατέρων του, η Αντιγόνη και ο Δημήτρης συγκατοίκησαν με τη Μαρία, η οποία συνέβαλε σημαντικά στην ανατροφή της Αικατερίνης και του Γιώργου. Για τα παιδιά και τα εγγόνια της, η Μαρία Βραχουλά υπήρξε πρότυπο αυτοπειθαρχίας, ολιγάρκειας, στωικότητας, αξιοπρέπειας και ανιδιοτελούς προσφοράς. Η Αντιγόνη τελείωσε το Παρθεναγωγείο και, όντας αριστούχος, την προσέλαβε η Τράπεζα Ανατολής. Αργότερα εργάστηκε στην Οθωμανική Τράπεζα. Όταν έκλεισε κι αυτή η ιδιωτική τράπεζα, η Αντιγόνη αφοσιώθηκε στην οικογένεια.
Η Αικατερίνη Γεωργουδάκη γεννήθηκε το 1942 και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη. Μετά την αποφοίτησή της από το Ε΄ Γυμνάσιο Θηλέων Θεσσαλονίκης (1960), έκανε προπτυχιακές σπουδές (1960-1965) στο Τμήμα Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ) με υποτροφία του ΙΚΥ. Παρακολούθησε θερινά εντατικά μαθήματα για την αγγλική λογοτεχνία του 17ου αιώνα στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης (1964) με υποτροφία του εν λόγω ιδρύματος, και την βρετανική λογοτεχνία του 20ού αιώνα στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου (1969) με υποτροφία του Βρετανικού Συμβουλίου. Έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Αγγλικό Τμήμα του Πολιτειακού Πανεπιστημίου της Αριζόνα των ΗΠΑ (ΜΑ 1972-1974 και PhD 1977-1980), ως υπότροφος του Ιδρύματος Φουλμπράιτ, με ειδίκευση στην Αμερικανική λογοτεχνία του 19ου και 20ού αιώνα. Ήταν αριστούχος σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης.
Δίδαξε αγγλικά ως ξένη γλώσσα πρώτα σε φροντιστήρια ξένων γλωσσών της Θεσσαλονίκης (1963-1966) και κατόπιν σε Δημόσια Γυμνάσια-Λύκεια της Μακεδονίας (1966-1970). Το 1970 διορίστηκε ως βοηθός στο Τμήμα Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του ΑΠΘ. Εξελίχθηκε στις διάφορες βαθμίδες ΔΕΠ και έγινε τακτική Καθηγήτρια το 1991. Παραιτήθηκε το 1998. Η Σύγκλητος του ΑΠΘ της απένειμε τον τίτλο της Ομότιμης Καθηγήτριας τον Φεβρουάριο του 1999.
Κατά τη διάρκεια της πολύχρονης θητείας της, κατέλαβε υπεύθυνες θέσεις στη διοίκηση του Τμήματός της και του ΑΠΘ ως Διευθύντρια του Τομέα Αμερικανικής Λογοτεχνίας και Πολιτισμού, μέλος του Δ.Σ. και διαφόρων επιτροπών του Αγγλικού Τμήματος, μέλος της Συγκλήτου και της Επιτροπής Ερευνών του ΑΠΘ, κ.ά. Διετέλεσε επίσης Πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Αμερικανικών Σπουδών και εκπρόσωπός της στην Ευρωπαϊκή και Αμερικανική Ομοσπονδία Αμερικανικών Σπουδών, μέλος του Δ.Σ. της Ελληνικής Εταιρείας Γενικής και Συγκριτικής Γραμματολογίας, Πρόεδρος του Διεθνούς Συνεδρίου «Γυναίκες δημιουργοί πολιτισμού» (ΑΠΘ, 1997), σύνδεσμος της Ελλάδας με την Ευρωπαϊκή οργάνωση Διεθνείς Γυναικείες Σπουδές (WISE), κ.λπ. Ως μέλος των παραπάνω σωματείων, συμμετείχε στα συνέδρια και άλλες εκδηλώσεις που οργάνωσαν. Από το 1971 έως και το 2000, η βιογραφούμενη έκανε επίσης πολλές ομιλίες για την αμερικανική λογοτεχνία σε Αυστρία, Βουλγαρία, Γερμανία, Ελλάδα, ΗΠΑ, Ισπανία, Καναδά, και Πολωνία.
Γράφει στην ελληνική και την αγγλική γλώσσα. Ο κύριος όγκος του συγγραφικού της έργου είναι επιστημονικές μελέτες για την αμερικανική λογοτεχνία του 19ου και 20ού αιώνα που έχουν δημοσιευθεί σε βιβλία, περιοδικά, επιστημονικές επετηρίδες και πρακτικά διεθνών συνεδρίων στις ΗΠΑ, την Ευρώπη και την Ελλάδα. Οι συγκριτικές της μελέτες επικεντρώνονται στην επίδραση του ελληνικού και άλλων ευρωπαϊκών πολιτισμών σε Αμερικανούς συγγραφείς, στην υποδοχή του έργου Αμερικανών συγγραφέων στην Ελλάδα, στη μετάφραση των έργων τους στα ελληνικά και την επίδρασή τους σε Έλληνες συγγραφείς, στις σπουδές γυναικείων θεμάτων σε Ελλάδα και Ευρώπη, κ.ά. Ερευνά ιδιαίτερα τις επιπτώσεις της φυλής, της εθνικότητας, του φύλου, της σεξουαλικής ταυτότητας και της κοινωνικής τάξης των συγγραφέων στα λογοτεχνικά τους κείμενα. Είναι η συγγραφέας του βιβλίου “Race, Gender and Class Perspectives in the Works of Μaya Angelou, Gwendolyn Brooks, Rita Dove, Nikki Giovanni and Audre Lorde” (1991) και άλλων μελετών για Αφρο-Αμερικανίδες ποιήτριες που δημοσιεύθηκαν στην Ελλάδα, τις ΗΠΑ, την Αυστρία και την Τουρκία.
Έχει γράψει επίσης το βιβλίο «Ποιήτριες ελληνικής καταγωγής στη Βόρεια Αμερική, Αυστραλία και Γερμανία» (2002) και μικρότερες μελέτες για τη λογοτεχνία της ελληνικής διασποράς, που δημοσιεύθηκαν στην Ελλάδα, την Αυστραλία και τον Καναδά.
Με αφορμή το παραπάνω βιβλίο, έχει δώσει ομιλίες και συνεντεύξεις για την εμπειρία της μετανάστευσης, τη σχέση των αποδήμων με τη χώρα προέλευσης και τη δεύτερη πατρίδα τους και άλλα σημαντικά θέματα στη λογοτεχνία της ελληνικής διασποράς. Εκτός από επιστημονικές μελέτες, έχει δημοσιεύσει επίσης το βιβλίο διηγημάτων «Το κάλεσμα της θάλασσας. Σταγόνες μνήμης» (2007) και μεμονωμένα διηγήματα και ποιήματα σε βιβλία, ανθολογίες και φιλολογικά περιοδικά της Ελλάδας και του εξωτερικού, στην ελληνική ή την αγγλική γλώσσα.
Οι δραστηριότητες της βιογραφούμενης περιλαμβάνουν και άλλους τομείς. Από το 1960 και για πέντε χρόνια υπήρξε μέλος της κωπηλατικής ομάδας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και του Ιστιοπλοϊκού Ομίλου Θεσσαλονίκης (ΙΟΘ), με πολλές τοπικές και πανελλήνιες νίκες σε αγωνίσματα τετρακώπων γυναικών. Από το 1969 και για τον επόμενο χρόνο, ήταν η προπονήτρια της κωπηλατικής ομάδας μαθητριών του Γυμνασίου-Λυκείου Καστοριάς και δύο μαθητών της Ε΄ Λυκείου (εθελοντική προσφορά), καθώς και μέλος των επιτροπών καθηγητών του σχολείου για την οργάνωση πολιτιστικών και αθλητικών εκδηλώσεων.
Από το 1968 έως το 1969, ήταν μέλος της χορωδίας της ΧΑΝΘ με Διευθυντή τον Τάσο Παππά. Επίσης, ήταν μέλος της «Λυρικής Χορωδίας» της Θεσσαλονίκης με Διευθυντή τον Νίκο Αστρεινίδη (1990-1991) και μέλος της Δημοτικής Χορωδίας Λιτοχώρου (1999-2002). Από το 2008 μέχρι το 2012, ήταν μέλος της χορωδίας και της ομάδας ζωγραφικής του ΚΑΠΗ του Α΄ Δημοτικού Διαμερίσματος του Δήμου Θεσσαλονίκης και συμμετείχε με δέκα έργα στην έκθεση ζωγραφικής που έγινε στο Κέντρο Ιστορίας του Δήμου Θεσσαλονίκης (24-31 Ιανουαρίου 2011).
Ως μεταπτυχιακή φοιτήτρια στην Αριζόνα, η Αικατερίνη υπήρξε εθελόντρια στο δημοτικό σχολείο για παιδιά Αμερικανών Ινδιάνων της φυλής Πίμα που διαμένει στο Salt River Pima lndian Reservation στην περιοχή του Phoenix. Το διαπολιτισμικό πιλοτικό πρόγραμμα (1972-1973) ήταν υπό την αιγίδα της NAFSA και την επίβλεψη του γραφείου για αλλοδαπούς φοιτητές του Πολιτειακού Πανεπιστημίου της Αριζόνα στην πόλη Tempe. Κατά τη διάρκεια της παραμονής της εκεί, υπήρξε επίσης μέλος του χορευτικού συγκροτήματος Ελλήνων φοιτητών που συμμετείχε στο Διεθνές Φοιτητικό Φεστιβάλ Λαϊκών Χορών που οργάνωσε το Πανεπιστήμιο της Αριζόνα στην πόλη Tucson.
Στις 18 Μαρτίου 2001, κατά τη διάρκεια του Ελληνικού Πολιτιστικού Μήνα (Greek Cultural Month) με θέμα: «Ελληνίδες Ποιήτριες και συγγραφείς, 600 π.Χ.-2000 μ.Χ.»/“Greek Female Poets and Writers, 600 BC-2000 AD”, ο Γεώργιος Κατσιμπής παρουσίασε το συγγραφικό έργο της Αικατερίνης στο Παμμακεδονικό Πολιτιστικό Κέντρο της Αδελαΐδας. Στις 12 Οκτωβρίου 2003, στον ετήσιο εορτασμό του Συνδέσμου Ελληνο-Αυστραλών Λογοτεχνών και Καλλιτεχνών, ήταν ένα από τα τρία πρόσωπα εκτός Αυστραλίας στα οποία απονεμήθηκε Certificate of Appreciation σε αναγνώριση της προσφοράς της στη λογοτεχνία και στην Ελληνική γλώσσα και τον πολιτισμό.